Κώστας Κρυστάλλης: Ο ποιητής της φύσης και της ψυχής

Άρθρο του Αριστείδη Δάγλα

Κώστας Κρυστάλλης: Ο ποιητής της φύσης και της ψυχής

«…Χύνομαι σα λυσαγμένος μέσα μου, και με τα σιδερένια νύχια του λογισμού, σαν κακούργος, σκάφτω την έρμη μου καρδιά κι από των χρόνων τα λιθοσώρια ξεθάφτω τες παλιές μου ενθύμησες. Οι πρώτες συγκίνησες που κέντησαν την παιδική μας ψυχή, αφήνουν μέσα μας Ενθύμησες άσβεστες. Κ’ είναι το νήμα το μυστικό, οπού μας δένει και μας κολλάει με τους τόπους που πέρασε η νιότη μας. Χαρά στον που το’ χει πει!»

Σκεφτόμουν διαβάζοντας το πραγματικά ελκυστικό έργο του Κώστα Κρυστάλλη, ότι αν ζούσε λίγα χρόνια ακόμα, σήμερα θα μιλάγαμε για έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 26 ετών, χτυπημένος από τη φυματίωση που την εποχή εκείνη (1894) ήταν μια σχεδόν αθεράπευτη ασθένεια, ειδικά για τους μη προνομιούχους…

Στα γραπτά του ζωντανεύει ο κόσμος του χωριού και της στάνης, του βουνού και του κάμπου, η ομορφιά της Εθνικής μας παράδοσης. Γράφει για την ξενιτιά, τον θάνατο, την ζωή, την Ελλάδα, υμνεί και εξυψώνει την λαϊκή μας παράδοση, με περίσσια χάρη κι επική μεγαλοπρέπεια.

Το 1885, σε ηλικία μόλις 17 ετών, κυκλοφορεί την πρώτη ποιητική συλλογή του “αι σκιαί του Άδου”, το επαναστατικό περιεχόμενο της οποίας τον αναγκάζει να καταφύγει στην Αθήνα το 1889, ενώ το τουρκικό στρατοδικείο τον καταδίκασε σε εικοσιπεντάχρονη εξορία.

Δε θα αναφέρω βιογραφικά στοιχεία (αυτά μπορούν εύκολα να ευρεθούν), αλλά θα παραθέσω (με δεδομένη την οικονομία του χώρου) ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα του εξαιρετικού του έργου.

Η τελειότητα, η γλαφυρότητα και η ζωντάνια των εικόνων που περιγράφει, είναι δίχως άλλο απαράμιλλη. Προσέξτε, ή μάλλον απολαύστε την περιγραφή της εικόνας του έφιππου Σκεντέρμπεη, βασιλιά των Αρβανιτών, στα «Πεζογραφήματά» του :

«Η εικόνα ήτον παλιά και αξιοπερίεργη. Παράσταινε καβαλάρη παλληκαρά με γιγάντιο ανάστημα και με πανώργια μορφή. Είχε ασπροκόκκινο το πρόσωπο και περίσσια έμμορφο και καλοσυνάτο κι ευγενικό, πρόσωπο βασιλικό καθαρό. Γρυπή τη μύτη, το μέτωπο καθάριο και πλατύ, το γένειο μακρύ και γυρμένο κατά εμπρός λίγο και κομμένον τον τσαμπά. Εφαίνετο σαν να του χάρισε η φύση σ’ όλο του το κορμί ασύγκριτην επιδεξιότη και ξεχωριστή δύναμη. Εφόρειε μεγάλη σκούφια στο κεφάλι του, στολισμένη με ωραία φτερά και μακρύ μεταξοπράσινο δουλαμά, περιπλουμισμένον με χρυσά σιρίτια, που φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος με πολλή μαστοριά και με  τέτοια τέχνη ντυμένος, οπού σκέπαζεν από τη μέση και κάτου τα’ άρματα, εφαίνονταν και τα’ άρματα κ’ εφαίνονταν κι αυτός.

Από τα’ αλόγου του το τρεχιό κυματίζονταν ο δουλαμάς κι άφηνε να λάμπη στα στήθια του χρυσή η αλυσσίδα του βασιλικού παρασήμου του κ’ ένας διαμαντοκολλημένος σταυρός, οπού φαίνονταν σαν να τον φύλαε στον κόρφο του δίπλα γκόλφι με βαθύτατη ευλάβεια. Δαμασκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώση του κατά το ζερβιό πλευρό και πίσω από το γόνατο του κρυβόνταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι απάνου σ’ όλα αυτά, η λαμπράδα των οματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά, έδειχναν οτ’ ήτον στην καρδιά δράκος τούτος και λιοντάρι στη δύναμη. Αρχοντιά κι ομορφιά και στόλος στο ανάστημά του όλο. Με το ζερβό χέρι βάσταζε τα χαλινάρια τ’ αλόγου και με το δεξιό τη μακριά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιον στόκο στην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μες τη μέση.

Το άλογο ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα. Είχε περήφανα σηκωμένο κατ’ απάνω το κεφάλι του κ’ η πλούσια και γιαλιστερή χιούτη του χύνονταν σαν κύμα τρικυμιστή στα στήθη το αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κ’ εσπαρτάριζαν, ωσάν να’ χυναν κατά πέρα χλιμίντρισμα ηχερό. Ελύγαε σαν την οχιά το κορμί του κ’ εσήκωνε τη μαλλιαρή ουρά πίσω, οπ’ έπεφτε ανεμισμένη κι αστραφτερή, σαν καταράχτης λαγκαδιάς, μέσα σε σκοταδερή νύχτα, οπ’ αναλάμπει στην αριά αστροφεγγιά. Τα πόδια του τα’ ανεμόφτερα δεν επατούσαν ολότελα στη γή, κ’ ελαμποκοπούσαν και τα τέσσερ’ ασημοπέταλά του».

 

Ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να ξεδιαλέξει απ’ τις περιγραφές του τα καλύτερα αποσπάσματα, γιατί όλα είναι κεντημένα με δεξιοτεχνία μοναδική. Στο «Πανηγύρι της Καστρίτσας», ο πλούτος των περιγραφών του ζωντανεύει στα μάτια μας, όχι μόνο το πεντάμορφο ορεινό τοπίο, αλλά ολάκερη την Ήπειρο με το μωσαϊκό των  κατοίκων της: « Έλεγες ότ’ είχαν σηκωθή σύγκορμοι από τους τάφους των οι παλιοί κάτοικοι της μεγάλης αυτής και ξακουσμένης των Μολοσσών πολιτείας. Κ’ εσυγχίζονταν κ’ επαρδάλωναν κατά τους σωρούς οι φορεσιές κ’ οι φυσιογνωμίες των χιλιάδων εκείνων. Κ’ είχεν ολομπροστά του ο παρατηρητής σχεδόν όλες τες ενδυμασιές κι όλες τες φυσιογνωμίες των λαών της Ηπείρου».

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, αναφερόμενος στο το έργο του Κρυστάλλη τη χρονιά του θανάτου του, επισημαίνει εύστοχα ότι «Δεν έγραψε μίαν σελίδα, μίαν γραμμήν χωρίς την σφραγίδα της ιδιοφυούς ψυχής του».

Το ποίημά του με τίτλο «Το Νεραϊδόπαιδο», αποτελεί μνημείο εκφραστικού οίστρου και εικαστικής μοναδικότητας:

«Απ’ τη σπηλιά π’ ανοίγεται παρέκει από το ρέμα,

Ξανθές Νεράιδες και Ξωθιές αυτήν την ώρα βγαίνουν.

Λούζουνε τ’ άσπρα τους κορμιά στο ρέμα το καθάριο

Κι απ’ την πολλήν την ομορφιά κ’ απ΄ τη μοσχοβολιά τους

Μοσχοβολάει το νερό και λάμπει ο τόπος γύρα.

Απλώνουν τα μαντήλια τους στες πέτρες να στεγνώσουν

Και στο σιαδάκι σταίνουνε χορό και τραγουδάνε.

Η Κάλλω σέρνει το χορό, η πρώτη των Νεράιδων,

Και τραγουδάει η δεύτερη κ’ ακουλουθάν οι άλλες».

 

Στο πεζογράφημα «Καπετάν Κωνσταντάρας», δίνει μια εκπληκτική περιγραφή της φύσης και των φαινομένων της:

 

«Εις τον καθάριον ουρανό ανέβαινε αγάλι-αγάλι θαυμάσια μεγαλοπρεπής, ωσάν βασιλιάς με την αχτιδωτή του κορώνα, ο απρίλινος ήλιος, μόλις σηκωμένος από τα’ άβρετα τα μυστηριώδη παλάτια του όπου εκοιμάτο. Κάτω από τις άφθονές του αχτίδες, του κρουστού πελάγου του χρυσού τα γαλάζια στήθια, φεγγοβολούσαν ωσάν το χρυσάφι, λαμποκοπούσαν τα’ απάτητα τα’ άλυωτα χιόνια του Παρνασού, κ’ ωσάν διαμάντια επρόβαλαν οι δροσοστάλες κρεμασμένες εις τα χορτάρια κ’ εις τους ανθούς της γης (…). Σπιθοβολίζει ο κρατερός αγέρας, φεγγοβολούν οι ουρανοί, βροντάν τα κορφοβούνια κ’ η πλάση η πανέμορφη έγινε μονομιάς άδης. Μονάχα τα όρνια, σαν κολασμένα πνεύματα, πετούν μες τον τρικυμό ζητώντας να βρουν το μισητό φαγητό τους. Τρέμει σύγκορμη η βαλανιδιά του βουνού, στρίφτει τους κλώνους του τους ατάραγους, το δυνατό ρουπάκι κκαι το χαμόδεντρο σειέται ολόβολο σαν το καλάμι, λες και γνωρίζει με ποιον οχτρό βαρύ ν’ αντιπαλέψει του μέλλεται. Σπάει φλογισμένο από τα σύγνεφα τα’ ατροπελέκι και κατακείει και συντρίβει στα ριζιμιά κοτρώνια και τα ψηλά έλατα, κ’ ό,τι απαντάει στο διάβα του το ρημάζει».

 

 

 

 

Στο πεζογράφημα «Στα Χαλάσματα», θαυμάζουμε ακόμα μια εξαίσια περιγραφή:

 

«Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν’ εδώ. Και τ’ αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε ‘ςτην πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό. Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ’ από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο. Και στα λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ’ ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν’ από την αχτίδα. Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε στα πετρώματα κ’ έπεφτε σα χεριά πύρινη στα κουρασμένα μάτια μας»(…) Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ’ έν’ ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ’ επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα. Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ’ εκεί στο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα ‘κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ’ ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος στα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή. Κατόπι ξανάλθε τ’ ανεμόχολο με χοντρές στάλες βροχής, και της βροντής οι αντίλαλοι μας εσίμωναν. Ως που τ’ ανάριο ανεμόβροχο έγεινε πυκνότατο κι ως που τ’ αστροπελέκια τ’ ουρανού έσκαγαν κατακεφαλής μας.

Τότε σα νάνοιξαν αποπάνου μας καταρράχτες αρίφνητοι.

Μας έζωσε η μπόρα στενά στενά ολόγυρα, μας έδερνε το νεροπόντι αλύπητα, μας έσπρωχνε ο άνεμος, μας φλώμοναν τα μάτια η αναλαμπές των αστραπών οπ’ έσχιζαν τα σύγνεφα από χίλιες μεριές κι οπού γιόμοζαν τον αέρα με τη βαριά μυρουδιά της θιάφης, και μας ξεκώφεναν οι βρόντοι και τα ρεκάσματα κ’ οι βρουχισμοί του ανήμερου αστραποπέλεκα, που πήδαε φλογερός και θανατοφόρος από κορφοβούνι σε κορφοβούνι κι από λογγιά σε λογγιά, κυνηγώντας τον Πειρασμό.

Τρικυμός μέγας. Γαζέπι απάντεχο (…).Τα σύγνεφα τραβήχτηκαν ένα έν’ από τον ουρανό και ξαστέρωσε το απέραντο χάος του. Το σκοτάδι που μας περίφραξε ήτον βαθύτατο. Το κρύο τ’ απόβροχου αψύ. Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ’ αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ’ αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη. Μόνον ο καταρράχτης της σιμοτινής λαγκαδιάς θορυβούσε τα σκότη. Φυφύριζαν τα βρεμμένα ξύλα της πύρας μας κ’ η απλωτερή λάμψη της έβαφε με το πορφύρινο χρώμα της τα κοτρώνια και τες όψες μας, που καθόμασταν αραδαριά σταυροπόδι ολόγυρά της.

 

Θα μπορούσα να παραθέσω πάμπολλα αποσπάσματα του έργου του Κρυστάλλη, ενός έργου που εισήγαγε την ελληνική λεβεντιά στην κουρασμένη λογοτεχνία μας, που μαστιζόταν από τον ανιαρό ρομαντισμό και τους πιθηκισμούς των δικών μας συντηρητικών καθαρευουσιάνων κενολόγων συγγραφέων, αντλώντας τον πλούτο της πνευματικής του παραγωγής από τις αστείρευτες εικόνες της ελληνικής φύσης και από το θησαυροφυλάκιο της δημοτικής και της λαϊκής μας παράδοσης.

Κλείνοντας, θα επαναλάβω αυτό που εξαρχής επισήμανα: Αν δεν έφευγε τόσο νωρίς από τη ζωή, σήμερα ίσως μιλούσαμε για έναν εκ των κορυφαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το έργο του όμως, τον κατέστησε αθάνατο.