«Λαογραφική αποστολή εις Μεγανήσι Λευκάδος» – Δημ. Λουκάτου (1958)

Προ καιρού ανακάλυψα, θαμμένα κάτω από πέντε δάχτυλα σκόνη (και ακόμα περισσότερα πέπλα χρόνου) σε παλαιοβιβλιοπωλεία της Αθήνας δύο παλιές εκδόσεις που έχουν να κάνουν με το Μεγανήσι. Η μία από αυτές είναι ένα ανάτυπο από την Επετηρίδα του Λαογραφικού Αρχείου (τομ. 11 & 12, 1958-1959), που εξέδωσε η Ακαδημία Αθηνών το 1960. Ο τίτλος του 18σέλιδου ανατύπου είναι: ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΙΣ ΜΕΓΑΝΗΣΙ ΛΕΥΚΑΔΟΣ (1-15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1958) . Συγγραφέας είναι ο Δημήτρης Λουκάτος. Ο καθηγητής Λουκάτος (1903-2003), για όσους δεν τον έχουν ξανακούσει, γεννήθηκε στην Κεφαλονιά και υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες λαογράφους, Πρόεδρος της Λαογραφικής Εταιρίας και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ έχει χαρακτηριστεί και «πατέρας της ελληνικής λαογραφίας». Ένα ακόμα βιογραφικό του, εδώ.

Το καλοκαίρι του 1958 ο Λουκάτος φιλοξενήθηκε στο Μεγανήσι, απεσταλμένος της Ακαδημίας Αθηνών και για 2 βδομάδες έκανε μια λεπτομερή καταγραφή των ποικίλων λαογραφικών στοιχείων του νησιού, οι 512 χειρόγραφες σελίδες της οποίας κατατέθηκαν στο Λαογραφικό Αρχείο (πράγμα που αξίζει να ψάξει κανείς περαιτέρω). Στην παρούσα εργασία παρουσιάζει μια, κατά κάποιον τρόπο, σύνοψη όλου αυτού του υλικού, το οποίο έχει σημαντική ιστορική, λαογραφική και συναισθηματική αξία για τους Μεγανησιώτες.

Δημοσιεύουμε όλη την εργασία, διατηρώντας την ορθογραφία και την σύνταξη, όχι όμως και τον τονισμό της εποχής (για πρακτικούς λόγους).

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΙΣ ΜΕΓΑΝΗΣΙ ΛΕΥΚΑΔΟΣ

(1-15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1958)

ΔΗΜ. Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΥ

ΑΝΑΤΥΠΟΝ

ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΤΟΜ. 11 & 12 (1958-1959)

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1960

  Το Μεγανήσι [1], γνωστόν επισήμως και ως Τάφος, κείται νοτίως και ανατολικώς της νήσου Λευκάδος, αποτελεί δε μετά της ετέρας νησίδος Καλάμου οιονεί γέφυραν προς την κεντρικήν Ακαρνανίαν. Είναι η μεγίστη μεταξύ των νησίδων Σκορπιός, Σκορπίδι, Σπάρτη, Τσόκαρι, Χελώνι και Μαδουρή του Λευκαδίου αρχιπελάγους εξ ου και το όνομά της. Είναι πιθανώτατα η Ομηρική Τάφος (Οδυσσ. Α, στ. 103-5, 180-7 και 264), εκ τούτου δε και οι κάτοικοι αυτής ομιλούν μεθ’ υπερηφανείας δια τους αρχαίους βασιλείς της νήσου Πτερέλαον και Μέντην, δεικνύοντες σχετικάς αρχαιολογικάς τοποθεσίας, απεικονίζουν δε τούτους και εις τας σφραγίδας των Κοινοτήτων των.

  Η νήσος έχει εμβαδόν 24 τετραγ. χιλιομέτρων, είναι πλατυκέφαλος και μονοσκελής, πολύκολπος εις το βόρειον τμήμα και βραχώδης εις το νοτιοδυτικόν, ορεινή και άγονος κατά το μήκος αυτής, καλλιεργείται όμως και είναι πλήρης ελαιοδένδρων εις το πλατύ τμήμα της.

  Εις το τμήμα τούτο έχουν συγκεντρωθή οι 2800 κάτοικοι της νήσου, οικούντες εις τρεις ισοπληθείς κοινότητας, το Βαθύ, πρωτεύον επίνειον εις τον ομώνυμον κόλπον, το Σπαρτοχώρι, άνωθεν ετέρου κόλπου δυτικώτερον, και το Κατωμέρι, εις τους ύπερθεν του Βαθέος λόφους. Αι κοινότητες αύται απετέλουν μέχρι του 1912 τον «Δήμον Ταφίων», του οποίου τα σωζόμενα μητρώα χρονολογούνται από του έτους 1838.

  Οι κάτοικοι της νήσου, γνωστοί υπό το όνομα Μεγανησιώτες, κατά δε τους συνοικισμούς αυτών: Βαθυσάνοι, Σπαρτοχωρίτες, και Κατωμερίτες, ασχολούνται εις την γεωργίαν και δη την ελαιοκαλλιέργειαν, συνδυάζοντες πάντοτε ταύτην με την αλιείαν και την ναυτιλίαν. Καλλιεργούν επίσης την άμπελον, ήτις όμως οσημέραι περιορίζεται, σπείρουν ελάχιστα δημητριακά και φυτεύουν οπωροφόρα. Γενική σχεδόν είναι, αλλά πτωχή, και η οικόσιτος κτηνοτροφία.

  Η έλλειψις πλήρους αμαξιτού δρόμου και αι μικραί σχετικώς αποστάσεις έχουν κρατήσει τον όνον κύριον μεταφορικόν μέσον, πάντες δε, αλλά ιδία αι γυναίκες, καταπονούνται εις τας καθημερινάς μεταφοράς και πεζοπορίας.

  Η ύδρευσις γίνεται εκ δεξαμενών, διότι τα ελάχιστα υπάρχοντα φρέατα δεν παρέχουν πόσιμον ύδωρ, γραφικόν δε είναι πάντοτε το θέαμα των ευσταλών γυναικών της νήσου, αίτινες με τας διατηρουμένας τοπικάς ενδυμασίας των μεταφέρουν επί των κεφαλών των τα ποικίλα υδροφόρα σκεύη.

  Η ελαιοπαραγωγή της νήσου υπολογίζεται κατά μέσον όρον εις 20.000 οκάδας κατ’ έτος, λαμβανομένης υπ’ όψιν της εναλλαγής της «σοδειάς» από έτους εις έτος.

  Ως αλιείς οι κάτοικοι του Μεγανησίου θεωρούνται εκ των ικανωτέρων της δυτικής Ελλάδος και είτε εργάζονται εις ιδιόκτητα πλοιάρια και τράτες, είτε προσλαμβάνονται εις τους αλιευτικούς στολίσκους των Πατρών και του Αστακού. Οι ίδιοι φθάνουν αλιεύοντες μέχρι Ζακύνθου, Κατακώλου και Μεσολογγίου. Εργάζονται δε και ως πληρώματα εις εμπορικά εφοπλιστικά πλοία.

  Αρκετοί των κατοίκων έχουν μεταναστεύσει παλιότερον εις Αμερικήν, Κναδάν, Αυστραλίαν και Αφρικήν, οπόθεν και ποσόν τι συναλλάγματος εισέρχεται εις την νήσον.

  Η εκπαίδευσις ασκείται εις τα τρία δημοτικά σχολεία μεικτά, αρκετοί δε των αποφοιτώντων συνεχίζουν τας γυμνασιακάς των σπουδάς εν Λευκάδι [2].

  Η συγκοινωνία μετά της Λευκάδος εκτελείται καθημερινώς δια βενζινοπλοίου, το οποίον χρειάζεται 1.30’ της ώρας δια να φθάση εις την πρωτεύουσαν (Αγ. Μαύραν), εκ της οποίας εξαρτάται πολιτικώς και εκκλησιαστικώς η νησίς [3]. Λόγω της αποστάσεως ταύτης, αλλά και δια την αυτοτελή νησιωτικήν υπόστασιν του Μεγανησίου, οι κάτοικοι αυτού δεν πρέπει να συγχέωνται κατά πάντα προς τους λοιπούς Λευκαδίους.

  Η λαϊκή ζωή και τα έθιμα του Μεγανησίου παρουσιάζουν ιδιοτυπίας, αφ’ ενός μεν ένεκα της απομεμονωμένης ταύτης θέσεως του τόπου (στερουμένου οιουδήποτε μηχανικού νεωτερισμού), αφ’ ετέρου δε λόγω της γεωγραφικής γειτνιάσεως αυτού μετά της νοτίας Ακαρνανίας και των εγγύς Ιονίων νήσων, εκ της οποίας παρουσιάζει σύνθεσιν τινα επτανησιακού και ηπειρωτικού- ελλαδικού πολιτισμού.

  Οι κάτοικοι είναι κατά βάσιν επτανήσιοι, άποικοι κατά το πλείστον εκ Λευκάδος ή και Ιθάκης, αλλά και Ακαρνάνες, και ομιλούν νότιον γλωσσικόν ιδίωμα μετά βορείων επιδράσεων [4]. Αι γυναίκες ενδύονται την Λευκαδίαν αμφίεσιν, ήτις συνδυάζεται και με στοιχεία Ακαρνανικά. Είναι όλοι περισσότερον νησιώται από τους χωρικούς της Λευκάδος, επειδή ταξιδεύουν διαρκώς και επειδή έρχονται εις συχνοτέραν επαφήν μετά των άλλων Επτανησίων.

  Εις την νήσον κατέφευγον κατά τους χρόνους της δουλείας, ως φυγάδες ή εξόριστοι, άλλοι Έλληνες εκ διαφόρων μερών, γνωστοί δε αξιόλογοι στρατιωτικοί και πολιτικοί άνδρες της αγωνιζομένης Ελλάδος ή της Επτανήσου Πολιτείας μετέβαινον εκεί και συνεσκέπτεντο ή ανασυνεκροτούντο. Ιστορείται ότι και κατά τους χρόνους της Ενετικής κυριαρχίας ήλθον εις Μεγανήσι Χίοι πρόσφυγες, περί το 1716, εις τους οποίους η διοίκησις έδωσε κτήματα (τα «Χιώτικα» εισέτι λεγόμενα), και τα οποία ούτοι είτε εκράτησαν μέχρι σήμερον, είτε τα εξεχώρησαν εις τους εντοπίους, ότε μετώκησαν εις Λευκάδα [5].

  Στοιχεία λαογραφικά εκ Μεγανησίου ελάχιστα εφέροντο συλλεγέντα μέχρι τούδε. Ήσαν γνωσταί εις το Λαογραφικόν Αρχείον συλλογαί τινες εις χειρόγραφα: α) η υπ’ αριθμ. 2089 (έτους 1954) του Κ.Π.Πάλμου, φοιτητού της φιλολογίας, εκ σελ. 18, περιέχουσα ειδήσεις του γάμου και β) η υπ. Αριθμ. 2218 (έτους 1953) του Γ.Θ.Φίλιππα, δημοδιδασκάλου, εκ σελ. 212, κατατεθειμένη εις το Ιστορικόν Λεξικόν, ήτις όμως περιλαμβάνει ύλην και εκ των άλλων τόπων του νομού Λευκάδος. Υπήρχεν εξ άλλου πιθανότης, ότι πολλαί των εκ Λευκάδος (εν γένει) δημοσιευμένων λαογραφικών συλλογών περιελάμβανον και ειδήσεις εκ Μεγανησίου, τούτο όμως ουδαμού εδηλούτο. Αντιθέτως συνέβη και το εξής παραπλανητικόν. Έχει δημοσιευθεί εν τω Α’ τόμω (1909) του περιοδικού «Λαογραφία» (σελ. 308-320) συλλογή υπό τον τίτλον «Ο γάμος εν Λευκάδι» υπό Ευσταθίου Γ. Πολίτου, τελοιοφοίτου της φιλολογίας, εις το τέλος της οποίας σημειούται: «εν Μαγνησία Λευκάδος». Αλλά χωρίον Μαγνησία δεν υπάρχει εν Λευκάδι, το δε εν Μαγνησία τούτο είναι εσφαλμένη γραφή του: εν Μεγανησίω, ως διεπίστωσα κατά την αποστολήν μου, συναντήσας συνταξιούχον ήδη τον κ. Ευστάθιον Πολίτην. Ούτω, πεντήκοντα έτη μετά την δημοσίευσίν της, αποσαφηνίζεται ότι η καλή συλλογή αύτη αφορά εις έθιμα του Μεγανησίου.

  Ήτο λοιπόν σκόπιμος η εις την νήσον ταύτην μετάβασίς μου προς συλλογήν λαογραφικού υλικού, και υπήρξε λίαν αποδοτική η εκεί εργασία μου.

  Κατά το δεκαπενθήμερον διάστημα της εν Μεγανησίω παραμονής μου (1-15 Ιουλίου 1958) κατέγραψα πλουσιωτάτην και αντιπροσωπευτικήν ύλην όλων των εκδηλώσεων του λαϊκού βίου, εις χειρόγραφων εκ σελίδων 512, το οποίον κατεχωρίσθη εις το Βιβλίον εισαγωγής των Χειρογράφων του Λαογραφικού Αρχείου, υπ’ αριθμόν 2276. Η συλλογή αύτη περιέχει:

 α) Ειδήσεις: γεωργικού βίου, αλιευτικού και ναυτικού βίου, ποιμενικού, κοινων. Οργανώσεως, λαϊκού δικαίου, οικοδομίας, τροφών, λινουργίας και υφαντικής, ενδυμασίας, δημώδους ιατρικής, οικονομικής ζωής, μετεωρολογίας, λατρείας, εθίμων γεννήσεως, γάμου, τελευτής, μαγείας, μαντικής, προλήψεων και δεισιδαιμονιών, παιδιών και αγωνισμάτων, ιστορικών τοπικών γεγονότων, λαϊκής τέχνης, λαϊκού θεάτρου, χορού, μουσικής κ.ά.

 β) Κείμενα: Άσματα 175, δίστιχα 68, παραμύθια 43, ευτραπέλους διηγήσεις 65, περιπαίγματα χωρίων 5, μύθους ζώων 6, παραδόσεις 125, παροιμίας 300, αινίγματα 25, επωδάς 12, ευχάς- άρας- χαιρετισμούς 40, τοπωνύμια 200 και ποικίλην γλωσσικήν ύλην [6].

  Εκ της ύλης ταύτης περισσότερον ενδιαφέρουν: α) αι τοπικαί παραδόσεις, αίτινες λόγω της νησιωτικής φύσεώς των έχουν γραφικότητα και ιστορικήν σημασίαν. β) τα έθιμα, ιδία τα λατρευτικά και τα γαμήλια, κράμα επιδράσεων νησιωτικού και ηπειρωτικού βίου. γ) τα δημοτικά άσματα, ηπειρωτικά κατά το πλείστον και καλώς διατηρούμενα, και δ) τα παραμύθια, άτινα η κλειστή κοινωνική ζωή συγκρατεί εν συνεχεί χρήσει.

 

Ι. Εκ των τοπικών παραδόσεων άλλαι μεν αναφέρονται εις ήρωας και γεγονότα του Ομηρικού κύκλου (Τάφιοι, Μέντης, Οδυσσεύς, Κύκλωπες, σπήλαια), άλλαι εις τους πειρατάς (κουρσάρους), άλλαι εις πολεμιστάς και γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως (Κολοκοτρώνης, Λεπενιώτης, Γρίβας) και άλλαι εις πρόσωπα της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας (Βαλαωρίτης) και των προσφάτων χρόνων της ξενικής κατοχής (Παπανικολής).

  Παραθέτω ενδεικτικάς τινας των παραδόσεων τούτων.

 

α’. από τας Ομηρικάς:

  1. Ετότε καιρού επολεμούσανε οι άνθρωποι από χωριό σε χωριό. Κάθε μέρος είχε το βασιλιά του. Ήταν ένας βασιλιάς που τον ελέγανε Μέντε. Αυτός ο Μέντες ενικήθηκε κ’ έδωκε της φυγής κ’ ήρθε εδώ και κατέληξε, και κρύφτηκε στο δάσος (τώρα δεν είναι). Τον αποκλείσανε δια θαλάσσης, έσωσε τα τροφίματά του και δε μπορούσε να ζήση, και πέθανε με τους αυλάτορές του, κ’ είπανε τότε το νησί Τάφος. Και τους έθαψαν στ’ Αναπαυτήρια, όπου ευρήκαμε τα κόκκαλά τους (χφ, σελ 43)
  2. Πριν μπούμε στο Σπαρτοχώρι, έχει μια βαθειά σπηλιά, που τη λέμε «του Κύκλωπα». Ευρήκανε μέσα εκεί ένα ρομπόλι (=αγγείο), εφτακόσα πενήντα χρόνια πριν Χριστού. Έχει κλεισίματα μέσα με πέτρες, έχει λόμπο και πηγάδι. Εκεί εμπήκε ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του κ’ εστράβωσε τον Κύκλωπα. Έχει μια πέτρα μεγάλη μπροστά, που λένε πώς την έβαζε ο Κύκλωπας κ’ έφραζε την τρύπα. Από κει πάνω έρριξε και το λιθάρι στο καϊκι του Οδυσσέα που έφευγε (χφ, σελ 317).

 

 β’. από τας μεσαιωνικάς περί πειρατών:

  1. Του τότε καιρού ο κόσμος έκανε τα σπίτια του και την καλύβα του σε κρυφό μέρος. Εδώ πίσω έχουμε την εκκλησιά του Άη- Γιαννιού. Ήταν εκεί ένας παπάς, που γύριζε στο Νησί κ’ έκανε καλά (=ευεργεσίες). Ήτανε ιερέας και δάσκαλος, κ’ είχε μαθητούδια. Μια μέρα που λειτουργούσε κ’ εβγήκε να πη το Ευαγγέλιο, τα γένεια του άξαφνα άσπρισαν από τη μια μεριά κ’ εμαύρισαν από την άλλη. Τα μαθητούδια εγέλασαν. –Γιατί γελάτε, παιδιά; -Γιατί, δάσκαλε, τα γένεια σου το ένα μέρος άσπρισε και το άλλο εμαύρισε. Αυτός εκατάλαβε πως ήτανε σημείο, και τους λέει. –Εβγάτε όξου, παιδιά μου, να δήτε. Ήτανε θάλασσα αντίκρυ, βγήκανε τα μαθητούδια κ’ είδανε κουρσάρικα καράβια που ερχόντανε. Γρήγορα να φύγετε, λέει στα παιδιά ο παπάς, και να πάτε στον Τούρλο (=ένα βουνό πιο κάτω). Εκράτησε μόνο δυό μαθητούδια μαζί του. Μπήκανε οι κουρσάροι να τον κόψουνε. «Αφήστε με», τους λέει, «να τελειώσω τη λειτουργία και με πιάνετε». Τον αφήσανε. Ύστερα τους ζήτησε κι άλλο χατίρι. Είχε ένα άσπρο άλογο: -«Να μ’ αφήσετε», τους λέει, «να φέρω τρεις βόλτες την εκκλησιά». Πάλι τον αφήσανε. Κάνει τις τρεις βόλτες, αρπάζει πάνω στ’ άλογο τα παιδιά και χάνεται από μπρος τους. Πάει στον Τούρλο, ένα βουνό σα φρούριο, που δεν μπορεί να σκαλώση κανείς. Ευρήκε και τα’ άλλα παιδιά κ’ εμείνανε μέρες πολλές, ώσπου φύγανε οι κουρσάροι. Κ’ έγραψε πάνω σε μια πέτρα.

«Τούρλος λαόν εγλύτωσε και πάλιν θα γλυτώση»

Από τότες πολλοί καταφεύγουνε στον Τούρλο σε ώρα ανάγκης. Και στην κατοχή, πολλοί ανεβήκανε εκεί πάνου και βρήκανε σωτηρία…» [7] (χφ., σελ. 41-42).

 

γ’. από τας νεωτέρας:

1. Έχει δύο στεφάνια (=ριζωμένα βράχια) όξου από το χωριό (=το Κατωμέρι), μακρυά το ένα απ’ τ’ άλλο. Το ένα το λέγαμε «του Κολοκοτρώνη το στεφάνι», και πηγαίναμε παιδιά κι’ αμολάαμε αετό. Επέρασε από δω ο Κολοκοτρώνης κι’ ανέβηκε, λέει, εκεί και σάλτησε (=επήδησε), και διάβηκε στο πέρα στεφάνι! (χφ, σελ 161).

2. Ο Βαλαωρίτης (ο ποιητής) βρισκότανε στο κτήμα του στη Μαδουρή κ’ έγραφε τα ποιήματά του. Είχαμ’ έναν ποιητή (ριμναδόρο) εδώ στο Μεγανήσι, τον Χρυσόστομο Δάγλα, που δούλευε στο κτήμα. Επήγε μια μέρα στο δωμάτιο του Βαλαωρίτη και τον είδε σκεφτικό. Του λέει λοιπόν με ρίμα:

«Πώς με θωρείς ακίνητος, που τρέχει το μυαλό σου;»

Αμέσως ο Βαλαωρίτης, που συλλογιζόταν πώς ν’ αρχίση το ποίημά του στον Πατριάρχη Γρηγόριο, άρπαξε τους στίχους αυτούς και τους έβαλε στην αρχή. Τον αγκάλιασε μάλιστα το Χρυσόστομο, επειδή τον βοήθησε έτσι, και του δώρισε ένα χτήμα στη Μαδουρή.

[8] (χφ., σελ. 94-95 κ.ά.).

3. Είναι μια σπηλιά στο πίσω μέρος του νησιού προς την Ιθάκη, που τη λέμε «Σπηλιά του Παπά». Έχει ως 50 μέτρα βάθος και 30 πλάτος. Εκεί ερχότανε και κρυβόταν το υποβρύχιο ο Παπανικολής, τώρα με τους Γερμανούς, κ’ έβγαινε κ’ εχτύπαε τις νηοπομπές. Την ξέρανε κ’ οι Εγγλέζοι τη σπηλιά, από τότε που κυνηγούσανε μέσα αγριοπερίστερα». (χφ., σελ. 462). 

  Προσθέτω και εκ του αλιευτικού βίου την εξής αιτιολογικήν παράδοσιν των ψαράδων, ήτις εξηγεί με ευαγγελικήν ανεκδοτολογίαν την οικονομικήν των εξαθλίωσιν και τον εκ ταύτης άστατον χαρακτήρα των.

 

Κάποτε ο Χριστός ερχότανε από ένα δρόμο και συνάντησε 10-12 ψαράδες (αυτούς που θα έπαιρνε μαθητάδες του). Είχανε ο καθένας ένα ματσάκι ψαράκια κρυμμένα πίσω τους. Ο Χριστός τους χαιρέτησε –αυτοί δεν ξέρανε πώς είναι ο Χριστός- και τους ερώτησε, αν έχουνε κανένα ψάρι. Αυτοί λένε. «Διάλε παρ’ το ‘να πο ‘χουμε!» (δηλ. δεν έχομε κανένα). Ο Χριστός όμως ήξερε τι έχουνε, κ’ είπε: «Την κάταρά μου να’ χετε. Προκοπή ποτέ να μην κάμετε. Ξυπόλυτοι να’ στενε (για να διακρίνονται πώς είναι ψαράδες), κι όταν πάτε στο δικαστήριο, να χρειάζωνται σαράντα από σας, για να πιάνεται μια μαρτυριά! (Από τότε είναι που δεν έχουμε προκοπή, και που δε μας πιστεύει κανείς). (χφ., σελ. 27-28).

 

ΙΙ. Από τα λατρευτικά έθιμα, ιδιάζοντα είναι τα κατά τας θρησκευτικάς εορτάς του έτους τελούμενα, όπως τα «μπουρμπουρέλια» της 21ης Νοεμβρίου, η προσφορά απαρχών της 14ης Σεπτεμβρίου, και το «κομμάτι» του Μ. Σαββάτου.

 

Από την ώρα που θα κάμει ο παπάς το «Ανάστα ο Θεός», αρχίζουνε στα σπίτια και σφάζουνε τα’ αρνί. Το σφάζουνε στην αυλή, εκτός αν έχη κανείς λύπη. Ο νοικοκύρης ή η νοικοκυρά μαζεύει σ’ ένα πιάτο το ζεστό αίμα, κι από κει με μια κεφαλίδα λινάτσα, που τη βουτάει στο αίμα, παίρνει και σχεδιάζει στην πόρτα 4 σταυρούς: απάνου, δεξιά, αριστερά, κάτου. Κι οι σταυροί αυτοί μένουνε όλον το χρόνο. (χφ., σελ. 170).

 

  Σημειώνω επίσης ότι από του έτους 1886 καθιερώθη εν τη νήσω η λατρεία του αγίου Βησσαρίωνος, μητροπολίτου Λαρίσσης (+1540) [9], όστις έκτοτε θεωρείται και προστάτης άγιος του Μεγανησίου. «Είχε πέσει ευλογία τότες στο νησί μας, και κάποιος είπε να πάνε στου Δούσικου (την Μονήν) στα Τρίκκαλα και να φέρουν την κάρα του αγίου Βησσάριου. Την έφεραν κ’ έγινε λιτανεία από σπίτι σε σπίτι, κ’ η αρρώστεια έφυγε». Έκτοτε επεκράτησεν η λατρεία του, βραδύτερον δε εκτίσθη και εκκλησία εις μνήμην του, εις το Βαθύ (1907), ήτις εορτάζει την 15ην Σεπτεμβρίου. Τα βαπτιστικά ονόματα Βησσάριος και Βησσαρία είναι ήδη συνήθη εις τον τόπον. Ως θαύμα δε περίπου αναφέρεται η κατά τας ημέρας της εορτής του αγίου εμφάνισις μεγάλου ιχθύος (ζαργάνας) εις τον λιμένα, όστις αυτοπροσφέρεται τρόπον τινά εις θυσίαν, και τον οποίον οι κάτοικοι συλλαμβάνουν και τρώγουν. (χφ., σελ. 8, 15 και 45) [10].

  Επί των εθίμων κατά τον γάμον διεπίστωσα ότι η παλαιά τελετουργική παράδοσις διατηρείται σχεδόν αναλλοίωτος, ως περιγράφεται εν τη προμνημονευθείση συλλογή του Ευστ. Πολίτου. Αι αυταί διατυπώσεις κατά τους αρραβώνας και την προετοιμασίαν του γάμου, αι αυταί λεπτομέρειαι εις τας μαγικάς προφυλάξεις και την τελετήν, η αυτή ιεραρχική αξιολόγησις των προσώπων, τα αυτά περιστατικά άσματα και ευχαί. Παρηκολούθησα τα έθιμα ταύτα εις τελεσθέντα εν τη νήσω γάμον, είδον τας μορφάς της λαϊκής τέχνης εις την προίκα και την ενδυμασίαν, και ήκουσα αδόμενα τα άσματα ή χορευόμενα. Ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτος είναι η τοπική αμφίεσις των γυναικών (καθημερ’νή και κυριακάτ’κη), ήτις κατά τον γάμον εμφανίζεται τυπικωτέρα και περισσότερον παραδοσιακή (νυφ’κιάτ’κη). (χφ., σελ. 347-55)

 

  ΙΙΙ. Εκ των ασμάτων τα πλείστα ακούει τις κατά την τέλεσιν, τα συμπόσια και τους χορούς του γάμου. Εκ τούτων τα μάλλον επικρατούντα είναι τα ιστορικά και τα κλέφτικα, λεγόμενα του τραπεζού [11].

  Σημειώνω ενταύθα δύο χαρακτηριστικές παραλλαγάς ασμάτων, τιμώντων τους ήρωας Μάρκον Μπότσαρην και Παύλον Μελάν.

 

1.  Τ’ είν’ το κακό που γένεται στο Μεσολόγγι απόξου

Γι’ αυτόν το Μάρκο Μπότσαρη, το Μάρκο τον Σουλιώτη;

Το Μάρκο εσκοτώσανε το φοβερό τον κλέφτη.

Ξήντα παπάδες πάν’ μπροστά και οι Σουλιώτες πίσω,

Και πίσω πάει η Μάρκαινα μαζί με τον υγιό της,

Με τα μαλλάκια ξέπλεα, στις πλάτες της ριμμένα.

Κι ούλο του Μάρκου έλεε, κι ούλο του Μάρκου λέει.

-«Σηκώσ’ απάνου, Μάρκε μου, καλέ μου καπετάνιε,

Γιατ’ ο Μοριάς ετούρκεψε, τον πήραν οι Αραπάδες!» [12] (χφ., σελ. 390)

 

2. Ένα πουλί κελάηδησε μεσ’ στου Μελά το σπίτι.

Δεν εκελάηδε σαν πουλί, μάηδε και σαν αηδόνι,

Πάρι εκελάηδε κ’ έλεε ανθρωπινή λαλίτσα.

-«Παύλο Μελά λαβώσανε μεσ’ τη Μακεδονία,

Γλυκό που’ ναι το λάβωμα, φαρμάκι ‘ναι το βόλι».

-«Παιδιά μου, μη μ’ αφήκετε στον έρημο τον τόπο,

Γιατ’ είναι φίδια και με τρων’ θεριά και με πατούνε.

Μον’ πάρτε με και σύρτε με μεσ’ στα χωριά τα’ Αθήνας,

Και φκειάστε μου το μνήμα μου πλατύ να με χωράη.

Κι από το μέρος το δεξί αφήστε παραθύρι

Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια,

Τα χελιδόνια να’ ρχουνται, την άνοιξη να φέρνουν. [13] (χφ., σελ. 387)

 

  Απαντούν επίσης και παραλογαί εν τη νήσω, αύται όμως έχουν εκπέσει κατά μέγα μέρος εις πεζήν διήγησιν, ήτις διανθίζεται εκ των απομενόντων έτι εν τη μνήμη στίχων. Όπου οι στίχοι διατηρούνται εν συνοχή, το ποίημα συντέμνεται καταφανώς.

Όσο ειν’ το ύψος τα’ ουρανού κ’ η θάλασσα του βάθου,

Τόσο διασίδι διάζεται η Ράλλιω στην αυλή της.

Το διάζεται, ξεδιάζεται τρία ημερονύχτια.

Ο γιός του Κόντε πέρασε καβάλλα στ’ άλογό του.

-«Γειά σου, χαρά σου, Ράλλιω μου!» -«Καλώς το γιο του Κόντε!»

-«Ακόμα,  Ράλλιω μ’, διάζεσαι, κι ακόμα καλαμίζεις;»

-«Εγώ, Κόντε μ’ κι αν διάζωμαι, εγώ κι αν καλαμίζω,

Σ’ έχω ζωγραφισμένονε στη γούγια του παννιού μου.

Όθεν κι αν πας, όθε σταθής, σ’ έχω πάντα στο νου μου» (χφ., σελ. 491)

 

  Ενδιαφέροντα είναι και τα δίστιχα άσματα των ψαράδων, τα λεγόμενα της βόας (=βόγας), τα οποία εν Μεγανησίω είναι κατά το περιεχόμενον και το μέλος αρτιώτερα άλλων περιοχών. Παραθέτω μερικά εκ τούτων.

 

1. Περπάτει, καϊκάκι μου, και μη μου μένεις πίσω,

Ώσπου να πιάσουμε στεριά για να σε παλαμίσω.

 

2. Ρούμελη με τα πόρτα σου, Μοριά με τα νερά σου,

Και συ, καημένο Αίγιο, με τα γλυκά κρασά σου.

 

3. Την τράτα μου την πούλησα, την έπαιξα στον άσσο,

Κι ούτε ψιλή δε μού ‘μεινε, φίλο για να κεράσω.

 4. Ντάνταρο και Καρτελάνο,

Τα παπούτσα δεν τα βγάνω.

 5. Η τράτα μας η κορελού, η μυριομπαλωμένη,

 σ’ όλον τον κόσμο ψάρεψε κι αχόρταη θα μένη.

 6. Η τράτα μας η κορελού,

Σήμερα δω κι αύρι’ αλλού.

 

  Σύμφωνος προς το γενικόν επτανησιακόν πνεύμα είναι και η ποιητική σατιρική διάθεσις των Μεγανησιωτών, οίτινες πολλάκις συνθέτουν τας γνωστάς ρίμνας δια να διακωμωδήσουν ή να διασκεδάσουν με παθήματα των ομοχωρίων των.

 

IV. Τα παραμύθια εν τη νήσω παρουσιάζονται συνήθως άρτια, χωρίς τα εκ λήθης κενά, με την τυπικήν πάντοτε εισαγωγήν και τον επίλογόν των, και με ανάπτυξιν ευφάνταστον και λογοτεχνικήν. Χαρακτηριστικόν είναι ότι δια την καταγραφήν ενός των παραμυθιών τούτων μου εχρειάσθησαν επτά πλήρεις ώραι και δύο χωρισταί συναντήσεις με τον αφηγητήν Νικόλαον Ζαβιτσάνον, ενώπιον των συγχωριανών του, εις Σπαρτοχώριον. Το παραμύθιον με τίτλον «Ο Ασημής», κατέλαβεν εις το τετράδιον της συλλογής μου 24 πυκνογραμμένας μεγάλου σχήματος σελίδας! (371-383 και 399-409). Η αφήγησίς του εγίνετο εις συνεχή βραδύν λόγον, οι δε ακροαταί την παρηκολούθουν μετά ζωηρού ενδιαφέροντος, μη απομακρυνόμενοι, ουδ’ όταν εκαλούντο δια το γεύμα παρά των οικείων των.

  Πυκνόταται επίσης κυκλοφορούν και αι ευτράπελοι διηγήσεις ή τα περιπαίγματα ανθρώπων και χωρίων της περιοχής. Ιδιαιτέρως οι αλιείς αφηγούνται ανεκδοτικάς ιστορίας, αίτινες πολλάκις ενθυμίζουν τας Μασσαλιωτικάς.

 

  Ήτανε ένας γέρος που έλεγε ψέματα. Έλεγε πώς είδε κάποτε στη θάλασσα ένα χέλι, που περνούσε δύο ώρες, χωρίς να φανεί ακόμα η ουρά του. Πετάχτηκε τότες ένας άλλος και είπε. Υπάρχει μια γαρίδα στον Ωκεανό, τόσο μεγάλη, που από τα μουστάκια της μπορείς να κάμεις σκοινιά. Μια φορά βυθίστηκε ένα πλοίο και η γαρίδα άνοιξε το στόμα της και το κατάπιε. Τα καζάνια του βαποριού όμως ήταν αναμμένα και την κάψανε. Αναγκάστηκε να ξεράση το βαπόρι σ’ ένα νησί. Οι άνθρωποι εβγήκανε από μέσα κ’ εφάγανε τη γαρίδα που ήτανε ψημένη! (χφ., σελ. 312)

 

V. Σημαντικαί είναι επίσης αι περί την λαϊκήν τέχνην της νήσου διαπιστώσεις. Η λαϊκή γυναικεία ενδυμασία είναι εκ των συνεπέστερον προς την παράδοσιν διατηρουμένων εν Ελλάδι, ιδία όσον αφορά εις την νυμφικήν στολήν και την επισημοτέρα της Κυριακής. Η υφαντική, πλεκτική και κεντητική διατηρούνται επίσης εν σχετική ακμή. Ακμάζει ωσαύτως εν τη νήσω η λαϊκή ξυλογλυπτική, εφαρμοζομένη ιδία εις τας ρόκας, αίτινες προσφέρονται παρά των μνηστήρων εις τας νεάνιδας δια το γνέσιμον του ερίου και του λίνου, καλλιεργουμένου εισέτι εν τη νήσω. Εκ των ψυχαγωγικών εκδηλώσεων διεπίστωσα επίδοσιν εις τους χορούς: μπάλλον, σταυρωτόν, συρτόν και τσάμικον, επίσης ικανότητας και πρωτοβουλίαν δια παράστασιν λαϊκών θεατρικών έργων.

  Ανακεφαλαιών τ’ ανωτέρω παρατηρώ ότι η λαϊκή ζωή εν Μεγανησίω παρουσιάζει έντονον παραδοσιακήν μορφήν, η δε αποστολή μου θα ηδύνατο να είχεν ολοκληρωθή, εάν διέθετον μηχανήματα: α) κινηματογραφήσεως σκηνών του τοπικού βίου (μεταφορά ύδατος υπό των γυναικών, εικόνες εκ του γάμου, του χορού, του αλιευτικού βίου, της ελαιοκομίας κ.ά.) και β) ηχοληψίας των ασμάτων, άτινα ακούονται επάλληλα και με ορθήν εκτέλεσιν κατά τας διασκεδάσεις.

Σημειώσεις:

[1]: Η αποστολή αύτη εγένετο συμφώνως προς την εντολήν της Ακαδημίας Αθηνών, υπ. Αριθμ. 36794 της 17Ιουνίου 1958.

[2]: Κρατικοί υπάλληλοι καταγόμενοι εκ Μεγανησίου υπολογίζονται σήμερον περί τους είκοσι, εξ ων εις δικαστικός, δύο καθηγηταί και δύο αξιωματικοί.

[3]: Ευτυχώς από του 1958 προσεγγίζει τακτικώς εις τον λιμένα του Βαθέος το εκ Πειραιώς ή Κερκύρας προερχόμενον εβδομαδιαίον πλοίον της γραμμής.

[4]: Σημειώνω μερικάς χαρακτηριστικάς λέξεις και εκφράσεις των: (σημ: ακολουθεί μακροσκελής κατάλογος 72 λέξεων και των επεξηγήσεών τους, πχ. αγούρι =οιωνός, σημάδι- φρ: καλό αγούρι, τση γατός = της γάτας, λίμη = λίμνη, θελός = θολός, τεψί = ταψί, επίνιξε =έπνιξε κτλ)

[5]: Βλέπε Ν.Γ. Σβορώνου, Χίοι πρόσφυγες εν Λευκάδι. Αφιέρωμα εις Κ. Ι. Άμαντον –εξεδόθη από τους μαθητάς του- Αθήναι 1940, σελ. 197-220. Υποπτεύω ότι το όνομα Σκιώτης, συχνότατον εν τη νήσω, έχει προκύψει από της εποχής των επηλύδων Χίων, οίτινες εις την ιταλικήν ελέγοντο Scioti (ή Sciotti)  και natione Sciota (βλ. έγγραφα των ετών 1752 εν τη ως άνω μελέτη).

[6]: Θεωρώ χρέος μου να εξάρω το φιλόξενον και πρόθυμον των κατοίκων, οίτινες κατενόησαν την σημασίαν της αποστολής μου και με εβοήθησαν εις την συγκέντρωσιν και καταγραφήν των ως άνω λαογραφικών στοιχείων, από των δημοδιδασκάλων και των προυχόντων μέχρι των αλιέων, των γεωργών και των συζύγων των. Ευχαριστώ και τον εξ Αμερικής παλινοστήσαντα λόγιον κ. Ιωάννη Π. Πάλμον δια την φιλοξενίαν και την συμπαράστασίν του.

[7]: Το θέμα της παραδόσεως αυτής φέρεται και εις άλλας ελληνικάς νήσους.

[8]:  Η παράδοσις είναι πολλαχώς γνωστή εις την περί τον Βαλαωρίτην φιλολογίαν.

[9]:  Περί του αγίου ούτου βλ. την μελέτην του N.A. Bees (Βέης), Prosopographisches Hagiologisches und Kunstgeschichtliches uberden hl. Bessarion, den Metropoliten von Larissa, εις τα Byz. –Neugr. Jahrbucher, τομ. IV, Berlin (1923), σελ. 351-400.

[10]: Σημειωτέον ότι εις την απέναντι Στερεάν, κατά την κατ’ έτος τελουμένην πανήγυριν της Αγίας Παρασκευής εν Ζαβέρδα, προσήρχετο, κατά την παράδοσιν, έλαφος εις θυσίαν. (Βλ. περί ομοίων παραδόσεων Στ. Π. Κυριακίδου, Θυσία ελάφου εν νεοελληνική παραδόσει και συναξαρίοις, εν Λαογραφία, τομ. 6 (1917), σ. 189 κ.ε.). Η επίδρασις της παραδόσεως ταύτης είναι ενταύθα προφανής. Και είναι επίσης αξιοπρόσεκτος η προσαρμογή του θέματος εις τας ναυτικάς συνθήκας του τόπου.

[11]: Όχι μόνον η γειτνίασις μετά της ηπειρωτικής Ελλάδος, αλλά και αυτό το γεγονός ότι συνήθως κατέφευγον εις το Μεγανήσι πολεμισταί εκ της Στερεάς, οίτινες ετραγουδούσαν τα ηρωϊκά άσματα, εξηγεί την διάδοσιν του είδους τούτου των τραγουδιών.

[12]: Η παραλλαγή αύτη είναι χαρακτηριστική για την επιγραμματικήν συντομίαν της, αν και συμφύρει τον θρήνον της Μάρκαινας με τους λόγους του Νότη Μπότσαρη άλλων παραλλαγών.

[13]: Σχετικώς ιδιότυπος παραλλαγή εκ των πολλών περί τον θάνατον του Παύλου Μελά.