«Πασχαλινές αναμνήσεις»- της Ιωαννας Πάλμου

pasxa-keri-660

Όταν ο μεγάλος μου γιός θέλησε να βρούμε για το σχολείο του πληροφορίες για τα έθιμα του Πάσχα σκέφτηκα πως θα ήθελα να μιλήσω για το δικό μας Πάσχα. Έτσι του έγραψα …

Το αλησμόνητο Πάσχα των παιδικών μου χρόνων ξεκινά το Σάββατο του Λαζάρου με πρωινή αναχώρηση από την Αθήνα για το Μεγανήσι, το νησί απέναντι από τη Λευκάδα.
Η φύση όλη ανθισμένη και ευωδιαστή σε καλωσόριζε και η θάλασσα ήρεμη πια από τη χειμωνιάτικη φουρτούνα, έκανε τη διαδρομή να είναι τόσο όμορφη. Το καΐκι άφηνε πίσω του μιαν άσπρη γραμμή μέσα σε αυτή τη θάλασσα καθώς απομακρυνόταν από το νησί της Λευκάδας.
Την Κυριακή των Βαΐων το πρωί χτυπούσε από νωρίς η καμπάνα του Αγίου Βησσαρίωνος για να πάμε στην εκκλησία. Μας ετοίμαζε η μαμά με καθαρά ρούχα και η εκκλησία γέμιζε με πολύ κόσμο. Βλέπεις εμείς οι πρώτοι «Αθηναίοι» είχαμε ήδη φτάσει … Ο παπάς στο τέλος μας μοίραζε τα βάγια που παίρναμε στα σπίτια μας.
Ολόκληρη η Μεγάλη Εβδομάδα είχε μιαν ηρεμία, μια κατάνυξη και το να πηγαίνεις στην εκκλησία ήταν πραγματικά το μόνο που αποζητούσες. Αν μη τι άλλο καταλαβαίναμε τι σημαίνει Μεγάλη Εβδομάδα. Εμείς τα παιδιά χαιρόμασταν και να παίζουμε στην πλατεία του χωριού όπου σμίγαμε όλοι μαζί.
Την Μεγάλη Πέμπτη που διαβάζονται τα 12 Ευαγγέλια η εκκλησία ξεκινούσε από νωρίς. Η συγκίνηση για το Θείο Δράμα ήταν μεγάλη σε όλους και θυμάμαι που τσακωνόμουν με τον αδερφό μου ποιος θα πρωτοπάρει τη «Σύνοψη» του μπαμπά για να διαβάζει αυτά που ακουγόντουσαν στην εκκλησία. Στα μισά της ανάγνωσης των Ιερών Ευαγγελίων έβγαινε ο Εσταυρωμένος Χριστός και όλοι πηγαίναμε με απόλυτη σειρά για να τον προσκυνήσουμε, οι άνδρες και οι γυναίκες με τα παιδιά από το χέρι. Εκείνη περίπου την ώρα έφτανε και το καράβι με αυτούς που έφευγαν από την Αθήνα την ημέρα αυτή με άδεια από τις δουλειές τους. Με αυτό το καράβι ερχόταν πάντα και ο μπαμπάς μου. Ταλαιπωρημένοι από ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι μα με την χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο ότι είχαν επιτέλους πατήσει τη Μεγανησιώτικη γη.
Την επόμενη ημέρα η καμπάνα χτυπούσε από το πρωί πένθιμα για να γίνει η Αποκαθήλωση. Μετά στην εκκλησία έμεναν μόνο κορίτσια, ανύπαντρα κυρίως, με σκοπό να στολίσουν τον Επιτάφιο. Τα πιο μικρά από αυτά πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι με μεγάλα καλάθια, τις κόφες, για να μαζέψουν λουλούδια. Μαζεύαμε επίσης πολλές μαργαρίτες και τις περνούσαμε σε κλωστές για να φτιάξουμε γιρλάντες όπου με αυτές θα στόλιζαν γύρω-γύρω τον Επιτάφιο. Αυτό κρατούσε μέχρι αργά το μεσημέρι. Μια και είμαστε μέσα στον Ιερό Ναό ρίχναμε και μια ματιά στον Επιτάφιο Θρήνο που θα ψέλναμε το βράδυ στον Επιτάφιο.
Καθώς νύχτωνε, περιμέναμε πότε θα χτυπήσει η καμπάνα για τον Επιτάφιο. Μέσα στην εκκλησία την ημέρα αυτή όλοι είχαν από μία Σύνοψη για να διαβάζουν. Μάλιστα χωριζόμασταν σε δύο μεγάλες ομάδες, μία οι άνδρες, μία οι γυναίκες και ψέλναμε από ένα στίχο του Επιτάφιου Θρήνου η κάθε ομάδα. Αγωνιζόταν η κάθε ομάδα για το ποια θα ακούγεται πιο δυνατά και πιο ωραία στο υπόλοιπο εκκλησίασμα. Μετά γινόταν η περιφορά του Επιταφίου γύρω από όλο το χωριό. Οι γιαγιάδες μας άναβαν λιβάνι πάνω σε ένα κεραμίδι και όλες οι γειτονιές μύριζαν μοσχολίβανο. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής καίγαμε τον Ιούδα κάτω στο λιμάνι τον οποίο είχαν φτιάξει τα αγόρια από το πρωί της ημέρας. Ήταν σαν μια κούκλα με κανονικά ρούχα στο μέγεθος ενός κανονικού ανθρώπου.
Το Μεγάλο Σάββατο, μετά την πρώτη Ανάσταση, οι νοικοκυρές είχαν πολύ δουλειά για να ετοιμάσουν τα βραδινά φαγητά και να προετοιμάσουν το αρνί που θα ψηνόταν ανήμερα του Πάσχα. Σε κάθε σχεδόν γειτονιά μαζευόντουσαν οι άνδρες και έσφαζαν τα αρνάκια και τα κατσικάκια. Εκείνη την ημέρα ή την Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε και τα κόκκινα αυγά. Εμείς στο σπίτι φτιάχναμε πάντα και ένα γλυκό για το Πάσχα.
Γύρω στις 11:30 το βράδυ, σήμαινε η καμπάνα. Από ώρα είχαμε ετοιμαστεί με τα καινούρια μας παπούτσια και ρούχα και με την λαμπάδα μας στο χέρι ξεκινούσαμε όλοι μαζί για την εκκλησία. Λέγοντας όλοι μαζί εννοώ όχι μόνο την δική μου οικογένεια μα όλοι μαζί οι συγγενείς που μέναμε κοντά ο ένας στον άλλο. Ήταν η ευρύτερη οικογένεια του παππούδων μας …
Οι λαμπάδες μας ήταν λευκά κυρίως κεράκια στολισμένα όμορφα με κορδελίτσες πολύχρωμες που τα έκαναν πανέμορφες λαμπάδες στα παιδικά μας μάτια. Βέβαια τα δικά μου μάτια τις βλέπουν ακόμη τόσο όμορφες μετά από τόσα χρόνια. Εμείς τα κορίτσια αυτές τις κορδέλες τις κρατούσαμε πάντα για να τις βάλουμε μετά στα μαλλιά μας.
Ένα απόσπασμα από την ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ, Τῌι ΕΠΑΥΡΙΟΝ (ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ), Ψαλμὸς ΚΓ´ (23ος), ανάμεσα στον παπά και έναν άνθρωπο από το εκκλησίασμα που έλεγε …

«Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης. Τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης; Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ. Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης. Τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης; Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης… »

«Ὅσες πύλες παραμένετε αἰώνιες ἀνοῖξτε διάπλατα γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ ἔνδοξος Βασιλιάς. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἔνδοξος Βασιλιὰς; Εἶναι ὁ Κύριος ὁ πανίσχυρος καὶ κυρίαρχος, ὁ δυνατὸς στοὺς πολέμους. Ἀνοῖξτε τὶς πύλες οἱ ἄρχοντες, καὶ μεγαλῶστε πύλες αἰώνιες γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ ἔνδοξος Βασιλιάς. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἔνδοξος Βασιλιὰς; Ὁ Κύριος, ὁ ἰσχυρὸς καὶ δυνατός, αὐτὸς εἶναι ὁ ἔνδοξος Βασιλιάς…»

… μας οδηγούσε στο Χριστός Ανέστη και όλοι παίρναμε το Άγιο Φως για να ανάψουμε το κερί μας. Τα νεαρά αγόρια ήταν σε θέση μάχης για το ποιος θα ανάψει πρώτος τη λαμπάδα του από το Τρικέρι του παππά. Κάποια χρονιά μάλιστα του το έσβησαν και έπρεπε να γυρίσει στο Ναό για να το ανάψει ξανά. Ευχές έδιναν και έπαιρναν και σχεδόν δεν άκουγες το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ», «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ» από τα βεγγαλικά που έριχναν έξω από το Ναό. Ήταν πραγματικά σαν να γινόταν μάχη ενώ η νύχτα φώτιζε σαν μέρα. Ψέλναμε όλοι μαζί το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ. Όταν επιστρέφαμε στο σπίτι κάναμε πάντα ένα σταυρό με τον καπνό της λαμπάδας μας στην είσοδο του σπιτιού στο επάνω μέρος της κάσας. Φυσικά αφήναμε τις λαμπάδες μας για πολύ ώρα αναμμένες και με το Άγιο Φως ανάβαμε και το καντηλάκι του σπιτιού.

Την επόμενη ημέρα ο πατέρας φώναζε από το πρωί να ξυπνήσουμε για να βοηθήσουμε στο ψήσιμο του αρνιού. Έπρεπε όλοι να γυρίζουμε από λίγο ο καθένας για να μην κουράζεται μόνο ένας πάνω στη φωτιά. Εμείς βέβαια είχαμε στο νου μας να γίνει το κοκορέτσι για να φάμε και να πάμε βόλτα, «κάτω» στο χωριό με τους φίλους μας. Βέβαια η «οικογένεια» ήταν και πάλι μαζεμένη στην πιο μεγάλη αυλή και πολλά αρνιά ήταν στη σειρά που γύριζαν πάνω στις σούβλες… Φωνές, γέλια και τραγούδια από μικρούς και μεγάλους και τόσες ευχές για ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.
Το απόγευμα στην «Αγάπη» παίρναμε πάλι τις λαμπάδες μας και πηγαίναμε στην εκκλησία. Ήταν και η στιγμή που καμαρώναμε, στο φως της ημέρας πια, για τα καλά μας ρούχα και παπούτσια τα οποία μάλιστα δεν έπρεπε να φορέσουμε πριν το Πάσχα, έτσι τουλάχιστον ισχυριζόταν η μαμά. Μα όσο και να μας ένοιαζε, το Πάσχα ήταν μιαν ανάσα, και πραγματικά το περιμέναμε με ανυπομονησία και γι’ αυτή του τη στιγμή. Σοκολατένια αυγά δεν υπήρχαν και πάρα πολλά. Κυρίως τα σπιτικά λαμπριάτικα κουλουράκια της μαμάς και λιγοστά τσουρέκια.
Οι διακοπές του Πάσχα δεν τελείωναν εκεί μιας και την επόμενη εβδομάδα παραμέναμε στο χωριό. Κυριακή του Θωμά φεύγαμε με τις μαμάδες μας για να επιστρέψουμε στην Αθήνα.
Η εβδομάδα αυτή ήταν επίσης γιορτινή με καιρό, κυρίως, Ανοιξιάτικο και η ατμόσφαιρα τόσο όμορφη κοντά στη φύση και φυσικά δίπλα στη θάλασσα σε ένα «ΜΕΓΑΝΗΣΙ» που κρατώ μέσα στην καρδιά μου σε ένα ξεχωριστό σημείο, να μου θυμίζει μιαν όμορφη «Λαμπρή».
Εύχομαι να μπορούσαν τα παιδιά σήμερα να είχαν εκείνες τις λαμπάδες στα χέρια και εκείνη τη χαρά στην ψυχή και την καρδιά τους για να τα συντροφεύει, όπως κι εμένα, για πάντα…

Εύχομαι ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ με υγεία για όλους.

Ιωάννα Π. Πάλμου