Το καρμπούρο

Το καρμπούρο – Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

Το γνωστό υλικό του οποίου η μείξη με νερό, προξενούσε εύφλεκτες αναθυμιάσεις. Η ευρύτερη ονομασία του ήταν ως ασετυλίνη, χρησιμοποιούμενη ως φωτιστικό μέσον και στα τοπικά πράγματα ως επικίνδυνο παιδικό παιγνίδι, λόγω άγνοιας.

Στο γλωσσάριο όμως της Χώρας, η ονομασία καρμπούρο δεν παρέπεμπε στο υλικό, αυτό καθ’ εαυτό, του οποίου η όψη θύμιζε έντονα σβώλο από ζάχαρη, αλλά το δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετούνταν, προκειμένου μαζί με το νερό να παραχθούν οι εύφλεκτες αναθυμιάσεις. Ως φωτιστικό μέσον, χρησιμοποιούνταν στο δημοτικό φωτισμό (αν και ορισμένης διάρκειας) και σε ορισμένα καταστήματα, όπως λ.χ. τα μανάβικα ή τα κρεοπωλεία.

Το καρμπούρο πέραν της κοινωφελούς και επαγγελματικής χρήσης, εξυπηρετούσε και ορισμένα βραδυνά δρώμενα (μεταγαμήλιες εκδηλώσεις, καρναβάλι) όπως για παράδειγμα η μεγάλη… καρμπουροφέρουσα παρέα των ευθυμούντων που συνόδευε τους νεόνυμφους μέχρι το σπίτι, δημιουργώντας το σχετικό φαρομανητό. Γνωστή, άλλωστε, απόμεινε η φράση όταν επίκειτο μια απρογραμμάτιστη εύθυμη ατμόσφαιρα: «Μωρέ, βλέπω να βγαίνωμε με τα καρμπούρα».

Στο σκίτσο απεικονίζεται το… φωτιστικό αντικείμενο, το οποίο αποτελούνταν από δυό χάλκινα ή ορειχάλκινα σκεύη, όπου το ένα έμπαινε μέσα στο άλλο. Στο κάτω σκεύος, σε μορφή κυλινδρικού μεγάλου βάζου, τοποθετούνταν το νερό και ένας σβώλος καρμπούρου. Αμέσως μετά, το άνω σκεύος «καπάκωνε» σχεδόν το πρώτο, αποτρέποντας τη διαφυγή του παραγόμενου αερίου, επιτρέποντάς του μόνο, να εξέρχεται από ένα σωληνάκι το οποίο «ξεφύτρωνε» από την κορυφή.

Το άνω σκεύος, σε κάποιο σημείο της κυλινδρικής του επιφάνειας έφερε μια οπή με σκοπό να εισέρχεται, όσο το δυνατόν, περισσότερος αέρας στο εσωτερικό, όπου το μείγμα νερού και καρμπούρου που κόχλαζε, υποχρεωνόνταν με την ανακύκλωση να εξέρχεται με ταχύ ρυθμό από το σωληνάκι. Κάτι, δηλαδή, που γίνεται στα σημερινά τζάκια με την ανακύκλωση του αέρα.

Ανάλογα με τη χρήση του «σκεύους» το άνω μέρος του «σφάλιζε» εάν αυτό θα ήταν αιωρούμενο (κρεμασμένο) ή το κάτω μέρος έφερε λαβή για το πιάσιμο με το χέρι. Το εξερχόμενο αέριο, αναπτόμενο, δημιουργούσε μια λευκή εκτυφλωτική φλόγα, συνοδευόμενη βεβαίως και από λεπτούς λευκούς καπνούς. Σήμερα η όλη εικόνα θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί με την αντίστοιχη μέθοδο της οξυγονοκόλλησης, εκείνης με τις μπουκάλες.

Ως παιγνίδι εσυνηθιζόνταν από τους… μούλους (αγυιόπαιδα), αλλά όπως σημειώθηκε πιο πάνω δεν έπαυε να ήταν επικίνδυνο για τους… αμύητους. Όταν, λοιπόν, η μουλαρία (δεν υπάρχει μπουρανέλλος, που να μην χρημάτισε αλητάκος – βλέπε… μούλος) εξασφάλιζε την αναγκαιούσα ποσότητα καρμπούρου, συγκεντρωνόνταν σε μιαν αδειά (αλάνα) και αφού διαβεβαιωνόνταν ότι δεν υπάρχει εκεί κοντά ο Αργύρης, ο παιδονόμος, έσκαβε μια λακκούβα στο χώμα «ποτίζοντάς» την με άφθονο νερό, μέχρι να «χορτάσει».

Στη συνέχεια ετοιμαζόνταν τα σύνεργα, τα οποία απαρτιζόνταν από: ένα καλάμι μ’ ένα κεράκι σταθεροποιημένο στη πιο λεπτή του άκρη, ένα βαζόγαλο ανοιχτό από κάτω (δίχως τον έναν πάτο) και τρυπητό, σαν σουρωτήρι, τον από πάνω πάτο. Σημειώνεται ότι η διάμετρος της λακκούβας ήταν σχεδόν ισόμετρη της αντίστοιχης του βάζου. Όσο πιο βαθειά και κυλινδρική ήταν η λακκούβα, τόσο περισσότερη ποσότητα νερού και καρμπούρου θα δεχόνταν, με αποτέλεσμα οι αναθυμιάσεις που θα προέκυπταν να ήταν εγγύηση του καλού και επιδιωκωμένου αποτελέσματος.

Μετά την πλήρωση της λακκούβας με τα προειπωμένα υλικά, αυτή καλυπτόνταν με το… βαζόγαλο επιτρέποντας τις λευκές αποχρώσεις του αερίου να εξέρχονται από την τρυπητή επιφάνεια. Αφού, ήδη, όλοι είχαν κάνει στην άκρη, ο επικεφαλής έσπρωχνε το καλάμι με το αναμμένο κερί πάνω από το προειπωμένο βάζο. Εκείνο που επακολουθούσε ήταν μια τρομερή έκρηξη και το βάζο εκτινασσόνταν σαν ρουκέτα, καμμιά δεκαριά μέτρα ύψος.

Αυτό συνέβαινε, επειδή το εγκλωβισμένο αέριο δεν ετύγχανε της ανακύκλωσης του αέρα, όπως του… φωτιστικού δοχείου, με αποτέλεσμα η καύση να γίνεται στο εσωτερικό του βάζου, όπου η πίεση των διαστελλομένων αερίων εκσφενδόνιζε το βάζο προς τα πάνω.

Κλείνοντας, θα σταθούμε στην επιστημονική ονομασία του υλικού. Επρόκειτο για το (λευκό) ανθρακασβέστιο του οποίου η μείξη με νερό, δημιουργούσε τις λεπτές αναθυμιάσεις οι οποίες ήταν υπέρ το δέον εύφλεκτες, απομένοντας γνωστές ως ασετυλίνη.

*Το σκίτσο είναι του ίδιου του συγγραφέα

(Πηγή: www.kolivas.de)