Ο Κωλοκοτρώνης στη μάχη της Σάντα Μαύρας

 

Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε αναφέρει το απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Κωλοκοτρώνη στον Τερτσέτη, όπου ο Γέρος του Μωριά μιλάει για το πέρασμά του από το Μεγανήσι το 1810. Μετά το Μεγανήσι ο οπλαρχηγός εκστρατεύει ως σύμμαχος των Άγγλων ενάντια στις ναπολεόντειες γαλλικές δυνάμεις που κατέχουν την Σάντα Μαύρα. Αξίζει ιστορικά να δούμε πώς περιγράφει ο ίδιος στον Τερτσέτη την κατάληψη της Χώρας και την πολιορκία του κάστρου της Σάντα Μαύρας (Λευκάδας): 

 

 

«Επήγαμε να ιδούμε που θα σταθεί ο στόλος. Εφθάσαμε εις του Βαγινά τα μαγαζιά, και εβγήκα εγώ, ο Λώβις και ο Κωνσταντής Πετμεζάς. Οι Γάλλοι αφού μας είδαν έστειλαν ένα τάγμα με 4 κανόνια, και μας εκανονοβόλισαν, και αντάμωσα εις ένα μέρος τους Έλληνας εις την γαλλικήν δούλευσι και τους είπα, τι κάμνετε; Ιδού ο στόλος ο Αγγλικός έρχεται. Αυτοί με απεκρίθησαν, ότι, είμεθα ωρκωμένοι και θα πολεμήσωμεν. Αι! τους είπα, πολλά καλά σαν είναι έτζι, τραβιχθήτε εις τας θέσεις σας, και ημείς θα πολεμήσωμεν. Ο στόλος έφτασε και επήγαμε εις το Ντελίνι, δια να εύρωμεν τον Στρατηγό. Ενώ τους ανέφερνα όλα τα πρακτικά μου, έκαμναν σινιάλο να κάμουν τεσβάρκο, διότι είμεθα μαζευμένοι από διάφορα μέρη, και τα στρατεύματά μας δεν γνωρίζονται και ημπορούμε να σκωτοθούμε αναμεταξύ μας, αλλά να εβγούμε με τα χαράματα και εγώ σας υπόσχομαι έως το μεσημέρι να πάρωμε την χώρα. Και τότε ο Στρατηγός εδέχθη την γνώμην μου και διέταξε τα στρατεύματα να έμβουν εις τα πλοία. Τα στρατεύματα εσύνιστοντο από 4000, Άγγλοι, Κόρσοι, Σικελιανοί και Έλληνες. Οι Γάλλοι ετοιμάσθησαν εις τον πόλεμο. Άρχισαν να εβγαίνουν τα στρατεύματα, εβγήκα και εγώ και οι Κόρσοι μ’ έπιασαν και με ωδήγησαν εις τον Τζουρτζ ως αιχμάλωτον του πολέμου. Έτζι τραβήξαμεν εμπρος, επήραμε την χώρα. Τους πρόβαλα πάλιν τον Ελλήνων και δεν εδέχθησαν. Επήραμεν την πρώτην μπαταρία με 9 κανόνια. Όλα αυτά τα εκάμαμεν οι 500 Έλληνες επί κεφαλής ο Τζουρτζ. Ήλθε και ο στρατηγός με τα αγγλικά στρατεύματα και ο Λωβ με τους Κόρσους, επήγαν εις την χώραν, ο στρατηγός επρόσταξε τον Τζουρτζ να πάγωμε να πάρωμεν και μιαν άλλην μπαταρία, πολλά δυνατή, διότι είχε 12 κανόνια, κι από το ένα μέρος βάλτον και από το άλλο ρηχά, και πέλαγος, και έτζι δεν ήτον παρά μόνον ένα μέρος όπου ειμπορούσαμεν να προχωρήσωμεν. Εστείλαμε πεζοδρόμον, οι αρβανίτες τον έδειραν. Εβγήκα με 10 ανθρώπους εις μία ράχη. Μου ρίχνουν. Τι κτυπάτε; Εγώ είμαι. Ήλθαν δύο Καπεταναίοι Τζίζης, Χορμόβας: τους είπα και ετραβίχθηκαν και δεν εβάρεσαν. Μου είπαν: Θα πολεμήσωμεν. Επιάσθη ο πόλεμος και τους διώξαμε. Εις τους ανεμομύλους εκαβαλλίκαμε τα κανόνια. Οι Φραντζέζοι πάνε εις την Γύρα, που’ χουν την μπατερία την δυνατή φκιασμένη. Έτζι επροοδεύσαμεν οι Έλληνες εμπρός, οι Σικελιανοί οι δεύτεροι και οι Άγγλοι υστερινοί. Πλησιάζοντες εις την Μπαταρία μας άρχησαν με τα μπάλα-μιστράλια και με το τουφέκι. Τότε ο Τζουρτζ ελαβώθη, ο αδερφός του στρατηγού, και ένας καπετάνιος του Δελινιού, και 35 Έλληνες λαβωμένοι και σκοτωμένοι. Επήραμε με ρισάλτο την μπαταρία. Εις αυτήν την περίστασην οι Κόρσοι εσύμβαλαν πολύ. Επολιορκήσαμε το κάστρο, όπου ήσαν τραβηγμένοι οι Φραντζέζοι. Από υποψία αυτοί δεν θέλουν τους Έλληνας εις το κάστρο και εκείνοι έρχονται και προσκυνούν εις ημάς. 30 ημέραις δεν τους εκτυπήσαμεν, έως ότου εβάλαμε 10 κανόνια και 10 βόμβαις, και εις 8 ημέρας δεν εβάσταξε. 400 βόμβαις έπεφταν το ημερόνυκτο. Ο Μαζόρ Κλαρκ απέθανε. Οι Φραντζέζοι επροσκύνησαν».