«Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη απ’ τη χαρά που δίνεις»

Άρθρο του Αριστείδη Δάγλα

«Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη απ’ τη χαρά που δίνεις»

Και να λοιπόν που οι γιορτές των Χριστουγέννων ξανάρχονται, πότε με το
ρυθμό που καθορίζουν τα διαφημιστικά σποτ της τηλεόρασης και οι στολισμένες
βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων και πότε με τη δύναμη των παιδικών μας
αναμνήσεων και των ιδιαίτερων περιστατικών που μας έδεσαν μαζί τους.

Όσο είμαστε παιδιά δεν βλέπουμε την ώρα να έρθουν και λαχταράμε να
κρατήσουν όσο περισσότερο γίνεται.

Γινόμαστε έφηβοι και τότε μπορεί
να αρχίσουν να μας «τη δίνουν» όλες αυτές οι «γλυκανάλατες» χριστουγεννιάτικες
συνήθειες, προτιμώντας την ανεμελιά της παρέας από τις «στημένες» οικογενειακές
συναθροίσεις και τα συμβατικά τραπεζώματα.

Μετά ενηλικιωνόμαστε και μπαίνουμε σε καινούργιους ρυθμούς. Πολλές από τις
χαρές των παιδικών χρόνων παύουν να μας συγκινούν όσο πριν, μέχρι να γίνουμε κι
εμείς γονείς: Τότε συμβαίνει κάτι θαυμαστό και συνάμα  παράδοξο μιας και  νιώθουμε να ξανασκιρτάει μέσα μας κάτι πολύ
τρυφερό και παιδιάστικο. Πιάνουμε τον εαυτό μας να συγκινείται με τα
Χριστούγεννα, τα δέντρα, τα κάλαντα, τα δώρα, τις μυρωδιές, τα φώτα, τις
γιορτές. Τα βλέπουμε πάλι όλα αυτά, αυτή τη φορά μέσα από τα μάτια του παιδιού
μας και θέλουμε όσο τίποτα στον κόσμο να το βλέπουμε ευτυχισμένο μέσα στον
παραμυθένιο κόσμο των Χριστουγέννων, παραβλέποντας ίσως αθέλητα (ίσως και
ηθελημένα) ολόκληρη την εικόνα που ξεδιπλώνεται τέτοιες μέρες δίπλα μας.

Προχτές,
πήγα στην εκκλησία της γειτονιάς μου ένα δέμα με μεταχειρισμένα ρουχαλάκια από
το δικό μου παιδί, χωρίς ποτέ να φανταστώ τι θα συναντούσα, ή μάλλον χωρίς ποτέ
να μου έχει περάσει απ’ το μυαλό πόσο δυνατό είναι ένα συναίσθημα που θεωρούμε
συνηθισμένο, όταν η εικονική πραγματικότητα δώσει τη θέση της στη σκληρή και
αμείλικτη αλήθεια.

Εκεί, στο
κεφαλόσκαλο, στεκόταν δυο αξιοπρεπέστατες νεαρές γυναίκες, κρατώντας απ’ το
χέρι δυο αγοράκια κι ένα κοριτσάκι,
ντυμένα με ρούχα καθαρά, αλλά τριμμένα και πολυφορεμένα. Το ένα αγοράκι,
γύρω στα πέντε, κρύφτηκε πίσω απ’ τη μάνα του μόλις με είδε ν’ ανεβαίνω τα
σκαλιά, αλλά το κοριτσάκι κατευθύνθηκε μηχανικά προς το μέρος μου, με μια
απάθεια απόξενη για τη νηπιακή της ηλικία.

Αυτό που με
συγκλόνισε όμως και μ’ έκανε να νιώσω ένοχος για κάτι που δεν ήξερα, (αλλά που
μπορώ να φανταστώ), ήταν ότι στο βλέμμα των παιδιών, διέκρινα μιαν έντονη
παραίτηση απ’ την ανεμελιά της παιδικότητάς τους και μια διάχυτη αποδοκιμασία
για όλους όσους μπορούμε ακόμα «να τα φέρνουμε βόλτα».

Δεν είναι
του παρόντος η ηθικολογία, ούτε η αναζήτηση ευθυνών για την κατάσταση που
περιγράφω (δεν είναι δα κάτι καινούργιο), θαρρώ όμως  πως δεν υπάρχει έγκλημα χειρότερο, απ’ το να
σβήσει κάποιος τη φλόγα απ’ τα μάτια των παιδιών.

Κλείνω αυτή
τη μικρή εξομολόγηση, με μια έκκληση: Ειδικά γι’ αυτές τις άγιες μέρες, ας
στρέψουμε το βλέμμα μας και λίγο παρά δίπλα, εκεί που δεν πέφτει το φως του
πολιτισμού μας, στις ψυχές των παιδιών που διψάνε για λίγη απ’ τη χαμένη μας
ανθρωπιά…

Γιατί όπως λέει κι ο ποιητής:  «Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη απ’ τη χαρά που δίνεις».