Το Μεγανήσι όπως το περιγράφει ο Ιακ. Ραγκαβής (1854)

 Παρουσιάζουμε σήμερα απόσπασμα από τα «Ελληνικά», το γεωγραφικό έργο του Ιάκωβου Ραγκαβή εν έτει 1854, με τη σχετική αναφορά του στο Μεγανήσι. Κρατήσαμε τη λόγια γλώσσα του συγγραφέα για λόγους αρχής, αλλά και επειδή είναι αρκετά εύληπτη και σήμερα. Δεν κρατήσαμε ωστόσο τα σημεία στίξης.

( Τα Ελληνικά, Ιάκωβος Ραγκαβής, 3ος τόμος, σελ 716-718 , Αθήνα 1854)

 «Η Ταφιούσα καλείται τα νυν Μεγανήσι. Εισί δε και έτεραι νησίδες ενταύθα, ων δύο αι μείζονες Κάλαμος και Καστός κείνται κατ’ ανατολάς του Μεγανησίου, μάλλον δε πλησιάζουσαι προς τας ακτάς της Ακαρνανίας, άλλαι δε ελάσσονες Σπαρτόν, Μαδούρι, και Σκόρπη κείνται προς άρκτον, Θιλιά προς δυσμάς, και Ούλικον Χίτρι και Ποντικονήσι προς Μεσημβρίαν του Μεγανησίου. Άπασαι αύται απετέλουν μέρος των Τηλεβοϊδων νήσων.

  Η επί των υψωμάτων του Μεγανησίου ολίγη γη είναι τιτανώδης ως και η των ορέων της γειτνιαζούσης Αγίας Μαύρας, και προάγει σίτον και κρίθην εις μικράς ποσότητας, και λίνον πολύν. Μέγας αριθμός αιγών και προβάτων τρέφεται επί της νήσου και μεγάλη ποσότης τύρου εξάγεται. Το ύδωρ είναι κακής ποιότητος. Υπάρχει δε επί της ανατολικής ακτής μέγα καλλίστου κοραλίου αγρευτήριον, όπερ κατέστησαν ποτέ οι Νεαπολίται. Έχει δε η νήσος πολλούς και καλούς λιμένας επιτηδείους προς την πειρατείαν την επικρατήσασαν ενταύθα επί του Ομήρου, ως έτι και επί των Ενετών.

  Η νησίς αύτη έχει δύο χωρία και ως 600 κατοίκους. Ο μέγιστος και άριστος των λιμένων καλείται Βαθύ και κείται κατά το βόρειον, ένθα φαίνονται και λείψανα της αρχαίας μητροπόλεως των Ταφίων. Το στενόν της θαλάσσης το διαχωρίζον το Μεγανήσι από της Αγίας Μαύρας έχει μήκος δύο λευγών και πλάτος εξακοσίων τουλάχιστον πήχεων».

Βιογραφικό Ι.Ρ.Ραγκαβή

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1779. Η καταγωγή του ήταν από ιστορική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος, γιος του Ιακώβου, και εγγονός του Εμμανουήλ, του λεγόμενου Μανέ. Προπάππος του ήταν ο Ανδρόνικος, μεγάλος Ρήτορας του Πατριαρχείου, για τον οποίο ο Καντεμίριος λέει «εκ του ευγενούς οίκου των Ραγκαβή» («de la nobile famille des Rangabé»), εννοώντας προφανώς τους απόγονους του Βυζαντινού Αυτοκράτορα του 10ου αιώνα που είχε ιδρύσει στην Αθήνα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβή.

Μητέρα του Ιακώβου ήταν η Φαναριώτισσα Ραλού, αδελφή του ηγεμόνα «Αλέκο Βόδα», Αλέξανδρου Σούτσου.

Ο Ιάκωβος δέχτηκε άριστη ανατροφή και μόρφωση ελληνική. Έμαθε Γαλλικά και πολλές Ασιατικές γλώσσες, Τούρκικα, Πέρσικα, και Αραβικά. Ακολούθησε τον θείο του ηγεμόνα Σούτσο με βαθμό Κομίσσου. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και παντρεύτηκε την Ζωή Λαπόθου, θυγατέρα προύχοντα της Θεσσαλίας που είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη.

Όταν ο Αλέκο Βόδας ξανά κλήθηκε να ηγεμονεύσει στην Βλαχία, ο Ιωάννης παρέμεινε ένα χρόνο στην Κωνσταντινούπολη ως επιτετραμένος αντιπρόσωπός του (Καπού κεχαγιάς) και κατόπιν πήγε και αυτός στην Βλαχία, όπου διορίστηκε αρχικά Ποστέλνικος και μετά Σπαθάριος, τα δυό τότε ανώτατα αξιώματα στην Δακία.

Πρώτη μέριμνα του Ιακώβου ήταν να ιδρύσει στο Βουκουρέστι το μεγαλύτερο και αρτιότερο Ελληνικό Γυμνάσιο της εποχής του. Γυμνασιάρχη διόρισε τον Βαρδαλάχο από την Αίγυπτο. Καθηγητές διόρισε τον Γεννάδιο, τον Κλεόβουλο και άλλους ισάξιους διδασκάλους της εποχής του. Πολλοί των πρώτων φοιτητών του Γυμνασίου αυτού στελέχωσαν τον Ιερό Λόχο.

 

Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τον θάνατο του θείου του, ο Ιάκωβος οδήγησε την χήρα του θείου του σε ασφαλές μέρος και επέστρεψε για να καταταχτεί και αυτός στο στρατόπεδο του Υψηλάντη. Απογοητευμένος όμως διότι δεν εισακούστηκε, αποχώρησε και από μακρυά είδε την ηρωική θυσία του Ιερού Λόχου και την αποτυχία της Ελληνικής επανάστασης στην Μολδοβλαχία, όπως τα είχε από καιρό μαντέψει και προαναγγείλει. Κατέφυγε οικογενειακώς στην Οδησσό, και παρέμεινε εκεί όλο το διάστημα της επανάστασης. Συναντήθηκε με τον Καποδίστρια στο Παρίσι, αλλά δεν κατόρθωσε να τον πείσει για τις προθέσεις του, ούτε και βρήκε συνεργάσιμη ανταπόκριση από αυτόν. Τελικά ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, και διορίστηκε για μια μικρή εποχή διερμηνέας στην Ελληνοτουρκική επιτροπή.

 

Απεβίωσε στην Αθήνα το 1855.

 

  • Στην Οδησσό έγραψε τα «Ελληνικά», τρίτομη γεωγραφική και ιστορική περιγραφή, από τα αρχαία χρόνια μέχρι την εποχή του.
  • Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση και έδειξε ιδιαίτερη λυρική ικανότητα.
  • Μετέφρασε επίσης λογοτεχνικά αριστουργήματα από την Γαλλική δραματική ποίηση.

 (Πηγή Βιογραφίας, Βικιπαίδεια)