Κωνσταντίνος Θεοτόκης: ο άρχοντας της υπαρξιακής ηθογραφίας

Του Αριστείδη Δάγλα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ: Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑΣ

Με αφορμή το  εξαιρετικό θεατρικό έργο που θα παιχτεί στα πλαίσια του συνεδρίου μας στην Κέρκυρα από το «Θέατρο του Ιονίου» βασιζόμενο σε μια συρραφή έργων του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, αποφάσισα αυτή εδώ η επιφυλλίδα να αφιερωθεί στο μεγάλο Έλληνα συγγραφέα μαζί μ’ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το (κατ’ εμέ) κορυφαίο του έργο, τη «Ζωή και το Θάνατο του Καραβέλα».

Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος (Ντίνος)Θεοτόκης στις 13 Μαρτίου 1872 στην Κέρκυρα. Σε ηλικία 17ετών, το 1889, γνώστης ήδη τριών ξένων γλωσσών (της ιταλικής, της γαλλικής και της γερμανικής), αναχώρησε για το Παρίσι και εγγράφηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Παραμένει στο Παρίσι για δύο χρόνια και στη συνέχεια επιστρέφει στην Κέρκυρα μέσω Βενετίας, όπου γνωρίζει την Βαρώνη Ερνεστίνη Μάλλοβετς φον Μάλλοβιτς ουντ Κοσορ (Mallowetz von Mallowitz und Kossor). Το 1893 επιστρέφει στην Βενετία και παντρεύεται την Ερνεστίνη στις 11 Σεπτεμβρίου1893 στην Πράγα.

Εγκαταλείπει τις σπουδές του και μαζί με τη σύζυγό του επιστρέφουν στην Κέρκυρα και εγκαθίστανται στους Καρουσάδες. Το 1895, εκδίδεται στα γαλλικά το πρώτο πεζογράφημά του Vie de montagne, από το οποίο φάνηκε η ιδιαίτερη συγγραφική του κλίση, ενώ παράλληλα γεννιέται η κόρη του Τίνα (Τίνερλ – Tinerl). Την εποχή αυτή ζει μία αρχικά ήρεμη ζωή στους Καρουσάδες, την οποία εκτός από τα βιβλία του και το συγγραφικό του έργο, τη θερμαίνει η φιλία του με τον Μαβίλη. Μαζί συμμετέχουν σε εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες (όπως η επανάσταση της Κρήτης το 1896 και της Θεσσαλίας το 1897).

Το 1900 χάνει την κόρη του από μηνιγγίτιδα και αφοσιώνεται στο έργο του. Συμμετέχει στην Συντροφιά των Εννέα και σχεδιάζει την οργάνωση ενός συνεδρίου δημοτικιστών στην Κέρκυρα με την παρουσία του Αλέξ. Πάλλη (1905). Παράλληλα, μεταφράζει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, και από τα σανσκριτικά Βέδες και αποσπάσματα επών απ’ την ινδική λογοτεχνία και δημοσιεύει σχετικές του μεταφράσεις και τα πρώτα του πεζά στα περιοδικά της εποχής (Η τέχνη 1898-1916, Ο Διόνυσος 1901-1902, Ο Νουμάς 1904-1916).

Η εποχή αυτή είναι η πλέον παραγωγική και δραστήρια περίοδος του Κ. Θεοτόκη. Γνώστης πλέον δέκα γλωσσών πέραν των Ελληνικών, πέντε ομιλουμένων (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά) και πέντε νεκρών (αρχαία Ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά, αρχαία περσικά και σανσκριτικά) εκδίδει μεταφράσεις και δικά του αυτοτελή έργα.

Έχει πλέον εγκατασταθεί από το1914 στην πόλη της Κέρκυρας.

Το 1917 μετακομίζει στην Αθήνα.

Προσβεβλημένος από την επάρατη νόσο (1922) συνεχίζει το συγγραφικό του έργο με το πεζό: «Ο παπά Ιορδάνης Περίχαρος και η ενορία του». Πρόλαβε να γράψει τις πρώτες τριάντα σελίδες…

Πέθανε στο σπίτι του ζωγράφου Άγγελου Γυαλινά, στην Κέρκυρα, την 1η Ιουλίου1923.

Το σπουδαίο έργο του δεν είναι αρκούντως προβεβλημένο από το εκπαιδευτικό μας σύστημα, πληρώνοντας ίσως το ότι ο Θεοτόκης ήταν ένας από τους πρώτους κομιστές των σοσιαλιστικών ιδεών (μαζί με το Χατζόπουλο)στη χώρα μας.

Αναβαθμίζοντας αποφασιστικά τον τομέα της ηθογραφίας, δίνει με μοναδική ευκρίνεια την εικόνα της εποχής με τα πάμπολλά της κοινωνικά στερεότυπα, καθιστώντας τον αναγνώστη κοινωνό με την απόλυτη κόλαση που βιώνει ο ήρωας του έργου του, όπως στη «Ζωή και το θάνατο του Καραβέλα». Ο εξαίρετος μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας της επονομαζόμενης «Γενιάς του ‘30» Mario Vitti, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η προσφιλής τάση του Θεοτόκη να προξενεί στον αναγνώστη του φρίκη, η εμμονή του στην περιγραφή, με όλες της τις λεπτομέρειες, της κόλασης στην οποία βυθίζεται η, έστω και πραγματικά αξιοκαταφρόνητη, ύπαρξη του Καραβέλα, πηγάζουν από την πεποίθηση ότι την εξιλέωση θα διαδεχθεί η στιγμή της λύτρωσης και της δικαιοσύνης για τον άνθρωπο και την κοινωνία».

Η «Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα» λοιπόν, θεωρείται το καλύτερο έργο του συγγραφέα και ένα από τα σημαντικότερα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο γράφτηκε το 1920 και είναι ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) που ακολουθεί την τεχνοτροπία της ρεαλιστικής ηθογραφίας. Ήρωας της νουβέλας είναι ο Θωμάς Καψάλης (που είναι γνωστός με το παρωνύμιο Καραβέλας) ένας εξηντάχρονος άνδρας, ο οποίος μένει χήρος και σταδιακά γίνεται υποχείριο της παντρεμένης γειτόνισσάς του, Μαρίας και των συγγενών της, οι οποίοι έχουν σαν σκοπό να καρπωθούν την περιουσία του. Δεν πρόκειται για έναν αφελή χαρακτήρα που παγιδεύτηκε από τους άλλους, αλλά για ένα πονηρό άνθρωπο, ο οποίος έχει καταντήσει έρμαιο του γεροντικού πάθους του, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει.  Ο συγγραφέας μέσα από την αφήγησή του, ηθογραφεί την αγροτική κοινωνία της εποχής του, χωρίς την ειδυλλιακή εικόνα που μας δίνουν άλλοι πεζογράφοι που ασχολούνται με την ηθογραφία. Έτσι, προκύπτει μια αρνητική εικόνα για την κοινωνία, η οποία ορίζεται αποκλειστικά από τη δύναμη του Κακού.

Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του έργου, μια απωθέωση της λεπτομέρειας, της περιγραφικότητας, της ωμότητας και της δύναμης των εικόνων:

 

Ἤτανε νύχτα βαθειά. Τὸ χωριὅλο ἐκοιμότουν, καὶ μόνο μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θωμἀγρυπνοῦσαν ἀκόμα αὐτὴν τὴν ὥρα. Ἕνα μαῦρο λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπἕνα καρφὶ σιμὰ στὸ κρεββάτι, ἔγλυφε μὲ τὴν κόκκινη φλόγα του τὸν παλιὸ γδαρμένον τοῖχο, τὸν ἐμαύριζε ἀδιάκοπα, κ’ ἐπάσκιζε μὲ τὸ δειλό του φῶς νὰ νικήσει τὰ σκοτάδια τοῦ σπιτιοῦ. Στὴ γωνιἡ φωτιὰ εἶχε σβήσει, καὶ τὰ δύο χοντρὰ δαυλιἐκοιτόνταν ἀπάνου στὴ στάχτη σὰν ξεψυχισμένα. Κ’ ἦταν μέσα στὸ σπίτι ὅλα κατάμαυρα. Μαύρη γυαλιστερἡ γωνιά, ὥς ἀπάνου στὴ στέγη, ἀπὸ τὴν ἀθάλη· μαῦροι οἱ παλιωμένοι τοῖχοι, πὤδειχναν τὲς πέτρες τους· μαῦρο τὸ πατημένο χῶμα τοῦ σπιτιοῦ· μαῦρα τὰ δοκάρια καὶ οἀραιὲς σανίδες τῆς στέγης ἀπὸ τοὺς καπνοὺς πολλῶν αἰώνων· μαῦρο τὸ κόνισμα πάνουθε ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Καὶ τώρα ἐφαινότουν ὥς κι’ ἀέρας μαῦρος, παρόμοιος σὲ ψιλὴ πυκνἀθάλη, σκορπισμένη σ’ ὅλο τὸ σπίτι, κ’ ἐθάμπωνε τοῦ λυχναριοῦ τὸ φῶς. Κι’ αὐτἡ μαυρίλα ἐμύριζε βαρειἀπὸ καπνούς, ἀπὸ χυμένο κρασί, ἀπὸ πρόβατο καὶ τράγο, καἀπὸ μίαν ἄλλη ἀηδιαστικὀσμὴ ποἐρχότουν ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Τὸ λυχνάρι τὸ φώτιζε. Ἦταν ψηλὸ κι’ ἀκάθαρτο, πάνου σὲ δύο ξύλινα στρίποδα. Καὶ μέσαθε ἀπὸ τὸ παλιό, σκισμένο καὶ λιγδερὸ πάπλωμα, κι’ ἀπὸ τὸ λερὸ χοντρὸ σεντόνι, ἔβγαινε ἕνα γέρικο, λιγνό, σουρωμένο πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τῆς γυναίκας τοῦ Θωμᾶ, ποἐψυχομαχοῦσε. Ἀπὸ τὰ ψιλὠχρότατα χείλη της ἔβγαινε κάθε τόσο ἕνας βόγγος μουγγὸς κι’ ἀδύνατος. Τὰ μάτια της ἦταν κλειστὰ μέσα στὲς βαθουλωμένες κι’ ἄπλυτες κῶχες τους· ἡ μύτη της ἤτανε μακρυά, κίτρινη, διάφανη, ψιλὴ σὰ λεπίδι, κι’ ἀνοιγοκλειοῦσε συχνὰ συχνὰ, κι’ ὅλο τὸ αὐλακωμένο μικρὸ κι ἄσκημο πρόσωπό της ἐγυάλιζε ἀπὸ τὸν ἵδρο. Ξεχτένιστα τἄσπρα μαλλιά της ἔφευγαν μέσα ἀπὸ τὲς λερὲς μέριζες, τῆς σκέπαζαν ταὐτιά, κολλοῦσαν στὰ βαθουλωμένα μάγουλά της, στἄσαρκο μέτωπο, φυτίλια ἀπὸ δώ, φυτίλια ἀπὸ κεῖ, καὶ στὸ λαιμό της ἐφαινότουν κ’ ἐξεχώριζε ξερός, σὰν ἀπὸ ξύλο, ὁ λάρυγγας, ποῦ κάθε τόσο ἀνεβοκατέβαινε. Καὶ τὰ χέρια της, μαῦρα, ζαρωμένα, κοκκαλιάρικα, παλιωμένα ἀπὸ τὴν ἐργασία κι’ ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια ἐψηλαφοῦσαν ἀδιάκοπα τὸ λιγδερὸ πάπλωμα, ἐσηκωνόνταν ἀνήσυχα ὥς στὸ κεφάλι της, σὰ γιὰ ν’ ἀδράξουν κάτι, καὶ ξανάπεφταν σιμὰ στὸ κορμί της, ποῦ κάπου κάπου ἕνας τρόμος τὸ τίναζε ὁλόκληρο. Καἄρρωστη ὅλο ἐβογγοῦσε.

ἄντρας της ἦρθε σιμὰ στὸ κρεββάτι, ἐστάθηκε ὀρθὸς καὶ τὴν ἐκοίταξε.

−Δὲν πιστεύω νὰ βγάλει τὴ νύχτα! εἶπε κουνῶντας τὸ κεφάλι.

ἄρρωστη ξανατρόμαξε, σὰ νἆχε καταλάβει, κι’ ἀνοιγόκλεισε τἕνα της μάτι.

Ὁ τρόμος ἐτίναξε πάλι τὴν ἑτοιμοθάνατη σύγκορμη. Τὰ μάτια της ἐπλημμύρισαν δάκρυα, καὶ μὲ σβημένη πνοὴ τὰ χείλη της ἐψιθύρισαν:

−Πεθαί…

Κι’ ἀκολούθησε ἕνας βόγγος βαθύς.

−Τώρα θὰ τῆς κοπεἡ καρδιά, εἶπε ἄλλη γριὰ μὲ χτυποκάρδι.

Μακρυὰ μακρυἀκούστηκε τἁλίχτισμα ἑνοῦ σκύλου. Μέσα στὸ καλύβι τοῦ Θωμἤ στὸ στάβλο τοἈργύρη κάποιο ζἀναταράχτηκε· στὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ κάποιο ποντίκι ἐπερπάτησε κάνοντας νὰ κυλήσει ἕνα ἀπάσβεστο κ’ ὕστερα πάλι ἡ σιωπἐβασίλεψε, μία σιγαλιὰ ποἀκουότουν ἀδιάκοπα.

−Δὲν τέλειωσε ἀκόμα! εἶπε ἀνυπόμονα ὁ Θωμᾶς.

Ἀκόμα! ἀποκρίθηκε ἀδερφή του· ὁ Θεὸς θέλει νὰ τὴν παιδέψει σὲ τούτην τὴ ζωὴ γιὰ νἄβρει ἀνοιχτὴ σὲ λίγο τὴν πόρτα τῆς παράδεισος!

ἑτοιμοθάνατη ἐδάκρυσε πάλι.

−Μᾶς ἀκούει! εἶπε ὁ Θωμᾶς.

−Μᾶς ἀκούει! εἶπε ἀδερφή του ἀδιάφορα. Θέλει δὲ θέλει θὰ πεθάνει!

Τώρα ἑτοιμοθάνατη ἀνακινήθηκε ὅλη, τὰ χέρια της ἔπαιξαν, ἄνοιξε περίτρομα τὰ θολωμένα μάτια της, ἐκοίταξε τὸ Θωμᾶ καὶ τὴν ἀδερφή του, καί, σὰ νἆχε ξαναδυναμώσει ἄξαφνα, ἔρριξε πρῶτα δεξιὰ κι’ ἀριστερὰ τὸ λυωμένο κεφάλι της, ἐπῆρε δύο τρεῖς φορὲς τὴν πνοή της, ἐκατάπιε, μὲ δυσκολία, κ’ εἶπε:

−Δὲ μπορῶ! δὲ μπορῶ! φφ!… φφ!…

Κ’ ἐπροσπάθησε τοῦ κάκου νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ καθήσει στὸ κρεββάτι.

−Μὰ δὲ μπορῶ! φφ!… φφ!… ξανᾶπε ἱδρώνοντας.

−Σὲ λίγο ἡσυχάζεις καὶ γιὰ πάντα! τῆς εἶπε σοβαρἄλλη γριὰ κουνῶντας τὸ κεφάλι· σὲ λίγο!…

−Καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ χτυπιέται. −Στὸν ἄλλον κόσμο δὲν εἶναι οὔτε πόνοι, οὔτε λύπες, ἐκεῖ ποῦ θὰ πᾶς! Σὲ λίγο…

−Δὲ μπορῶ, μὰ δεν μπορῶ!… ξανᾶπε ἀδυνατισμένη ἑτοιμοθάνατη κι’ ἁπλώθηκε σὰ λιγοθυμημένη στὸ κρεββάτι.

Ἀπέθανε; ἐρώτησε ἄντρας της.

Ὄχι, εἶπε ἀδερφή του.

ἑτοιμοθάνατη ἄνοιξε τὰ μάτια, κ’ εἶδε τὸν ἄντρα της σιμά της. Τὸν ἐκοίταξε καμπόσες στιγμὲς κατάμματα, καὶ τοὖπε μἀδύνατη φωνή, βραχνά, βραχνά: −Μ’ ἔβαλες ἀποκάτου ἀπὸ τὴ γῆς, Καραβέλα!

Ἐκεῖνος, ἀκούοντας αὐτὸ τὄνομα, ἐβγῆκε ἀμέσως ἀπὸ τὅριά του, ἐκοίταξε θυμωμένος τριγύρω του, ἄκουσε τὸ αἷμα νὰ τοἀνεβαίνει στὸ κεφάλι, ἐκατάπιε μὲ δυσκολία καί, μὴ μπορῶντας νὰ κρατηθῇ, ἐσήκωσε ψηλὰ τὸ γρόθο του, ἄνοιξε τὰ μάτια του, ἔκαμε δύο βήματα ὀπίσω, κ’ εἶπε:

Ὥς κ’ ἐδώ! μὥς κ’ ἐδώ ποῦ θὰ σκατοψοφήσεις, θὰ μὲ πειράξεις! Ἀνάθεμα τὴν ψυχὴ ποῦ θὰ δώκεις τοῦ Διαόλου!

Τὰ μάτια τῆς ἑτοιμοθάνατης ἐθόλωσαν.

Καραβέλα! ξανᾶπε μὲ σβησμένη πνοή.

Αὐτὸς ξαναθύμωσε, ἔτριξε τὰ δόντια, ἐσήκωσε τὸ χέρι του γιὰ νὰ τὴ χτυπήσει, μά, μετανοιώνοντας ὁλομεμιάς, ἔτρεξε κι’ ἄνοιξε τὴν πόρτα σὰ νἄθελε νὰ φύγει.

Ἐκεῖ ποῦ θὰ πᾶς, εἶπε, δὲν ξέρω ποῦ, πὲς τοῦ πατέρα σου, πὲς τῆς μάννας σου ποἀκόμα ὡς τὰ σήμερα τοὺς ἀναθεματίζω!…

Κ’ ἐκίνησε γιὰ νὰ φύγει.

−Ποῦ πᾶς; τοὗπε ἀδερφή του κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ κρεββάτι καὶ πιάνοντάς τον ἀπὸ τὸν ὦμο· μοναχή μου ἐδὼ δὲ μένω, γιατὶ σκιάζομαι!… Μά, καημένε Θωμᾶ, γιατὶ τήνε ξεσυνερίζεσαι; οὔτε ξέρει πλιὰ τὶ λέει, οὔτε σ’ ἀκούει πλιά!…

Ἀὰχ! ἔκαμε ὁ Θωμᾶς σφίγγοντας τὰ δόντια του.

Καραβέλα! ξαναψιθύρισε ἄρρωστη ἀπὸ τὸ κρεββάτι.

ἄλλη γριὰ τῆς ἔφραξε τὸ στόμα.

Ἀνάθεμά σε, ἀνάθεμά τὸν πατέρα σου ἀνάθεμά τὴ μάννα σου, ἐτραγούδησε ὁ Καραβέλας, σηκώνοντας τὴ φωνὴ σὰ νἄψαλλε, καὶ χτυπῶντας μὲ τὸ πόδι του τὸ ρυθμό. Ἀνάθεμά σε!

Κ’ ἔμεινε ὀρθὸς στὴν πόρτα του, κοιτάζοντας ἕνα ἕνα τἀστέρια.

Τἀστέρια πὤβλεπε δὲν τὰ γνώριζε· καὶ τἄλλα δὲν ἐφαινόνταν. Μὁλομεμιὰς εἶχε ἡσυχάσει κι’ ἀνάπνεε μ’ ὅλη του τὴ δύναμη τὸν ψυχρὸ καθαρὸν ἀέρα τῆς νύχτας.

−Τί ὥρα νἆναι; ξανᾶπε σκεφτικός. −Κ’ ἐθύμωσε ἄξαφνα, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει. Κ’ εἶπε πειραγμένος: −Οἐλιὲς τοῦ κόσμου, οἄκλερες, καὶ τὰ περιβόλια τοἀρχόντου, ἀνάθεμα τὸν πατέρα του, μᾶς κρύβουνε ὥς καὶ τἄστρα! −Μἐμετάνοιωσε ἄξαφνα γιὰ τὴν κατάρα καὶ ξανᾶπε σὲ μία στιγμή: −Γιατὶ τὸν ἀναθεμάτισα; τούτην τὴν ὥρα, τὸν καλὸ τὸν ἄνθρωπο; −Κ’ ἐθυμήθηκε τὸ γέρον ἄρχοντα, μὲ τὴν ὄμορφη κ’ εὐγενικιὰ θωριά του, μὲ τὰ κάτασπρα γένεια του, μὲ τοὺς γλυκούς του τρόπους, μὲ τἀγαθὸ χαμόγελο καὶ τὴν ἀγαθή, συμπονετικὴ ματιά του.

−Τέτοια ὥρα! ξανᾶπε μὲ τὸ νοῦ του σὲ λίγο Ἀγγέλω θὰ τὸν ἀπαντήσει στὸν ἄλλον κόσμο, κι’, ἄν μ’ ἄκουσε, θὰ τοῦ τὸ πεῖ!… Μἐκεῖ, παναπεῖ, αὐτὴ θἆναι κυρά κι’ ἄρχοντας δοῦλος! Ἔτσι λέει τὸ Βαγγέλιο!

Ἐκοίταξε ὁλόγυρά του. ἄρρωστη ἀνάπνεε ἀκόμη ξαπλωμένη στὸ κρεββάτι κι ἔλεγε τώρα πάλι λόγια δικά της. Ἐμιλοῦσε μὲ τὸν πατέρα της, μὲ τὴ μάννα της, μὲ τὰ πεθαμένα της τἀδέρφια. Ἔλεγε πῶς ἦταν ἀκόμη παιδάκι, ἔκραζε τἄλογό τους, ποῦ εἶχε ψοφήσει εἴκοσι χρόνους πίσω, καὶ κάθε τόσο ἐβογγοῦσε καὶ κάθε τόσο ἔκλαιγε. Κι’ αὐτὸς τὴν ἄκουε ἀδιάφορος.

Τώρα εἶχε ἀνοίξει τὸ μάτι της κ’ ἔλεγε πάλι:

Ἕνα ἀστέρι! ἕνα ἀστέρι!… Λάμπει ἀπἀνάμεσα ἀπὸ τὰ κεραμίδια… Ἐδῶ βέβαια τὸ σπίτι θὰ στάζει… Εἶναι καρφωμένο στὸν οὐρανό, μἐγὼ τὸ βλέπω… καὶ δὲν προβατεῖ … στέκεται ἀσάλευτο… Γιατὶ δὲν προβατεῖ καὶ κεῖνο; −Μάννα, ποῦ εἶσαι;… γιατὶ γιατὶ, μάννα, σ’ ἔδιωξε ὁ Θωμᾶς; γιὰ νὰ μὴ μ’ ἀλλάξεις οὔτε σύ, καὶ νὰ μὲ φᾶνε ζωντανὴ τὰ σκουλήκια, πρὶν κατεβῶ στὸν τάφο… Εἶμαι μικρὴ κοπέλλα ἀκόμα… μικρἡ καημένη· πῶς νὰ τοῦ φύγω ἀπὸ τούτη τὴ φυλακή;… Γιατὶ πετοῦνε ἐδὼ γύρω στὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ τόσες λευτερίδες;… θέλουνε νὰ τὸ σβήσουνε, καὶ θὰ τὸ σβήσουνε, πάει!… Μὰ στὴ φλόγα καῖνε τὰ φτερά τους!… Ὤ πόσες μαῦρες ἀράχνες εδὼ μέσα· μοῦ δαγκάνουνε τὰ μάτια· ὤ πῶς τὲς φοβοῦμαι! ὤ, ὤ! −Μοῦ φεύγει τὸ κεφάλι,… θὰ μοῦ τὸ πάρεις καὶ θὰ τὸ κυλήσεις ἀπὸ τὴν κορφὴ τῆς ράχης ὥς τὴν ἀμμουδιά ἔ; Ἄσπλαχνε Χάρε!… Δὲν εἶναι κανένας κοντά μου; Ὤ. ὤ!…

Κ’ ἡ κόκκινη φλόγα τοῦ λυχναριοἀνεβοκατέβαινε κ’ ἐκάπνιζε.

Καἑτοιμοθάνατη ἐσώπαινε καμπόσες στιγμὲς καὶ ξανάρχιζε· καὶ τὸ φῶς ὅλο ἀνεβοκατέβαινε· κ’ εἶχε γίνει τώρα σὰν ἕνας μικρὸς σκοτεινὸς ἀέρας γύρο στὸ καρβουνιασμένο φυτίλι, καὶ τέλος δὲν ἔπαιζε πλιά, πάρεξ ἦταν παρέτοιμο νὰ χωνέψει, δίπλα σ’ ἐκείνη τὴ ζωὴ ποῦ μαζῆ του ἐσβηνότουν. Καὶ τὸ τσιγάρο ἔπεσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θωμᾶ, καὶ τὸ κεφάλι του ἀκούμπησε στὸν τοῖχο. Ἀποκοιμήθηκε βαρειὰ κ’ ἐρουχάλιζε…

Τὸν ξύπνησε ἡ αδερφή του, ποῦ τὸν ἐσκούντησε δυνατά. Μέσα στὸ σπίτι ἦταν σκοτάδι ἄφεγγο, καὶ μόνο κάποια χαραμάδα δειλὰ δειλἐφώτιζε.

−Δὲν ἀκούεται, τοὖπε· θἄχει πεθάνει!

−Χαράζει! εἶπε ὁ Θωμᾶς κοιτάζοντας τὴ στέγη· γλυκοχαράζει!

Κ’ ἐσηκώθηκε ὀρθὸς μὲς στὸ σκοτάδι, ἐτανίστηκε κ’ ἐχασμουρήθηκε δυνατά.

−Κάμε φῶς! τοῦ ξανᾶπε ἀδερφή του.

Μέσα στὸ σπίτι ὅμως ἐμπῆκε φῶς πολὺ λίγο. Τὸ μικρὸ παράθυρο μόνο ἐσκεδιάστηκε τετράγωνο στὴ μαυρίλα τοῦ σκοταδιοῦ καὶ δὲν ἐξεχωριζότουν τίποτα, οὔτε ἄνθρωπος, ἄν περπατοῦσε. Κ’ ἀδερφὴ τοῦ Θωμᾶ εἶχε σιμώσει ὡστόσο τὸ κρεββάτι, καὶ ψαχουλευτἔπιασε τὸ χέρι τῆς Ἀγγέλως, κ’ εἶπε ἀναστενάζοντας:

Ἔχει κρυώσει! ὁ Θεὸς σχωρέστ’ τηνε! ἀπέθανε!

Καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ ξανᾶπε:

−Κάμε φῶς! Ἐγὼ πάω νὰ κράξω τὴ σαβανώτρα γιὰ νὰ τὴ ντύσουμε· δὲ μπορῶ μοναχή μου!

Ἡ γυναῖκα ἔφυγε, κι’ ὁ Καραβέλας ἐκουνοῦσε κατόπι της τὸ κεφάλι. Κι’ ἔπειτα, ἀποφεύγοντας ἀκόμη νὰ τηράξει τὸ λείψανο ποἦταν τόσο σιμά του, ἦρθε στὸ παράθυρο, ἔστριψε πάλι ἕνα χοντρὸ καμπούρικο τσιγάρο, κ’ ἔσκυψε ὄξω, πιθώνοντας τὸ κορμί του στοὺς ἀγκῶνες του. Δὲν αἰστανότουν οὔτε λύπη, οὔτε στενοχώρια, μὰ οὔτε καὶ χαρὰ γιὰ τὸ θάνατο τῆς Ἀγγέλως του.

Ἦξερε μόνο πῶς αὐτὸς ὁ θάνατος θἆταν ἡ αἰτία ποῦ θἄλλαζε τέλεια τὴ ζωή του. Θὰ καλυτέρευε, θὰ χειροτέρευε; Ποιὸς τὄξερε; Τὸ βέβαιο ἦταν πῶς ἀρρώστεια τῆς γρηᾶς εἶχε σταθεῖ μακρυνή, πολὺ μακρυνὴ μάλιστα γιὰ τὸ μικρό τους τὸ σπίτι κι’ ἀφοἔπρεπε νὰ τελειώσει μὲ θάνατο. Τώρα ὥς κι’ αὐτὴ εἶχε λυτρωθεῖ, κι’ ἴδιος εἶχε λευτερωθεῖ. Εἶχαν βασανιστεῖ κ’ οἱ δύο τους. Ἔτσι ἐσκεφτότουν, κι’ ὡς τόσο δὲν τολμοῦσε νὰ κοιτάξει ἀκόμα τὸ λείψανο, παρὰ τὸ φανταζότουν μὲ κάποιον ἀόριστο φόβο ξαπλωμένο στὸ κρεββάτι, μὲ μισοανοιγμένα μάτια, μἀνοιχτὸ τὸ στόμα, ξεχτένιστο, σ’ ὅλη του τὴ γεροντικἀσκημάδα.

Ὄξω τώρα ὅλη Ἀνατολὴ εἶχε ἀσπρίσει. Καἥλιος σὲ λίγο θἄβγαινε. Κι’ ὁ Καραβέλας δὲν ἐφοβότουν τώρα πλιὰ μὴν τὸν ζύγωνε πισώπλατα τὸ φάντασμα τῆς γυναικός του, μὰ, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, ἐσυλλογιζότουν ἀκόμα τὴν περασμένη ζωή τους, μία ὁλάκαιρη ζωή!… Καὶ τώρα αὐτἦταν στὸν ἄλλον κόσμο, σ’ ἕναν κόσμο καλύτερον βέβαια ἀπὸ τοῦτον, μὰ τὸν κόσμο αὐτὸν ἴδιος δὲν ἤθελε νὰ τόνε γνωρίσει ἀκόμα, κ’ ἐπροτιμοῦσε νὰ μὴν τὸν γνωρίσει ποτέ, ἀλά, ὅταν τέλος θὰ τὸν ἔβλεπε καὶ θ’ ἀντάμωνε ἐκεῖ τὴν πεθαμένη γυναῖκα του, αὐτἄλλη γνώρα δὲ θὰ τοὔδινε παρἕνα χαιρέτιο: «Κάπου μ’ εἶδες, κάπου σ’ εἶδα!»

Γιὰ τὴν ὥρα ὅμως ἤτανε ξαπλωμένη, νεκρή, στὸ κρεββάτι τους. Ποῦ θὰ κοιμότουν αὐτὸς τὸ βράδυ, μέσα σ’ ἐκεῖνο τἴδιο σπίτι, ὅπου εἶχε ξεψυχήσει; Κι’ ἀκόμη δὲν τὴν εἶχε κοιτάξει. Ὤ, θὰ τὴν ἔβλεπε· πῶς δὲ θὰ την ἔβλεπε; Εἶχε τὴν ὥρα του. Ἄς ἔβγαινε πρῶτα ἥλιος.

Ἄξαφνα ὁ γάϊδαρός τους ἐγγάριξε στὸν κῆπο. «Τὸ δύστυχο τὸ ζῶ» εἶπε μὲ τὸ νοῦ του, «ἄ δὲν τοῦ ρίξω λίγο χόρτο, θὰ μείνει δεμένο νηστικὅλη μέρα!» Κ’ ἐλησμόνησε τότες κάθε ἄλλη του σκέψη κ’ ἐγύρισε ἄξαφνα γιὰ νὰ βγεἀπὸ τὴν πόρτα· καὶ τότες πρωτόπεσαν ἀθέλητα τὰ μάτια του ἀπάνου στὸ λείψανο. Ἤτανε ἄσκημο, ὅσο τὸ φανταζότουν, κι’ ἀσκημότερο ἀκόμη. Ἡ γριά του εἶχε ξεψυχήσει μ’ ἀναγυρμένο τὸ κεφάλι, στραμμένη πρὸς τὸν τοῖχο· καὶ τὸ στόμα της εἶχε ζαβώσει, εἶχε ἀνοίξει κ’ εἶχε βαθουλώσει κ’ εἶχε ἀκόμη ἀνοιχτὰ τὰ γυάλινα μάτια της· τὸ πρόσωπό της ἦταν μαῦρο καὶ τὰ πιθέματά της μολογοῦσαν τὴν τρομερἀγωνία.

Ἄχ! ἀναστέναξε ὁ Θωμᾶς, κ’ ἐσταυροκοπήθηκε, κ’ ἔσκυψε καὶ τῆς ἐφίλησε τἄσαρκο κίτρινο μέτωπο.

Κ’ ἔπειτα τῆς ἐσκέπασε τὸ πρόσωπο μὲ τὴ δίπλα τοῦ λεροῦ σεντονιοῦ, κ’ ἐβάδισε πρὸς τὴν πόρτα. Ὅταν ἄξαφνα ἐσυλλογίστηκε πῶς ἀδερφή του μὲ τὴ σαβανώτρα θ’ ἄνοιγαν τὴν κασέλα, γιατἔπρεπε νὰ ντύσουν τὸ λείψανο, καὶ θὰ μποροῦσαν αὐτὲς νὰ κλέψουν ὅ,τι ἤθελαν ἀπὸ τὰ προικιά της. Κ’ ἔτσι ξανᾶρθε πάλι στὸ κρεββάτι ἔβαλε τὰ χέρια του κάτου ἀπὸ τὰ σκεπάσματα, ἐπῆρε ἀπὸ τὴ ζώνη τῆς πεθαμένης τὰ κλειδιά, ἐπῆγε κι’ ἄνοιξε ἴδιος τὴν κασέλα, ἐδιάλεξε ἀνάμεσα στὰ στιβασμένα φορέματα τ’ ἀσπρόρουχα ποἔπρεπε νὰ τῆς φορέσουν, ξανακλείδωσε τέλος, ἔβαλε τὰ κλειδιὰ στὴν τσέπη του, ἐκοίταξε παντοῦ μὴν ἦταν τίποτα παραιτημένο, ἐφύλαξε στοῦ τραπεζιοῦ τὸ συρτάρι τὸ ξύλινο κουτάλι καὶ δύο χοντρὰ πιάτα, ἔβαλε στὸ ράφι τὸ γυάλινο ποτήρι, ἔχυσε ἀπὸ τὸ παράθυρο τὸ τελευταῖο γιατρικό, ξανάβαλε τὸ φλασκὶ στὸ ράφι, κ’ ἐβγῆκε γιὰ νὰ ταγίσει τὸ ζῶ του.

Μἐγύρισε ὀπίσω ἀμέσως μὲ τὴν ἀδερφή του καὶ τὴ σαβανώτρα, μίαν ἄλλη γριά, δυνατὴ γυναῖκα κι’ ἄσκημη στὸ πρόσωπο, κ’ ἐστάθηκε στὴν πόρτα. Οἱ δύο γριὲς ἄρχισαν ἀμέσως τἄχαρο ἔργο τους. Ἀνασήκωσαν τὴν πεθαμένη, καὶ μία ἀηδιαστικὀσμἐχύθηκε σ’ ὅλο τὸ σπίτι, τόσο ἄσκημη ποῦ κ’ οἱ τρεῖς τους ἀθέλητα ἐσφάλισαν τὴ μύτη τους.

Ἔπειτα οἱ γυναῖκες ἄρχισν νὰ τὴ γδύνουν. Καὶ σὲ κάθε κίνημά τους τὸ νεκρὸ κεφάλι ἔγερνε ἀπὸ τὴ μία μεριά, ἔπεφτε στὴν ἄλλη, ἔσκυφτε ἐμπρὸς ἀναποδογερνότουν, καἀπὸ τὸ πεθαμένο στῆθος ἔβγαινε κάποτε ἕνας βόγγος. Ἄξαφνα οἱ δύο γυναῖκες τὴν ἄφισαν νὰ πέσει κ’ ἐτράβηξαν μὲ τὰ δύο χέρια τους τὰ μάγουλά τους.

Ὤ, ὤ, δυστυχία της! εἶπαν.

−Γιατί; εἶπε ὁ Θωμᾶς.

Ὤ, ὤ Θωμᾶ! εἶπε ἡ σαβανώτρα· τὴν ἄφηκες καὶ τὴν ἔφαγαν ζωντανὴ τὰ σκουλήκια!

Ἐγώ; εἶπε ὁ Θωμᾶς.

−Γι’ αὐτἐμύριζε! εἶπε ἀναστενάζοντας ἀδερφή του.

Ὁ Θωμᾶς ἔφτυσε κατὰ γῆς κ’ ἐβγῆκε ὄξω ἀηδιασμένος γιὰ νὰ ταγίσει τὸ ζῶ του…