«Ένα έλλειμμα ονομάτων»- άρθρο του Ρότζερ Τζαστ (μέρος δεύτερο)

Συνεχίζουμε την παρουσίαση του άρθρου του Ρότζερ Τζαστ  «A shortage of names: Greek proper names and their use».

Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Θα ακολούθησει και τρίτο.

 

«Δεν είναι όμως μόνο η κανονιστική ταξινόμηση των ονομάτων των αγίων που περιορίζει την επιλογή ή την επινόηση νέων. Μεταξύ των κοινοτήτων των χωριών δύο ακόμα γεγονότα παίζουν ρόλο. Το ένα είναι η ύπαρξη του πολιούχου (ή προστάτη) αγίου. Το άλλο είναι η ύπαρξη ενός τύπου κληρονομικού συστήματος ονοματοδοσίας.

  Κάθε χωριό έχει μια εκκλησία. Κάθε εκκλησία είναι αφιερωμένη σε έναν συγκεκριμένο άγιο. Με περισσότερη ή  λιγότερη ευπιστία, αυτός ο άγιος θεωρείται προστάτης του χωριού και οι εικόνες του/της  οριοθετούν τις εισόδους και εξόδους από και προς το χωριό. Αφιερώματα και τάματα γίνονται στους πολιούχους αγίους γιατί είναι κοινώς γνωστό ότι δεν παρέχουν την ευλογία τους εντελώς δωρεάν. Μια από τις μορφές «πληρωμής» κάποιου είναι το να δώσει στο παιδί του το όνομα του αγίου. Η εκκλησία του χωριού στο Σπαρτοχώρι είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Υποψιάζομαι ότι αυτό εξηγεί την δυσαναλογία του ονόματος Γιώργος στο Σπαρτοχώρι (28 περιπτώσεις στις 205) [7]. Η δεύτερη εκκλησία έξω από το χωριό (στην οποία εντάσσεται το κοιμητήριο) αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Άγιος Νικόλαος θεωρείται προστάτης των ναυτικών και οι Σπαρτοχωρίτες ανέκαθεν ήταν θαλασσινοί. Καταρχήν με ξύλινα καϊκια με τα οποία έκαναν εμπόριο τριγύρω στα Ιόνια νησιά και πιο μακριά, ίσαμε την Ιταλία, κατόπιν σαν ψαράδες (ένα επάγγελμα που συνεχίζουν να εξασκούν) και στις μέρες μας ως πλήρωμα σε μεταφορικά πλοία και σε γκαζάδικα που ταξιδεύουν κυριολεκτικά από την Κίνα μέχρι το Περού. Αυτό, θαρρώ, εξηγεί την δημοτικότητα του ονόματος «Νίκος» (17 περιπτώσεις στις 205). Ακόμα, μερικοί «τοπικοί» άγιοι έχουν εκτενέστερη δικαιοδοσία ή, καλύτερα, ορισμένες εικόνες ή ιερά αγίων θεωρούνται θαυματουργά και ασκούν πιο ευρεία επιρροή. Ένα τέτοιο θαυματοποιό σκήνωμα είναι αυτό του Αγίου Γερασίμου στο νησί της Κεφαλονιάς (όπου το σώμα του αγίου αναπαύεται στη σαρκοφάγο του), όχι μακριά από τα νότια του Μεγανησίου. Γεράσιμος είναι ένα δημοφιλές όνομα στην Κεφαλονιά, αλλά και σε όλη την ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του Μεγανησίου και του χωριού Σπαρτοχώρι (16 περιπτώσεις στις 205).

  Για το κληρονομικό σύστημα ονομασίας τώρα, είναι φυσιολογικό για τους πρωτότοκους γιούς να παίρνουν το όνομα του παππού τους από τον πατέρα τους. Αυτό σημαίνει ότι τα ονόματα θα εναλλάσσονται διαδοχικά σε μια γραμμή των πρωτότοκων αγοριών (Γιώργος, Νίκος, Γιώργος, Νίκος κοκ). Σημαίνει επίσης ότι τα άρρενα πρώτα ξαδέρφια μοιράζονται το ίδιο όνομα από τον κοινό παππού τους (…). Έτσι, μέσα στην μικρή κοινότητα ενός χωριού, η διαφύλαξη των ονομάτων μέσα στην οικογένεια θα συνδυαστεί με την τάση της χρησιμοποίησης των ονομάτων των τοπικών αγίων, ώστε στην πράξη να περιοριστεί ακόμα περαιτέρω το απόθεμα ονομάτων που εμφανίζονται.

  Το σύστημα ονομάτων, εντούτοις, απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί άκαμπτο [8]. Πρώτον γιατί είναι μόνο οι μεγαλύτεροι γιοί για τους οποίους το όνομα είναι προαποφασισμένο. Δεύτερον, διότι οι γιοι συχνά παίρνουν το όνομα του παππού τους από την μεριά της μητέρας, αν και αυτό δεν είναι μια αυστηρή αξίωση. Οι πρωτότοκες κόρες συνήθως ονομάζονται από το όνομα της γιαγιάς τους, είτε από τον πατέρα, είτε από την μητέρα. Ενίοτε γίνεται μια προσπάθεια, τόσο στα αγόρια όσο  και στα κορίτσια να ικανοποιήσουν με το όνομα και τα δύο ζεύγη των παππούδων, αλλά και πάλι δεν υπάρχει αυστηρή τέτοια προϋπόθεση. Τελικά το «σύστημα» (αν μπορεί να το αποκαλέσει κανείς έτσι) μπορεί να περιγραφεί καλύτερα από την άποψη της προσπάθειας που καταβάλει κάθε οικογένεια ώστε να διατηρήσει το απόθεμα ονομάτων της ζωντανό. Γι’ αυτό, όταν κάποιος ιδιαίτερα αγαπημένος θείος ή θεία πέθανε πρόσφατα ή μετανάστευσε στην Αυστραλία ή την Αμερική, το επόμενο παιδί που θα γεννηθεί στην οικογένεια θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί σαν αυτόν (ή αυτήν), με σκοπό να «σωθεί το όνομα», ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα του δοθεί προτεραιότητα σε σχέση με τον παππού. Ένα τέτοιο μνημόσυνο ή διαιώνιση δεν έχει, θεωρώ, μεταφυσική σημασιολογία για τους Σπαρτοχωρίτες. Σε κάθε περίπτωση όμως αποτελεί ένα γεγονός σημαντικό. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου ο πρωτότοκος γιος ενδεχομένως πάρει ένα όνομα άλλο από αυτό του πατέρα του πατέρα του, η οικογένεια μπορεί να υποφέρει σαν να ήταν μια έντονη απώλεια. Αντίστροφα τώρα, ένας ηλικιωμένος παππούς μπορεί να δει να λαμβάνει το όνομά του, όχι ο εγγονός του αλλά η εγγονή του, αν οι γονείς φοβούνται ότι μπορεί να μην προλάβουν να αποκτήσουν αρσενικό διάδοχο έγκαιρα (ή και καθόλου), κι έτσι ένας «Γιώργος» γίνεται μια «Γεωργία». Η μόνη απαγόρευση που υπάρχει είναι ότι οι γιοι και οι κόρες δεν παίρνουν τα ονόματα των γονιών τους [9].

  Υποστήριξα ότι ο συνδυασμός ενός τέτοιου κληρονομικού συστήματος με την χρήση ονομάτων σημαντικών τοπικών αγίων περιορίζει στην πράξη την κυκλοφορία των χριστιανικών ονομάτων. Έτσι στο Σπαρτοχώρι το «Γιώργος» είναι ένα πολύ δημοφιλές όνομα λόγω του αγίου του χωριού. Και το ότι κάποιος ονομάζεται Γιώργος συνεπάγεται ότι αυτό το όνομα θα επανεμφανιστεί ανάμεσα στους απογόνους του. Ορισμένες φορές ωστόσο είναι η έκκληση (ή παράκληση) σε έναν άγιο που στην πράξη διασπά τη συνέχεια του κληρονομικού συστήματος (και για μια ακόμα φορά θα πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται περισσότερο για ένα ζήτημα συμβάσεων και προτιμήσεων και όχι «κανόνων»). Σε έναν αριθμό περιπτώσεων ανακάλυψα ότι ο πρωτότοκος γιος ονομαζόταν Γιώργος ή Γεράσιμος, όταν πίστευα ότι θα έπρεπε να λέγεται Πέτρος ή Ανδρέας, από τον παππού του. Αποδείχθηκε ότι οι γονείς του είχαν μείνει άκληροι για ένα διάστημα ετών μετά τον γάμο και είχαν στραφεί είτε στον άγιο του χωριού είτε στον θαυματουργό στην Κεφαλονιά, οπότε και αισθάνονταν υποχρεωμένοι να δώσουν το όνομά του στο παιδί τους. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι τέτοιες ιστορίες επαναλαμβάνονταν, παρουσία μου, μάλλον με τραχύτητα από τους άντρες, οι οποίοι απέδιδαν μωροπιστία ως προς τις υπερφυσικές δυνάμεις, αποκλειστικά στις γυναίκες- παρ’ όλα αυτά οι γιοί τους ονομάζονταν Γεράσιμος και Γιώργος και οι παππούδες τους έπρεπε να περιμένουν να γεννηθεί κανένα άλλο παιδί!

  Πάντως το ποιος δίνει τελικά το όνομα σε ένα παιδί, είναι ασφαλώς μια ενδιαφέρουσα ερώτηση. Σύμφωνα με όλα τα προηγούμενα είναι ξεκάθαρο ότι οι γονείς διαλέγουν το όνομα. Ιδεολογικά, ωστόσο, δεν είναι καθόλου έτσι. Σύμφωνα με το δόγμα της Εκκλησίας και σύμφωνα και με την ίδια την αντίληψη των χωρικών για το θέμα, αυτός είναι ένας βαφτιστικός ανάδοχος του παιδιού, ο νονός ή η νονά του/της, που έχει και το δικαίωμα να απονείμει το όνομα στον ή στην βαφτισιμιά του. Εδώ πρέπει να επιστρέψω ξανά στην σημείωση ότι στην αγροτική Ελλάδα ένα χριστιανικό όνομα υποτίθεται ότι είναι πράγματι ένα χριστιανικό όνομα. Γι’ αυτό και είναι η τελετή της βάφτισης και η απονομή ενός χριστιανικού ονόματος που χαρακτηρίζει την εισδοχή ενός παιδιού στην Χριστιανική κοινωνία και στην εκπλήρωση της ανθρώπινης υπόστασής του μέσω της πνευματικής αναγέννησης. Δεν είναι παρά μετά την τελετή αυτή, όπου το παιδί εισάγεται από τον ανάδοχό του στο χριστιανικό ποίμνιο, που θα έχει το δικαίωμα να φέρει κάποιο όνομα.

  Οι Σπαρτοχωρίτες ήταν αρκετά σχολαστικοί σε αυτή την διαδικασία. Η σύζυγος ενός φίλου μου πρόσφατα γέννησε το πρώτο τους παιδί, έναν γιό. Μερικές εβδομάδες μετά ο φίλος μου, ο Αντρέας, επανεμφανίστηκε στο καφενείο (γιατί στο Σπαρτοχώρι ακόμα και οι άντρες απαιτείται να αποφεύγουν την δημόσια συναναστροφή για σαράντα μέρες από την γέννηση του παιδιού) [10]. Ο ηλικιωμένος πατέρας του Αντρέα λεγόταν Γεράσιμος. Συμπερασματικά ο γιος του Αντρέα θα έπρεπε να ονομαστεί Γεράσιμος. Αφού δήλωσα στον Αντρέα τα καθιερωμένα συγχαρητήρια για την πατρότητά του, ζήτησα να μάθω (εν μέρει για να επιβεβαιώσω όσα ήξερα για το θέμα) πώς λεγόταν ο γιος του. Υπήρξε μια μάλλον ενοχλητική σιωπή και στο τέλος ο Αντρέας είπε, «Δεν έχει ακόμα όνομα». Δίχως να αντιληφθώ ότι είχα διαπράξει ένα κοινωνικό ατόπημα (ή και κάτι χειρότερο), επέμεινα να ρωτάω «Καλά, αφού θα ονομαστεί Γεράσιμος, έτσι δεν είναι;». Ακολούθησε μια ακόμα πιο ενοχλητική σιγή μετά την οποία ο Αντρέας μουρμούρισε: «Μπορεί…». Κάπου τρεις μήνες αργότερα το αγόρι του Αντρέα βαφτίστηκε. Πήγα στην βάφτιση και φυσικά στο παιδί δόθηκε το όνομα Γεράσιμος από τον νονό του. Στην επιστροφή κάθισα σε ένα από τα  καφενεία, όπου δύο ηλικιωμένοι άντρες συζητούσαν. Ο ένας ήταν συγγενής του Αντρέα και είχε μάλιστα παρευρεθεί στην βάφτιση. Προς μεγάλη μου έκπληξη ο άλλος ηλικιωμένος τον ρώτησε πώς βαφτίστηκε το παιδί. «Γεράσιμος!» απάντησε ο συγγενής του Αντρέα. «Ααα! Γεράααασιμος» είπε ο άλλος, με μακρόσυρτη φωνή, λες και δεν είχε ξανακούσει το όνομα ποτέ, «Ωραίο όνομα!»

Επίθετα

 45 χριστιανικά ονόματα, λοιπόν, για τους 205 άντρες που εκείνη την εποχή ζούσαν στο Σπαρτοχώρι, μα με εφτά ονόματα (Γιώργος, Νίκος, Γεράσιμος, Στάθης, Μιχάλης, Αντρέας και Σπύρος) να αντιστοιχούν σε περισσότερο από το μισό του ανδρικού πληθυσμού. Ο συνολικός αριθμός των επωνύμων ή οικογενειακών ονομάτων που παρουσιάζεται στο χωριό επίσης μοιάζει εξαρχής αρκετά… γενναιόδωρος: 28 όλα κι όλα. Από αυτά τρία ήταν μοναδικά, από συγκεκριμένες πυρηνικές οικογένειες (που σχετικά πρόσφατα είχαν μετοικήσει στο νησί). Από το σύνολο των 186 σπιτικών που κατοικούνταν όλο τον χρόνο από τουλάχιστον ένα άτομο [11], περισσότερα από τα μισά ανήκαν σε πέντε μόνο οικογενειακά ονόματα: Αργύρης, Ζαβιτσάνος, Πολίτης, Φερεντίνος και Κονιδάρης.

  Η ολιγάριθμη ύπαρξη επωνύμων στο Σπαρτοχώρι μπορεί να εξηγηθεί, ασφαλώς, από το γεγονός ότι το χωριό είναι μια συγκριτικά απομονωμένη, συγκριτικά κλειστή και συγκριτικά ενδογαμική κοινότητα. Επιπλέον, όταν οι γάμοι έχουν συναφθεί με ξένους (εκτός νησιού), είναι πιο φυσιολογικό για τις γυναίκες να αποχωρήσουν, παρά για τους άντρες να μείνουν στο νησί [12]. Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική από αυτό που μπορεί κανείς να συναντήσει σε ένα μικρό αγροτικό χωριό στην Αγγλία, την Ιρλανδία ή άλλες γειτονικές χώρες. Είναι όμως ενδιαφέρον να γνωρίζουμε σε ποιο στάδιο το μεγάλο τμήμα του Ελληνικού πληθυσμού άρχισε να χρησιμοποιεί επώνυμα. Υποψιάζομαι ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό καθώς εξαρτάται εν πολλοίς από την καταγωγή και την κοινωνική τάξη. Οπωσδήποτε, οι μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες του Βυζαντίου είχαν ονόματα. Στα Ιόνια νησιά οι αριστοκρατικές οικογένειες καταγράφονταν στα Βενετσιάνικα Libri d’ Oro (=χρυσές βίβλους), που μεταγενέστερα κάηκαν από τους Γάλλους επαναστάτες και που περιείχαν ονόματα αρκετά παλαιά. Εκτός αυτού, μια απογραφή των ιδιοκτητών γης στο Μεγανήσι που έγινε από τους Βενετούς το 1720 και ένα κατάστιχο με βαφτίσεις από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Σπαρτοχώρι, από το 1730 κι εδώ, καταγράφουν οικογενειακά ονόματα –πολλά από τα οποία ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από τον υπάρχοντα πληθυσμό- πράγμα που αποδεικνύει ότι ακόμα και οι χωρικοί ήταν κάτοχοι επωνύμων, από τότε. Το πώς παγιώθηκαν αυτά τα επίθετα βέβαια είναι μια άλλη ιστορία, διότι παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη ομοιότητα με αυτό που τώρα πια είναι ένα παράλληλο σύστημα με οικογενειακά προσωνύμια και υποψιάζομαι ότι η γενιά τους ακολούθησε ένα παρεμφερές σχήμα [13]».

Σημειώσεις:

[7]: Το «Γιώργος» είναι η δημοτική εκδοχή του «Γεώργιος», με τους αγίους να αναφέρονται πάντα με τον αρχαϊκό (της Ελληνικής Εκκλησίας) τύπο.

[8]: Όρα Herzfeld 1982 για την συζήτηση της σχέσης μεταξύ «κανόνων» και φαινομενικών εξαιρέσεων στο Ελληνικό σύστημα ονομάτων, καθώς και για παραλλαγές στα διάφορα μέρη της Ελλάδας.

[9]: Ξανά, η απαγόρευση δεν αποτελεί καθολικό νόμο σε όλο το εύρος της Ελλάδας. Ο δεύτερος γιος του τωρινού Πρωθυπουργού της Ελλάδας, του Αντρέα Παπανδρέου, πήρε το όνομα του πατέρα του. Για παραδείγματα στην ύπαιθρο όρα Herzfeld 1982: 296.

[10]: Είναι φυσιολογικό στην αγροτική Ελλάδα οι γυναίκες να παραμένουν στο σπίτι και, σε καμιά περίπτωση, δεν μπαίνουν στην εκκλησία για 40 μέρες από την γέννηση του βρέφους έως ότου εκκλησιαστούν.

[11]: Κι εδώ επίσης η ρευστή δημογραφία εξαναγκάζει αυτήν την μάλλον δύστοκη φράση. Ο πραγματικός αριθμός των σπιτιών (σε λειτουργική κατάσταση) στο Σπαρτοχώρι ανέρχεται στα 252. Από αυτά τα 18 παρέμεναν προσωρινά κλειστά (οι ιδιοκτήτες τους ήταν στο εξωτερικό ή διέμεναν προσωρινά στην Αθήνα), ενώ άλλα 48 κατοικούνταν μόνο σε εποχιακή βάση.

[12]: Ως φυσιολογική αιτία της πατρογονικής ιδιοκτησίας της περιουσίας- σπιτιών και γης. Νωρίτερα αυτόν τον αιώνα, πάντως, το Μεγανήσι υποδέχτηκε μια αξιοσημείωτη μετανάστευση.

[13]: Το πρόβλημα του καθορισμού της χρονολογίας των «σταθερών» επιθέτων παρουσιάζεται με ωραίο τρόπο από την Αγγελάκη Ε. Λαϊου- Θωμαδάκη στην έρευνά της για τα ονόματα (1977: 108-41). Στην Μακεδονία στις αρχές του 14ου αιώνα οι χωρικοί προσδιορίζονταν με δύο ονόματα, ένα βαφτιστικό και κάποιο άλλο- μια τέχνη, μια αναφορά σε γεωγραφική καταγωγή, ένα παρατσούκλι, ή μια υποδήλωση της σχέσης με κάποιον άλλον. Ξεκάθαρα, αυτά τα «αγοραία» ονόματα μεταβιβάστηκαν στην επόμενη ή στις επόμενες γενιές για να γίνουν «οικογενειακά» ονόματα, ωστόσο «η σταθερότητα ενός τέτοιου οικογενειακού ονόματος δεν είναι και τόσο μεγάλη» (ό.π.: 123)