Ο τελευταίος Θιακός μυλωνάς

Αναδημοσιεύουμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που παρουσιάζει την ιστορία ενός μύλου και του μυλωνά του στην γείτονα Ιθάκη.  Στο άρθρο περιγράφεται το πώς ήταν φτιαγμένοι και το πώς λειτουργούσαν οι ανεμόμυλοι εκείνης της εποχής, οπότε μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα και για τους αντίστοιχους δικούς μας.

Φεύγοντας από τη θητεία μας στη ζωή, αυτό που μετράει είναι το τι αφήνουμε πίσω μας για να μας θυμούνται οι νεότεροι. Και αυτό φαίνεται να μετράει περισσότερο κι από την ίδια μας τη ζωή. Ιδιαίτερα μερικοί, στη ζωή τους, έχουν ζυμωθεί με την ίδια την ιστορία του τόπου μας, σε βαθμό που να μην ξεχνιούνται ακόμα και μετά το θάνατό τους. Τη μικρή ιστορία που ακολουθεί την αφιερώνουμε στη μνήμη ενός από αυτούς, του Γιώργου Τριτσαρόλη «Γαλή», που ήταν ο τελευταίος-νεότερος μυλωνάς της Ιθάκης, αλέθοντας μέχρι το 1956 στον μύλο της Παναγιάς, στη Σκάλα.

Ο μύλος της Παναγιάς, ιδιοκτησίας κληρονόμων Ιωάννη Παΐζη-Δανιά και Σπόζη, χτίστηκε το 1864 στο διάσελο μεταξύ Αγίων Σαράντα και Μάρμακα και ακόμα είναι σε καλή κατάσταση, ώστε να μπορεί να αναστυλωθεί και να αποτελέσει μνημείο της προβιομηχανικής εποχής στην Ιθάκη. Κάθε μύλος αποτελούσε πηγή διατήρησης της ζωής, γι’ αυτό και στο εθιμικό δίκαιο περιλαμβάνεται στα 4 σημεία όπου προστατεύεται η ελεύθερη πρόσβαση («δρόμος που πάει σε αλώνι, σε μύλο, σε πηγάδι και σε παραλία δεν κλείνει ποτέ»).

Ο μύλος της Παναγιάς μπορούσε να αλέσει μέχρι 1000 κιλά καρπό την ημέρα και εξυπηρετούσε τους κατοίκους Πλατρειθιά, Σταυρού, Εξωγής και Λεύκης. Κατά το έθιμο, οι πελάτες έδιναν σαν ξάι το 15% στο σιτάρι και το 10% στο κριθάρι και το καλαμπόκι για τον μυλωνά, τους βοηθούς του και τον ιδιοκτήτη.

Με την έλευση των πρώτων πετρελαιοκίνητων αλευρόμυλων, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο μύλος σταμάτησε τη λειτουργία του. Αλλά το 1941, με τον Πόλεμο, λόγω της έλλειψης πετρελαίου, ξαναλειτούργησε. Αυτήν την περίοδο άρχισε να δουλεύει στον μύλο και ο Γιώργος, που ήταν τότε 15 χρονών. Την τέχνη του μυλωνά την έμαθε δίπλα στον μεγαλύτερο αδελφό του, Δημήτρη, και σαν βοηθός του δεξιοτέχνη πατέρα του, Νίκου Τριτσαρόλη-Μοσχοβίτη, μαζί με τους αείμνηστους Πάνο Λεκατσά-Σπηλιάτσο και Δημήτρη Βαρβαρήγο-Κουβέντα.

Ο μύλος είναι από πέτρα. Έχει εξωτερική διάμετρο περίπου 6 μέτρα, ύψος 6 μέτρα και στέγη από λαμαρίνα άλλα 2 μέτρα ύψος. Τα δομικά υλικά, εκτός από την πέτρα, είναι άμμος, ασβέστης και κιμιλιά. Ο μύλος έχει ισόγειο και 2 ορόφους. Από τη μοναδική πόρτα μπαίνεις στο ισόγειο, όπου ήταν η αποθήκη και η ζυγαριά και είχε δάπεδο από πλάκες. Με κυκλική στενή σκάλα ανεβαίνεις πρώτα στο πατάρι, όπου βρισκόταν το κρεβάτι του μυλωνά, η κασέλα με τα πράγματα του και η κασέλα όπου μαζευόταν το αλεύρι.

Ύστερα οδηγείσαι στο ανώι, όπου βρίσκεται ο μηχανισμός αλέσματος (2 κυλινδρικά λιθάρια και λοιπά εξαρτήματα), τζάκι και τα 2 μοναδικά παράθυρα του μύλου. Ανάλογα με τον καιρό, ο μυλωνάς έστρεφε τη στέγη (κατσούλα) του μύλου, και μαζί με αυτήν και τη φτερωτή, προς την κατεύθυνση του ανέμου. Γι’ αυτό και το σπουδαιότερο προσόν του μυλωνά (καθώς δεν υπήρχε το μετεωρολογικό δελτίο) ήταν η ικανότητά του να προβλέπει και να γνωρίζει τον καιρό.

Η φτερωτή είχε 8 αντένες, όπου δένονταν τα τριγωνικά πανιά. Ο μυλωνάς, ανάλογα με την ένταση του ανέμου, τύλιγε τα πανιά 1, 2 ή 3 φορές γύρω από τις αντένες (τα έπιανε «μούδες»), για να ρυθμίζει τη δύναμη του μηχανισμού. Η συντήρηση του μύλου απαιτούσε χάραγμα της εσωτερικής επιφάνειας των λιθαριών 2-3 φορές το χρόνο, για να αλέθουν τον καρπό καλύτερα, και λάδωμα του μηχανισμού της περιστρεφόμενης στέγης. Όλη αυτή η διαδικασία που περιγράψαμε απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία, την οποία είχε αποκτήσει ο Γιώργος.

Μετά τον Πόλεμο, προοδευτικά, οι κάτοικοι δεν έσπερναν όπως πριν, διότι το αλεύρι, όπως όλα τα βιομηχανικά προϊόντα, ερχόταν από τους εκτός Ιθάκης βιομηχανικούς αλευρόμυλους. Έτσι, σταδιακά, η αναγκαιότητα του μύλου περιοριζόταν. Ο Γιώργος, μαζί με τον αδελφό του Δημήτρη, συνέχισαν να λειτουργούν το μύλο εποχιακά, τους μήνες του καλοκαιριού, εξυπηρετώντας την όλο και λιγότερη πια παραγωγή των κατοίκων, μέχρι το 1956, όπου έκαναν τα τελευταία αλέσματα σε σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι.

Πολλοί είναι οι συμπατριώτες μας που γνώρισαν τον Γιώργο σαν μυλωνά. Τον θυμούνται ακόμα, πολλοί περισσότεροι, στο οικογενειακό καφενείο στον Σταυρό. Πάντοτε ήταν πρόθυμος, χαμογελαστός και καλοσυνάτος. Γι’ αυτό οι κάτοικοι του τόπου μας, στον οποίο έζησε και δούλεψε ο Γιώργος, πάντα θα τον φέρνουν στον νου τους με αγάπη. [Μάκης Αναγνωστάτος, εφημερίδα ‘Τα Νέα της Ιθάκης», οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Ανδρέα Λ. Αναγνωστάτου «Ιστορικά και Λαογραφικά ανάλεκτα της Ιθάκης»]

(Πηγή: www.ellas2.wordpress.com)