Μυστικά και ψέματα – του Π. Αυγερινού

 

ΠΕΤΡΟΣ ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ*.

ΚΕΡΚΥΡΑ. Παρασκευή, 03 Φεβρουάριος 2012

Λουίτζι Πιραντέλλο. Γεννημένος στα 1867 απεβίωσε στα 1936 -οι ημερομηνίες έχουν τη σημασία τους πάντα. «Πυράγγελος», όπως υπερηφανευόταν ο ίδιος να ισχυρίζεται ότι ήταν το προγονικό όνομα του πατέρα του, αναζητώντας ίσως την ελληνική του συνάφεια στον τόπο καταγωγής του, στον μακρινό, μυθικό Ακράγαντα της Νότιας Σικελίας.
Στα 1915 λοιπόν, στην κορύφωση του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου -οι ημερομηνίες πάντα έχουν τη σημασία τους- χρονιά που η Ιταλία κηρύσσει πόλεμο στην Αυστρία, ο μεγάλος του γιος, ο Στέφανο, αιχμαλωτίζεται στην πρώτη γραμμή, ενώ πεθαίνει και η μητέρα του Καταρίνα Ρίτσι Γκραμίτο, ο Πιραντέλλο καταθέτει το κορυφαίο του θεατρικό «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», έργο που του άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την παγκόσμια αναγνώρισή του.
Αυτά τα 6 μαυροφορεμένα πρόσωπα (4 στην ουσία και 2 βουβά παιδιά) εισβάλλουν σ’ ένα Θέατρο την ώρα της πρόβας και ζητούν από τον Θιασάρχη να παρουσιάσει με το θίασό του το δικό τους δράμα. Η αληθοφάνεια του θεάτρου αναταράσσεται απρόσμενα. Και μάλιστα με τρόπο διαδραστικό και καινοφανή για την εποχή του. Αρχίζει τότε να διαχέεται η φαινομενική, συμβατική, θεατρική πραγματικότητα για να συναντήσει την «αλήθεια» αυτών των συγκεκριμένων προσώπων και την «πραγματικότητα» του αληθινού τους δράματος. Τα όρια ως προς τούτο είναι δυσδιάκριτα ούτως ή άλλως.
«Τι εστίν αλήθεια;» ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησού όταν εκείνος ισχυρίστηκε ότι ήρθε στον κόσμο «ίνα μαρτυρήση τη αληθεία». Ενώ ταυτοχρόνως εξέδραμε προς τους Ιουδαίους. Δεν περίμενε καν την απάντηση. Γιατί πολύ απλά ήξερε, όπως παρατηρεί κι ο Βολταίρος, πως δεν υπάρχει αλήθεια στον κόσμο. Προσέγγιση ακόμα ζωντανή, ακόμη από την εποχή του Πύρρωνος, του φιλοσόφου της Αμφιβολίας, όπως θυμάστε απ’ το σχολείο μας υποθέτω.
Ο Πιραντέλλο ήταν βεβαίως πιο κοντά στον ορισμό που έδινε ο πολύς Σοπενάουερ (που μαζί με τον Νίτσε οίκτιραν το βαρύγδουπο, καθεστωτικό, προτεσταντικότατο Γερμανικό πνεύμα). «Η πραγματικότητα, η ύλη που μας περιβάλλει» ισχυριζόταν ο Σοπενάουερ, «είναι Αληθινό Ψέμα κατά πολύ ισχυρότερο, λόγω που, εκείνο που νομίζουμε πως αποτελεί το «εγώ» μας δεν έχει αντικειμενική υπόσταση αλλά είναι πλάσμα της φαντασίας μας, το οποίο βεβαίως και διαψεύδεται ακατάπαυστα καθώς διαχέεται επανακαθοριζόμενο αενάως μέσα στο όλο μωσαϊκό που συνθέτει τον εαυτό μας». Για δείτε το κι αλλιώς: είμαστε αυτό που νομίζουμε εμείς, ή είμαστε αυτό που βλέπουν στο πρόσωπό μας οι άλλοι; Ποια είναι τα ακριβή (ασφαλή) όρια ανάμεσα «σκηνή» και «πλατεία»;
Εγκεφαλικές ακροβασίες! θα αποφανθεί για ακόμη μια φορά και με κάποιαν «ανωτερότητα» ο μέσος θεατής, ο μακαρίως επαναπαυόμενος στην «στερεά» (μα και «στέρεη») υπόσταση του εαυτού του…
Στο τέλος κάποιας παράστασης, βγαίνοντας από το καμαρίνι έχοντας ξεντυθεί τα ρούχα του Ματτία Πασκάλ, βλέπω στο κέντρο της σκηνής ένα νεαρό παιδί, θεατή προφανώς, καθώς οι υπόλοιποι θεατές είχαν φύγει. Ο νεαρός είχε πατήσει στη μοκέτα και με το βλέμμα ψηλά παρατηρούσε τον καθρέφτη στο ταβάνι. Πλησίασα διακριτικά, ο νεαρός γύρισε και με κοίταξε. Δεν είπε τίποτα, ούτε αν του άρεσε η παράσταση ούτε αν του άρεσα εγώ ο ίδιος. Θα πρέπει ωστόσο μάλλον να του άρεσα, το διέκρινα στο βλέμμα του, ή τουλάχιστον έτσι ήθελα να πιστεύω. Ώσπου εντελώς απρόσμενα μού το πέταξε: «αυτόν τον καθρέφτη τι τον βάλατε; Δεν κατάλαβα πώς δένει με το έργο που είδα…» Σήκωσα ασυναίσθητα το κεφάλι μου και κοίταξα τον καθρέφτη. Τα είδωλα και των δυο μας καθρεφτιζόταν τώρα ανάστροφα, τα σώματα είχανε μικρύνει δυσανάλογα ενώ την εικόνα απορροφούσαν τα υπερμεγέθη κεφάλια και τα έντονα βλέμματα και των δυο μας. «Είσαι σίγουρος ότι τον κοιτάμε;» γύρισα και τον ρώτησα. «Τι εννοείτε;» απόρησε, «ότι μας κοιτάει ο καθρέφτης;»…

Υ.Γ.: Καιρός να σώνομε και με το ότι «ο Πιραντέλλο ήταν φασίστας». Ο φασισμός σαν έννοια (εν προκειμένω ο «ολοκληρωτισμός») ξεκίνησε από την άκριτη δογματοποίηση της «μίας και μοναδικής δικής μας αλήθειας». Και οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό, κατέθεσε με τη ζωή και το έργο του ο Λουίτζι Πιραντέλλο. Αποκαλούμε εύκολα «φασίστα» τον απέναντι μόνο και μόνο για να επινοήσουμε «εχθρούς». Είναι πολύ πιο δύσκολο να ανιχνεύσουμε την όποια «αλήθεια» εκείνος φέρει. Άλλωστε, δεν έχουμε μάθει ακόμα να ζούμε δίχως «βαρβάρους»…
Θυμάμαι την Βαλάκου, την Χατζηαργύρη και τον Βόκοβιτς. Και πόση πίκρα έκρυβαν στο βλέμμα, δεν ξέρω αν το ξεπέρασαν. Καθότι κάποιοι όψιμοι «αριστερο-σοσιαλιστικο-προοδευτικοί» και καλά συμπολίτες μας, τους αποκαλούσαν «χουντικούς» μόνο και μόνο γιατί δούλευαν στο Εθνικό Θέατρο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

*καλλιτεχνικός διευθυντής του ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ.

(Πηγή: www.enimerosi.com)