Παρακαλιά … με ντόπιο χιουμορ!!!

Φέτος το χειμώνα είχαμε σοδειά στο Μεγανήσι.  Κάθε δυο χρόνια περίπου τα δέντρα καρπίζουνε.

Εμείς θα δούμε το μάζεμα της ελιάς  βήμα βήμα από παλιότερα μέχρι σήμερα  με τον δικό μας τρόπο και με …ντόπιο χιουμορ!

Από πρώιμα οι κλώνοι ήτανε τόσο φορτωμένοι που βαίσανε και γέρνανε ως το χώμα. Το καιροφόρι και το ανεμόβροχο που πέρασε ήβραν τα δέντρα έτοιμα να σπάσουν και πολλά σωριαστήκανε στο δρόμο.

Ετσι ο κόσμος απ το να χάσει το καρπό έβαλε αρχή να μαζώνει.

Για να μαζωχτεί  όμως η ελιά από την ώρα που θα ανθίσει το λουμάκι  ως την ώρα που θα πάει το λάδι στη βαρέλα  θέλει κόπο και προετοιμασία.

Και αρχίζει ο ρόγγος.

Στο ρόγγο καθαρίζουμε τη ρίζα της ελιάς από τα ρούσκλα, τα αγκάθια τη βρακοντή κι ότι άλλο αμπωδάει. Γιαυτό τον λέμε και κάθαρο.

Οι κουτσούνες δεν αμπωδάνε αλλά πολλά κλωνιά κρύβονται μες τα φύλλα και δε φαίνονται.

Ο ρόγγος γίνεται από τον Οκτώβρη. Τα ξεματωχινά εργαλεία είναι, η λανάρα, το κασάρι, και τα σπίρτα για να καούνε τα κάθαρα. Η ενδυμασία απαιτεί κότολο, χαμπλό παπούτσι ή κοντή μπότα, μαντήλι στο κεφάλι, και χαρτοπετσέτα στη τσέπη για τον ίδρωτα. Ακόμα ο καιρός είναι ζεστός.

Ενα αγγειό με νερό είναι απαραίτητο γιατί καμιά φορά η φωτιά σαλτάει κι άμα πάει στο λόγγο δε σβεί με τίποτα. Γένεται λαμπαρδίκα και μετά πρέπει νάρτουνε πυροσβεστικά για να τη σβήσουνε. Για να προκάμεις το κακό πρέπει νάσαι απίκου . Κόβεις δυό τρείς τσίμες από ελιά και της κοπανάς τζωριές  ώσπου να σβήσει.

Τη φωτιά σου δεν τηνε απαρατάς ποτέ να φύεις…

Κοντά να κάτσει ο ήλιος κι αφού σιγουρευτείς, μαζώνεις τα πράματά σου, τα πειθώνεις και γυρίζεις απωσταμένος στο χωριό.

Και πάλι την άλλη μέρα όσο να καθαρίσουνε οι ρίζες μία μία. Αυτό μπορεί να κρατήσει καιρό, ένα και δύο μήνες, ξαρτάται από τη σοδειά και τα χωράφια ποχεις.

Οσο ρογγίζεις τα χέρια σου είναι άγιατρα από ταγκάθια και καπνούρα από τα κάθαρα έχει ποτίσει τα ρούχα.

Μετά το ρόγγισμα σιγά σιγά αρχίζει το μάζωμα από κάτθενε. Αλλιώς το λέμε κοκολόι.

Γυρίζεις τη ρίζα γύρω γύρω και μαζώνεις ότι κλωνί έχει πέσει κάτου ,από τον αέρα κι είναι γούρμο.

Δένεις σφιχτά το ποδοσάκουλο στη μέση και το γιομίζεις μέχρι να σε τραβήξει το βάρος κάτου. Τα χέρια πάνε παπόρι , κι εδώ αν δεν υπάρχει σύστημα πας χαμένη.

 Ζερβό δεξί ως να γιομίσει η φούχτα,κι άμα δε παίρνει άλλο κλωνί δεν αδειάζει το πλοχέρι στο σακούλι.

Η στάση του σώματος είναι πολύ σημαντική. Τα ποδάρια ορτά η λεκάνη σκυμμένη και το κεφάλι κάτου.  Το μάζωμα γίνεται με απανωτές επικύψεις…γι αυτό κοκολογάνε οι γυναίκες μοναχές τους. Οσο μακρύ και νάν το κότολο….

Πάντως άμα γονατίσεις χάθηκες. Δε ματασκώνεσε άλλο. Ασε που σόρχεται και πόταση.

Και γύρω γύρω και λίγο παρακάτου, και μες τη κουτσούνα, κι απάνου στη λιθιά, γιομίζει το ποδοσάκουλο.Κι αυτό γιομίζει το τσουβάλι, κι έτοιμη η μεριά.

Ούτε κλωνί δε πάει χαμένο…είναι αμαρτία. Αμαρτία είναι και να το πατάς.

Κι εδώ όμως υπάρχουν προβλήματα.

Μεγάλο μπόδιο είναι άμα στο χωράφι ή εκεί τριγύρου βοσκάνε πρόβατα. Δεν αφήνουνε τίποτα,  ούτε κοκκαλίτσι, χώρια οι βουνιές που γιομόζουνε το χωράφι και μαγαρίζουνε το καρπό.

Πληγή μεγάλη είναι κι οι ξένες κοκολοίστρες.

Είναι οι μαζώχτρες που μπαίνουνε κρυφά μες τα χωράφια και μαζώνουνε τις ξένες ελιές.

Οτι προκάμουνε. Ανέξοδα και ακόπιαστα…

Για τις παρατημένες δε σε νοιάζει, δε κάνει να πάνε χαμένες. Αμα όμως είναι δικές σου αλλάζει το πράμα.

Στο χωριό όσοι δε μπορούνε να μάσουνε οι ίδιοι τις ελιές τους τις δίνουνε με αφτάντσα. Ξετιμώνεται ο καρπός κι ο νυκοκύρης παίρνει το μερδικό του σε λάδι, ανάλογα με τη σοδειά.

Τ απαραίτητα για το κοκολόι εκτός από τα ρούχα και τα σακιά είναι μια βίτσα για να σαλαγάς τα πρόβατα, ένα ρομπόλοι με νερό για να μη φρυεί ο στόμας σου, και η ποδολόγα για το κεφάλι. Το βόηθα πέίθω είναι δύσκολο άμα είσαι μοναχή σου, αλλά η γυναίκα του χωριού είναι τσακάλι.

Και κλωνί το κλωνί μαζώνονται οι μεριές στην άκρη του χωραφιού, κοντά σε ποριά , για να τις πάρει το αυτοκίνητο του συναιτερισμού τομ έρτει η σειρά σου να τις κάμεις.

Δεν κάνει να μείνουνε πολύ καιρό γιατί σαπίζουνε μες τα τσουβάλια. Οσο μένουνε ζουπαλιάζονται και βγάνουνε λιόσμο που τρέχει από τα τσουβάλια και γιομίζει ο τόπος. Οι ελιές κάνουνε οξύτητα και το λάδι είναι δροπίκι. Ασε που στις κλέβουνε κι όλας μαζί με τα τσουβάλια. Γι αυτό οι ελιές βγαίνουνε στο δρόμο κάνα δυό μέρες προτού πάνε στο εργοστάσιο.

Παλιότερα  μέσα στα σπίτια είχανε λινό και φυλάγανε εκεί τις ελιές.Δεν είχανε ανάγκη από τίποτα.

Και αφού μαζευτούνε όλες από κάτθενε έρχεται η ώρα του τιναχτή.

Οι άντρες συνήθως αναλαμβάνουνε το τίναμα. Είναι πιο μπασταλάμενοι και επιτήδειοι σ΄αυτό.

Τινάζουνε όμως και γυναίκες.

Αν στο σπίτι δεν υπάρχει άντρας ή είναι μπαρκαρισμένος δίνουνε μεροκάματο σε κάποιον που κάνει αυτή τη δουλειά. Σε Τιναχτή.

Τα εργαλεία για το τίναμα που θα σου χρειαστούνε είναι, ένας λούρος(αυτός είναι του τιναχτή) μία λούρα, το λουράκι,τα λιόπανα,  κι ένα μποτιλιόνι με νερό. Τα τσουβάλια σου, μια ποδολόγα για το κεφάλι,κι άμα έχεις  ράδιο παίρνεις και μπαταρίες κοντά.

Από βραδύς κάνεις κουμάντο για φαί.

Στο τιναχτή πρέπει νάχεις καλό  φαί γιατί η δουλειά του είναι σκληρή γιαυτό και το μεροκάματο είναι ακριβό.

Το μενού  είναι συνήθως μπακαλιάρος παστός που τον έχεις βάλει στο μόσκιο για να ξαρμυρίσει, κρέας με πατάτες γιαχνί, ή  φασολάδα με ρέγγο.Ψωμί, τερί, ελιές, και κρασάκι. Οχι πολύ, μια βολά στο καθένα.

Τα βάνεις στη σκάφη ή στη κόφα με τα μεσάλια τις μπόλιες  και τα περούνια, τα σκεπάζεις με ένα στρωτσίδι που θα το στρώσεις πρώτο καταής.

Ο τιναχτής με τη λούρα θα περιλάβει το δέντρο.

Από κλώνο σε κλώνο θα φτάσει στο τελευταίο τσιμόφυλλο. Το δέρνει προσεκτικά ρίχνοντας το καρπό στα λιόπανα. Καλός τιναχτής είναι αυτός που

α)  Δε ρίχνει πολύ φύλλο κάτου.

β) Ρίχνει πολύ καρπό στα πανιά.

γ) Τινάζει πολλές ρίζες την ίδια μέρα.

Οι ελιές δεν έχουν το ίδιο ύψος. Κάποιες είναι κοντές, άλλες είναι θεριές σα κάστρα, κι άλλες είναι κεντρομάδες. Οι αγριλίδες δεν τρώγονται. Πρέπει να κεντρωθούνε  πρώτα. Κι ο καρπός δεν είναι ίδιος. Αλλες είναι xoντρές σα καρύδια κι άλλες ψιλούλες και λιανές. Αυτές σε τυρανάνε γιατί δε πιάνουνται,  ξαφουρδάνε εδιέτσι κι ατονάς να γιομίσεις τη μεριά. Οι μαυρολιές κάνουνε μόνο για κολυμπάδες.

Οσο ο τιναχτής τινάζει οι υπόλοιποι είναι από κάτου. Θέλει ένανε να στρώνει τα πανιά και να  τα γυρίζει από ρίζα σε ρίζα,αν είναι πολλές οι ρίζες και λιγότερα τα πανιά. Με μια λούρα επίσης ρίχνει όσο καρπό μπορεί από κάτου.

Η γυναίκα προσπαθεί να μάσει τα κλωνιά που σαλτάνε από τα πανιά και ροβολάνε μακρύτερα.

Αλλος ένας  τσουβαλιάζει τις τιναμένες ελιές μαζί με τα φύλλα.

Εκείνη τη μέρα χρειάζονται χέρια. Πρέπει να αποτινάξεις μπατ μπατ γιατί ο τιναχτής είναι πιασμένος κι αλλού.

Γι αυτό το λόγο  παλιά υπήρχε η παρακαλιά. Ηταν η αλληλοβοήθεια των χωριανών στο μάζεμα της ελιάς. Ο ένας βοήθαγε τον άλλον να μάσει τη σοδειά του. Και άμα υπήρχε ανάγκη, αρρώστια ή ορφάνεια έτρεχε όλο το χωριό σχεδόν να βοηθήσει τον ανήμπορο.

Μετά το τίναμα κι αφού τα δέντρα αδειάσουν ακολουθεί το ανέμισμα. Αυτό μπορεί να γίνει στο χωράφι ή και στο σπίτι άμα διαθέτει μεγάλη αυλή.

Στήνεται το κόσκινο και με ένα γαδένι ρίχνουμε λίγες λίγες τις ελιές σε αυτό. Ο καρπός μένει πάνω και τα φύλλα πέφτουν στις αναμεσάδες. Σιγά σιγά ξεκαθαρίζουμε όλες τις ελιές. Στη συνέχεια τσουβαλιάζονται και οδεύουν πρός το εργοστάσιο όπου θα κάνει το καρπό λάδι.

Στα τσουβάλια μπαίνουν δύο δύο λάτες για να μπορούν να σηκώνονται και να μετριώνται εύκολα.

Το αυτοκίνητο του συναιτερισμού παίρννει τις ελιές και τις πάει στο εργοστάσιο.Στον οδηγό δίνουμε κάτι για το κόπο του. Ενα κέρασμα για το καλό να πιεί ένα καφέ. Καμιά φορά τη βγάζει μέ ένα γλυκάκι….Αμα δεν υπάρχει αυτοκίνητο τις κουβαλάς με τη καργιόλα.

Ο καρπός μετριέται σε λάτες, και ζυγιάζεται. Πλένονται πάνε στα λιθάρια κι η μηχανή σιγά σιγά τις αλέθει. Σουρωγγαλιάζει το λάδι που ξεχωρίζει από το λιοκκόκι και βγαίνει από τη μηχανή ζεστό και πηχτό.

Μετά μπαίνει στα μπετόνια και πάει στα σπίτια.Ο συναιτερισμός κρατάει το ξάι του για πληρωμή.

Το λάδι δικιμάζεται και ξετιμώνεται η πρικάδα  η οξύτητα και η ποσότητα.

Μπορεί νάναι πρικό τραπέτσι και να μη τρώεται. Αυτό γίνεται άμα οι ελιές είναι αγουρίδες πράσινες δηλαδή και πρώιμα μαζωμένες.

«Δε προκάμανε να γουρμάσουνε»

Μπορεί νάχει οξύτητα η όχι. Αυτή μετριέται σε γραμμές. Το λάδι με μισή γραμμή είναι καλό, από κεί κι απάνου αρχίζει να χαλάει. Στην οξύτητα μπορεί να φταίει ο «δράκος»  «ο ροχήτης», κι άλλες αρρώστιες της ελιάς.

Το ποσοστό του λαδιού στο κιλό καρπού μετριόνταν παλιά σε λίτρες. Τόσα κιλά καρπό τόσες λίτρες λάδι.Τώρα υπολογίζεται με το ζύγι.

» Πήανε τόσες λίτρες»

Και ο τρόπος που μέτραγαν  το λάδι άλλαζε ανάλογα με το τι ήθελαν να μετρήσουν.

Το λάδι της χρονιάς μετριόνταν σε βαρέλες . «Φέτος έκαμα τόσες βαρέλες λάδι «

Στο φαί με κουτάλα. «Βάλε δυό κουτάλες λάδι «

Στη προμάδα, «Ενα δράμι η μια σταλαματιά να αρατίσω τη χαψά μου «

Ετσι έφτανε στη καπάσα. Στην άκρη με ένα σπάο ήτανε κρεμασμένο το πικιόνι που γιόμιζε το ροί , πότιζε το φτυλάκι στο καντήλι, έμπαινε στη πύργια της γύφτισσας που διακόνευε. Οσο χαμήλωνε η στάθμη, ξέντωνε το χέρι,κι όταν έφτανε στην αμωσκάλη έπαιρνες σκαμνί και παρακάτου και παρακάτου ώσπου άδειαζε η καπάσα και το πικιόνι βούταε σκουριά.

Τη σκουριά την έβανες σε ένα παούρι και την έπαιρνε ο ψαράς για τη προιά.

Πολύ νόστιμο ήτανε και το τσιγαρόλαδο. Το λάδι που έμενε από τα τηγανητά ψάρια . Ανάσταινε και μοσκοβόλαε.

Η σοδειά παλιότερα ήτανε τόσο μεγάλη που έφτανε και περίσευε. Αμα είχες λάδι, είχες και λεφτά. Είχε τιμή κι έβγανες το κόπο σου. Το φύλευες και δε σε έγνοιαζε. Σωρό τα δοχεία στην Αθήνα τυλιγμένα σε χαρτοκούτι και δεμένα με σπάο. Κι από το χερούλι κρεμόνταν η καρτέλα με το όνομα του παραλήπτη….

Το νησί άλλαζε ολόκληρο κάθε σοδειά. Τα πρώτα ανθάκια σε προετοίμαζαν για την αλλαγή εκείνης της χρονιάς.

Τα πάντα το μαρτύραγαν.

Οι μυρωδιές από τα καμμένα κάθαρα τον Οκτώβρη, και  αργότερα της σβεντίνας που καίει στο εργοστάσιο.

Και οι μυρωδιές από το μπουχαρί, είναι διαφορετικές.

Μυρίζει μαρίδα και τσιγαρόλαδο, τηγανήτα και λαχανοζούμι, κι ανάμεσα βραστός μπακαλιάρος…έχει τιναχτή αύριο!

Η  λαδιά στο δρόμο απ το πατημένο καρπό  τις μεταφορές του λαδιού και του λιόσμου που τρέχει από τη ζουπαλιασμένη ελιά στο τσουβάλι. Ποτίζει και θέλει ζεματιστό νερό και κλίνι.

Τα μπερδεμένα  λιόφυλλα στα σύρματα και τα αδειανά κλαριά στα δέντρα.

Ο  κόσμος που συναπαντιέται στο πηγαινέλα για το χωράφι.

Η εικόνα χαρακτηριστική. Στο πήγαινε η γυναίκα φορτωμένη με τα συμπράγκαλα (πανιά ,τσουβάλια) στο κεφάλι και την ανάλογη ενδυμασία. Κότολο μαντήλι και μπέρτα για το κρύο.

Ο άντρας τις λούρες στον ώμο και τα χέρια κουνάμενα. Αν υπάρχει γάιδαρος τη σκαπουλάρει η γυναίκα ελαφρώς αλλιώς καμιά φορά φορτώνεται και τις λούρες.

Στο έλα η εικόνα αλλάζει.

Οι λούρες  και τα πανιά έχουνε μείνει στο χωράφι, η μπέρτα στο χέρι γιατί έχει ζεσταθεί από τη δουλειά, στο κεφάλι αν δεν υπάρχει μεριά θα υπάρχει ένα δεμάτι με ξύλα, και στο χέρι μια τσάντα με λάχανα και το μαχαίρι μέσα. Το μισό έχει τρυπήσει τη σακούλα και κρατιέται από το κoκκαλάρι να μη φύει.

Και πάλι ο άντρας αδειανός.

Και ποδαράτο από το χωράφι ως το σπίτι με την αποσταμάρα να φανερή στο πρόσωπο….

Σήμερα έχουν αλλάξει λίγο οι εικόνες.

Ο ρόγγος γίνεται πιο ακίνδυνα, γιατί στα χωράφια έχει πάει νερό. Αμα σου ξεφύει η φωτιά και δε φτάνει το λάστιχο, καλείς από το κινητό σου κι έρχεται αμέσως βοήθεια.

Από το κινητό σου ακόμα μπορείς να ακούς και μουσική χωρίς να κουβαλάς ράδιο και μπαταρίες. Εχει και ακουστικά…

Το κότολο έγινε παντελόνι, το μαντίλι χασκόλ,  η μπέρτα αντιανεμικό και τα χέρια σου δεν σακατεύονται γιατί έχουνε βγεί κάτι χοντρά χερόχτια που δε τα περνάει αγκάθι.

Οι γυναίκες δε κουβαλάνε τίποτα γιατί όλοι σχεδόν έχουνε αγροτικά,  μηχανάκια και γουρούνες κι οι δρόμοι πάνε ως τα χωράφια. Εκεί φορτώνονται τα εργαλεία. Μόνο οι λούρες περισεύουνε και θέλει προσοχή στο δρόμο αμα ακλουθάς από πίσω με μηχανάκι.  Οι ποριές έχουνε τσιμενταριστεί και τα πορτόνια είναι σιδερένια με λουκέτα. Κι οι ελιές δε μπαίνουνε σε τσουβάλια αλλά σε τελάρα πλαστικά για να πλένονται εύκολα με το λαστιχο και να ποστιάζονατι το ένα πάνω στο άλλο.

Ο τιναχτής δε πολυχρειάζεται γιατί βήκανε κάτι μηχανήματα που τινάζουνε την ελιά από κάτου. Είναι σα βούρτσες και έχουνε μακρύ χερούλι για να φτάνουνε ψηλά.

Αυτοί που κάνουνε τους τιναχτάδες  είναι λίγοι … Παίρνουνε λιγότερο μεροκάματο, και σε παρακαλάνε. Βαρούνε όπου νάναι το κλαρί κι ότι πέσει έπεσε. Το μπακαλιάρο δε τον τρώνε στη πατρίδα τους , και η συνεννόηση γίνεται με νοήματα σχεδόν στα μούτικα.

Πολλά πρόβατα δεν υπάρχουνε. Κακό γιατί δεν ζγαρλάνε το χώμα και δε κροπαίνονται οι ελιές, καλό γιατί ο καρπός είναι αμαγάριστος.

Η παρακαλιά έγινε οργανωμένο συνεργείο από δύο τρία άτομα και πάνε με πρόγραμμα και με πληρωμή. Κι όσο για την αφτάντσα…όρεξη νάχεις να μαζώνεις.

Το λάδι μπαίνει σε δεπόζιτα με κάνουλα και για πιο αλαφρύ τηγάνισμα βάζεις αραβοσιτέλαιο. Δεν βρέχεις χαψές όμως μετά γιατί δεν είναι νόστιμο. Προμάδες δε ψήνονται στις φέτες του καλοριφέρ,και τα καντηλάκια ανάβουνε στη πρίζα.

Λιγότερο λάδι, λιγότερος κόπος, λιγότερος καρπός, μικρότερη η αξία.

Μοντέρνα πράματα, ξένα λάδια και νέα εργαλεία μπουκάρανε στη ζωή μας και την άλλαξαν.

Για αλλαγή, για ευκολία και για  άνεση…

Άνετα αράξαμε κι εμείς στο καναπέ μας. Γιατί όχι; Το λάδι όπως και όλα τα άλλα αγαθά έρχονται μόνα τους στο σπίτι με …ντελίβερυ. Κι ότι περισσεύει στα σαρώματα…Εχει ο Θεός….

Ο Θεός είχε και έδωσε, ο άνθρωπος πήρε και παρέδωσε…

Κι επειδή η ζωή είναι κύκλος και η ιστορία συχνά επαναλαμβάνεται, θυμηθείτε   … παρακαλιά… με ντόπιο χιούμορ !!!