«Ένα έλλειμμα ονομάτων»- άρθρο του Ρότζερ Τζαστ (μέρος τρίτο)

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου του καθηγητή κοινωνιολογίας Ρότζερ Τζαστ παρουσιάζουμε σήμερα.

-Πρώτο μέρος

-Δεύτερο μέρος

  «Ομολογουμένως, τα περισσότερα Ελληνικά επίθετα (όπως και τα περισσότερα Αγγλικά) «σημαίνουν» κάτι (πχ Μαυρομάτης, “Black-eye”-Μαύρα- μάτια). Αλλά στην πράξη, πολλά από τα ονόματα που φέρουν οι Σπαρτοχωρίτες δηλώνουν απλά τοπωνύμια ή είναι ονόματα καταγωγής (πχ. Ζαβιτσάνος, «από την Ζάβιτσα»- Σκλαβενίτης, «από τα Σκλάβενα» κτλ). Ιστορικά το Σπαρτοχώρι και το νησί του Μεγανησίου ήταν οι αποδέκτες, από το τέλος του 17ου αιώνα, ενός αυξανόμενου πληθυσμού προσφύγων και/ή κυνηγημένων από την ενδοχώρα της Ελλάδας, αλλά και από τα άλλα Ιόνια νησιά. Το ότι εκείνοι που εγκαταστάθηκαν στο, έως τότε ακατοίκητο και ευνοϊκά «στην-άκρη- του- κόσμου», μικρό νησί θα γίνονταν γνωστοί από το μέρος της καταγωγής τους, δεν προκαλεί καμιά έκπληξη [14]. Το επίθετο «Θιακοδημήτρης» είναι μια ωραία τέτοια περίπτωση, αφού το «Θιάκι» είναι η ντόπια λέξη για την Ιθάκη. Άρα «Θιακοδημήτρης» σημαίνει κάτι σαν «ο Δημήτρης από το Θιάκι» και πράγματι η οικογένεια Θιακοδημήτρη ήρθε από την Ιθάκη τον 19ο αιώνα.

  Το «Σκιώτης» (ή «Συκιώτης»), το οποίο αντιστοιχεί σε 9 νοικοκυριά στο Σπαρτοχώρι, είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση. Μετά την πτώση της νήσου Χίου το 1695 στους Τούρκους, κάπου 22 οικογένειες ρωμαιοκαθολικών προσφύγων εγκαταστάθηκαν τελικά στην Λευκάδα (την οποία οι Βενετοί είχαν πάρει το 1684) και το νησί του Μεγανησίου τους παραχωρήθηκε για να τους υποστηρίξει. Για μια σειρά δημοσιονομικούς λόγους αυτές οι οικογένειες από την Χίο συγκρότησαν ένα ξεχωριστό «έθνος», το «Έθνος Σκιώτη» (Nation Sciotti, Chiot Nation) [15]. Οπότε το επίθετο «Σκιώτης» που φέρουν σήμερα κάποιοι Σπαρτοχωρίτες σημαίνει «Χιώτης» και συνδέεται με εκείνα τα ιστορικά συμβάντα. Όμως εδώ βρισκόμαστε σε ένα ακόμα σημείο σημαντικού ενδιαφέροντος στην αναζήτηση των επωνύμων διότι εκείνοι οι Χιώτες που εγκαταστάθηκαν στην Λευκάδα ήδη κατείχαν επίθετα τα οποία εμφανίζονται στα Βενετικά αρχεία. Επιπλέον το Μεγανήσι παραχωρήθηκε σε αυτούς με την εξουσιοδότηση να συλλέγουν την δεκάτη. Δεν υπάρχει κάποια αναφορά που να επιβεβαιώνει ότι οι Χιώτες έζησαν κάποτε πραγματικά στο Μεγανήσι, το οποίο, σημειωτέον, εκείνη την εποχή ήταν από τα πιο απελπιστικά και άβολα μέρη που μπορούσες να συναντήσεις. Ούτε ταίριαζε, θαρρώ, σε ένα Καθολικό αρχοντολόι, ακόμα κι αν επρόκειτο για πρόσφυγες. Είναι πολύ πιο πιθανό ότι αυτοί οι Σπαρτοχωρίτες που φέρουν σήμερα το όνομα Σκιώτης δεν έλκουν την καταγωγή τους από εκείνους τους Χιώτες, αλλά είναι οι απόγονοι των ανθρώπων που δούλευαν στην γη τους στο Μεγανήσι. Ήταν οι «άνθρωποι» των Χιωτών και μην έχοντας επώνυμο οι ίδιοι (ή ίσως όχι τέτοιο που θα ήταν σοφό να το δηλώνουν) έγιναν γνωστοί ως οι «Σκιωταίοι».

  Αυτή η διαδικασία όπου ένας υπηρέτης έπαιρνε το όνομα του αφεντικού του δεν ήταν, πιστεύω, σπάνια στην αγροτική Ελλάδα. Εκείνο που θα μπορούσε ίσως να αντιπροσωπεύει μια ακραία περίπτωση προκύπτει με ένα πολύ ιδιόρρυθμο επίθετο που βρίσκεται μόνο στο Μεγανήσι (αν και όχι στο Σπαρτοχώρι), στην Κεφαλονιά και στην Κέρκυρα και είναι το επίθετο «Δάγλας»[16]. Όλοι οι Μεγανησιώτες είναι πεπεισμένοι ότι αντιστοιχεί στο Σκωτσέζικο επώνυμο “Douglas” (και μάλιστα σύμφωνα με κάποιον γέροντα έχει αποδειχθεί ότι οι Douglas της Σκωτίας ήταν Έλληνες). Εντούτοις είναι πιθανό ότι μια λιγότερο ριζοσπαστική εκδοχή της υπόθεσης είναι αυτή που ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η Κέρκυρα πέρασε υπό την Βρετανική κυριαρχία το 1814 και, μετά το ξέσπασμα του Αγώνα για την Ανεξαρτησία, το 1828 η ηπειρωτική Ελλάδα υποδέχτηκε το δικό της μερίδιο Βρετανών ρομαντικών και τυχοδιωκτών, από τους οποίους ο Λόρδος Βύρωνας, που πέθανε στο Μεσολόγγι, δεν ήταν παρά ο πιο γνωστός. Επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιανόητο ότι ένα όνομα όπως το «Douglas» μεταβιβάστηκε τότε στους ντόπιους.

 

Προσωνύμια (Παρατσούκλια)

 Το συμπέρασμα όλων των προηγούμενων είναι ότι καθόσον τα επίθετα των χωρικών μοιάζουν συχνά να έχουν υιοθετηθεί ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων συνθηκών ή εμπειριών, αρχίζουν να μοιάζουν πάρα πολύ στα παρατσούκλια (paratsouklia) ή προσωνύμια. Αυτά εξελικτικά συγκροτούν κάποιο είδος παράλληλου συστήματος με τα επίσημα επίθετα που αναγράφονται στις ταυτότητες του καθενός.

  Όπως έχω ήδη αναφέρει, τα παρατσούκλια είναι δύο ειδών: προσωπικά και οικογενειακά. Τα προσωπικά προσωνύμια λαμβάνονται με έναν τρόπο κατά πάσα πιθανότητα οικείο στους περισσότερους από μας. Αναφέρονται σε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κατόχου τους ή (πιο συχνά) σε κάποια μικρή ιστορία. Έτσι, ένας άντρας πασίγνωστος σαν «Ψιμ», στα νιάτα του και κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας είχε απευθυνθεί σε μια νεαρή γυναίκα που καθόταν δίπλα του σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό αποκαλώντας την «Ψυχή μου», μια πολύ στοργική αλλά και πολύ οικεία και συχνή προσφώνηση, η οποία στο Μεγανησιώτικο ιδίωμα προφέρεται σχεδόν ως «Ψύμ’» και από την οποία η νεαρή κυρία προσεβλήθη. Ή τουλάχιστον αυτό λέει η διήγηση. Ο άντρας πάντως έμεινε από τότε ο «Ψιμ». Επιπλέον είναι ο μόνος Ψιμ στο Μεγανήσι. Αυτό το κατάλληλο όνομα πάντως βοηθάει στο να του προσφέρει μια μοναδική εξειδίκευση και στην πράξη κάθε άντρας στο Μεγανήσι έχει ένα παρατσούκλι. Βέβαια, τέτοια προσωνύμια πιο πολύ χρησιμοποιούνται ως όροι αναφοράς, παρά ως όροι προσφώνησης. Δεν αντιστοιχεί ωστόσο σε κάθε άνθρωπο ένα εντελώς δικό του, προσωπικό παρατσούκλι. Αρκετοί, ίσως και η πλειοψηφία, κουβαλάνε το παρατσούκλι του πατέρα τους (ή του παππού τους ή και του προπάππου τους). Έτσι, ο φίλος και προστάτης μου στο Σπαρτοχώρι ήταν παγκοσμίως γνωστός ως Γρηγόρης Πολίτης Τσιγάρας (“Cigarette”), όπως και ο γιος του ήταν ο Γιώργος Πολίτης Τσιγάρας, διότι το παρατσούκλι του μεταφέρθηκε  από τον παππού του Γρηγόρη, για να καταλήξει στο τέλος να λειτουργεί σαν δεύτερο επίθετο για τους απογόνους του. Και στ’ αλήθεια, πριν οι ανάγκες  της επίσημης γραφειοκρατίας κατατάξουν τον καθένα με ένα επίθετο, μπορεί κάποιος να εικάσει τι ακριβώς ήταν το επίθετο αυτό: ένα κληρονομικό παρατσούκλι. Εντούτοις, αρκετοί άντρες έχουν δύο παρατσούκλια, ένα προσωπικό και αυτό της οικογένειάς τους. Το πώς ακριβώς ένα προσωπικό παρατσούκλι μετατρέπεται σε οικογενειακό, ώστε να μεταδοθεί στην επόμενη γενιά και να αντικαταστήσει το οικογενειακό που είχαν οι πρότεροι συγγενείς, δεν το γνωρίζω. Ξεκάθαρα, πάντως, μια τέτοια αλλαγή λαμβάνει χώρα, και μπορώ μόνο να μαντέψω ότι είναι (ή ήταν) μια κάπως αβέβαιη διαδικασία που εξαρτάται από την φήμη (ή διασημότητα) κάποιου συγκεκριμένου προσώπου και συνεπώς από τις προτιμήσεις των απογόνων του να αναγνωρίζονται πλέον μέσω αυτού.

  Το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι αυτές οι πέντε οικογένειες, των οποίων τα επίσημα ονόματα συμπεριλαμβάνουν περισσότερο από το μισό χωριό, έχουν στην πραγματικότητα διασπαστεί με την πάροδο των χρόνων σε μικρότερες πατρογονικές ομάδες που προσδιορίζονται από το οικογενειακό παρατσούκλι τους. Εν τέλει, είναι αυτά ακριβώς τα προσωνύμια που μετράνε στ’ αλήθεια. Όπως ανέφερα και στην αρχή αυτού του δοκιμίου, υπάρχουν πέντε άντρες στο Σπαρτοχώρι που ονομάζονται Γιώργος Πολίτης. Υπάρχει όμως μόνο ένας που λέγεται Γιώργος Πολίτης «Τσιγάρας». Επιπλέον, παρότι κάθε Πολίτης δικαιούται να υποθέσει ότι ο ίδιος συνδέεται με κάθε άλλον Πολίτη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (όπως βέβαια και κάθε Σπαρτοχωρίτης συνδέεται με κάθε άλλον συγχωριανό του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο!), ένας Τσιγάρας γνωρίζει ότι όσοι μοιράζονται μαζί του το ίδιο οικογενειακό παρατσούκλι είναι πραγματικοί συγγενείς του, οι κλάδοι ενός κοινού προγόνου, ο οποίος πιθανόν ζει ακόμα στην μνήμη τους [17]. Και, φυσικά, μια τέτοια γνώση είναι πολύ σημαντική σε μια κοινωνία έντονα ενδογαμική, αλλά επίσης και σε μια κοινωνία που δείχνει σεβασμό στους αυστηρούς κανόνες που έχει θέσει η Ορθόδοξη Εκκλησία σε ότι αφορά στην συγγένεια και στην αιμομιξία. Στις μέρες μας ένας «Πολίτης» μπορεί κάλλιστα να παντρευτεί μια «Πολίτη». Αλλά ένας «Τσιγάρας» ποτέ δεν θα (σκεφτεί να) παντρευτεί μιαν άλλη «Τσιγάρα». Αν ο κανόνας της εξωγαμίας είναι σημαντικός για τον καθορισμό των συγγενευόντων ομάδων, τότε το παρατσούκλι λειτουργεί σαν μια πολύ καλύτερη ετικέτα για την ομάδα, απ’ ότι το επίσημο επίθετο. Στην πραγματικότητα, υποψιάζομαι ότι αυτό που έχει συμβεί είναι ότι ο κρατικός έλεγχος και η απαίτηση μιας νόμιμης ταυτότητας είναι αυτά που έχουν συμβάλει ώστε να γίνει ανεκτό ένα οικογενειακό όνομα το οποίο παλιότερα θα άλλαζε κάθε τρεις ή τέσσερις γενεές».

Em.Prof. Roger Just

Σημειώσεις:

[14]: Το Μεγανήσι υποτίθεται ότι παρέμενε ακατοίκητο μέχρι την Βενετσιάνικη κατάκτησή του το 1684 και μεταγενέστερα εποικίστηκε από διαφόρων ειδών φυγάδες από την κυρίως Ελλάδα (τότε Αλβανική) και επίσης, καθώς φαίνεται, από παράνομους και πειρατές τόσο από την ενδοχώρα όσο και από τα άλλα Ιόνια νησιά.

[15]: Για την ιστορία αυτών των προσφύγων από την Χίο, όρα Σβορώνος 1940.

[16]: Το «Δάγλας» είναι ένα από τα πιο κοινά οικογενειακά ονόματα στο Κατωμέρι, αλλά δεν υπάρχουν Δαγλαίοι στο Σπαρτοχώρι. Φαίνεται ότι πρακτικά υπήρχε πολύ μικρή ενδογαμική σχέση μεταξύ των χωριών του Μεγανησίου, τα οποία εξακολουθούν να συντηρούν την μεταξύ τους περιφρόνηση.

[17]: Για όσους ενδιαφέρονται, τεχνικά, η κατοχή ενός κοινού παρατσουκλιού παρουσιάστηκε σε μένα σύμφωνα με τις πληροφορίες ως το σημείο καθορισμού στο σόι, ενώ η κατοχή ενός κοινού επιθέτου θεωρείται ότι απέχει πολύ από το να δηλώσει κάτι κοινό.                       

 Πηγές:

-CAMPBELL, J.K. 1964. Honour, Family and Patronage, Oxford: Oxford Univercity Press

-CLOGG, Richard 1976. The Movement for Greek Independence 1771-1821: A Collection of Documents, London: Macmillan

-HERZFELD, Michael 1982. “When Exceptions Define the Rules: Greek Baptismal Names and the Negotiation of Identity”, Journal of Anthropological Research, Vol. XXXVIII, no 3, pp. 288-302.

-LAIOU-THOMADAKIS, Angelaki E. 1977. Peasant Society in the Late Byzantine Empire, Princeton: Princeton Univercity Press.

-SVORONOS, N.G. 1940, “Hii Prosfiyes en Lefkadi” in Afieroma is K.Amandon, Athens.