Περιήγηση στην Λευκάδα του 1820

 

Σε βιβλίο του 1822 βρίσκουμε την περιγραφή της Λευκάδας του 1820, λίγο πριν την Επανάσταση. Πρόκειται για το βιβλίο «New voyages and travels: consisting of originals, translations, and abridgements» (Editor: SR Phillips – 1822). Είναι γραμμένο από τον Άγγλο περιηγητή Dr Christian Muller. Στις σελίδες 50-54 συναντάμε την οπτική του συγγραφέα για την πόλη της Λευκάδας και το νησί γενικότερα, φυσικά με την αναμενόμενη αποικιοκρατική χροιά. Έχουν όμως αρκετό ενδιαφέρον οι περιγραφές και κάποια ιστορικά στοιχεία. Η μετάφραση του κειμένου από τα αγγλικά είναι δικιά μας.  

«Περάσαμε με την μικρή μας βάρκα ανάμεσα από το Μεγανήσι και την ενδοχώρα, διασχίζοντας έναν μεγάλο αριθμό από νησίδες, όχθες και βράχια -τα οποία είναι πολύ επικίνδυνα για μεγαλύτερα πλοία- και αισίως μπήκαμε στο λιμάνι της Σάντα Μάουρας. Η πόλη λέγεται επίσης Αμαξική ή Άγια- Μαύρα και βρίσκεται στην βορειανατολική πλευρά του νησιού. Ήταν η πρωτεύουσα του νησιού από τότε ακόμα που το φρούριο εγκαταλήφθηκε από την διακυβέρνηση. Ωστόσο, παραμένει ακόμα μικρή και ασήμαντη, κακοχτισμένη και βρώμικη, παρότι οι Άγγλοι πραγματοποίησαν κάποιες βελτιώσεις με το χτίσιμο νέων σπιτιών, την πλακόστρωση ενός δρόμου και μια καλή αστυνομία. Η πόλη δεν διαθέτει παρά έναν μόνο κύριο δρόμο, ο οποίος πλακοστρώθηκε μόλις στα τελευταία χρόνια της Βενετικής διακυβέρνησης. Υπάρχει επίσης μια πλατεία του Αγίου Μάρκου εδώ, που περιλαμβάνει δύο εκκλησίες, την Λατινική και την Ελληνική. Στο κέντρο της ορθώνεται μια στήλη που ανευρέθηκε στα ερείπια της Νικόπολης. Εξαιτίας των συχνών σεισμών τα σπίτια δεν έχουν παρά έναν μόνο όροφο, με λίγες εξαιρέσεις, και μεταξύ αυτών των εξαιρέσεων, δύο πατώματα έχουν τα σπίτια που έχτισαν οι Εγγλέζοι. Πολλά από τα παλιότερα σπίτια περιβάλλονται από στοές που είναι καλυμμένες με μουσαμάδες και είναι πολύ ευχάριστες μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Είναι όμως δίχως κανένα γούστο αρχιτεκτονικής ομορφιάς. Η πόλη συνολικά διαθέτει 14 Ελληνικές εκκλησίες, η καλύτερη από τις οποίες είναι αφιερωμένη στον Άγιο Μηνά.

  Τα περίχωρα είναι πολύ ευχάριστα. Η επισκόπηση από τους υπερκείμενους λόφους της πόλης, που μοιάζει να θρονιάζεται στο μέσον ενός κήπου από πορτοκαλιές, λεμονιές, αμυγδαλιές και ελιές, είναι θεσπέσια (.…).

  Περίπου πριν από πέντε μήνες η πίεση της φορολογίας, μαζί με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, προκάλεσε μια τόσο βίαιη εξέγερση στην Σάντα Μαύρα, που τα αγγλικά στρατεύματα στο νησί απωθήθηκαν και οι ντόπιοι δεν θα καθυποτάσσονταν μέχρι την άφιξη στρατιωτικής ενίσχυσης ανδρών και πυροβολικού από την Κέρκυρα. Δύο ιερείς σε αυτήν την περίπτωση συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν για παραδειγματισμό. Τα σώματά τους, ακόμα και σήμερα, αιωρούνται στον άνεμο, ένα θέαμα που ελάχιστα συνεισφέρει στην ομορφιά της πόλης.

  Ο τωρινός Άγγλος προβλεπτής στην Σάντα Μαύρα είναι ο ταγματάρχης Τέμπλ (Temple), που εγκαταστάθηκε στο νησί τις τελευταίες 7-8 εβδομάδες. Τον προκάτοχό του, τον συνταγματάρχη Ρος (Ross), θα τον θυμούνται πάντα στο νησί με ευγνωμοσύνη για την ανθρωπιά της εξουσίας του και την ευγένειά του προς τους ξένους.

  Η Σάντα Μαύρα περιλαμβάνει περίπου 6500 κατοίκους, σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες. Το φρούριο, χτισμένο τον 13ο αιώνα, από έναν πρίγκηπα του Ισπανικού κλάδου των Τόκκων (Tocchi), κατεδαφίστηκε σχεδόν ολοσχερώς το 1715. Εντούτοις αργότερα αναστηλώθηκε από τους Βενετούς και τελευταία βελτιώθηκε περαιτέρω από τους Άγγλους. Η τοποθεσία του είναι στην στενή λωρίδα της γης προς το βορά της Σάντα Μαύρας, δίπλα στις λιμνοθάλασσες ή τα έλη, εκεί όπου χωρίζεται το νησί από την ενδοχώρα. Περιβάλλεται σχεδόν πλήρως από νερό και η πρόσβαση σε αυτό είναι δύσκολη.

  Αυτή η αμμώδης ακτή είναι τόσο ρηχή που οι ντόπιοι συχνά την διασχίζουν τσαλαβουτώντας. Θα ήταν μεγάλο το όφελος για το εμπόριο και την ναυσιπλοΐα της Σάντα Μαύρας, αν αυτή η αμμόγλωσσα απομακρυνόταν ξανά, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν υπό το καθεστώς των Κορινθίων, κάτι για το οποίο κατ’ επανάληψη οι κάτοικοι απευθύνθηκαν στις βενετικές αρχές. Όμως η δημοκρατία της Βενετίας εκείνον τον καιρό, δεν ήταν πια σαν την δημοκρατία της Κορίνθου.

  Το πασίγνωστο υδραγωγείο, που κατασκευάστηκε από τους Τούρκους υπό του φημισμένου Βαγιαζήτ, περνάει κατά μήκος της λιμνοθάλασσας που χωρίζει το φρούριο από την πόλη της Σάντα Μαύρας. Έχει πληγεί πολύ από τους σεισμούς. Το κανάλι που οδηγεί το νερό από την κορυφή των καμάρων και οι πλάκες του υδραγωγείου, είναι σχεδόν εντελώς κατεστραμμένα. Το φάρδος του υδραγωγείου, εκτός από το πλαϊνό τείχος του, είναι τρία πόδια. Τώρα πια χρησιμοποιείται μόνο σα μονοπάτι για πεζοπόρους, κάτι που δεν είναι ακίνδυνο, αφού συχνά καταρρέει κάτω απ’ τα πόδια τους και οι δύστυχοι άνθρωποι κατακρημνίζονται μέσα στον υποκείμενο βάλτο απ’ όπου είναι πλέον πολύ δύσκολη η διαφυγή τους. Το υδραγωγείο υποστηρίζεται από 370 καμάρες, χτισμένες τόσο κοντά η μια στην άλλη που δεν επιτρέπουν, ακόμα και στο μικρότερο πλοιάριο, να περάσει ανάμεσά τους. Οι άνθρωποι στην Σάντα Μαύρα έχουν έναν παλιό θρύλο γι’ αυτό το υδραγωγείο. Ιστορούν ότι ο Βαγιαζήτ έδωσε 100.000 τσεκίνια στον αρχιτέκτονα για να ολοκληρώσει το οικοδόμημα. Ο τελευταίος εξοικονόμησε τα 30.000 απ’ αυτά και τα επέστρεψε στον σουλτάνο. Αυτός όμως, εξοργισμένος για τη μη χρησιμοποίηση όλου του ποσού, όπως είχε ορίσει, πρόσταξε να του πάρουν το κεφάλι. Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να ισχύει μια τέτοια παράδοση, καθώς ταιριάζει απόλυτα στον χαρακτήρα των βαρβαρικών χρόνων του Βαγιαζήτ. Στα νότια της Σάντα Μαύρας βρίσκονται οι αλυκές, οι τόσο σημαντικές για το νησί.

  Η αρχαία πόλη της Λευκάδας εντοπίζεται, πιθανότατα, νοτίως της σημερινής πόλης. Τουλάχιστον, εκεί είναι το μέρος όπου μπορεί ακόμα και σήμερα κάποιος να δει ερείπια από Κυκλώπεια τείχη και τα οποία μπορούν κάλλιστα να συγκριθούν με αυτά του Φόντι στα όρια της Νάπολης (τα οποία, το δίχως άλλο, είναι ελληνικής προέλευσης). Δεν στάθηκε δυνατό να μάθω αν έχουν βρεθεί εδώ κάποιες αρχαιότητες. Ο πληθυσμός ολόκληρου του νησιού ανέρχεται περίπου στις 16.000 και είναι κατανεμημένος στην πόλη και σε 32 χωριά. Μολαταύτα, αυτό το μικρό νησί συντηρεί έξι ανδρικά μοναστήρια, εκ των οποίων εκείνα του Ιωάννη του Βαπτιστή και του Αγίου Γεωργίου είναι τα πιο πλούσια.

  Η Σάντα Μαύρα, όπως και η Κεφαλονιά και το Θιάκι, καλύπτεται από τραχιά και άγονα βουνά, το ψηλότερο των οποίων βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του νησιού. Θα μπορούσαν πάντως να βελτιωθούν αν δεν στερούνταν χεριών και εργατικότητας. Υπάρχει μόνο ένας πολύ γόνιμος και καλλιεργήσιμος κάμπος, εκεί όπου είναι εγκατεστημένη η πόλη, καθώς και μια μικρή κοιλάδα.

  Η Σάντα Μαύρα θα έπρεπε καλύτερα να θεωρείται χερσόνησος, παρά νησί, αφού στην πραγματικότητα είναι ενωμένη με την ηπειρωτική χώρα με την αμμώδη ακτή που ανέφερα, η οποία ξεκινάει από τον κόλπο του Άρτο (Arto) και επεκτείνεται για μία ώρα και μισή μέχρι την πόλη της Σάντα Μαύρας. Σε αυτό το διάστημα το βάθος των νερών δεν υπερβαίνει τα 6 πόδια. Το κανάλι ανάμεσα στην ηπειρωτική χώρα και στο νησί είναι πλωτό μόνο με βάρκες. Πλοία μεγαλύτερου βυθίσματος αναγκάζονται να παραμένουν στην δυτική πλευρά του νησιού, όπου και συναντούν ένα μικρό λιμάνι.

  Η ναυσιπλοΐα σε τούτο το νησί, ειδικά στο ακρωτήρι Δουκάτο ή Λευκάτας, πάντα λογίζονταν ως επικίνδυνη. Πράγματι, διάφορα πλοία κάθε χρόνο ναυαγούν εκεί λόγω των πανίσχυρων ρευμάτων. Το νησί, όπως και τα υπόλοιπα Ιόνια, δεν έχει κάποιο ποτάμι άξιο λόγου, έχει όμως περισσότερες καλές πηγές με φρέσκο νερό.

  Σε μια μικρή κοιλάδα που περιτριγυρίζεται από βουνά και γειτνιάζει με την πόλη, τα νερά, κάπου στο μέσον του Οκτώβρη, συσσωρεύονται και σχηματίζουν μια λίμνη με περιφέρεια, κάπου μιαν ώρα δρόμο. Τον Μάη τα νερά αποσύρονται και τότε το γονιμοποιημένο έδαφος παράγει καλαμπόκι, φρούτα και λαχανικά σε αφθονία. Εντούτοις ολόκληρη η παραγωγή ανήκει στους μοναχούς του γειτονικού μοναστηριού.

  Παρόλα τα άγονα βουνά του, το νησί παράγει περισσότερο ξύλο απ’ όσο τα γειτονικά του. Έτσι οι γηγενείς απαλλάσσονται από την ανάγκη να προμηθεύονται τα καύσιμά τους από την ενδοχώρα. Ακόμα και κοντά στην πόλη, εξεπλάγην ευχάριστα όταν είδα ορισμένες εξαίρετες βελανιδιές. Οι αμυγδαλιές και οι ελιές είναι πολύ συχνές και συχνά φτάνουν σε πελώριες διαστάσεις.

  Αυτός ο κάμπος, όπως έχω ήδη παρατηρήσει, είναι πολύ γόνιμος. Οι πορτοκαλιές και οι λεμονιές παρατάσσονται στο πλάι άλλων κοινών οπορωφόρων δέντρων. Στην σκιά τους βλαστάνουν καλαμπόκια, κλήματα και λινάρι σε αφθονία. Κι αυτά τα γιγάντια ελαιόδεντρα και οι αμυγδαλιές επισκιάζουν το σύνολο, κάτι που θυμίζει τον πλούτο της Καμπανίας και της Σικελίας. Οι σταφίδες δεν καλλιεργούνται και τόσο εδώ, αφού το χώμα και το πιο βόρειο κλίμα είναι εναντίον τους. Τα κρασιά τους επίσης δεν διακρίνονται για την ποιότητά τους, ούτε και παράγονται τόσα ώστε να τα εξάγουν. Τα λαχανικά πάντως είναι ιδιαίτερα ευμεγέθη και καλής ποιότητας, ειδικά οι αγκινάρες. Υπάρχουν πολλά όμορφα μποστάνια γύρω από την πόλη. Τα ζωντανά είναι πολύ περιζήτητα, όπως και στα άλλα νησιά και εισάγονται από την ηπειρωτική χώρα. Εκτός από τα μουλάρια, απαραίτητα για το όργωμα ή την μεταφορά των προϊόντων, μόνο μερικά ταλαίπωρα κοπάδια από γίδες και πρόβατα συναντάς στο νησί. Τα βουνά είναι πλούσια σε θηράματα. Το κυνήγι ωστόσο εξασκείται ελάχιστα. Η αλιεία κοντά στην ακτή είναι υπερβολικά παραγωγική. Υπάρχει υπεραφθονία της πιο εξαιρετικής γλώσσας, αλλά και άλλων ψαριών.

  Μεταλλεύματα δεν φαίνεται να υπάρχουν. Οι αλυκές εντούτοις είναι πολύ παραγωγικές. Το αλάτι αποτελεί το κύριο εμπορεύσιμο είδος για το νησί. Εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες σε πολλά μέρη της Ιταλίας, ακόμα και στην Σουηδία.

  Η ναυτιλία του νησιού έχει γνωρίσει μια μικρή πρόοδο από τότε που η διακυβέρνηση του νησιού πέρασε στους Άγγλους. Οι ντόπιοι δεν εμπιστεύονται πια τόσο συχνά τα φορτία τους σε ξένους, ειδικά στους Έλληνες της Πρέβεζας, όπως έκαναν στο παρελθόν.

  Το κλίμα είναι ήπιο το φθινόπωρο και τον χειμώνα και μοιάζει σαν να είναι άνοιξη. Αλλά την άνοιξη και το καλοκαίρι το νησί υποφέρει από την υπερβολική ζέστη, όπως μπορώ να βεβαιώσω από την ίδια εμπειρία, παρότι τούτο το καλοκαίρι δεν συγκαταλέγεται στα πιο θερμά. Στην περιοχή που είναι εγγύς της λιμνοθάλασσας και των βάλτων και, συνεπώς, και σε όλα εκείνα τα μέρη του νησιού που γειτνιάζουν με την ήπειρο, ο αέρας είναι πολύ ανθυγιεινός, κυρίως κοντά στην πόλη. Οι ανατολικοί άνεμοι αυξάνουν περαιτέρω τις επιβλαβείς επιδράσεις τους, καθώς μεταφέρουν μαζί τους απαίσιες αναθυμιάσεις από τον κόλπο της Άρτας δημιουργώντας συχνούς πυρετούς. Το καλοκαίρι οι βοριάδες και οι δυτικοί άνεμοι είναι αυτοί που επικρατούν, ενώ τον χειμώνα οι νοτιάδες και οι ανατολικοί.

  Παρομοίως υποφέρει η Σάντα Μαύρα και από τους σεισμούς. Μόλις και μετά βίας περνάει μήνας δίχως να εμφανιστούν κάποιες αναταράξεις της γης, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές. Η υπόγεια διασύνδεση πάντως δεν φαίνεται να επεκτείνεται προς τον νότο και προς την Κεφαλονιά, το Θιάκι και το Τζάντε, αλλά περισσότερο προς την δύση. Κι αυτό γιατί οι τρομερές δονήσεις που ρήμαξαν αυτά τα νησιά ήταν λιγότερο αισθητές εδώ απ’ όσο εκείνες, το 1783, που ερήμωσαν την Καλαβρία και την Μεσίνα. Σε κάθε περίπτωση, η Σάντα Μαύρα μοιάζει να έχει το δικό της εργαστήρι παραγωγής σεισμών.

  Ο εθνικός χαρακτήρας των γηγενών έχει ουσιαστικές διαφορές με αυτόν των κατοίκων των γειτονικών νησιών. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην εγγύτητα με την ηπειρωτική χώρα και στις συχνές επαφές με τους κατοίκους της. Γενικά, είναι αλήθεια, οι Αγιομαυρίτες είναι πράοι, φιλήσυχοι και μωρόπιστοι, όταν όμως τους ζορίσεις πολύ γίνονται μανιασμένοι. Αυτό αποδείχτηκε και στην τελευταία εξέγερση του Μαρτίου.

  Συναντάς πολλά από τα φερσίματα και τις συμπεριφορές των Τούρκων και του Μωριά ανάμεσά τους, όπως ακριβώς και στο Τζάντε. Με την εξαίρεση ότι οι γυναίκες, οι οποίες στο Τζάντε είναι πολύ περιορισμένες, εδώ ζουν σε απόλυτη ελευθερία. Αυτή η περίσταση είναι ευχάριστη τα μάλα, καθώς είναι ομορφότερες απ’ όσο τα θηλυκά κάθε άλλου νησιού του Ιονίου. Τα φορέματά τους, με την μεγάλη ποικιλία των στολιδιών τους, διατηρούν τον χαρακτήρα της ανατολής. Ωστόσο είναι νόστιμα και φτιαγμένα να εφαρμόζουν στις λυγερές σιλουέτες τους. Και οι φορεσιές των ανδρών επίσης διαφοροποιούνται από αυτές των άλλων Ιόνιων νησιών. Είναι πιο επιδεικτικές και με περισσότερα κεντίδια».