Hταν κάποτε…δυο φίλοι.

Ηταν κάποτε δυο φίλοι.

Τι φίλοι… αδέλφια ήταν κάποτε.

Γεννήθηκαν μαζί, ίδια χρονιά που λένε, και βήμα βήμα μεγαλώνανε παρέα.

 

 

Απο τα πρώτα χρόνια μαζί  στις αυλές, στα σπίτια στις αλάνες. Κι ένοιωθαν ήρεμοι !!!

Με τα ίδια κοντά παντελονάκια, και τα ίδια ματωμένα γόνατα που γιατροπόρευαν ενναλάξ ο ένας του αλλουνού.Κι ένοιωθαν ανακούφιση !!!

Κι ύστερα στα πρώτα χρόνια του σχολείου μοίραζαν στα δυο το θρανίο αλλά και τη γνώση. Ο ένας έγραφε κι ο άλλος διάβαζε. Στο γυρισμό μονάχα χώριζαν για λίγο κι ύστερα ξαναντάμωναν για την ορθογραφία.

Οι μανάδες δεν ήξεραν γράμματα κι οι πατεράδες λείπανε. Ετσι ο ένας κράταγε στον άλλο το βιβλίο και το ανάποδο.

Κι όταν τα λάθη τιμωρούνταν απ’ το δάσκαλο και τα χεράκια κοκκινίζαν απ΄τη βίτσα έκλαιγαν κι οι δυό μαζί. Και αυτός που έτρωγε το ξύλο και ο άλλος που έβλεπε το φίλο του να τις …τρώει. Καμιά φορά τις έτρωγε κι αυτός όταν τον τσάκωνε ο δάσκαλος να κλαίει. Κι ένοιωθαν ένα!!!


T΄απογιόματα βρίσκανε και τους άλλους και ξαμολιώντανε στις γειτονιές να παίξουνε.

Κρυφτό στα στενά και στα σοκκάκια και καμμιά φορά στα…κότολα της γιαγιάς.

Στα ομαδικά παιχνίδια οι φίλοι ήταν πάντα στην ίδια ομάδα και ο ένας διόρθωνε τα λάθη του άλλου….ως το σούρουπο ασταμάτητο παιχνίδι.Αλλες φορές παίζανε ήσυχα, άλλες αγρίευαν και έτρεχαν γύρω -γύρω κι άλλες φορές τρυπώνανε στα σπίτια της γειτονιάς και κάναν ζαβολιές. Και οι γείτονες ύστερα πήγαιναν στις μανάδες για παράπονα.

Σε ένα σπίτι είχαν σκορπίσει το μπουκάλι με το τάλκ, και κάποια άλλη φορά είχανε ξεγελάσει  ένα άμοιρο κοριτσάκι να μπεί  σε ένα βαρέλι και ύστερα  το κυλούσαν στο κατήφορο.

Τις μεγαλύτερες ζαβολιές τις έκαναν στα σπίτια τα δικά τους όταν έφευγαν οι μανάδες τους κάθε απόγευμα για το χωράφι.

Μια μέρα ήπιαν όλο το γλυκόπιοτο και μέθυσαν. Αλλη φορά άδειασαν το βάζο με τη βανίλια και λυγωμένοι έπεσαν στο κρεβάτι με πονοστόμαχο. Κανένας όμως δεν έριξε το φταίξιμο στον άλλο. Και η τιμωρία μισή-μισή…

Ο ένας έτρωγε το ξύλο στο ένα σπίτι, κι ο άλλος το έτρωγε στο άλλο.

Μισο -μισό το ξύλο, όπως και το γέλιο όταν πέρναγε ο πόνος και σταμάταγε το κλάμα

Τα πάντα μοιραζόντανε…

Οταν είχε ο ένας είχε κι ο άλλος. Αφίσες, περιοδικά, χαρτζιλίκι, βόλους, και αυτοκόλλητα για τις συλλογές.

Τα βράδυα πριν χωρίσουνε ορίζανε την ώρα που ο υπναράς θα πέρναγε απ΄το σπίτι του αλλουνού για να πάνε μαζί σχολείο. Ο υπναράς πάντα αργούσε αλλά ο άλλος έβαζε μια φωνή και τον περίμενε. Εκτός αν η μάνα του φώναζε πολύ να μην αργήσει και τα «βάλει μέσα» κι εκείνος τον παράταγε και σκαρφιζόντανε δικαιολογίες για τον δάσκαλο.Τις πιο πολλές όμως φορές επρόκανε γιατί εκείνος ήθελε ώρα να χτενίσει τα μαλλιά του.

Στο πρώτο διάλειμμα δειώχναν τους εφιάλτες που΄χαν δεί από βραδύς στον ύπνο ή εξιστορούσαν το όνειρο που ήτανε σημαδιακό η ωραίο…Η κάνανε ξύπνιοι τα δικά τους όνειρα!

Να μεγαλώσουν να σπουδάσουν και να κάνουν μαζί μια δουλειά. Μετά να παντρευτούν μαζί την ίδια μέρα και να μένουν σε διπλανά σπίτια. … Κι ένοιωθαν ευτυχισμένοι!!!

Στο δεύτερο διάλειμμα ο διαβασμένος έλεγε την περίληψη στον αδιάβαστο  και στο σχόλασμα γυρίζανε μαζί.

Τα σπίτια δίπλα δίπλα, με μια αυλή και τα δυό ,κι από καλάμια και μερτσίνα το μισοχώρι.

Σκαρφίστηκαν λοιπόν να κάνουνε μια τρύπα και να μοιράζονται κι άλλα. Κουβέντες περιοδικά, κασέτες, σκέψεις, και καληνύχτες πριν από κάθε ύπνο.

Την τρύπα την καλύπτανε με χαρτόνι από γάλα ΝΟΥΝΟΥ και από πάνω βάζανε τη «πάντα».

Η τρύπα ήταν πάντα ανοιχτή για να ακούσει τα παράπονα αλλά και για να ορίσοει το επόμενο ραντεβού.

Οχι πώς δε τσακώνονταν καθόλου, ίσα-ίσα, μα κανένας καβγάς δε κτάταγε πάνω από λίγες ώρες.

Δε σε παίζω, ο ένας

Κι εγώ δε σε έχω φίλο, ο άλλος

Οταν όμως ξανακοιταζόντανε στα μάτια γελάγανε κι οι δύο. ..Κανείς δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια, και τέλειωνε εκεί…Λες και ζήταγαν συγνώμη με τα μάτια γιατί τη λέξη δεν τη λέγανε ποτέ.

‘Οταν όμως πειραζόντανε ο ένας απ΄τους δύο κι οι δυό μαζί ορμούσαν, μια γροθιά. Κι ας είχαν άδικο πολλές φορές εκείνοι.

Στα πρώτα φλερτ με τα κοριτσάκια τα μυστικά καλά κρυμμένα εδιναν κι έπαιρναν και τσιμουδιά στους άλλους. Κι ένοιωθαν τυχεροί!!!


Περάσαν το Δημοτικό και πήγαν στο Γυμνάσιο.

Στο ίδιο πάντα θρανίο…

Οι δάσκαλοι γίναν πολλοί κι η Ορθογραφία έγινε Οδύσσεια  Αγγλικά, και Κείμενα.

Είχαν όμως και εκδρομές, κι εκεί, στο λεωφορείο στο ίδιο κάθισμα. Ο ένας ζαλιζόντανε κι ο άλλος κράταε τη σακούλα και δεν καταλάβαινε τίποτα. Είχε την ευθύνη της μουσικής αλλά και της φωτογραφίας. Πολλές φωτογραφίες και πάντα με τους δυό τους δίπλα-δίπλα με τα χέρια τους ανακατωμένα να καταλήγουν σε γροθιά. Σε μία γροθιά.

Καμμιά φορά βγάζανε κι άλλους. Δεν κουβαλούσαν όλοι μηχανές!

Περνάγαν οι Χειμώνες και οι τάξεις ανεβαίνανε ώσπου το Γυμνάσιο τέλειωσε. Λύκειο στο Χωριό δεν υπήρχε και έπρεπε να φύγουν…

Να φύγουν για πού;

Να φύγουν πώς;

Εκείνο το Καλοκαίρι έδειωχναν κάθε τέτοια σκέψη από το νου και έκαναν σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να περίμεναν τον ίδιο πάλι Χειμώνα . Λέξη για το τι θα κάνουν το Σεμπτέβρη. Λες και δε θα ερχόνταν Σεμπτέβρης! Λες και δεν θα περνούσαν οι μέρες! Λες και δεν θα χώριζαν ποτέ!

Και ήρθε…Οι γονείς είχαν αποφασίσει που θα τους έστελναν.Οχι ότι τους ένοιαζε που, το μόνο που μέτραγε ήταν ότι για πρώτη φορά θα χώριζαν.

Κι ήρθε η ώρα του χωρισμού…

Τα μάτια κατακκόκινα τσούζανε απ το κλάμα εκείνο το βράδυ που τελικά σημαινε μοιραία και  το τέλος μιας εποχής! Τίποτα ξανά δεν θάτανε το ίδιο…

Και χωρίσανε, και για πρώτη φορά πήρανε διαφορετικούς δρόμους…

Ορκιστήκανε για πάντα να είναι μαζί. Να σποδάσουν , να πανε στρατό, να παντρευτούν και να γεράσουν μαζί…Και το πίστευαν, και το ήθελαν και θα τόκαναν. Κι ένοιωθαν σίγουροι!!!

Ετσι  αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον . Δεν είχαν καταλάβει ότι αποχαιρετούσαν κι άλλα πράγματα ….

Από τότε τίποτα δεν ήτανε ξανά το ίδιο…Κάθε φορά που ξανασμίγανε άλλαζε κι από κάτι.

Στην αρχή κάθε βδομάδα παίρνανε γράμματα ο ένας από τον άλλο. Μίλαγαν και στο τηλέφωνο που και πού, και ανυπομονούσαν να έρθουν Χριστούγεννα, Πάσχα και Καλοκαίρι για να ξαναβρεθούνε. Κι ανοίγανε τις αγκαλιές τους και κλεινόντανε μέσα σφιχτά, κι έκλαιγαν χαρούμενοι που ξανασμίξανε.

Και μεγαλώνοντας τα παιχνίδια τους άλλαζαν.  Είχανε περάσει την εφηβεία!

Το κρυφτό έγινε τάβλι, οι βόλοι Κοντσίνα, και οι βόλτες μεταμεσονύχτιες με τα πρώτα μηχανάκια, με μουσική ποτό και γλέντι.

Οι ζαβολιές έγιναν καλοστημένες φάρσες, πειράγματα στους πιο αγαθούς συνήθως  και οι καλύτερες στιγμές, στο μπάνιο στο γήπεδο  στο καφενείο, στο ψάρεμα, συντρόφευαν τους Χειμώνες που τους έβρισκαν μακρυά. Και οι καβγάδες όμως ήταν διαφορετικοί… Τώρα κρατούσαν περισσότερο….

Τα χρόνια πέρασαν κι όλα γινόντανε λιγότερα και διαφορετικά. Νέοι φίλοι καινούργιες παρέες,  άλλη ζωή!

Και τότε ήρθαν  οι έρωτες και τα κορίτσια μπήκαν στη ζωή τους.  Είχανε φύγει κι απ΄το χωριό και ήταν πιο εύκολο να βρούν κοπέλα .Ο ένας όμως ήτανε λίγο πιο καταφερτζής κι είχε περισσότερο σουξε,μέριαζε λίγο και το φίλο και έβγαινε πιο πολύ με το κορίτσι.

..Κι ένοιωσε ζήλια!!!

Υστερα ήρθαν οι εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο…Ο  ένας πέρασε κι έμεινε  στην  πόλη κι ο άλλος που δεν τα κατάφερε  γύρισε πίσω.

Χάρηκε για το φίλο του αλλά η μάνα του τον έτρωγε κάθε μέρα και τον σύγκρινε …  Κι ένοιωσε άχρηστος και αποτυχημένος!!!

Αναγκαστικά  βγήκε στο μεροκάματο, ενώ ο άλλος ο τυχερός σπούδαζε και πέρναγε καλά στη πόλη…Φοιτητής, του στέλναν οι δικοί του… Και σαν φοιτητής έκανε κι άλλους φίλους. Βρήκε κι έναν συγκατοικο και μένανε παρέα.

Ερχόντανε τα Καλοκαίρια στο νησί αλλά τον φίλο του δεν τον έβλεπε πολύ γιατί εκείνος δούλευε. Κι ένοιωσε φθόνο!!!

Στο στρατό γνώρισε κι αυτός καινούργιους φίλους. Εκείνο το Καλοκαίρι δεν πήγε στο Χωριό γιατί δεν πήρε άδεια,αλλά μάθαινε από τη μάνα του τα νέα. Ο φίλος του είχε πάει με μια παρέα στο χωριό για διακοπές.Κι ένοιωσε ξεχασμένος!!!


Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί οι φίλοι. Οταν ξαναβρέθηκαν  ήτανε εκλογές. Ποτέ δεν υποστήριζαν το ίδιο κόμμα, ούτε και την ίδια ομάδα. Ετσι το βρήκαν από τους γονείς τους κι έτσι το συνέχισαν κι αυτοί.

Αλλο κόμμα ο ένας, άλλο κόμμα ο άλλος. Οταν ήταν παιδιά δεν τους ένοιαζε… Κι η κόντρα που είχανε ήτανε μόνο για το πιο χρώμα είναι το καλύτερο. Ο ένας έλεγε πράσσινο κι ο άλλος κόκκινο. Μέχρι εκεί το φτάνανε, τόποτα παραπέρα.

Ετούτος ο καβγάς όμως ήταν διαφορετικός. Λόγια βαριά και έχθρα, που κανείς δεν είχε καταλάβει ότι υπήρχε.

Και ήτανε η πρώτη φορά που δεν ήτανε μαζί στο ίδιο παιχνίδι, στην ίδια ομάδα. Ητανε η πρώτη φορά που ο ένας έχανε κι ο άλλος κέρδιζε…

Μετά τα αποτελέσματα ο ένας ξαναγύρισε στην πόλη, συνέχισε τις σπουδές του,πήρε πτυχίο και έκανε δική του δουλειά. Πέτυχε και έκανε πολλά λεφτά.

Κι εκείνος ένοιωσε λίγος που έμεινε στο μεροκάμματο, και τα ΄βγαζε δύσκολα πέρα.  Οταν παντρεύτηκε κάλεσε τον φίλο του στο γάμο αλλά εκείνος είχε δουλειά και δεν μπόρεσε να πάει…Του έστειλε  τηλεγράφημα και δώρο…

Ούτε εκείνος πήγε στο δικό του όμως…Κι ένοιωσε μόνος!!!

Την επόμενη φορά που συναντήθηκαν- τυχαία – ήταν οικογενειακώς.

Σύστησαν τις γυναίκες τους μίλησαν για τις δουλειές τους και πάνω στη κουβέντα θυμήθηκαν το οικόπεδο που ήταν  μπροστά από τις αυλές των σπιτιών τους. Εκεί είχαν φτιάξει φρούριο και έπαιζαν, εκεί κρυβόνταν όταν τους κυνηγούσαν οι δικοί τους.

Ανέβαιναν στη συκιά που είχε μέσα και κάνανε διαγωνισμό στο σκαρφάλωμα. Μαζεύανε και σύκα και τα πέταγαν στους άλλους…εκεί είχαν πεί κάποτε ότι θα έφτιαχναν τα σπίτια τους για νάναι δίπλα δίπλα.Να μεγαλώσουν τα παιδιά τους μαζί…

Μα άλλαξαν τα σχέδια και έπρεπε να μοιραστεί…

Κάποιος  όμως  ήθελε λιγάκι παραπάνω…Ηταν η πρώτη φορά που δεν μπορούσαν να μοιράσουν κάτι.

Κι αφού στα λόγια δεν τα βρίσκανε  θα τα βρίσκανε στα…δικαστήρια.

Και τα βρήκανε…

-Θα το μοιραστήτε , είπε ο δικαστής.

Οπως μοιραζόντανε το θρανίο, όπως μοιραζόντανε το κάθισμα, όπως μοιραζόντανε τη νίκη, όπως μοιραζόνταν τη ζωή…. Κι ένοιωσαν άδειοι!!!

Δεν το είπαν όμως ποτέ ο ένας στον άλλον γιατί κι οι δυό ήταν εγωιστές.

Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που έκαναν  κάτι μαζί…

Τώρα οι δυό φίλοι δεν έχουν μυστικά, δεν ξέρουν τίποτα ο ένας για τον άλλον.

Εκαναν νέους φίλους, και δεν ξανάνοιξαν ποτέ την αγκαλιά τους. Οι Καληνύχτες γίναν ψυχρές και τυπικές, και όταν συναντηθούνε θάναι με άλλες παρέες ο καθένας χωριστά.

Δεν ξανακοιτάχτηκαν ποτέ στα μάτια, σαν να φοβούνται όσα εκείνα θα τους πούν…

Τώρα τα όνειρα τους έχουν μόνο παρελθόν. Κάπου κάπου όμως  συναντιούνται εκεί. Και νοιώθουν δυστυχισμένοι!!!

Ούτε κι αυτό το είπαν…Ούτε με τα μάτια ξαναζήτησαν συγνώμη γιατί τη λέξη δεν την έμαθαν ποτέ!

Λες κι είναι ξένοι…

Λες και δεν μοιράστηκαν τίποτα μαζί…

Λες και δεν ορκίστηκαν τότε…

Λες και κοιτάνε με άλλα μάτια…

Λες κι η ζωή δεν μετράει στιγμές…

Λες και δεν υπάρχουν οι πολλές πολλές φωτογραφίες στο άλμπουμ που ξεφυλίζουν και οι δύο κρυφά κατά καιρούς, και θυμίζει ότι τώρα είναι δυό ξένοι που…

κάποτε ήταν δυό φίλοι...τι φίλοι … αδέλφια δηλαδή !!!

[yframe url=’http://www.youtube.com/watch?v=yLpdaAwx-Eg’]

 

Σ΄αυτούς που έσβησαν  όσα έζησαν, δεν υποχώρησαν,  και δεν ζήτησαν ποτέ συγνώμη…