Το φρούτο από την Περσία

Άρθρο του Νίκου Σαραντάκου

Καιρό έχουμε να μιλήσουμε για φρούτα εποχής και τον Ιούνη γίνεται κοσμογονία από πρωτοφανήσιμα φρούτα. Βέβαια, για το κεράσι και για το βερίκοκο έχουμε συζητήσει από πέρυσι και πρόπερσι, να μην τα ξαναλέμε, αλλά δεν εξαντλήσαμε τα οπωρικά της εποχής. Σήμερα λοιπόν θα δούμε το ροδάκινο.

Γιατί το χαρακτηρίζω, στον τίτλο “φρούτο από την Περσία”;

Όπως έχουμε ξαναπεί, οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και οι Ρωμαίοι, χρησιμοποιούσαν σε πολλές περιπτώσεις το μήλο (malum) σαν γενικό όρο για τα οπωρικά, προσθέτοντας ένα προσδιοριστικό επίθετο για να δηλώσουν άλλα φρούτα.

Έτσι, για παράδειγμα, το βερίκοκο το ονόμασαν αρμενιακόν μήλον, αν και η ονομασία δεν έπιασε. Το χρυσό ροδάκινο το είπαν περσικόν μήλον, και η ονομασία έπιασε στα λατινικά, όπως θα δούμε παρακάτω, όχι όμως στα ελληνικά. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η ροδακινιά είναι ιθαγενής της Κίνας, στα μέρη μας όμως τα ροδάκινα ήρθαν από την Περσία, πιθανότατα με τις εκστρατείες του Αλέξανδρου.

Ο Θεόφραστος, στο σύγγραμμά του για την ιστορία των φυτών, αναφέρει την περσική μηλέα, ενώ ο Αθήναιος παραθέτει άφθονες αναφορές που ασφαλώς ή πιθανώς εννοούν τα ροδάκινα, μεταξύ των οποίων και ένα απόσπασμα από έργο του Αντιφάνη, όπου ένας νέος προσφέρει σε μια κόρη να δοκιμάσει «χρυσά μήλα», και της λέει πως «νεωστί γαρ το σπέρμα τούτ’ αφιγμένον εις τας Αθήνας παρά του βασιλέως» (δηλαδή πρόσφατα ήρθε από την Περσία), και η κοπέλα τα παινεύει λέγοντας πως τα νόμισε μήλα των Εσπερίδων. Πρέπει βέβαια να πούμε πως ο Αθήναιος θεωρεί ότι ο διάλογος αφορά τα κίτρα, που και αυτά, όπως έχουμε πει στο σχετικό άρθρο τα έλεγαν «μηδικά μήλα», αλλά είναι πολύ πιθανότερο να νοούνται τα ροδάκινα γιατί προσφέρονται ως εκλεκτό έδεσμα –κάτι που αποκλείει τα (σχεδόν μη φαγώσιμα) κίτρα.

Περσικά μήλα λοιπόν τα ροδάκινα, και όπως πολύ συχνά συμβαίνει το ουσιαστικό έπεσε και ονομάστηκαν σκέτα περσικά. Αλλά και στα λατινικά, malum persicum το είπαν το ροδάκινο κι εκεί το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε και το φρούτο έμεινε να λέγεται persicum, στον πληθυντικό persica. Κι απ’ αυτόν τον πληθυντικό, που θεωρήθηκε ενικός θηλυκού γένους, ονομάστηκε, με τις ανάλογες αλλοιώσεις, το ροδάκινο σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες: peach στα αγγλικά, pêche στα γαλλικά, Pfirsisch στα γερμανικά, pesca στα ιταλικά· κι αν στις παραπάνω λέξεις μόνο ο ετυμολόγος μπορεί να αναγνωρίσει την περσική αρχή, τα ολλανδικά (Perzik) ή τα ρώσικα (πέρσικι) ή μερικές ιταλικές διάλεκτοι (persica) διατηρούν ολοζώντανη την ανάμνηση.

Στα ελληνικά όμως λέμε ροδάκινο, λέξη που δεν έχει σχέση ούτε με τα ρόδα ούτε με την… Κίνα, την πραγματική πατρίδα του καρπού. Όσο κι αν δεν φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού, η λέξη είναι δάνειο από τα λατινικά, και μάλιστα από μια συγκεκριμένη ποικιλία ροδάκινα, όψιμα, μεγάλα και σκληρόσαρκα, που ονομάζονταν duracina (ίσως επειδή καλλιεργούνταν στο Δυρράχιο, αν και αμέσως παρετυμολογήθηκαν από το λατινικό durus, σκληρός), και πέρασαν στα ελληνικά ως δωράκινα ή δοράκινα (και οι δυο ορθογραφίες παραδίδονται σε κείμενα της ελληνιστικής εποχής).

Η ονομασία αυτή όμως δεν ρίζωσε, ίσως διότι δεν σήμαινε τίποτε στα ελληνικά, και πολύ γρήγορα τα δοράκινα με αντιμετάθεση, και ασφαλώς με την παρετυμολογική επίδραση από τα ρόδα, έγιναν ροδάκινα, λέξη που εμφανίζεται πρώτα στο γλωσσάριο Λέξεις βοτανών, που ψευδώς αποδίδεται στον Γαληνό, όπου διαβάζουμε ότι: «μήλα περσικά ήτοι τα ροδάκινα». Ο Ιερόφιλος, ένας «διαιτολόγος» της πρώιμης βυζαντινής εποχής (τον τοποθετούν μεταξύ 4ου και 7ου αιώνα), στο σύγγραμμα «Πώς οφείλει διαιτάσθαι άνθρωπος εφ’ εκάστω μηνί», που εξετάζει τι πρέπει να τρώμε κάθε μήνα, λέει ότι τον Ιούλιο είναι ωφέλιμα τα υγρά οπωρικά, δηλαδή σταφύλια εκτός από τα μαύρα, καθώς και «άπιον, μήλον, δαμάσκηνον, ροδάκινον». Τα ροδάκινα τα συστήνει και για τον Σεπτέμβριο. Αλλά και ο Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, που σίγουρα έγραψε τον 6ο αιώνα, αναφέρεται πολλές φορές σε «ροδάκινα».

Από τότε ως σήμερα, ροδάκινα λέμε και γράφουμε, επί 1500 ή 1800 χρόνια –ωστόσο, και εδώ θα γκρινιάξω λίγο και σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε, το λεξικό Μπαμπινιώτη πριν από μερικά χρόνια άρχισε να λανσάρει την ορθογραφία ρωδάκινο, την οποία θεωρεί «συνεπέστερη και ετυμολογικά ορθότερη» διότι ο τύπος «δωράκινον» μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή. Θεωρώ τερατώδη τη λογική αυτή, τόσο γενικά, διότι δίνει δικτατορικά δικαιώματα στην ετυμολογία περιφρονώντας βάναυσα τη χρήση, όσο και, πολύ περισσότερο, στην προκειμένη περίπτωση, όπου αφενός ο τύπος δωράκινον συνυπήρχε με τον τύπο δοράκινον (είναι βέβαια συχνότερος: στο TLG μετράω 18 δωράκινα και μόνο 4 δοράκινα) και αφετέρου οι ίδιοι οι συγγραφείς της ελληνιστικής και βυζαντινής εποχής μόνο ροδάκινα και ροδακινέα έγραψαν και καθόλου *ρωδάκινα, τουλάχιστον σύμφωνα με το TLG! Δηλαδή, για να διαφυλάξουμε το “ετυμολογικό ίνδαλμα” του ωμέγα από το δωράκινον (που, στο κάτω της γραφής, είναι λαθεμένος σχηματισμός), περιφρονούμε 18 αιώνες χρήσης, περιφρονούμε την ωραία οπτική ομοιότητα με τα ρόδα, φτιάχνουμε μια λέξη-Φρανκενστάιν που δεν έχει καμιά εσωτερική λογική, και μετά παραπονιόμαστε που τα παιδιά γράφουν με γκρίκλις και προειδοποιούμε πως θα το πληρώσουν ακριβά! Για να μην είμαι μονομερής, πρέπει να αναγνωρίσω ότι και ο άγιος Κριαράς, στο δικό του λεξικό *ρωδάκινο γράφει, αλλά το λεξικό του Κριαρά δεν έχει ανακηρυχτεί πέμπτο ευαγγέλιο σαν του Μπαμπινιώτη. Τέλος της γκρίνιας.

Στη βυζαντινή εποχή λοιπόν τα ροδάκινα αναφέρονται ανάμεσα στα άλλα οπωρικά, π.χ. στον Πτωχοπρόδρομο που μακαρίζει τους κηπουρούς που καλλιεργούν «συκίτζια και ροδάκινα, ροδίτζια, μυγδαλίτζια», στον Πωρικολόγο ο Ροδάκινος βρίσκεται σχετικά ψηλά στην ιεραρχία των πωρικών με το αξίωμα του πρωτοστάτορα, ενώ τον 18ο αιώνα ο Καισάριος Δαπόντες, στον Κανόνα περιεκτικόν πολλών εξαιρέτων πραγμάτων θεωρεί εκλεκτότερα τα ροδάκινα της Πόλης.

Το ροδάκινο έχει παρουσία στη δημοτική ποίηση, μαζί όμως με άλλα οπωρικά και σε δεύτερη μοίρα, ενώ στη φρασεολογία μας σχεδόν απουσιάζει· δεν υπάρχει καμιά πολύ γνωστή παροιμία ή ιδιωματική φράση με το ροδάκινο, εκτός από την στερεότυπη παρομοίωση για το νεανικό δέρμα ή «το μάγουλο (σαν) ροδάκινο», για φρέσκο, κρουστό, νεανικό μάγουλο, αλλά κι αυτή η έκφραση λέγεται επίσης για το βερίκοκο. Στο slang.gr βρίσκω ότι ροδακινάκι λέγεται στην ερωτική λογοτεχνία το αιδοίο ή τα οπίσθια, αλλά αυτό μου φαίνεται πρόσφατο δάνειο από τα αγγλικά. Σε δυο-τρεις παλιές συλλογές παροιμιών βρίσκω την ξεχασμένη παροιμία Εβγήκε το ροδάκινο, άρχισε το νυχτέρι, επειδή, λέει, από τον Αύγουστο οι ράφτες και οι λοιποί τεχνίτες άρχιζαν να δουλεύουν και τις πρώτες ώρες της νύχτας.

Ροδάκινα υπάρχουν σε πολλές ποικιλίες, αν και πολλές έχουν εκλείψει, όπως τα λεμονάτα ή οι μαστοί της Αφροδίτης. Ίσως έχουν εκλείψει από την αγορά και οι μαλακοί και νοστιμότατοι γιαρμάδες, όπως διαβάζω σε άρθρο εφημερίδας, πάντως, πολλοί αποκαλούν «γιαρμάδες» όλα αδιακρίτως τα ροδάκινα. Η λέξη γιαρμάς προέρχεται από τα τούρκικα, από το ρήμα yarmak που θα πει σχίζω. Yarma şeftali είναι λοιπόν στα τούρκικα το ροδάκινο που σχίζεται εύκολα, που ο πυρήνας του αφαιρείται εύκολα, το εκπύρηνο. Το ροδάκινο γενικώς στα τούρκικα είναι şeftali, κι αν προσέξατε την ομοιότητα με την κυπριακή σεφταλιά, δεν είναι τυχαία, παρόλο που η σεφταλιά δεν περιέχει ροδάκινα! Όπως έχει δείξει ο Θ. Μωυσιάδης, η λέξη προέρχεται από το Chef Ali kebab, το κεμπάπ του σεφ Αλή, από κάποιον ονομαστό τουρκοκύπριο μάγειρα, αλλά όταν ο Αλή ξεχάστηκε ήταν εύκολο να συνδεθεί παρετυμολογικά η λέξη με το πανταχού παρόν «σεφταλί», το ροδάκινο.

Στην Άπω Ανατολή, που είναι η γενέθλια γη του, το ροδάκινο θεωρείται ότι συμβολίζει τη μακροζωία, ή ακόμα και την αθανασία, και έχει άφθονες πολιτισμικές αναφορές. Υπάρχουν άλλωστε και κινέζικες ποικιλίες που τώρα τελευταία καταφθάνουν στις ευρωπαϊκές αγορές, όπως τα πλακουτσά ροδάκινα.

Το ροδάκινο χρησιμοποιείται πολύ και στη ζαχαροπλαστική. Θα αναφέρω το πες Μελμπά (pêche Melba), το παγωτό που φτιάχτηκε προς τιμή της μεγάλης ντίβας της όπερας Νέλι Μέλμπα. Θα την τονίσουμε στην παραλήγουσα εφόσον ήταν Αυστραλή, αλλά το παγωτό στη λήγουσα, αφού το έφτιαξε ο Γάλλος σεφ Εσκοφιέ (ο οποίος εμπνεύστηκε κι άλλες τρεις συνταγές από την αυστραλέζα σοπράνο και τους έδωσε το όνομά της).

Από βοτανολογική άποψη, ποικιλία του ροδάκινου είναι και τα νεκταρίνια, δεν πρόκειται δηλαδή για διαφορετικό καρπό, ούτε για διασταύρωση ροδάκινου με άλλο φρούτο, παρόλο που, όπως θυμάμαι, παλιότερα τα έλεγαν και μηλοροδάκινα, ενώ στα αγγλικά τα λένε και plum peaches, δαμασκηνοροδάκινα. Διαβάζω στο Διαδίκτυο ότι η νεκταρινιά είναι γνωστή στην Ελλάδα από την αρχαιότητα, πράγμα που ασφαλώς δεν ισχύει. Το νεκταρίνι πάντως υπάρχει εδώ και κάμποσους αιώνες. Η λέξη nectarine στα αγγλικά καταγράφεται από το 1616, γλυκό σαν νέκταρ λοιπόν το νεκταρίνι που επομένως στα ελληνικά είναι αντιδάνειο. Στο Φυτολογικό λεξικό του (έκδοση 1914) ο Γεννάδιος αναφέρει την μηλοροδακινέα ανάμεσα στις ποικιλίες της ροδακινιάς, αλλά η εντύπωσή μου είναι ότι στο εμπόριο τα νεκταρίνια εμφανίστηκαν μετά το 1970. Σήμερα η ονομασία «μηλοροδάκινο» έχει υποχωρήσει πολύ, νομίζω. Πάντως, βρίσκω ποίημα του Μαλακάση (δημοσιευμένο στον Νουμά το 1901) που αρχίζει με το εξής τετράστιχο:

Πώς μαραγκιάζουνε τα γιαλιστερά μηλοροδάκινα
σαν πέφτουν κάτ΄ απ΄ τη ροδακινιά,
και να μην έχουν – κρίμα! – για σημάδι απάνω τους
και να μην έχουν μια δαγκαματιά..

Μια και μπήκαμε στην ποίηση, να πω ότι βρίσκω ένα νεανικό ποίημα του Παλαμά, με τίτλο «Αύγουστος».

Μέσ’ από μια ροδακινιά ξανθή
ο Αύγουστος τις χάρες του σκορπίζει
Σαν το χλωρό ροδάκινο μυρίζει
σαν το χλωρό ροδάκινο ανθεί.

Φαίνεται πως αναφέρεται σε ροδάκινο όψιμης ποικιλίας, σαν αυτό της φωτογραφίας (είναι βέβαια και η αλλαγή του ημερολογίου στη μέση, σχεδόν μισός μήνας). Έχει γράψει για το ροδάκινο και ο Σεφέρης: Κι όμως τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο στα δυο, σαν το ροδάκινο αλλά και ο Σικελιανός:

ο καλός μου Λόγος
ποτισμένος τη δροσιά,
που ωσά βαρύ ροδάκινο μες στο νερό
αστράφτει όμοια ασημένια σφαίρα,

Βαρύ ροδάκινο, ευωδιαστό, όμοια ασημένια σφαίρα –καλημέρα!