Ατελεύτητες μνήμες: Το καροτσίνι

Ατελεύτητες μνήμες: Το καρροτσίνι – Του Νίκου Βαγενά

Συνήθειες, έργα και πράγματα ξεχασμένα! Ασφαλώς ο καθένας από τη δική του σκοπιά και ηλικία, καλείται κάποια στιγμή ν’ αναρριπίσει τη μνήμη του κάνοντας, άθελά του, τις όποιες διαπιστώσεις που επιφέρουν οι συγκρίσεις παρόντος και παρελθόντος.

Γενικά οι γεροντότεροι, εγκαταλελειμμένοι από τον ενθουσιασμό της νεότητας και της ακμής, κλείνονται ολοένα και περισσότερο στο δικό τους κόσμο, αναπολώντας την παλιά – καλή εποχή, τους γονείς, τους φίλους, τον πρώτο έρωτα.

Τα σημερινά παιδιά, βέβαιον είναι, ότι με τη σταθερή ταχύτητα του χρόνου, θα φτάσουν ηλικιακά σε κάποιο, «ορατό» μέλλον, όπου θα νοιώσουν την ανάγκη κάπου να σταθούν να ξαποστάσουν και να ρίξουν μια ματιά προς τα πίσω, κοιτάζοντας την όποια διαδρομή τους. Σίγουρα θα αναπολήσουν τα περασμένα και σίγουρα, πάλι, θα καυτηριάσουν τα δρώμενα της μελλοντικής γενιάς.

Βέβαια υπάρχουν και κάποιοι «γεγηρακότες» και «γεγηρακυίαι» που εννοούν να παρατείνουν, βασανιστικά, τη ζωντάνια τους κάπως ανορθόδοξα είτε παλιμπαιδίζοντες, είτε κάνοντας (άκουσον – άκουσον) καριέρα κι’ ακόμα, να ικανοποιήσουν ένα όνειρο ζωής, όπως λ.χ. συχνά γνωστοποιείται, μέσω του τύπου, ότι υπέργηρος κύριος ή κυρία, απέκτησε το πολυπόθητο πτυχίο Νομικής, επειδή λόγω δυσκολιών, κατά την περίοδο της νεότητας, η φοίτηση δεν κατέστη δυνατή.

Τέτοιοι πτυχιούχοι αν υπήρχαν στη Χώρα, δεν θα γλύτωναν το… «σταύρωμα» με τίποτα από τους φιλοπαίγμονες μπουρανέλλους. Εδώ, δεν γλύτωσε ο πασίγνωστος αοιδός, ο Μιχαλάκης, που είχε την ατυχή έμπνευση να στραφεί ερασιτεχνικά, στη δικονομία, μεταβληθείς σε πλανόδιο νομικό!!!

Στην άναρχη, λοιπόν, σειρά επιλογής θεμάτων, η περιπλάνηση στο παρελθόν και πάλι στο προσκήνιο. Και το μέλλον; Θ’ αντιταχθεί, ενδεχομένως, η προοδευτική ερώτηση. Απάντηση χωρά πολλαπλή και πρωτ’ απ’ όλα τούτο το παρόν, είχαν οραματιστεί ως μέλλον κάποιοι, πάσης φύσεως πτυχιούχοι και τοπικοί παράγοντες, πριν κάμποσα χρόνια.

Ικανοποιεί αυτό το παρόν; Αυτό που βιώνει ο καθένας σήμερα; Εκείνο το όραμα; Εάν όντως πρέπει να προγραμματιστεί ένα μέλλον, αντάξιο το ανθρώπου, ας απαλειφθεί το ανόητο σύνθημα που αναφέρεται «σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής» και ας αντικατασταθεί σε «μια καλύτερη ποιότητα ανθρώπων» ιδίως εκείνων που φιλοδοξούν να άρχουν.

Εξ’ άλλου ο Ισοκράτης, παραινεί τους νέους (διαχρονικά) να διαβάζουν Ιστορία (βλέπε παρελθόν) για να θεμελιώνουν καλύτερα το μέλλον. Άραγε, στη χώρα των Λωτοφάγων, πόσοι διαβάζουν Ιστορία; Εκείνο το πολυποίκιλο παρελθόν της σκέψης, της τέχνης, του γνώθι σ’ αυτόν;

Δυστυχώς κάποιοι φρόντισαν να το κλειδαμπαρώσουν σ’ ένα σεντούκι και ακόμα, πιο δυστυχώς, οι νόμιμοι κληρονόμοι δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να το ανοίξουν. Επειδή … καταστροφικές προτάσεις, προς βελτίωση του νου δεν πρόκειται ποτέ να προβληθούν και ιδίως επιβληθούν, ας αρκεστούμε στο κοντινό παρελθόν του τόπου μας, με όλες εκείνες τις μικρό-ιδιαιτερότητες που τον χαρακτηρίζουν.

Τα θέματα ανακατωμένα, έτσι όπως έρχονται στη θύμηση, χωρίς σειρά αξιολόγησης.

Το καρροτσίνι

Προέρχεται από την ιταλική λέξη carrozzino και ερμηνεύεται ως μικρό κάρρο μεταφορών αλλά και ως μόνιππο αμαξάκι με δυο ρόδες. Στο τοπικό γλωσσάριο παρέπεμπε (δεν παραπέμπει, επειδή σήμερα το καρροτσίνι δεν υπάρχει) στο τρίτροχο, χειρήλατο, κάρο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι μικροχαμάληδες της Xώρας.

Όπως φαίνεται στο σκίτσο Α, επρόκειτο για μια ξύλινη επιφάνεια (μήκους περίπου 1,5 μέτρα και πλάτος, περίπου 1 μέτρο), η οποία στηριζόνταν πάνω σ’ έναν άξονα. Στα άκρα του περιστρεφόταν δυο ρόδες κολυμπησμένες … στη λαδόγανα για να μην γρυλίζουν.

Στο μέσον του μπροστινού μέρους υπήρχε ακόμα μια πανομοιότυπη ρόδα, έχουσα τον επιπρόσθετο ρόλο της επιτόπιας στροφής (σκίτσο Β). Το όλο συμπληρωνόνταν από την επιμήκη λαβή επί της οποίας ο … καρραγωγεύς στήριζε τις παλάμες του, σπρώχνοντας το… τροχοφόρο.

Οι κατά μέτωπο γωνίες της ξύλινης πλατφόρμας ήταν ακροτομημένες ή στρογγυλοποιημένες κι’ αυτό, για ν’ αποφεύγονται, όσο το δυνατόν, οι μανούβρες στο στρίψιμο του καρροτσινιού στις γωνίες των στενο-καντουνιών, επειδή τα τροχοφόρα αυτού του είδους, κυκλοφορούσαν παντού.

Οι ρόδες τους αποκαλούνταν ως καρρόροδες. Συνίσταντο από ξύλινες ακτίνες τις λεγόμενες «κνήμες» και ομοίως από ξύλινο δακτύλιο ο οποίος ήταν περιβεβλημένος από ισχυρό σίδηρο-στέφανο, γνωστό από τον Όμηρο ως «επίσσωτρον».

Η κατασκευή των ξύλινων μερών (δακτύλιος, κνήμες, πλήμνη) απαιτούσε ειδικό ξύλο, προερχόμενο από δέντρο πλατάνου (σκίτσο Γ). Ο ξύλινος δακτύλιος που έφερε το σιδηροστέφανο, αποτελούνταν από (γεωμετρικά) τόξα, τα οποία συναρμολογημένα σχημάτιζαν τον κύκλο. Κατασκευαστικά, είχαν την ίδια διαδικασία με τις μεγάλες ρόδες των ιππήλατων κάρων.

Το αξιοπερίεργο ήταν ότι το σιδηρο-στέφανο δεν ήταν καθηλωμένο (καρφωμένο) στον ξύλινο δακτύλιο, αλλά όμως τον περιέσφιγγε ασφυκτικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε καθίστατο αδύνατος ο αποχωρισμός του ενός εξαρτήματος από το άλλο.

Σ’ αυτή την εργασία επιδίδονταν ειδικοί τεχνίτες οι λεγόμενοι αμαξοποιοί, οι οποίοι μάλιστα έφτιαχναν και το σιδηροστέφανο στο καμίνι με το φυσερό. Για μεγάλες ρόδες, το σιδηροστέφανο προμηθευόνταν από τα χυτήρια, με καθορισμένες όμως διαμέτρους.

Ο γράφων, κατά την εφηβική του ηλικία, είχε την πληροφορία ότι παλιότερα, στο χώρο πολύ κοντά στον Μαρκά (σήμερα κοντά στη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη) υπήρχε ένα τέτοιο εργαστήριο. Δυστυχώς, λόγω νεότητας, είχε άλλα ενδιαφέροντα και δεν συγκράτησε ούτε ακριβώς τη θέση ούτε το όνομα του τεχνίτη.

Πάντως ο συνομιλητής του, περιέγραψε την χαρακτηριστική συναρμολόγηση της ρόδας. Τονίζοντας ότι το σιδηρο-στέφανο ήταν μικρότερης, κατά τι διαμέτρου απ’ ότι εκείνης του ξύλινου τροχού. Τόσο ο ξύλινος δακτύλιος όσο και η πλήμνη είχαν ισάριθμες εντορμίες (σκαλιστές εσοχές) μέσα στις οποίες εισχωρούσαν τα άκρα των κνημών (ακτίνων). Τα ξύλινα μέρη συναρμολογούνταν επάνω σε οριζόντια βάση χτυπημένα με ξυλόσφυρα, τη λεγόμενη ματσόλα, ενώ το σιδηροστέφανο επυρώνετο στο καμίνι. Αυτό έχοντας την ιδιότητα της σιδηροκατασκευής, όταν επυρωνόνταν διαστελλόνταν τόσο, όσο ήταν η διάμετρος του ξύλινου τροχού, έχοντας επί πλέον ένα ελάχιστο «αέρα» ώστε να «φορεθεί», περιβάλλοντάς τον ακριβοδίκαια.

Στη συνέχεια το πύρινο στεφάνι καταβρεχόνταν με κρύο νερό ώστε να επέλθει η συστολή του μετάλλου και στη συνέχεια να περισφύξει τον ξύλινο δακτύλιο εν μέσω των τριγμών της πλήμνης και των κνημών καθώς θηκαρωνόνταν σφικτά μέσα στις εντορμίες. Επί πλέον με το βρέξιμο, το πυρωμένο στεφάνι «ατσάλωνε» αποκτώντας μεγαλύτερη αντοχή για τον σκληρό ρόλο που θ’ αναλάμβανε.

Σε παλαιότερες εποχές, το σιδηρο-στέφανο εσταθεροποιούνταν επί πλέον με σιδηρά ελάσματα τα οποία σαν γωνιώδη δαχτυλίδια, περιέβαλλαν και το ξύλινο τμήμα του τροχού. Αυτή η ενίσχυση γινόταν όταν ο τροχός προοριζόνταν να υποβαστάζει κυλιόμενος μεγάλα βάρη, όπως εκείνα των κανονιών, αφού κατά την πορεία υπήρχε ο κίνδυνος το στεφάνι να διολισθήσει (σκίτσο Δ).

Κρίθηκε αναγκαία η παραπάνω περιγραφή της καρρό-ροδας επειδή το είδος αυτό θα συναντηθεί και στα επόμενα, υπό περιγραφή, κάρρα.

Αργότερα με την πλήρη επικράτηση του αυτοκινήτου, εκείνα τα καρροτσίνια έχασαν και την προσωπικότητά τους, αφού στα δυο – τρία εναπομείναντα -πλην ενός- αντί για καρρό-ροδες οι ιδιοκτήτες τους είχαν βάλει μικρές ρόδες αυτοκινήτων (κυρίως από ταξί). Απ΄ αυτό συνάγεται, ότι είχε πάψει να υφίσταται και το παρωχημένο επάγγελμα του αμαξοποιού.

Ο μόνος πιστός στο παλιό είδος του καρροτσινιού, ήταν ο τελευταίος απομείναντας χειρηλάτης Ανδρέας Β. γνωστός ως Ντούσκας και ιδιαίτερα ως «ο Αντρέας ο Όπερας», επειδή σπρώχνοντας το καρροτσίνι του τραγουδούσε όπερες και όχι μόνο αυτό αλλά εμιμούνταν και τους ήχους των μουσικών οργάνων που συνόδευαν το μελόδραμα. Εξ’ αιτίας αυτής της «μουσικής μίμησης», κόντεψε να τρελάνει τον Μαέστρο της Φιλαρμονικής Ι. Στεριώτη, αφού επισκεπτόνταν ακροποδητί, τακτικά τον προθάλαμο των δοκιμών (πρόβας), μιμούμενος αθέατος τα όργανα. Ώσπου ν’ ανακαλύψει ο μαέστρος από πού προερχόνταν τα …φάλτσα, είχε φτάσει στα πρόθυρα της υστερίας.

Το τελευταίο καρροτσίνι, λοιπόν, του Αντρέα διένυε μαζί με το αφεντικό του τις τελευταίες μέρες. Βαρυοδουλεμένοι συνέταιροι δεν είχαν τα χρονικά περιθώρια να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες δουλειάς.

Ξετραφιασμένο (διαλυμένο, σχεδόν χωρίς συνοχή) κυριολεκτικά, θρηνούσε σε κάθε περιφορά των καρρό-ροδων λες κι ήταν ζωντανό και αναπολούσε τις παλιές μέρες ή διαισθανόμενο το επικείμενο τέλος του, τραγουδούσε το κύκνειο άσμα, τόσο το δικό του, όσο και μιας εποχής.

Κάποιοι από τους, συμπαθέστατους κατά τα άλλα, χειρηλάτες είχαν βαφτίσει τα καρροτσίνια τους είτε από μια παλαιότερη συνήθεια ή από κάποιο απωθημένο. Έτσι ο, πάτερ φαμίλιας, Μπίριας, είχε βαφτίσει το δικό του ως  «Σούζυ» εντυπωσιασμένος από κάποια Αγγλίδα τουρίστρια, ενώ ένας άλλος αν και γηραλέος, είχε γράψει στο πλάι «Σουσουράδα».

Ανεπανάληπτοι τύποι της εποχής έμειναν αξέχαστοι, αφού πέραν του ευτράπελου χαρακτήρα τους, είχαν άλυτους δεσμούς με το καρροτσίνι τους, όπως λ.χ. ο Ταγιέγιος, ο Λιγούλης, ο Όπερας, Ο Μπραΐμης, ο Πιπερίνος καθώς επίσης παλαιότεροι και νέοι, ων ούκ έστιν αριθμός.

Η πιάτσα των καρροτσινιών βρισκόνταν στις δυο εισόδους της Χώρας, στο λιμάνι και στον Αη Μ(η)νά. Η πρώτη εξυπηρετούσε τους επιβάτες των παποριών (Γλάρος, Λουτσίντα) είτε ως αφιχθέντες είτε ως αναχωρούντες, ενώ η δεύτερη κυρίως τους αναχωρούντες μέσω ΚΤΕΛ, το οποίο βρισκόνταν στο ισόγειο του σπιτιού Ξενοφώντα Γρήγορη, στην τότε εξοχή του Αη Μ(η)νά, χωρίς βεβαίως να εξαιρούνται και τ’ αγώγια μέσα στη χώρα, όπως για παράδειγμα η μεταφορά επίπλων από τα ρεμεσιάρικα (επιπλάδικα) ή κάποια … συσκευασμένα αγροτικά προϊόντα (λάτες = τενεκέδες με λάδι ασκιά κρασιών για τις ταβέρνες) κι’ ακόμα μπαούλα, κομμούς σε τυχόν μικρο-μετακομίσεις. Το, σχετικά, μικρό τους μέγεθος, ευνοούσε τους επιτόπιους ελιγμούς μέσα στα καντούνια της Χώρας, άσχετα αν οι σιδηροντυμένοι τροχοί, τρέλαιναν τον κόσμο καθώς κροτάλιζαν πάνω στα λιθόστρωτα.

Νίκος Βαγενάς

Σημείωση: Τα σκίτσα του άρθρου είναι του ίδιου του συγγραφέα.

(Πηγή: www.kolivas.de)