Αντίσταση με όπλο την λογοτεχνία

Αντίσταση με όπλο τη λογοτεχνία

Τα σπίτια σας κι αν κάψανε, κι αν πήραν τα προικιά σας,

η ανταρτοσύνη να ’ναν καλά και πάλι ’ναι δικά σας

(Λαϊκό αντάρτικο τραγούδι της Κατοχής)

Η αντίσταση του λαού άρχισε από την πρώτη μέρα της εισόδου των Γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα και φούντωσε την κρίσιμη διετία 1943-44 παίρνοντας χαρακτήρα παλλαϊκής εξέγερσης. Οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, σχεδόν στο σύνολό τους, κράτησαν εχθρική στάση απέναντι στους καταχτητές και τους συνεργάτες τους και φρόντισαν να στείλουν μηνύματα που εκφράζανε την αντίθεσή τους σε κάθε ιδέα συναλλαγής και συμβιβασμού [1].

Το σύνθημα για την έναρξη της πνευματικής αντίστασης, έδωσαν δύο ποιητές: Ο Άγγελος Σικελιανός και ο Κώστας Βάρναλης. Στο περιοδικό «Νέα Εστία», το Μάιο του 1941, ο Άγγελος Σικελιανός δημοσίευσε ένα μανιφέστο με τον τίτλο «Το σημερινό Ελληνοκεντρικό Πνευματικό αίτημα», με το οποίο καλούσε τους λογίους να δώσουν ιδιαίτερο βάρος στην παιδεία, στην καλλιέργεια των βαθιά ελληνικών αξιών, που θα προετοιμάσει κάποτε ένα καλύτερο μέλλον. Το κείμενο κατέληγε με την έκκληση: Ας εργαστούμε μέρα νύχτα, κι ο καθένας στον τομέα του κι όσο δύναται ο καθένας και περισσότερο από κείνο που μπορεί, για ν’ αναστήσει και να στήσει ανάμεσά μας και στον κόσμο την υπέρτατη Ελληνική Ιδέα…. Ο Κ. Θ. Δημαράς σε επιφυλλίδα του στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» της 31/5/1941 έγραφε: Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι πνευματικοί άνθρωποι, ότι δεν ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά σε μια ολότητα και ότι από τη χιλιόχρονη ιστορία μας θ’ αντλήσουμε τα διδάγματα που μας χρειάζονται. Η Ιστορία θα μας βοηθήσει να βρούμε τον εαυτό μας, να εκφραστούμε.

Ο Κ. Βάρναλης στις 29/4/1941, από την «Πρωΐα», με το χρονογράφημά του «Το αηδόνι» διαλαλεί: «Α, δε θαμπώνει τη λαλιά μου/ θανάτου φοβέρα…». Έπειτα προσδιόριζε το ρεαλιστικό περιεχόμενο της πνευματικής αντίστασης: Να πλησιάσουν οι πνευματικοί άνθρωποι το Λαό, να βάλουν την καρδιά τους πάνω στην καρδιά του Λαού για να χτυπήσει ομόθυμα μ’ εκείνην, να στεριώσουν περισσότερο τις ζωντανές και γόνιμες δυνάμεις του Έθνους και να ξερριζώσουν τις στείρες πλάνες που έχει. Δεν έχουν το δικαίωμα ν’ αρνηθούν αυτό το καθήκον με διάφορες θεωρίες «φυγής προς το Εγώ», που κρύβονται κάτω από αισθητικές φωνασκίες ή θεωρίες «παιδακισμού».

    Η εφημερίδα «Πρωΐα», με πρωτοπόρους τους Βάρναλη και Νίκο Καρβούνη, γίνεται «βήμα» αντίστασης δεκάδων λογοτεχνών και πανεπιστημιακών καθηγητών, μεταξύ των οποίων οι: Ρώτας, Καραγάτσης, Βενέζης, Τερζάκης, Γ. Λαμπρινός, Εμ. Κριαράς, Μ. Χατζηδάκης, Βρεττάκος, Λαπαθιώτης, Βαλέτας, Λυγίζος [2]. Αναμεσά τους βρίσκεται και ο Μενέλαος Λουντέμης. Ο Λουντέμης συνεργαζόταν επίσης και με το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα» γράφοντας  τολμηρότατα αντιστασιακά κείμενα. Συνεργάστηκε τέλος και με το περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά», που άρχισε να εκδίδεται στην Αθήνα το 1944 [3].

    Ωστόσο, μία από τις κορυφαίες πράξεις αντίστασης όχι μόνο του πνευματικού κόσμου μα ολόκληρου του λαού της Αθήνας ήταν η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, βαριά άρρωστος ο Κωστής Παλαμάς πεθαίνει στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, στις 3 π. μ. Η κηδεία του έμεινε ιστορική καθώς, μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμος τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.

Το απόσπασμα που ακολουθεί, είναι από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη «Ο Εξάγγελος», που μιλά ο συγγραφέας για τον Άγγελο Σικελιανό. Περιγράφει πως έζησαν εκείνη τη μέρα οι ίδιοι. Στον πρώτο διάλογο, μιλά ο Σικελιανός με το Λουντέμη –η Αννούλα, είναι η γυναίκα του Σικελιανού, και η Ναυσικά η κόρη του Παλαμά)

Ηχήστε οι σάλπιγγες..! [4]

«-Πεθαίνει ο Παλαμάς. Ναι…μου το μήνυσε η Ναυσικά κι αρρώστησα. Έστειλα την Αννούλα να του πει ότι είμαι άρρωστος. Κείνος πεθαίνει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να τον ιδώ. Δεν μπορώ να δω άνθρωπο να πεθαίνει, χωρίς να είναι άρρωστος. Είναι αβάσταχτο. Κάνει πιο πικρόν ένα θάνατο, που είναι δα κι από μόνος του αρκετά πικρός. Τι να ’κανα;» (…)

    Ήθελα κι εγώ να δω τον Παλαμά πολύ, ως τότε μόνο στις φωτογραφίες τον έβλεπα. Τον είδα μια φορά στην Ακαδημία. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που…νόμισα πως ξαναείδα τη φωτογραφία του.

    Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Έτσι -εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο-, για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ένας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ. (…)

    «Η Αννούλα όμως αργεί. Λες να τ ε λ ε ί ω σ ε ; Αλλά…τι λέω; Τελειώνουν ποτές αυτές οι ζωές; Όχι. Σταματούν.»

Σταμάτησε για λίγο κι ο ίδιος, μπορεί για να αφουγκραστεί. (…)

    Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του ‘Αετού’. Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. (…)

    Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά:

    – Κύριοι!!.. είπε στυφά. Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά (ήθελε να πει ‘μυστικά’).

    Άφρισα.

   – Ποια οικογένειά του; του λέω. Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ό ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει.

    Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα.

     – Ξεκινάτε από ‘αλλότριους’ σκοπούς… είπε με σφιγμένα τα δόντια. Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο.

    – Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση.

    Έτσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ’μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης;

    Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια… Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη.

    Είναι αδύνατο -και τώρα- να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή -σα χρησμός- ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την ‘κόψη του σπαθιού την τρομερή’, έσκισε την πένθιμη σιωπή:

 

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

 

    Ρίγη προφητικά μας διαπέρασαν όλους.

    Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην Πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί…

    Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν…Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε -από απόσταση ενός αιώνα- σε τούτον τον Έ λ λ η ν α Ποιητή, ένας άλλος Έ λ λ η ν α ς Ποιητής:

 

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή

Σε γνωρίζω από την όψη

που με βιά μετράει τη γη…..

 

Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει Και ψέλναμε Μεγαλόφωνα. Τον Ύμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!

 

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό

με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,

κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,

ποιόν κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

 

 [Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,

Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,

μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά

της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: ‘Ο Παλαμάς !’,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα ! [5]]

  

  Παράλληλα, μαζί με μια πλειάδα στιχουργών και συνθετών, δίνει στίχους και γράφει αντάρτικα αντιστασιακά τραγούδια που συντρόφευαν τους χαλκέντερους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στη ζωή, στις μάχες, στις μακρινές και δύσκολες πορείες τους, στο χορό και… στο θάνατο» [6].

Μα και τα ποιήματα του είναι αξιόλογα:

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ

Ένα φεγγάρι εκρέμουνταν στην αγριελιά κλαμένο
προχτές που φέραν τέσσερεις το Βάγγο χτυπημένο.
Κι είχε μια αχνάδα η όψη του, μια μελανιά η θωριά του-
μια αγριάδα του θανάτου.
Μαζί τους κατηφόριζε κι ένα δροσάτο αγέρι.
Μια καλονιά απ’ τη Ρούμελη χλωμή σαν τ’ αγιοκέρι.
Με λίγα αμίλητα παιδιά κομμένα απ’ τα γιουρούσα-
και μια σκυλίτσα ρούσα.
Τον στρώσαν σε ψηλόν οντά με τα φαντά σεντόνια
(κι απ’ τα κονίσματα ψηλά σιγόσταζε η συμπόνοια).
Κι ένα λουλούδι που άλαλο κούρνιαζε σαν τον σπίνο
σκύβει να δει κι εκείνο.
Τα παραθύρια σβήσανε κι απόμειναν κλεισμένα
μη δουν κεφάλια ξέπλεκα και μάτια δακρυσμένα-
τ’ αστέρια, που κατέβηκαν τούτα τα κρύα βράδυα,
για να φυλάξουν βάρδια.
Θρηνολογά η κουφοξυλιά, δέρνονται τ’ αρμυρίκια.
Κλαιν οι οξυές φύλλα χλωμά, κλαιν τα γκρεμνά χαλίκια.
Κι ένας τσομπάνος άπραγος με το ραβδί που εκράτα
δέρνει τρελά τα βάτα.
Τον είχε ο λόγγος σταυραϊτό, τα τρίκορφα γιορντάνι.
Τον είχε η λεύκα ψυχογιό, τα διάσελα καπλάνι.
Τον είχε η σύναξη αδερφό και το καπετανάτο-
φλουρί κωσταντινάτο.
Περνάν και τον θρηνολογούν, περνάνε και τον ραίνουν.
Λυπητερά μαλώματα, κακιώματα του κρένουν.
Κι ο Βάγγος τους χαμογελά από το προσκεφάλι-
σαν κόρη που ’χει σφάλει.
Διαβαίνουν οι γερόντισσες και χύνουν τα μαλλιά τους.
Περνούν κι οι νιες και χύνουνε ρόδα- τα μαγουλά τους.
Περνάει κι ο Πικρό-Χάροντας κι απ’ τ’ άτι ξεπεζεύει-
ο Βάγγος για ν’ ανέβει…

Στο τέλος της Κατοχής το κλίμα έχει πια εντελώς αλλάξει. Το ΕΑΜ είναι πανίσχυρο και στο χώρο των λογοτεχνών. Στο παράνομο έντυπο, τους Πρωτοπόρους, που κυκλοφόρησε από τον Αύγουστο του ’43 έως το τέλος του χρόνου ο Μάρκος Αυγέρης θα στηλιτεύσει τις τάσεις φυγής στη λογοτεχνία, που παρουσιάστηκαν το προηγούμενο διάστημα, και θα ζητήσει «άλλους τόνους», ξεκαθαρίζοντας ότι οι Πρωτοπόροι θα δράσουν με την αισθητική θεωρία «της Τέχνης για τη Ζωή» και δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι καθόλου δεν αποκλείεται από το περιοδικό «και ό,τι άλλο αξιόλογο παράγεται στην όλη πνευματική περιοχή»: «Όλες οι μορφές είναι δεχτές», έγραφε, «και μόνο το περιεχόμενο ενδιαφέρει». Η διακήρυξη του λογοτεχνικού ΕΑΜ αποδέχεται κάθε καλλιτεχνικό ρεύμα και κάθε τάση, απευθύνει μάλιστα και την έκκληση στους λογοτέχνες να μην ξεχνούν πως κάνουν τέχνη και όχι δημοσιογραφία. Η μόνη προϋπόθεση που τίθεται είναι να διαπνέονται τα έργα από ένα αίσθημα ελευθερίας· όχι κήρυγμα ελευθερίας, διευκρινίζεται: «Γιατί κανένα κήρυγμα δεν είναι τέχνη» [7].

Ο Μενέλαος Λουντέμης διαδραματίζει δραστήριο ρόλο στην κατεύθυνση της συσπείρωσης του πνευματικού κόσμου στο πλευρό του ΕΑΜ. Διετέλεσε, άλλωστε, και γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ στην Κατοχή [8].

    Σύμφωνα με μαρτυρία της Έλλης Αλεξίου (η οποία συμμετείχε και στην ομάδα της Καλλιθέας και των Κρητικών) και του Γιώργου Βαλέτα, στο ΕΑΜ Λογοτεχνών εντάχθηκαν και γνωστά ονόματα. Αξίζει να τα παραθέσουμε: Σικελιανός, Αυγέρης, Λ. Ακρίτας, Μ. Αναγνωστάκης, Π. Ανταίος, Φ. Αστέρης, Μ. Αλεξίου, Μ. Αξιώτη, Τ. Αδάμος, Λ. Αλεξίου, Μ. Αλεξανδρόπουλος, Κ. Βάρναλης, Δ. Μοάτσου -Βάρναλη, Ν. Βρεττάκος, Ηλ. Βενέζης, Δ. Βουτυράς, Στ. Βαλιούλης, Ελ. Βοΐσκου – Μάρταλη, Τ. Βαρβιτσιώτης, Χρ. Γανιάρης, Ε. Γανιάρη, Στ. Γεράνης, Φ. Γιοφύλης, Ιωάννης Γρυπάρης (ο κορυφαίος μεταφραστής των τραγικών ποιητών και ποιητής), Τ. Γκρίτση – Μιλιέξ, Δ. Γιάκος, Σπ. Γιαννάτος, Ειρ. Γαλανού, Γ. Γρηγόρης, Κ.Θ. Δημαράς, Μ. Δημάκης, Στρ. Δούκας, Αγ. Δόξας, Μ. Δαβαρούκα, Β. Δαμιανάκου, Οδ. Ελύτης, Κ. Ελατος, Φ. Ευαγγελάτος, Ν. Ζακόπουλος, Κ. Ζαμπαθάς, Αγ. Θέρος, Β. Θεοδώρου, Γρ. Θεοχάρης, Λ. Ιερόπαις, Λ. Καστανάκης, Γ. Καζαντζάκη, Ν. Κατηφόρης, Μ. Καραγάτσης, Μ. Καλατζής (Θεσσαλός), Γ. Καφετζάκης, Γ. Κουτσοχέρας, Λ. Κουκούλας, Γ. Κοτζιούλας, Κ. Κουλουφάκος, Θ. Κορνάρος, Π. Κριναίος, Ν. Λαπαθιώτης, Γ. Λαμπρινός, Χρ. Λεβάντας, Μ. Λυγίζος, Β. Λαγανάς, Η. Λαμπίρη, Η. Λεφούσης, Κ. Μαρίνης, Π. Μαρκάκης, Σ. Μαυροειδή – Παπαδάκη, Απ. Μελαχρινός, Γ. Μυλωνογιάννης, Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου, Α. Μάρταλης, Γ. Μαγκλής, Λ. Μωραΐτης, Ομ. Μπεκές, Ν. Χάγερ – Μπουφίδης, Στ. Μάστορας, Μυρτιώτισσα, Γ. Μαρούδης, Μ. Μηλολιδάκη, Π. Μπρεδήμας, Β. Μοσκόβης, Γ. Μπενέκος, Μ. Νικολαΐδης, Λ. Νάκου, Κ. Ουράνης, Στ. Ξεφλούδας, Ελ. Παπαδημητρίου, Ν. Παπακόγκος, Θ. Πιερίδης, Λ. Παπαδάκης, Ν. Παπαγεωργίου, Γ. Παπακώστας, Ασ. Πανσέληνος, Εφ. Πλιάτσικα -Πανσελήνου. Χρ. Πανάγος, Ν. Προεστόπουλος, Κ. Παππά, Ν. Παππάς, Ρ. Μπούμη – Παππά, Δ. Παναγιώτου, Μ. Παναγιωτόπουλος, Σπ. Πλασκοβίτης, Ν. Παπαπερικλής, Ι. Περσάκη, Γ. Πιερίδης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Σ. Πατατζής, Π. Παναγιωτούνης, Αδ. Παπαδήμας, Γ. Ρίτσος, Β. Ρώτας, Δ. Ραβάνης – Ρεντής, Α. Ραμπαβίλας, Π. Δημαράς, Μ. Σγούρος, Ε. Σαραντάκου, Τ. Σινόπουλος, Η. Σιμόπουλος, Απ. Σπήλιος, Ζ. Σκάρος, Μ. Σκουλούδης, Αγ. Τερζάκης, Αλ. Τροπαιάτης, Α. Τσαπάρας, Στ. Τηλικίδης, Δ. Φωτιάδης, Θ. Φωτιάδης, Γ. Χατζίνης, Π. Χρονόπουλος, Κ. Χαριάτη – Σισμάνη, Δ. Χατζής [9].

 

    Το περιοδικό «Νέα Γενιά» ήταν το όργανο της ΕΠΟΝ στην Κατοχή.  Μετά την απελευθέρωση, από τον Οκτώβρη δηλαδή του 1944 μέχρι το τελευταίο τεύχος, τον Οκτώβρη του 1947, το περιοδικό της ΕΠΟΝ κυκλοφορούσε νόμιμα. Ο Μενέλαος Λουντέμης συμμετέχει σ’ ένα ευρύ δίκτυο συνεργατών που παρακολουθεί τα θέματα που ανακύπτουν, εφόσον θέλουν σχολιασμό και εθελοντικά και άμεσα καλύπτουν τις ανάγκες του περιοδικού [10].

    Ένα χαρακτηριστικό διήγημα αντιστασιακής λογοτεχνίας του Μενέλαου Λουντέμη είναι και το διήγημα «Το κορίτσι με το φεγγάρι στο χέρι»:

Το κορίτσι με το φεγγάρι στο χέρι [11]

Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ’λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του– αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει –όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…– και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».

    Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ’χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρομούσε βαριά κι ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος, σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε σα βαθύ πιθάρι. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’ αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ’πρεπε να ’ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι στυφά. Μόνο που τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε «Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.

 

    Είχε μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το φεγγάρι. Το σπίτι που κρυβότανε ήταν παράμερο, σα μια γούβα, με τα παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.

 

    Ά… το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον ήλιο, –ά, ναι…– και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’ αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος. Σκέψου… Αυτός κι εκείνη –το Ολγάκι– με φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο απάνω του σφικτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο» –«Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο, τριβότανε μ’ ένα μικρό θρόισμα απάνω του. «Ώ, τι γλυκό και μοσκοβολημένο φεγγάρι…».

 

    Τώρα που να είναι, τι να κάνει; Το Ολγάκι…

 

    Ήταν τρυφερό, το μόνο τρυφερό συναπάντημα της ζωής του. Μικρό… ολομόναχο. Ανίδεο απ’ τη ζωή και τις παγίδες της. Γελούσε σα φρεσκοκομμένο ρόδι και δεν έβλεπε τους λύκους που ακόνιζαν γύρω της τα δόντια τους. Το είχε ανταμώσει λίγο πριν από το γκρεμό και τ’ άρπαξε και το ’σφιξε πάνω στο τίμιο στήθος του. Και το καλόπιασε. Κείνη ακούμπησε στο μπράτσο του και πάτησε θαρρετά.

 

    Μα αν γλύτωσε το Ολγάκι απ’ το γκρεμό κι απ’ τα δόντια των λύκων, άλλος γκρεμός, ένας αληθινός τάφος, ανοίχτηκε για τον ίδιο. Άλλοι λύκοι άρχισαν να μυρίζουν τα δικά του τα βήματα. Το κατάλαβε στην ώρα. Και της το ’πε –κείνη έτρεμε…

 

    –Ξέρεις, Ολγάκι. Το καταλαβαίνω, πως η ανάσα μου εδώ πάνου θα είναι λίγη. Μια μέρα θα με σύρουν σα φονιά, ναι, εμένα. Θα μου ζητήσουν να πατήσω το ψωμί μου. Να παραδώσω τους συντρόφους μου. Να βρίσω το δίκιο του νηστικού. Να πω ήμαρτον για όλα που αγάπησα. Κι εγώ θα πω «όχι». Και τότε, Ολγάκι, –δεν έχουμε καιρό να στο εξηγήσω γιατί– τότε μπορεί να με κρεμάσουν ανάποδα, ή να με θάψουν ζωντανό. Και να με κρατούν, κρεμασμένο ή θαμμένο, ώσπου να πέσω ν’ απαρνηθώ. Τότε, Ολγάκι, θα μείνεις ολομόναχο. Και πρέπει να σφίξεις τα δόντια σου. Παντού παραμονεύουνε λύκοι διψασμένοι για πλάσματα σαν και σένα. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια και να περιμένεις ώσπου να με ξεθάψουνε –γιατί κάποτε θα με ξεθάψουνε. Θα κουραστούνε και θα με ξεθάψουνε. Τότε θα μου ξαναδώσεις πάλι να σφίξω το χεράκι σου… και δε θα τ’ αφήσω πια ποτέ.

 

    Που να είναι άραγε τώρα το μικρό του, το ολόμικρό του Ολγάκι;…

 

    Εδώ κάτου όλα ήταν μαύρα σαν κατράμι. Όλα σκεπασμένα με νύχτα πηχτή. Μπερδεμένα τα μερόνυχτα. Σμιγμένη η νύχτα με τη μέρα σε μια μόνη νύχτα χωρίς σύνορα. Είχε πάψει πια να μετράει, γιατί από πού ν’ αρχίσει; Με τι να μετρήσει; Εδώ ήταν όλα ένα μονοκόμματο σκοτάδι. Οι ώρες, τα λεπτά, οι μήνες και τα χρόνια. Τα ρολόγια και τα καλαντάρια, ήταν γι’ αυτούς που ζουν στο ξέφωτο του κόσμου, που έχουν τα μάτια, και που τους χρειάζονται τα μάτια. Εδώ «ζω» θα πει ψηλαφώ.

 

    Έτσι σερνόταν αυτή η άσωτη μαυρίλα, έτσι λίμναζε αυτή η ασήκωτη πίσσα που απάνω τη λένε χρόνο. Κι έτσι θα σερνόταν, κι έτσι θα λίμναζε… αν…

 

    Αν δεν γινότανε αυτό το θαμπωτικό και πρωτάκουστο, αν κάποτε, ξάφνου δεν γινόταν φως. Τι ήταν; Από πού ξεκίνησε; Τι ζητούσε;… Δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι έγινε, ότι κάποτε –μέσα στα βαθιά έγκατα– έπεσε φως. Μόλις το είδε, έτριψε καλά τα μάτια του, κούνησε το μυαλό του, μην ήταν ψέμα, μην τον περιπαίζανε τα όνειρα. Όχι. Ήταν αλήθεια! Σύρτηκε με τα τέσσερα και κόλλησε τα μάτια του στην τρυπούλα του κελιού. Ήταν φως! Ένα κορίτσι (όνειρο;…) ένα κορίτσι αλαφροπάτητο περνούσε με το φεγγάρι στο χέρι. Φίλησε το βρώμικο σανίδι της πόρτας… Ήταν φως! Η ζωή ήταν ακόμη στη θέση της! Μα δεν πρόφτασε να χαρεί. Χοντρά βήματα ακούστηκαν ξοπίσω της. Και μ’ όλο του το σάστισμα μπόρεσε να ξεχωρίσει τη βαριά σιλουέτα του Σβαρτς, του βασανιστή και σκυλάνθρωπου, που δέκα ολάκερα μερόνυχτα τον παίδευε, πριν τον θάψει εδώ μέσα. Ναι, ήταν αυτός. Μα που την πήγαινε την άγνωστη με το φεγγάρι; Δεν πρόφτασε να την μελετήσει καλά, είχε μόνο ξεχωρίσει τα μαλλιά της –χρυσά πίσω απ’ το φως, και το μπόι της, αρκετά ψηλό. Τίποτ’ άλλο. Τα βήματα πέρασαν κι έσβησαν.

 

    Κάθισε να τρίβει τα μάτια του. Ήταν φως; Ήταν αλήθεια; Ο κόσμος πέρασε από δίπλα του γρήγορος σαν αστραπή, και χάθηκε πίσω απ’ το διάδρομο. Έχωσε το κεφάλι του μέσ’ στα μπράτσα κι απόμεινε κει. Πέρασαν ώρες, δε θυμόταν πόσες. Σίγουρα. Δεν ήταν αληθινό ό,τι έτρεξε. Του φάνηκε. Όλα τα ’φερε ο πυρετός. Ο πυρετός απ’ τις κακοφορμισμένες πληγές του. Έτσι θα ήταν. Κρίμα…

 

    Κοιμόταν. Τον είχε κλεφτοπάρει έτσι κουλουριασμένος, όπως έμενε. Μπορεί να ονειρεύτηκε κιόλα. Ένα όνειρο γεμάτο φεγγάρια, φεγγάρια και κορίτσια. Ένα παγκάκι μια ακακία… Μα τι ’ταν αυτό; Σήκωσε το κεφάλι του. Το φεγγάρι. Το κορίτσι με το φεγγάρι ξαναπερνούσε. Όχι, δεν ήταν όνειρο… Δεν ήταν ψέμα… Αχ… εξαίσιο πέρασμα… χαμόγελο της ζωής. Υπάρχεις λοιπόν; Κι εσύ γυναίκα, όποια κι αν είσαι, να ’σαι ευλογημένη. Αφού υπάρχει το φως όλα υπάρχουν. Τώρα μπορεί να κυλήσει όσος μαύρος χείμαρρος θέλει. Η ζωή υπήρχε! Και τον περίμενε.

 

    Τότε ορκίστηκε. Αν ζούσε, αν ανέβαινε στο φως, να ψάξει, να την βρει, και να την βρει, και να την προσκυνήσει, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν. Γιατί τον δυνάμωνε, γιατί κατέβηκε στα τάρταρα, για να του φέρει το φως, και την εγκαρτέρηση.

 

    Έτσι το θυμόταν: Δυνατά, επίμονα, με πάθος… Όλον τον κατοπινό καιρό, όσος ήταν. Τον όρκο τον είχε βάψει στις πληγές του. Το θυμόταν κι όταν σύρτηκαν οι βαριές αλυσίδες –γιατί κάποτε οι αλυσίδες σύρτηκαν– και τον πέταξαν ξανά στο φως. Θυμόταν και τα λόγια που αλλάξανε ξοπίσω του οι φύλακες. «Μπορείς απ’ την πέτρα την ξερή να βγάλεις νερό, απ’ αυτόν δε βγάζεις λέξη».

 

    Δίπλα στο Ιεροξεταστήριο ήταν ένα καφενεδάκι. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα που σκόνταψε. Κάθισε, γιατί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να σκεφτεί, ούτε να περπατήσει. Ακόμα ψηλαφούσε… Ήρθε ένας μεσόκοπος άντρας και στάθηκε από πάνω του.

 

   –Από κάτω έρχεσαι;… του λέει με πονετική φωνή. Φαίνεσαι. Είσαι σα χασές. Να σου φέρω ένα καφεδάκι, παιδί μου, να στυλωθείς;

 

    –Πόσον καιρό έχω; Τον ρωτά.

 

    –Που να ξέρω… Πότε σε πιάσανε; πε μου και θα το βρούμε.

 

    –Αρχές Απρίλη.

 

    –Χμ… Σήμερα έχουμε τέλη του Νοέμβρη.

 

    –Τέλη του Νοέμβρη;…

 

    Εφτά μήνες… Εφτά ολοστρόγγυλους μήνες… Μόνο με ψωμί… Νερό και ψωμί, που του το πετούσαν αμίλητοι απ’ την τρυπίτσα. Αμίλητοι, για να μην ακούσει ανθρώπινη μιλιά, κι αναθαρρήσει…

 

    Ο καφετζής ξαναγύρισε με το δίσκο.

    –Πάρε, παιδί μου. Κι απόθεσε τον καφέ.

    Δεν τον πρόσεξε. Έπεσε πάνω στο νερό με λαχανητό.

    –Μπάρμπα… του λέει. Και γαντζώνει πάνω στο ρούχο του. Μπάρμπα, όποιος κι αν είσαι. Έκανα έναν όρκο εκεί κάτω. Και θέλω τώρα που βγήκα να τον ξεπληρώσω…

    –Ποιον παιδί μου; Λέγε…

    –Κάποτε… δεν ξέρω πότε. Μα μια μέρα… –ή μια νύχτα…, δε θυμάμαι– εκεί κάτω έγινε φως. Ένα κορίτσι…

    –Άσε, ξέρω.

   –Ξέρεις;

    –Ναι, άσε, ξέρω… Να, εκειδά στο στενάκι κάθεται. Τη βλέπεις κείνη την πόρτα την κανελιά με το χερούλι; Έ, κει κάθεται.

    –Ποιος; Το κορίτσι;

    –Το κορίτσι. Δώσε στην πόρτα τρεις χτυπησιές και θα σ’ ανοίξουνε. Το ξέρω το κορίτσι. Είναι το τελευταίο κελεπούρι του Σβαρτς. Έχει καναδυό μήνες που το σπίτωσε.

    –Του Σβαρτς;… Κάνει σαστισμένος. Και καλά, γιατί ο κύριος δεν πηγαίνει εκεί; Γιατί την κατεβάζει στον μαύρο κόσμο, κάτου στα έγκατα της γης;

    –Άπιαστος κόσμος, παιδί μου, χαλασμένος, πώς το λένε… Να, είναι διότροπος, διεστραμμένος, βίδα… πώς το λένε;

    –Άσε, μπάρμπα, κατάλαβα. Στην κανελιά πόρτα είπες; Άσε, κατάλαβα. Γεια σου…

    Έχωσε τη σκούφια του βαθιά κι έφυγε. Παραπατούσε σα μεθυσμένος. Σερνόταν τοίχο-τοίχο ώσπου έφτασε στο χερούλι της καφετιάς πόρτας και κρεμάστηκε απάνω του. Ένα ξεπλυμένο μούτρο χάραξε την πόρτα και τον κοίταξε στυφά-στυφά.

    –Πάαινε παρακάτω, χριστιανέ μου… Δεν έχει…

    –Τι;

    –Δεν έχουμε λιανά.

    Έπιασε με δύναμη την πόρτα και την έσπρωξε μέσα.

    –Λιανά;… Λιανά είπες; Για ποιον λοιπόν με πέρασες;

    Η γριά τον μέτρησε φοβισμένη.

    –Καλά… Κόπιασε. Μα τι ορίζεις;

    –Θέλω… (Σταμάτησε. Τι ήθελε;… Σκούπισε τον ιδρώτα του). Θέλω τη… (Μα πως την έλεγαν;). Θέλω… Θέλω τη… την «απαυτή»… τη λεγάμενη του Σβαρτς.

    –Χμ…Χμ… κάνει η γριά και ξερογλείφεται. Δεν είναι για τα δοντάκια σου, καψερέ μου. Πάαινε.

    –Όχι, γιαγιά. Όχι, να μη χαρώ τα μάτια μου. Δεν…

    –Πάαινε… πάαινε… Δεν είναι για κανέναν. Μη βλέπεις με κείνον. Έχει το λόγο της. Ποιον λόγο;… Κείνη ξέρει. Κάτι, λέει, της έταξε… Δεν είναι της «δουλειάς» το κορίτσι, μάτια μου. Τράβα.

    –Γιαγιά… κάνει και της σταυρώνει τα χέρια. Δε με κατάλαβες. Δε με νοιάζει ποιανού είναι και τι κάνει. Εγώ θέλω μόνο να τη δω. Τίποτα άλλο. Μόνο να τη δω.

    –Να τη δεις; Άλλο και τούτο! Και γιατί;

    Κείνη την ώρα ακούστηκαν ξοπίσω βήματα.

    –Να… πες τα στην ίδια… λέει η γριά. Άκου, Όλγα, κορίτσι μου. Στράφηκε. Κοντά του ήταν ένα τραπέζι…

    –Τι είναι, γιαγιά; Ρώτησε το κορίτσι.

    Τότε έγινε κάτι σα σεισμός. Μα αυτός ωστόσο δεν έπεσε. Στάθηκε αντίκρυ της σαν κέρινη σκιά… (Το μικρό του πάναγνο Ολγάκι…).

    Κείνη έπαιξε με δύναμη τα μάτια. Ύστερα τα ’κλεισε και περίμενε τα νύχια του. Δεν έγινε… Ο άνθρωπος που στεκότανε αντίκρυ της έβγαλε αργά-αργά το σκούφο του και γονάτισε. Κείνη έπεσε στα χέρια της γριάς. Κάτι ζεστό άγγιξε το μέτωπό της… Ένα ζεστό στόμα πέρασε σιγά, λεπτά, με ευλάβεια απ’ τα μαλλιά της… Κι ύστερα ξεμάκρυνε…

    Άνοιξε τα μάτια της. Ο άνθρωπος με το φιλί έφευγε. Κι η τραγιάσκα του… ήταν ακόμη κρεμασμένη απ’ το χέρι… Της ήρθε να φωνάξει. Να τρέξει ξοπίσω του, να τον προφτάσει…, μα τα πόδια της ήταν κολλημένα. Ήθελε να του φωνάξει. Να περιμένει. Να δει πως θα πέφτει, και πως θα φιλεί ένα-ένα τα βήματά του… μα κείνος είχε ξεμακρύνει. Ακούστηκε να κλείνει ξοπίσω του η πόρτα.

    Και τότε… Τότε κατάλαβε… –κι έμπηξε φωνή– κατάλαβε… πως στον τάφο που κατέβηκε για να τον βγάλει, έμεινε για πάντα θαμμένη η ίδια…

Σημειώσεις:

[1] Το θέμα της «πνευματικής» Εθνικής Αντίστασης και της ακμής του αντιστασιακού Τύπου πραγματεύεται το 16ο επεισόδιο από την εκπομπή Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης: Η τέχνη στην Αντίσταση-Ο αντιστασιακός τύπος. (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ). Καλλιτέχνες και διανοούμενοι πυκνώνουν τις τάξεις των ανταρτικών ομάδων και μαζικά συμβάλλουν στον αντιστασιακό αγώνα, εκδηλώνοντας τα πατριωτικά τους αισθήματα, που θα αφύπνιζαν τη λαϊκή εθνική συνείδηση, πολλές φορές με τίμημα τη ζωή τους. Τα χαρακτικά των εκδόσεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, τα συνθήματα στους τοίχους, ο πολύγραφος του ΕΑΜ Ηθοποιών, οι παραστάσεις του Θεάτρου του Βουνού και της Λαϊκής Σκηνής, τα αντάρτικα τραγούδια, οι τοιχογραφίες του Σχολείου των Κορυσχάδων, τα αντιστασιακά έντυπα, τα παράνομα πιεστήρια, οι προκηρύξεις, η στρατευμένη γραφή και η πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία του ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, είναι μερικά μόνο δείγματα της σχεδόν καθολικής συμμετοχής των πνευματικών ανθρώπων στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Σημαντικό φωτογραφικό και έντυπο αρχειακό υλικό, καθώς και οι μαρτυρίες των καλλιτεχνών και των δημοσιογράφων, ιχνογραφούν ιδιαίτερες διαστάσεις της πνευματικής αντίσταση στην «πρωτεύουσα της αντιστασιακής Ευρώπης», όπως θα χαρακτηρίσει την Αθήνα ο φιλέλληνας συγγραφέας ΡΟΖΕ ΜΙΛΛΙΕΞ.

[2] Αριστούλα Ελληνούδη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ, Αγώνας με ασίγαστο «όπλο» τη λογοτεχνία, εφημ. Ριζοσπάστης, Ένθετη έκδοση: «7 μέρες μαζί», Κυριακή 8 Μάη 2005, σελ. 2.

[3] Στα «Φιλολογικά Χρονικά» συνεργάζονταν, εκτός από τον Μ. Λουντέμη οι Ν. Πεντζίκης, Ν. Παππάς, Μ. Σακελλαρίου, Γ. Σφακιανάκης, Ρίτα Μπούμη – Παππά, Γ. Βαλέτας, Ν. Γκάτσος, Γ. Θέμελης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Εύα Βλάμη, Ζωή Καρέλλη, Βάσος Βαρίκας, Μάριος Πλωρίτης, Κλ. Παράσχος, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, κ.ά. Δείγμα της γραμμής του περιοδικού αποτέλεσε και ένα ποίημα του Νίκου Παππά με τίτλο «Η Κυριακάτικη Ποίηση», που ήταν μια επίθεση εναντίον εκείνων που έγραφαν «ανάερα, φωτεινά, γαλάζια, επιδερμικά ποιήματα, χωρίς ν’ ακούνε άλλους ήχους, κανένα βογγητό, καμιά φωνή που να μοιάζει με ανθρώπινη». Ελένη Αργυρίου, Καθ’ οδόν: Στην Τέχνη της Αντίστασης, εφημ. Ριζοσπάστης, Σάββατο 28 Οχτώβρη 2006 – Κυριακή 29 Οχτώβρη 2006, σελ. 16.

[4] Μενέλαου Λουντέμη «Ο Εξάγγελος» (Άγγελος Σικελιανός), Αθήνα, Δωρικός, 1976.

[5] Αυτό είναι το υπόλοιπο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού που εκφωνήθηκε στην κηδεία του Κωστή Παλαμά και δεν περιλαμβάνεται στη βιογραφία του Μενέλαου Λουντέμη.

[6] Εκτός από τον Μενέλαο Λουντέμη ήταν οι Αττίκ, Κώστας Βάρναλης, Βασίλης Ν. Δόικος, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννος Ιωάννου, Κώστας Γ. Καλαντζής («Θεσσαλός»), Νίκος Καρβούνης, Γιώργος Κοτζιούλας, Αργύρης Κουνάδης, Ανδρόνικος Κουρούκλης, Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, Ευάγγελος Μαχαίρας, Γιάννης Μιχαλόπουλος («Ωρίων»), Ιάνης Ξενάκης, Αλέκος Ξένος, Κωστής Παλαμάς, Λευτέρης – Τριαντάφυλλος Παπάζογλου, Νίκος Παπαπερικλής, Στάθης Πρωταίος, Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής, Βασίλης Ρώτας, Χάρης Σακελλαρίου, Ακης Σμυρναίος («Αστραπόγιαννος»), Απόστολος Σπήλιος, Γεράσιμος Σταυρολέμης («Γρηγόρης»), Νίκος Τσάκωνας, Γιώργος Κ. Τσαπόγας, Δημήτριος Φίτσιος, Ναυσικά Φλέγγα – Παπαδάκη, Λάκης Χατζής (τα ονόματα από το βιβλίο «Πολεμάμε και τραγουδάμε», έκδοση ΠΕΑΕΑ).

[7] Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, Κεφ. 8ο Η Λογοτεχνία στην κατοχή, στο συλλογικό έργο: Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Β’ παγκόσμιος πόλεμος 1940-1945, Κατοχή-Αντίσταση, επιστημονική επιμέλεια Χρήστος Χατζηιωσήφ, Προκόπης Παπαστρατής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, Γ’ Τόμος, Μέρος 2ο, σελ. 330-331.

[8] «Μενέλαος Λουντέμης» από το 4ο Δημοτικό Σχολείο Αριδαίας.

[9] Αριστούλα Ελληνούδη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ, Αγώνας με ασίγαστο «όπλο» τη λογοτεχνία, εφημ. Ριζοσπάστης, Ένθετη έκδοση: «7 μέρες μαζί», Κυριακή 8 Μάη 2005, σελ. 2.

[10] Το δίκτυο συνεργατών του περιοδικού «Νέα Γενιά» απαρτίζεται από πολλούς γνωστούς επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου, λογοτέχνες, παιδαγωγούς και πολιτι­κά στελέχη της ΕΑΜικής ηγεσίας. Εκτός του Μενέλαου Λουντέμη συμμετέχουν σ’ αυτό ο Γιάννης Ρίτσος, Γιάννης Κορδάτος, Νίκος Κιτσίκης, Πέτρος Κόκκαλης, Κώστας Βάρναλης, Μάρκος Αυγέρης, Δημή­τρης Φωτιάδης, Δημήτρης Ψαθάς, Έλλη Αλεξίου, Ασημάκης Γιαλαμάς, Θέμος Κορνάρος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Βασίλης Ρώτας, Γαλάτεια Καζα­ντζάκη, Νίκος Καββαδίας, Μιχάλης Παπαμαύρος, Θρασύβουλος Σταύρου, Γιώργος Κοτζιούλας, Γιώργης Λαμπρινός, Κώστας Θέος, Μ. Μαραγκουδάκης, Ρίτα Μπούμη – Παππά, Παύλος Κριναίος, Κώστας Μαρίνης, Νότης Περγιάλης, Μίμης Ραυτόπουλος, Χαρίλαος Σισμάνης, Γ. Ελευθεριά­δης κ.ά.

[11] Το διήγημα του Μενέλαου Λουνέμη: «Το κορίτσι με το φεγγάρι στο χέρι» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. 28, τον Απρίλιο του 1957.

 (Πηγή: www.sarantakos.com)