Το βιβλίο από άμμο

112 χρόνια συμπληρώθηκαν από την γέννηση του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, της εμβληματικής αυτής φυσιογνωμίας των γραμμάτων, του συγγραφέα του ονειρικού και ποιητή των λαβυρίνθων. Του τυφλού βιβλιοθηκάριου που άλλαξε την παγκόσμια λογοτεχνία, ίσως όσο κανείς άλλος. Κι αν αυτό φαίνεται υπερβολικό, διαβάστε τη συλλογή «Άλεφ», το «Φούνες ο Μνήμων», το «Κόκκινο και Γαλάζιο» ή το «Ρόδο του Παράκελσου» και θα μπείτε κι εσείς στο λαβύρινθό του. Γιατί ο Μπόρχες είναι ένα σύμπαν ολάκερο. Τι λέω; Ο Μπόρχες είναι πολλά σύμπαντα μαζί. Ο λόγος του είναι σαν σπείρες σε πηνίο κυκλικό, που δεν έχει αρχή, ούτε τέλος. Και που δεν ξέρεις αν μπορεί να σε ευεργετήσει ή να σε σκοτώσει. Ασφαλώς τα μπορεί και τα δύο. Και είναι απίστευτος ο κυνισμός με τον οποίο σε αφήνει να πάρεις εσύ την απόφαση.  

 

Αναδημοσιεύουμε σήμερα το διήγημά του «Το βιβλίο από άμμο» σε μετάφραση –φυσικά- Αχιλλέα Κυριακίδη.

 ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΑΜΜΟ

(Διήγημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Μετάφραση: Α. Κυριακίδης)

…thy rope of sands…
Τζορτζ Χέρμπερτ (1593-1633)

Η γραμμή αποτελείται από έναν άπειρο αριθμό σημείων το επίπεδο, από έναν άπειρο αριθμό γραμμών ο όγκος, από έναν άπειρο αριθμό επιπέδων ο υπέρ-όγκος, από έναν άπειρο αριθμό όγκων… Όχι – ασφαλώς και δεν πρέ­πει έτσι, more geometrico, να ξεκινήσω την αφήγησή μου. Η διαβεβαίω­ση ότι είναι αληθινή, έχει καταντήσει σήμερα εκ των ων ουκ άνευ για κάθε φανταστική ιστορία· η δική μου, ωστόσο, είναι αληθινή.

Ζω μόνος, στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην οδό Μπελγράνο. Ένα απόβραδο, εδώ και λίγους μήνες, άκουσα να χτυπούν την πόρτα μου. Άνοιξα, και μπήκε ένας άγνωστος. Ήταν ψηλός, με ουδέτερα χαρακτηριστικά (αν και ίσως φταίει η μυωπία μου που τα είδα έτσι). Η όλη του εμφάνιση πρόδιδε μια αξιοπρεπή πενία. Φορούσε γκρίζα και κρατούσε μια βαλίτσα γκρίζα. Αμέσως κατάλαβα πως ήταν ξένος. Στην αρχή, τον πήρα για ηλικιωμένο. Στη συνέχεια διαπίστωσα πως με είχαν ξεγελάσει τα αραιά, ξανθ­ά, σχεδόν λευκά μαλλιά του, όπως έχουν οι Σκανδιναβοί. Στη διάρκεια της κουβέντας μας, που δεν κράτησε ούτε μία ώρα, έμαθα πως καταγόταν από τις Ορκάδες.

Του πρόσφερα κάθισμα. Ο άντρας άφησε να περάσει μια στιγμή πριν μιλήσει. Ανέδιδε μελαγχολία, όπως εγώ σήμερα. «Πουλάω Βίβλους» μου είπε. Με κάποια καυχησιά, του απάντησα:

«Έχω εδώ πολλές αγγλικές Βίβλους, περιλαμβανομένης και της πρώτης, αυτής του Τζον Ουίκλιφ. Έχω επίσης τη Βίβλο του Θιπριάγο ντε Βαλέρα, αυτήν του Λουθήρου που, από λογοτεχνική άποψη, είναι η χειρότερη, κι ένα λατινικό αντίτυπο της Βουλγάτας. Όπως βλέπετε, μόνο οι Βίβλοι δε μου λείπουν». Έγινε μια παύση, και επανήλθε:
«Δεν πουλάω μόνο Βίβλους. Μπορώ να σας δείξω ένα ιερό βιβλίο που ίσως σας ενδιαφέρει. Το αγόρασα έξω απ’ το Μπίκανερ». Το έβγαλε από τη βαλίτσα του και το ακούμπησε στο τραπέζι. Ήταν ένας τόμος in octavo, ντυμένος με πανί. Πρέπει να ‘χε περάσει από πολλά χέ­ρια. Το σήκωσα, με ξάφνιασε το ασυνήθιστο βάρος του. Στη ράχη διάβασα Holy Writ, κι από κάτω, Bombay.

«Πρέπει να ναι του 19ου» παρατήρησα.

«Δεν ξέρω. Δεν το ‘μαθα ποτέ» ήταν η απάντησή του.

Το άνοιξα στην τύχη. Οι χαρακτήρες μου ήταν άγνωστοι. Στις σελίδες, που μου φάνηκαν φθαρμένες και δείγματα φτωχής τυπογραφίας, το κείμε­νο ήταν τυπωμένο δίστηλο, όπως στις Βίβλους, κι ήταν πυκνό και χωρισμέ­νο σε εδάφια. Στην πάνω γωνία των σελίδων υπήρχαν αραβικοί αριθμοί. Την προσοχή μου τράβηξε το γεγονός ότι μια σελίδα έφερε, ας πούμε, τον αριθμό 40514, και η αμέσως επόμενη μονή της, τον αριθμό 999. Τη γύρισα· ο αριθμός της πίσω σελίδας ήταν οκταψήφιος. Ήταν κοσμημένη με μια μικρή εικόνα, όπως βλέπουμε στα λεξικά: μια άγκυρα ζωγραφισμένη με πενάκι, σαν απ’ το αδέξιο χέρι ενός παιδιού.

Και τότε ήταν που μου είπε ο άγνωστος:

«Κοιτάξτε την καλά την άγκυρα. Δε θα την ξαναδείτε ποτέ πια».

Υπήρχε μια απειλή μέσα σ’ αυτή τη φράση, αλλά όχι στη φωνή.

Εντόπισα τη θέση της σελίδας στο βιβλίο κι έκλεισα τον τόμο. Τον ξα­νάνοιξα αμέσως. Μάταια έψαξα να βρω την άγκυρα, σελίδα προς σελίδα. Για να κρύψω την ταραχή μου, του είπα:

«Πρόκειται για μια εκδοχή της Αγίας Γραφής σε μια από τις ινδικές γλώσ­σες – έτσι δεν είναι;»

«Όχι» μου απάντησε.

Ύστερα, χαμήλωσε τη φωνή του σαν να ‘θελε να μου εξομολογηθεί ένα μυστικό:

«Το αγόρασα σ’ ένα χωριό του κάμπου, για λίγες ρουπίες και μία Βίβλο. Αυ­τός που το είχε, δεν ήξερε να διαβάζει. Φαντάζομαι πως πήρε το Βιβλίο των Βιβλίων για φυλαχτό. Ανήκε στην κατώτατη κάστα, όποιος πατούσε τον ίσκιο του, μολυνόταν. Μου είπε πως το βιβλίο του λεγόταν Βιβλίο από Άμμο, για­τί ούτε το βιβλίο ούτε η άμμος έχουν αρχή ή τέλος».

Μου ζήτησε να βρω το πρώτο φύλλο.

Έβαλα το αριστερό μου χέρι στο εξώφυλλο κι άνοιξα τον τόμο, με τον αντίχειρα σχεδόν κολλημένο στο δείκτη. Όσο κι αν προσπάθησα, πάντα πα­ρεμβάλλονταν φύλλα ανάμεσα στο εξώφυλλο και το χέρι μου θαρρείς κι ανέβλυζαν απ’ το βιβλίο.

«Τώρα βρείτε το τελευταίο.»

Η ίδια αποτυχία κι εγώ δεν ξέρω πώς μπόρεσα να τραυλίσω με μια φω­νή που δεν ήταν η δική μου: «Δεν είναι δυνατόν».

Ο πωλητής των Βίβλων, πάντα χαμηλόφωνα, μου είπε: «Δεν είναι δυνατόν, κι όμως είναι. Ο αριθμός των σελίδων αυτού του βι­βλίου είναι, ακριβώς, άπειρος. Καμιά σελίδα δεν είναι η πρώτη, καμιά δεν είναι η τελευταία. Δεν ξέρω γιατί είναι αριθμημένες τόσο αυθαίρετα. Ίσως για να μας δώσουν να καταλάβουμε πως οι όροι μιας άπειρης σειράς επι­δέχονται οποιονδήποτε αριθμό».

Και, σαν να σκεφτόταν μεγαλόφωνα, πρόσθεσε:
«Αν ο χώρος είναι άπειρος, βρισκόμαστε σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο του χώρου. Αν ο χρόνος είναι άπειρος, βρισκόμαστε σ’ ένα οποιοδήποτε σημείο του χρόνου».

Οι απόψεις του με εκνεύρισαν.

«Θρησκεύεστε ασφαλώς, ε;» τον ρώτησα.

«Ναι· είμαι πρεσβυτεριανός. Η συνείδησή μου είναι ήσυχη. Είμαι βέβαι­ος πως δεν εξαπάτησα τον ιθαγενή όταν του έδωσα το Λόγο του Κυρίου για να πάρω το διαβολικό βιβλίο του.»

Τον διαβεβαίωσα πως κανείς δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει για τί­ποτα, και τον ρώτησα αν ήταν περαστικός απ’ τα μέρη μας. Μου αποκρίθηκε πως δε θ’ αργούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τότε ήταν που έμαθα πως ήταν Σκότος, από τις Ορκάδες. Του είπα πως αγαπούσα πολύ τη Σκοτία εξαιτίας του Στίβενσον και του Χιούμ.

«Και του Ρόμπι Μπερνς» με διόρθωσε.

Ενόσω μιλούσαμε, εγώ συνέχιζα να ξεφυλλίζω το άπειρο βιβλίο.

«Σκοπεύετε να προσφέρετε αυτό το περίεργο αντικείμενο στο Βρετανι­κό Μουσείο;» τον ρώτησα, δήθεν αδιάφορα.

«Όχι. Το προσφέρω σ’ εσάς» μου αποκρίθηκε και είπε μια υπέρογκη τιμή.

Του απάντησα, με κάθε ειλικρίνεια, πως αυτό το ποσό ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητές μου, κι έμεινα σκεπτικός. Μετά από λίγα λεπτά, είχα καταστρώσει το σχέδιό μου.

«Σας προτείνω μια ανταλλαγή» του είπα. «Εσείς αποκτήσατε αυτόν τον τόμο για λίγες ρουπίες και την Αγία Γραφή εγώ σας προσφέρω το ποσό της σύνταξής μου που μόλις εισέπραξα, και τη Βίβλο του Ουίκλιφ σε γοτθι­κούς χαρακτήρες. Την κληρονόμησα από τους γονείς μου.»

Πήγα στο υπνοδωμάτιο μου και γύρισα με το βιβλίο και τα χρήματα. Το ξεφύλλισε και εξέτασε με το πάθος του βιβλιόφιλου τη σελίδα με τον ψευδότιτλο.

«Σύμφωνοι» μου είπε.

Μου έκανε εντύπωση το ότι δεν διαπραγματεύτηκε καθόλου. Αργότερα έμελλε να καταλάβω ότι είχε έρθει σ’ εμένα αποφασισμένος να πουλήσει το βιβλίο. Χωρίς καν να τα μετρήσει, έβαλε τα χαρτονομίσματα στην τσέπη του.

Μιλήσαμε για την Ινδία, για τις Ορκάδες και για τους νορβηγούς γιαρλ που τις κυβερνούσαν. Όταν ο άνθρωπος έφυγε, είχε νυχτώσει. Δεν τον ξαναείδα ποτέ, κι ούτε ξέρω το όνομά του.

Σκέφτηκα να τοποθετήσω το Βιβλίο από Άμμο στο κενό που είχε αφή­σει η Βίβλος του Ουίκλιφ, αλλά, τελικά, αποφάσισα να το κρύψω πίσω από κάτι παράταιρους τόμους των Χιλίων και μιας νυχτών.

Ξάπλωσα, αλλά δεν κοιμήθηκα. Γύρω στις τρεις-τέσσερις τα ξημερώμα­τα, άναψα το φως. Ξαναπήρα στα χέρια μου το αδιανόητο βιβλίο κι έπια­σα να το ξεφυλλίζω. Σε μια σελίδα είδα το χαρακτικό μιας μάσκας. Στην πά­νω γωνία υπήρχε ένας αριθμός, δε θυμάμαι πια ποιος, υψωμένος στην ενά­τη δύναμη.

Δεν έδειξα σε καθέναν το θησαυρό μου. Στην ευτυχία της κατοχής του ήρ­θαν να προστεθούν: πρώτα ο φόβος μη μου τον κλέψουν, κι ύστερα η υποψία πως δεν ήταν όντως άπειρος. Αυτές οι δύο έγνοιες επέτειναν την παλιά μισανθρωπία μου. Μου είχαν μείνει λίγοι φίλοι· έπαψα να τους βλέπω. Αιχμά­λωτος του βιβλίου, δεν έβγαινα έξω σχεδόν καθόλου. Εξέτασα με μεγεθυντι­κό φακό τη φθαρμένη ράχη και τα εξώφυλλα, και απέκλεισα το ενδεχόμενο να υπήρχε κάποιο τέχνασμα. Διαπίστωσα πως οι μικρές εικόνες απείχαν με­ταξύ τους δύο χιλιάδες σελίδες. Τις σημείωσα σ’ ένα αλφαβητικό ευρετήριο που δεν άργησε να γεμίσει. Δεν ξαναεμφανίστηκαν ποτέ. Τη νύχτα, στα σπά­νια διαλείμματα που μου παραχωρούσε η αϋπνία, ονειρευόμουν το βιβλίο.

Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του όταν κατάλαβα ότι το βιβλίο ήταν τε­ρατώδες. Σε τίποτα δε με ωφέλησε η σκέψη ότι εξίσου τερατώδης ήμουν κι εγώ, που το έβλεπα με μάτια και το άγγιζα με δέκα δάχτυλα με νύχια. Ένιω­σα πως ήταν ένα αντικείμενο εφιαλτικό, ένα πράγμα χυδαίο που δυσφημού­σε και διέβρωνε την πραγματικότητα.

Σκέφτηκα να το κάψω, αλλά φοβήθηκα ότι το κάψιμο ενός άπειρου βι­βλίου μπορεί να αποδεικνυόταν εξίσου άπειρο και, με τον καπνό του, να οδη­γούσε τον πλανήτη σε ασφυξία.

Θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει: πως το καλύτερο μέρος για να κρύ­ψεις ένα φύλλο, είναι το δάσος. Πριν πάρω τη σύνταξή μου, εργαζόμουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη που στεγάζει εννιακόσιες χιλιάδες βιβλία· ξέρω πως, δεξιά της εισόδου, μια ελικοειδής σκάλα κατεβαίνει στο υπόγειο όπου φυλάσσονται οι εφημερίδες και οι χάρτες. Εκμεταλλεύτηκα μια στιγμιαία απροσεξία των υπαλλήλων κι έχωσα το Βιβλίο από Άμμο σ’ ένα απ’ τα μου­χλιασμένα ράφια. Προσπάθησα να μη προσέξω ούτε σε ποιο ύψος, ούτε σε πόση απόσταση απ’ την πόρτα.

Έχω ανακουφιστεί κάπως, αλλά δε θέλω ούτε να περνάω απ’ την οδό Μέχικο.

(Πηγή: www.skakistiko.com)

Βιογραφικά στοιχεία του Μπόρχες, από τη Wiki.