Από παλιές συνεντεύξεις Μήτσου Κονιδάρη «Τσουρούφλη» και Στάθη Κατωπόδη

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΚΛΑΡΙΤΖΗ ΜΗΤΣΟΥ ΚΟΝΙΔΑΡΗ ΤΣΙΡΟΥΦΛΗ (1921- ) ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΡΑΔΙΑΤΙΚΑ ΤΟ 1998

ΕΡ.: Γνωρίζεις τίποτε μπάρμπα Μήτσο για έναν οργανοπαίχτη Βαρδή που έπαιζε παλιά στη Λευκάδα;

ΑΠ.: Γιατί ρωτάς ειδικά για αυτόνε;

ΕΡ.: Επειδή δεν τόνε ξέρει κανείς από αυτούς που έχω ρωτήσει και θέλω να μάθω ποιός ήτανε;

ΑΠ.: Μάλιστα! ρώτησες τον πιο κατάλληλο άνθρωπο.

Ο Γιάννης Βαρδής ήτανε παιδί του Αποστόλη από το Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας. Ήρθε στη Λευκάδα κι έπαιζε σαντούρι. Μετά το γύρισε στο λαούτο και στο ακορντεόν.

Εδώ που ήρθε παντρεύτηκε την Ελένη του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ ήτανε αδερφός του γιατρού του Αρμένη. Μάλιστα νομίζω ότι ο γιός του είναι ένας Αντώνης Βαρδής που είναι καινούριος τραγουδιστής, τώρα της νεολαίας.

Όταν εγώ ξεκίναγα με το κλαρίνο έκανα ζυγιά κάποτε με τον Βαρδή, τον Μαρκεζίνη από το Μεγανήσι, και τον Καρναβά με κοντά παντελονάκια όπου τον συνόδευε μαζί κι ο πατέρας του.

Μας καλέσανε λοιπόν σε ένα γάμο που γίνονταν στο Βάτο. Ένα ορεινό χωριό στο Περγαντί. Πάνω από το Μοναστηράκι. Χιλιόμετρα ολόκληρα, δρόμος δεν υπήρχε. Μονοπάτι για τα γαϊδούρια και όλο γκρεμοί. Είχανε λοιπόν κανονίσει τι λεφτά θα παίρναμε με βάση τα κανίσκια που θα έφερνε ο κόσμος στο ζευγάρι. Είχανε μαζευτεί λοιπόν καμιά διακοσαριά κανίσκια που το καθένα είχε κι από ένα τραγί. Τα είχανε κρεμασμένα όλα γύρω-γύρω στα δέντρα και ήτανε ένα εντυπωσιακό σκηνικό. Είπα κι εγώ θα οικονομήσουμε λεφτά εδώ. Τι θέλεις να γίνει όμως. Σε κάποια περιοχή πάνω από το Μοναστηράκι που λέγονταν «Γύφτισσα» κάποιος έστησε καρτέρι σε κάποιο καλεσμένο από το Θύριο που πήγαινε με τη γυναίκα του και το παιδί του το μουλάρι και το κανίσκι στο γάμο. Τον τουφέκισε και τον σκότωσε. Δεν το είπανε στο γάμο για να μη χαλάσει. Κατά τις δώδεκα το βράδυ βούιξε ο τόπος μόλις γνωστοποιήθηκε. Εμείς δεν είχαμε βγάλει τίποτε μέχρι εκείνη την ώρα. Ορέ παιδιά λέει ο Βαρδής εντάξει για μας αλλά για τα παιδιά που ήρθανε από τη Λευκάδα δεν πρέπει κάτι να δώσουμε; Ναί λέει κάποιος, παίρνει λοιπόν ένα σκούφο κι άρχισε να μαζεύει διάφορα φραγκοδίφραγκα άντε και κανένα τάλιρο κι ίσα-ίσα και βγάλαμε το διάφορο. Ήτανε το ποδαρικό μου μόλις ξεκίνησα το κλαρίνο σε γάμους και πανηγύρια.

Στο Ξηρόμερο όταν ξυρίζανε το γαμπρό ρίχνανε ένα δίφραγκο στο γαμπρό. Ρίχνανε κάτι και στην ορχήστρα που του έπαιζε.

Στους γάμους τους Λευκαδίτικους κάναμε άλλα πράγματα. Παίζαμε όταν ξυρίζανε το γαμπρό στο γάμο συνοδεία και γλέντι και τη Δευτέρα του γάμου που είχε αποδειχθεί ότι η νύφη ήτανε τίμια -παρθένα- παίζαμε το τραγούδι «Ξύπνα αγάπη μου, ξύπνα γλυκιά μ’ αγάπη…»

ΕΡ.: Κι αν η νύφη δεν ήτανε τίμια μπάρμπα Μήτσο τι κάνατε;

ΑΠ.: Τότε είμαστε υποχρεωμένοι να τήνε πάμε πάλι πίσω στο σπίτι της, με συνοδεία όργανα και συγγενείς να την παραδώσουμε του πατέρα της. Αλλά αυτό στα χρόνια μας δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Κι οι παλιότεροι οργανοπαίχτες που μας ενημερώσανε ούτε στα δικά τους χρόνια είχε γίνει. Απλά το ξέρανε σαν έθιμο που κι αυτοί τό’χανε ακούσει από τους προηγούμενους…

(Μας στάλθηκε από τον απόδημο στην Αμερική συχωριανό μας Χριστόφορο Βρεττό)

[Πηγή: www.kolivas.de via Ηλίβατον (www.nlivaton.blogspot.com)]

Από την ίδια πηγή ανασύρουμε και σπαράγματα από την συνέντευξη του Βουρνικιώτη Στάθη Κατωπόδη, που ομολογεί Μεγανησιώτικη καταγωγή:

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΑΘΗ ΚΑΤΩΠΟΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΡΝΙΚΑ 1996
…Στο Βουρνικά στις αρχές του αιώνα υπήρχε μεγάλη έξαρση της πουτανιάς και μοιχείας δεν είναι τυχαία τα στιχάκια δύο τραγουδιών. Το πρώτο λέει «στον Άι Πέτρο τ’ άργανα στο Σύβρο οι ζουρνάδες, σ’αυτό το δόλιο Βουρνικά χορεύουν οι πουτάνες», το δεύτερο λέει» καλό χωρίο μα είναι όλοι κερατάδες».

…η καταγωγή μας ήτανε από το Μεγανήσι. Ενας παπάς Μεγανησιώτης που έφυγε μετά από επιδρομή πειρατών και πέρασε στον Πόρο υπήρξε πρόγονος μας. Ο γιός του έγινε ένορκος και υπηρετούσε στο Σύβρο στο Μαγιστράτο που είχε το δικαστήριο. Εκεί λοιπόν τον είδε μια Βουρνικιώτισα αρχόντισσα, Θεοτόκη το επίθετο, Γεωργούτσαινα το παρατσούκλι. Εγώ αυτόν θέλω πατέρα, τον καλαμαρά. Δεν θέλω από το αρχοντολόι του Σύβρου άντρα. Έτσι δημιουργήθηκε το σόι των Κατωποδαίων στο Βουρνικά γύρω στο 1800 κι αναπτύχθηκε πολύ γιατί είχε πολλά λεφτά η κληρονομιά του Θεοτόκη. Λένε μάλιστα και το εξής κωμικό. Στο γάμο της επειδή ήτανε μεγάλη τεμπέλα της είπανε το δίστιχο: «πέντε μήνες πέντε αδράχτια, πότε τ’ άγνεσε η κουράφτρα;», δηλαδή πότε πρόφτασε και το έφτιαξε, τάχα με θαυμασμό, τη στιγμή που μια νοικοκυρά κάνει την ίδια δουλειά σε δυο τρείς μέρες…

…Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας η οικογένεια μου έκανε πολλά λεφτά από το κοντραμπάντο μπαρουτιού. Βγάζανε τα κουτσουμπέλια από τα αμπέλια τα απανθρακώνανε σε ειδικά καμίνια που σώζονται ακόμη στα χωράφια μας. Στη συνέχεια τα τρίβαμε σε νερόμυλους της περιοχής που τα λιθάρια τους είχανε ειδικές ελικώσεις μεγάλες. Έτσι βγάζανε το κάρβουνο. Αυτό το ανακατεύανε σε ειδική χαρμανιέρα με θειάφι, νιτρικό κάλι και μπουανώ. Το μπουανώ το δημιουργούσαν από κοτσιλιές περιστεριών. Τις άλλες δύο ουσίες τις εισήγαγαν. Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες της επανάστασης. Οι Άγγλοι από την άλλη μεριά το ενθάρρυναν το κοντραμπάντο γιατί εμπορευόνταν τις πρώτες ύλες. Κάποτε κάλεσαν το Ζαμπέλη να απολογηθεί γιατί σε κάποιο μονόξυλο που πέρναγε απέναντι στη Περατιά βρέθηκαν ίχνη από μπαρούτι. Στη πραγματικότητα όμως δεν δίωκαν τους Λευκαδίτες. Ο πρόγονος μου λοιπόν αυτός που έφτιαχνε τα καμίνια με τα κουτσουμπέλια λέγονταν Καραγιάννης στο παρατσούκλι. Φορούσε μαντήλι και μπότες Εγγλέζικες στα πόδια με σπιρούνια. ‘Ητανε πολύ λεβέντης, τους πέρναγε όλους σε αγώνες που γίνονταν τότε στο σάλτο και το λιθάρι. Στη  πλατεία της Παναγίας που γίνονταν το πανηγύρι εδώ στο χωριό, βάζανε άλογα στη σειρά και πηδάγανε από πάνω. Αυτός πήδαγε πάνω από τρία άλογα. Επίσης έριχναν και λιθάρι κάνανε σκοποβολή και προσπαθούσανε να σαλτήσουνε πάνω σε άλογο που κάλπαζε και να παραμείνουνε πάνω χωρίς να πέσουνε».