Σίγησε το κλαρίνο του Γιάννη Βασιλόπουλου …

Την τελευταία του πνοή άφησε ο κορυφαίος κλαρινίστας Γιάννης Βασιλόπουλος.

«Οι άνθρωποι φεύγουν, τα έργα τους μένουν».

Ως Μεγανησιώτες που το κλαρίνο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας μας  και άκουσμα της αυθεντικής παραδοσιακής διασκέδασης μας και έχει συμβάλει  κατά πολύ σε αυτά , οφείλουμε τουλάχιστον ένα μεγάλο ευχαριστώ και ένα ύστατο χαιρετισμό. Καλό ταξίδι …

Το κλαρίνο  του Γιάννη Βασιλόπουλου θα συνεχίζει να ακούγεται με την Ιστορία και παράδοση που άφησε  πίσω του.

Είχε γεννηθεί το 1934 στο Αγρίνιο. 15 χρονών έγινε επαγγελματίας. Τον εντόπισε ο Γιώργος Παπασιδέρης και τον έφερε πολύ νέο στην Αθήνα. Δούλεψε με τον Ζάχο στη «Ζούγκλα». Αργότερα έκανε το δικό του μαγαζί «Χρυσό Κλαρίνο» στη Μιχαήλ Βόδα όπου εμφανίσθηκαν Μεϊντανάς, Κολητίρη, Βέρα κ.α.. Κράτησε 10 χρόνια. Ακολούθησε συνεργασία με τον Καρναβά σε δίσκους και κέντρα. Τις τελευταίες δεκαετίες πήγε στα λαϊκοδημοτικά μαγαζιά με Βάσω Χατζή, Χριστοδουλόπουλο, Σκαφίδα κτλ. Έπαιξε και σε πολλές συναυλίες με έντεχνους ερμηνευτές.

Ήταν τσιγγάνος, αλλά απέφευγε να παίζει με «τσιγγάνικο» τρόπο. Μαζί με τον παλιό Σαλέα σχεδόν μονοπωλούσαν τις συμμετοχές σε ηχογραφήσεις λαϊκών δίσκων στη δεκαετία του ’60. Πήρε μέρος σε αμέτρητες ηχογραφήσεις κυρίως με δημοτικούς τραγουδιστές αλλά και με πολλούς και κορυφαίους λαϊκούς. Έχει παίξει σε 4 από τα δημοτικά που είπε σε δίσκους ο Καζαντζίδης, αλλά και σε λαϊκά του. Επίσης σε πολλά λάϊκά με την Πόλυ Πάνου, τον Αγγελόπουλο, τη Γιώτα Λϋδια, την Καίτη Γκρέυ και άλλους.

Ήταν πολύ έμπειρος μουσικός και πολύ σοβαρός άνθρωπος. Πάντα καλοντυμένος, με δεκάδες κοστούμια και ακριβά αυτοκίνητα. Στα χρόνια του ’70 κυκλοφορούσε με μια μαύρη οκτακύλινδη μερσεντές 350S.  Αρχοντάνθρωπος με τα όλα του…

Γεννήθηκα στο Αγρίνιο το 1939. Ο πατέρας μου και η μάνα Αγρινιώτες. Ο παππούλης μου Γιάννης Βασιλόπουλος από την Κωνσταντινούπολη, ήρθε στην Φιλιππιάδα.
Η γιαγιά μου από το Μεσολόγγι. Τσιγγάνα. Είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Υπηρέτησα φαντάρος στην Τρίπολη. Τα καλύτερα κλαρίνα που άκουγα τότες, ήταν: Ο Χαράλαμπος Μαργέλης, ο Κώστας Φουσκομπούκας ο πατέρας του Αριστείδη Μόσχου, ο Βασίλης Τουρκοβασίλης από την Πρέβεζα, ο Βάγιος Μαλλιάρας και ο
Γουρνόπουλος από τη Βουργιά Μεσολογγίου. Οι θείοι μου, Κώστας και Γρηγόρης έπαιζαν κλαρίνο. Ο Χριστόφορος σαντούρι, ο Μήτσος τραγουδούσε μαζί με τον πατέρα μου Γιώργο Βασιλόπουλο, από τα καλύτερα κλαρίνα, με έβγαλαν στην πιάτσα.

Εμάς ποτέ δε μας είπαν «Γύφτους». Επίσημα ντυμένοι έρχονταν και μας έπαιρναν με τα άλογα για τους γάμους και τα πανηγύρια. Αιτωλοακαρνανία, Αρτα, Πρέβεζα, Πάτρα, σέβονταν τα όργανα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν προσωπικότητες. Στην Αθήνα ήρθα 18 χρονών. Πρώτο μαγαζί του Δημήτρη Μασούρα στην Ομόνοια «Ο Ευρώτας» μετά με τον Δημήτρη Ζάχο στην Πλατεία Βάθης στην «Ζούγκλα». Έπαιξα με τον Κώστα Ρούκουνα στην Ηπείρου, τη Σοφία Κολλητήρη, την Τασία Βέρα, τον Γιώργο Παπασιδέρη, τον Γιώργο Μεϊντανά και πολλούς άλλους. Μ’ άκουσε ο Στέλιος Καζαντζίδης και μ’ έβαλε στο δίσκο στην Κολούμπια. Το μεροκάματο 30-60 δραχμές στις αρχές του ’60. Τώρα είμαι πρώτο όνομα και είναι ανάλογο. Είμαι αυτοδίδακτος και όταν εκτελώ το όργανο δίνω την ψυχή μου. Όπως αγαπώ το παιδί μου, πιο καλά αγαπώ το όργανο. Ακου να σου πω, εγώ παίζω το ΛΑ κλαρίνο είναι πιο σωστό από το ΝΤΟ δεν το αγριεύει το όργανο, το ΛΑ είναι γλυκό. Το κλαρίνο πο ‘χω το πήρα 100 δραχμές από το σακούλι ενός Βλάχου. Είναι πάνω από 100 χρονών όργανο. Ο άνθρωπος δεν ήξερε τι μου ‘δώσε. Το παν στο κλαρίνο είναι το φύσημα και οι ανάσες.
Το φύσημα πρέπει να ‘ναι ταιριασμένο με τα δάχτυλα, διαφορετικά «αλλού παπάς κι αλλού τα ράσα του». Η ανάσα από τη μύτη μόνη της. Μόνο εγώ να το καταλαβαίνω. Αμα το νιώσει ο ακροατής, πάει,  χάλασε το κομμάτι. Κάποτε με κάλεσε ο Μίκης Θεοδωράκης και με πήρε και με πήγε ο Γιάννης ο Πέτσας (κιθάρα). Όταν πήγα στο Στούντιο, ήτανε 30 με 40 μουσικοί και ο Μίκης Θεοδωράκης μου ‘δώσε την παρτιτούρα και λέω του Γιάννη: «Τι μου δίνει εδώ; Μου ‘δώσε μια παρτιτούρα». «Μαέστρο, δε διαβάζει τις νότες», του είπε ο Γιάννης και ο Μίκης ήθελε να με διώξει και όπως κάθησε στο πιάνο του λέω: «Δάσκαλε παίξε και θα το παίξω». Τα ‘χασέ ο Μίκης και γυρίζει και λέει: «Πώς είναι δυνατόν να κρατάει τόσες φωνές στο μυαλό του!» «Ώσπου να πάμε στη Θεσσαλονίκη» μου λέει, «θα σε μάθω μουσική». Εν τω μεταξύ τον πιάσανε – Χούντα ήτανε- και δεν είχα την τύχη να προλάβω να διαβάσω μαζί του.

Από μικρός μ’ άρεζε η Βυζαντινή μουσική, παίρνω το όργανο, συγκεντρώνομαι και κατεβάζω αυτά που θέλω και πατάω στους δρόμους της Βυζαντινής μουσικής Ραστ Σαμπάχ Ουσάκ Νέβα Γιαβέντι. Μπορώ να παίζω τα πιο δύσκολα κοντσέρτα, αρκεί να τ’ ακούσω μια φορά. Έχω παίξει κλαρίνο στο δίσκο του Σταύρου Ξαρχάκου «Η Ελλάδα της Μελίνας». Τι άλλο θέλεις! Έχω 3 κορίτσια και 2 αγόρια παντρεμένα και μ’ εγγόνια. Τη γυναίκα μου την έχασα. Μ’ αρέσει το ωραίο ντύσιμο, το βρήκαμε από τη γενιά του πατέρα μας. Είναι παράδοση. Ο άνθρωπος δεν ζει για να γεμίζει την κοιλιά του αλλά για να μοσχοβολάει.

Γιάννης Βασιλόπουλος

[yframe url=’http://www.youtube.com/watch?v=MASE6zgBTQ8′]

[yframe url=’http://www.youtube.com/watch?v=8w1XEZNcsPM’]

[yframe url=’http://www.youtube.com/watch?v=V9DObkbpBqg’]

[yframe url=’http://www.youtube.com/watch?v=GQRxB4RDljQ’]

[yframe url=’http://www.youtube.com/watch?v=Hejnc3UwT3M’]

[yframe url=’http://www.youtube.com/watch?v=xYaiqUuihqc’]