Πόσα απίδια παίρνει ο σάκος;

Άρθρο του Νίκου Σαραντάκου.

Σε όλους αρέσουν τα φρούτα, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο –σε μένα, λιγότερο απ’ όλα αρέσει το αχλάδι. Δεν είναι ότι το αντιπαθώ, αλλά δεν θα το προτιμήσω· στα μάτια μου είναι κατώτερο απ’ όλα τ’ άλλα φρούτα στη σύγκριση, ακόμα κι από τα μούσμουλα ή τα φραγκόσυκα –βέβαια, ένας πολυταξιδεμένος φίλος μού είχε διηγηθεί ότι υπάρχει στο Βιετνάμ ένα φρούτο που βρωμάει απαίσια, οπότε αν αρχίσει να εισάγεται αυτό στα μέρη μας σίγουρα θα πάρει την τελευταία θέση, αλλά προς το παρόν, κι από τα φρούτα που ευδοκιμούν στην περιοχή μας, το αχλάδι το βάζω στην τελευταία θέση. Προσοχή, δεν ισχυρίζομαι ότι η επιλογή μου είναι σοφή –περί ορέξεως, άλλωστε, ουδείς λόγος. Και για ν’ αποδείξω ότι δεν τρέφω αισθήματα εχθρικά απέναντι στη συμπαθή οπώρα, θ’ αφιερώσω το σημερινό σημείωμα στο φρούτο που δεν μ’ αρέσει, το αχλάδι.

Το αχλάδι βρίσκεται από την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο –οι αρχαίοι το έλεγαν άπιον, αλλά ήδη από την ελληνιστική εποχή είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται το υποκοριστικό του, απίδιον. Τη λέξη απίδι την έχουμε και σήμερα, σαν συνώνυμο του αχλαδιού, αλλά οι περισσότεροι, σήμερα, χρησιμοποιούμε το αχλάδι, αν δεν κάνω λάθος. Ή τουλάχιστον έτσι είναι στην Αθήνα, δεν αποκλείω σε κάποιες περιοχές να το λένε απίδι. Για παράδειγμα, θυμάμαι τον παππού μου, που είχε γεννηθεί στη Μάνη, και ο οποίος δεν έλεγε αχλάδι, αλλά απίδι.

Το αχλάδι προέρχεται από το αρχαίο αχράς, η αχράς της αχράδος δηλαδή, λέξη που αρχικά φαίνεται ότι σήμαινε την άγρια παραλλαγή, το αγριάπιδο. Μάλιστα, στη συλλογή παροιμιών του Βάρνερ, που δημοσιεύτηκε στην Πόλη περί το 1650, βρίσκουμε μια παροιμία που έχει και τις δυο λέξεις μαζί: τ’ απίδια με παρακαλούν, κι αχλάδες θε να φάγω; -δηλαδή, αφού μπορώ να γευτώ κάτι το εκλεκτό, δεν υπάρχει λόγος να προτιμήσω κάτι υποδεέστερο· εδώ, οι αχλάδες είναι τα αγριάπιδα και τα απίδια είναι το εκλεκτό, καλλιεργημένο φρούτο (που το λέμε σήμερα αχλάδι). Τα αγριάπιδα είναι μικρά και στυφά, αν και κάποιοι τα τρώνε. Λέγονται και γκόρτσα, και γκορτσιά το δέντρο τους –σλάβικης αρχής θαρρώ.

Σύμφωνα με τον Ν. Πολίτη, τον Μεσαίωνα η λέξη απίδι έχασε έδαφος στην Αττική και σε όλα τα άλλα μέρη όπου κατοικούσαν αλβανόφωνοι, επειδή στα αρβανίτικα μπιθ ή πίδε είναι, με το συμπάθειο, ο κώλος. Ξέρω ότι ένας καλός φίλος αμφισβητεί σφόδρα αυτή την εκδοχή, αλλά εγώ τη βρίσκω εύλογη.

Υπάρχουν κι άλλα πολλά τοπωνύμια από τ’ αχλάδι, με γνωστότερο τον Αχλαδόκαμπο, που φτύναν αίμα να τον περάσουν όσοι ταξίδευαν από Αθήνα προς Τρίπολη, πριν φτιαχτεί ο καινούργιος δρόμος. Φυσικά είναι μύθος αυτό που λεγόταν καμιά φορά, ότι τάχα η περιοχή πήρε το όνομά της από τη βασίλισσα Αμαλία η οποία είπε «Αχ! Λαδόκαμπος» βλέποντας τα λιόδεντρα.

Αν πάμε στα φρασεολογικά του αχλαδιού, έχουμε κάμποσες ενδιαφέρουσες φράσεις και παροιμίες. Καταρχάς, την απειλή «Θα σου δείξω (ή: θα σε μάθω, ή: θα δεις) πόσα απίδια βάζει ο σάκκος», που τη λέμε σε κάποιον που μας ενοχλεί, απειλώντας τον ότι θα δει με ποιον έχει να κάνει. Για να εξηγήσει τη φράση, ο Νατσούλης εφευρίσκει έναν καθόλου πειστικό μύθο, ότι τάχα τη φράση τη λέγαν οι Παργινοί, στους οποίους οι Ενετοί είχαν παραχωρήσει διάφορα προνόμια, μεταξύ των οποίων και τη χορήγηση ενός σάκκου με απίδια σε κάθε κάτοικο το χρόνο, δίνει δε ως πηγή του τον Περραιβό και την «Ιστορία της Πάργας». Καταρχάς, ο Περραιβός, τουλάχιστον στην έκδοση που υπάρχει στα γκουγκλοβιβλία, ενώ αναφέρει τα άλλα προνόμια (χορήγηση αλατιού, εορταστικά γεύματα κτλ.) δεν λέει λέξη για απίδια, αλλά ακόμα κι αν δεχτούμε ότι τέτοιο έθιμο υπήρξε, τίποτε δεν μας λέει ότι βρίσκεται στην απαρχή της φράσης, οπότε θα απορρίψουμε ασυζήτητα την εκδοχή του Νατσούλη και θα περιοριστούμε να πούμε ότι είναι πολύ πιθανό στην αρχή της φράσης να υπάρχει κάποιος λησμονημένος σήμερα μύθος. Το πιθανότερο κατά τη γνώμη μου είναι να είπε αρχικά τη φράση αυτή κάποιος εξαγριωμένος ιδιοκτήτης κήπου, λίγο πριν δείρει τον κλέφτη που του έκλεβε τα απίδια. Αλλά αυτό είναι σκέτη εικασία, αν και πιο εύλογη από τα ενετικά απίδια των Παργινών.

Την έκφραση τη βρίσκουμε μεταξύ άλλων στον Μακρυγιάννη: Ο Νοταράς πάλε άρχισε να μας αγκυλώνη. Εγώ θυσίαζα αρετή Ελληνική, ότι έβλεπα την δεινή περίστασιν της πατρίδος μου, κι’ αυτός θυσίαζε αρετή τουρκοκοτζαμπασίτικη. Τότε δια-να του δείξω πόσα απίδια πιάνει ο σάκκος αυτεινού και του Καραϊσκάκη, συνάζω όλους τους μπουλουξήδες του και τους ξηγάω το συμπεθεριόν και σε άλλα κείμενα του 19ου αιώνα, οπότε είναι περίεργο ότι δεν την έχει ο Ν. Πολίτης στις Παροιμίες του –ίσως την έχει ταξινομήσει σε άλλο λήμμα που βρίσκεται στο ανέκδοτο κομμάτι του έργου.

Εξίσου περίεργο είναι το ότι απουσιάζει από τον Πολίτη και η άλλη γνωστότατη φράση για το αχλάδι, η παροιμία «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Υποθέτω ότι θα την έχει ταξινομήσει στο λήμμα «πίσω». Πάντως, είναι προειδοποίηση σε κάποιον να μη βιαστεί να χαρεί ή να βγάλει πρόωρα συμπεράσματα γιατί στο τέλος έρχονται τα δύσκολα. Κι αυτή έχει χαρακτήρα ελαφριάς απειλής· καθώς γκουγκλίζω, βρίσκω σε φόρουμ μια συμβουλή προς υποψήφιο περιφερειάρχη: Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, κύριε Τάδε, να δούμε πού θα κρυφτείτε στις 7 Νοεμβρίου!

Δεν θα παραξενευτείτε αν σας πω ότι και γι’ αυτή τη φράση ο Νατσούλης έχει σκαρφιστεί μιαν απίθανη εξήγηση στην οποία επίσης παίζουν ρόλο οι Ενετοί, ότι τάχα με τη λέξη αχλάδα νοούνται τα μεγάλα μεταγωγικά σκάφη των Ενετών. Αλλά δεν αντέχω να γράφω τέτοιες απιθανότητες, προσέχοντας μάλιστα να μην τις αδικήσω στην περίληψη. Ευτυχώς, τα έγκυρα Διρφυακά Νέα αναδημοσιεύουν ολόκληρη τη νατσούλεια εκδοχή και με βγάζουν από τον κόπο.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η εξήγηση είναι απείρως πιο πεζή, χωρίς Ενετούς: η ουρά του αχλαδιού, το αντίθετο σημείο από το κοτσάνι, δεν τρώγεται και είναι δυσάρεστο στη γεύση. Όποιος λοιπόν γεύεται το ζουμερό αχλάδι και χαίρεται, δεν πρέπει να ξεχνάει ότι ακολουθούν τα δυσάρεστα.

Ότι τα αχλάδια τρώγονται ολόκληρα, δηλαδή και οι φλούδες τους, σε αντίθεση με τα μήλα, το λέει μια άλλη παροιμία, όχι πολύ γνωστή: Φάε απίδι ακάθαρτο και μήλο καθαρμένο. Ξέρουμε άλλωστε ότι τα αχλάδια σπανιότατα προκαλούν αλλεργίες, και γι’ αυτό τα δίνουν κατεξοχήν στα μωρά.

Κι άλλες παροιμίες έχω με τα αχλάδια, αλλά πριν προχωρήσω να πω κάτι χιλιοειπωμένο για τον συντηρητισμό της γλώσσας. Ακόμα κι όποιος ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «απίδι» για να αναφερθεί στο φρούτο, είναι πολύ σπάνιο να πει «πόσα αχλάδια βάζει ο σάκκος».

Ανάμεσα σ’ αυτές τις άλλες παροιμίες και φράσεις είναι «τα κρέμασε στην αχλαδιά», συνώνυμο του «τα φόρτωσε στον κόκκορα», και «σαν ανεβεί το γουρούνι πάνω στην αχλαδιά», δηλαδή ποτέ. Σε ένα σχετικά πρόσφατο ελληνογερμανικό λεξικό ιδιωτισμών και εκφράσεων βρίσκω τη φράση «αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου;» που είναι, λέει, ρητορική ερώτηση με την οποία υπονοούμε ότι ο άλλος είναι αδέξιος. Επειδή η συγκεκριμένη δουλειά είναι σοβαρή, δεν θα πω ότι τέτοια έκφραση δεν υπάρχει, θα πω ότι δεν την ξέρω. Εγώ ξέρω για την περίπτωση αυτή τη φράση «μανταλάκια έχεις στα χέρια σου;» -και μανταλάκιας ο αδέξιος, που του πέφτουν πράγματα ή ο τερματοφύλακας που δεν μπορεί να συγκρατήσει τη μπάλα. Εσείς ξέρετε φράση «αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου»;

Υπάρχει επίσης η έκφραση «την κουνάει την αχλαδιά», από τις πιο γνωστές που υπάρχουν στον γνωστό βαρετό κατάλογο ομοφοβικών εκφράσεων που δεν μ’ αρέσει να βλέπω και δεν θα ήθελα να παρατεθεί εδώ. Ωστόσο, παλιότερα, το θυμάμαι καλά, λέγανε «την κουνάνε/ την έχουν κουνήσει την αχλαδιά» για ετεροφυλοφιλική ερωτική (αν και ασφαλώς εξώγαμη) σχέση. Διότι βέβαια, όταν το κάνεις κάτω από την αχλαδιά, η αχλαδιά –που δεν είναι και κανένα θεόρατο δέντρο- κουνιέται.

Τελειώνω με μια φράση που τη δανειστήκαμε. Λέμε, στην καθαρεύουσα κυρίως, ότι το τάδε θέμα συζητήθηκε «μεταξύ τυρού και αχλαδίου», δηλαδή χαλαρά, αδιάφορα, στο πλαίσιο όχι και πολύ σοβαρής συζήτησης, σαν κι αυτές που γίνονται στο επιδόρπιο ενός καλού γεύματος. Ολοφάνερα πρόκειται για δάνειο, μια και οι Έλληνες δεν τρώγαμε το τυρί στο τέλος, και πράγματι δάνειο είναι από το γαλλικό entre la poire et le fromage, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Οι Γάλλοι έχουν κι αυτοί κάμποσες αχλαδοπαροιμίες, όπως π.χ. couper la poire en deux, κόβω το αχλάδι στα δύο, όταν γίνεται ένας συμβιβασμός, ένας διακανονισμός (εμείς λέμε έκοψε το καρπούζι στη μέση, για δίκαιους διαιτητές σε αθλητικούς αγώνες), ή garder une poire pour la soif, κρατάω ένα αχλάδι για τη δίψα, όταν κάποιος κρατάει εφεδρείες, ενώ poire λένε τον αγαθό, που πιάνεται εύκολα κορόιδο. Ο μεγάλος καρικατουρίστας Φιλιπόν μεταμόρφωσε σε αχλάδι τον βασιλιά Λουδοβίκο-Φίλιππο, και μάλιστα μέσα στο δικαστήριο, με αποτέλεσμα σε λίγο να γεμίσουν όλοι οι τοίχοι του Παρισιού με σκίτσα που έδειχναν ένα αχλάδι –ή τη μούρη του βασιλιά.

Πουάρ λέμε ακόμα και σήμερα την ελαστική φούσκα που έχουν τα σιφώνια, τα σταγονόμετρα και συναφή εργαλεία, επειδή αρχικά ήταν αχλαδόσχημη και μας ήρθε από τη Γαλλία..  Αχλαδόσχημα είναι βέβαια και κάμποσα μουσικά όργανα, όπως η λύρα, ενώ για άλλα αχλαδόσχημα έχει εκτενή ανάλυση το slang.gr, αλλά η ανατροφή μου δεν μ’ αφήνει ούτε λινκ να βάλω.

Πριν κλείσω, να πω ότι το αχλάδι στα τούρκικα λέγεται armud, αρμούτ, που επίσης το βρίσκουμε σε πολλά τοπωνύμια (το βρίσκαμε, δηλαδή, γιατί μετονομάστηκαν τα πιο πολλά). Αρμούτι λεγόταν κι ένα είδος πυροβόλου όπλου του 1821, που το βρίσκουμε σε δημοτικά τραγούδια και σε κάποιο διήγημα του Καρκαβίτσα. Αλλά και το περγαμόντο, όσο κι αν αυτό φαίνεται απίθανο, προέρχεται από το ιταλικό bergamotta, το οποίο, κατά τις περισσότερες πηγές, είναι δάνειο από το διαλεκτικό τουρκικό beg armut, παναπεί το αχλάδι του μπέη.

Ευτυχώς πάντως που το λεξικογραφικό και φρασεολογικό ενδιαφέρον ενός φρούτου δεν είναι ανάλογο με τη νοστιμιά του –διότι αν γέμισα τόσες σελίδες με ένα φρούτο που δεν μου πολυαρέσει, φανταστείτε τι θα έγραφα για τα αγαπημένα μου!

(Ο Νίκος Σαραντάκος έχει πτυχίο Χημικού Μηχανικού από το ΕΜΠ καθώς και Αγγλικής Φιλολογίας. Εργάζεται στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ζει στο Λουξεμβούργο. Είναι επίσης συγγραφέας και αρθρογράφος ενώ διατηρεί και ένα από τα πιο δημοφιλή γλωσσολογικά μπλογκ, το www.sarantakos.wordpress.gr)