«Η επίσκεψη» διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

Κάθε χρονιά γύριζε κουρασμένη από τις διακοπές, που διαρκούσαν πάντα λίγες μέρες, και έλεγε πως το επόμενο καλοκαίρι θα το έκλεινε το μαγαζί στα μέσα του Ιούλη και όχι όπως συνήθιζε μετά τις δέκα Αυγούστου. Εκείνη όμως τη χρονιά πέρα από την κούραση, η αναπάντεχη αλλεργία στα απορρυπαντικά και τη βενζίνη που χρησιμοποιούσε στο καθαριστήριο την ανάγκασε να φύγει νωρίτερα.

Δεν ήταν προκοπή αυτή. Τα χέρια της είχαν γεμίσει πληγές, που έσταζαν ένα δύσοσμο κιτρινοπράσινο υγρό. Ο δερματολόγος την συμβούλευσε να αλλάξει επάγγελμα! Και ποια δουλειά να βρει να κάνει στα πενήντα της; Έβαλε τις αλοιφές, κατάπιε και τα αντιισταμινικά που της έγραψε και όταν είδε, πως δεν πήγαινε καλά, κατέφυγε στον βελονισμό.

Ο δόκτωρ Θ. Β. έμενε κάπου στην Κερατέα. Έφτανε εκεί στις επτά το πρωί με το λεωφορείο, έτσι ώστε στις εννιά να είναι πίσω για να ανοίξει το καθαριστήριο. «Πέταξέ τα όλα», της είπε εκείνος. «Είσαι η ιδανική περίπτωση για να γίνεις καλά με βελονισμό» και αφού επί δεκαπέντε ημέρες την τρυπούσε με εκατοντάδες βελόνες, της αλάφρωσε και την τσέπη κατά 1500 ευρώ, την ξανάστειλε πίσω στην κλασσική ιατρική.

Εκείνη, κεφάλι αγύριστο, επέμενε. Θα γινόταν καλά ο κόσμος να χαλούσε. Αντιισταμινικά δεν θα ξανάπαιρνε. Κάποια πελάτισσα της σύστησε έναν ομοιοπαθητικό που εφάρμοζε μια νέα μέθοδο, την υδροθεραπεία. Η υδροθεραπεία, το έμαθε αργά, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια σειρά κλυσμάτων, που στοίχιζαν 100 ευρώ το ένα. Αφού ταλαιπωρήθηκε επί μία βδομάδα, τσακώθηκε με τον γιατρό και εγκατέλειψε την θεραπεία άδοξα .

Σε μαύρο χάλι επανήλθε εκεί από όπου είχε ξεκινήσει και αντί για αντιισταμινικά, αναγκάστηκε να πάρει κορτιζόνη και αφού πρήστηκε η μούρη της και έχασε και μερικές εργάσιμες ημέρες, συνήλθε και ετοιμάστηκε να φύγει.

Θα πήγαινε στο Μεσολόγγι να κάνει  λασπόλουτρα στην Τουρλίδα, που της είχαν πει πως ήταν πλούσια σε θειάφι και θα έκαναν καλό στην αλλεργία της. Θα πήγαινε χωρίς τον άντρα της, που της είχε κάνει το βίο αβίωτο με την γκρίνια και την παραξενιά του, και τον θεωρούσε υπαίτιο για την κατάστασή της. Εκεί περίμενε πως θα συναντούσε τον πελάτη της τον Κύριο Μιχάλη, τον οδοντογιατρό, που τόσο την κολάκευε με το ενδιαφέρον του. Το είχε πάρει απόφαση πως από δω και μπρος δεν θα ‘δινε σε κανέναν σημασία και θα κοίταζε μόνον τον εαυτό της. Βέβαια, όσοι την γνώριζαν χαμογελούσαν ειρωνικά, αφού η Ντίνα, παρ’ ότι ήταν όπως έλεγε κομουνίστρια, μόνο το τομάρι της και την τσέπη της αγαπούσε και γι’ αυτό δεν της είχε μείνει ούτε μία φιλενάδα στη γειτονιά.

Τα χαράματα της δεκάτης εβδόμης Ιουλίου, έφτασε στο Μεσολόγγι. Το πρώτο που διαπίστωσε αμέσως μετά την άφιξή της ήταν πως ο κυρ Μιχάλης δεν θα κατέβαινε στην πόλη τις μέρες, που θα ήταν εκεί αυτή. Στεναχωρήθηκε γιατί είχε υπολογίσει σε αυτή την συνύπαρξη. Βρήκε όμως τον αδελφό του τον κυρ Νικόλα έναν ευγενέστατο κύριο, που την κάλεσε μάλιστα και στο πατρικό του, όπου παραθέριζε με την οικογένειά του και την πρώην γυναίκα του κυρ Μιχάλη, τα παιδιά και τα εγγόνια του.

Τρεις μέρες αργότερα και μετά το λασπόλουτρο, που επιδείνωνε αντί να καλυτερεύει την κατάστασή της, φόρεσε την μακριά λευκή της φούστα, πήρε μια μεγάλη τούρτα από το ζαχαροπλαστείο και κατά τις δωδεκάμισι χτυπούσε την βαριά ξύλινη εξώπορτα του πατρικού του κυρ Μιχάλη.

Το σπίτι ήταν ένα πέτρινο διώροφο με τεράστια, κλειστά σκούρα μπλέ πατζούρια. Μετά από δύο λεπτά, που της φάνηκαν αιώνας, άκουσε ελαφρύ σούρσιμο πίσω από την πόρτα, που άνοιξε αφήνοντας να ξεχυθεί στο δρόμο μια μισοσκότεινη δροσιά ανακατεμένη με την μυρωδιά φρεσκομαγειρεμένου φαγητού. Τα μάτια της, θαμπωμένα από το μεσημεριάτικο φως, άνοιξαν αυτόματα και με δυσκολία διέκρινε την μορφή της γυναίκας του κυρ Νικόλα να την κοιτάζει με απορία λες και την έβλεπε για πρώτη φορά.

«Γεια σας, είμαι η Nτίνα από την Κυψέλη» είπε με λόγια, που με δυσκολία έσκιζαν την βαριά αμηχανία, που ξεπήδησε από το αυστηρό βλέμμα της γυναίκας με τις μπλε παντόφλες και την άσπρη παλιομοδίτικη ατσαλάκωτη ρόμπα.

«Α!» απάντησε εκείνη χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της.

«Συνάντησα τον κύριο Νικόλα στην παραλία και μου είπε να περάσω». Η άλλη συνέχιζε να την κοιτάζει με υπεροψία. Μην παίρνοντας καμία απάντηση η Ντίνα, συνέχισε να τραυλίζει.

«Έτυχε να περνάω από δω. Δεν νομίζω να είναι ακατάλληλη η ώρα. Πήρα και μία τούρτα από το Αιολικόν…».

Μετά από μια μεγάλη παύση, η άλλη μετακινήθηκε απρόθυμα και της έκανε χώρο να περάσει. Μπήκε σε ένα μισοσκότεινο ψηλοτάβανο δωμάτιο, λιτά επιπλωμένο με παλιές σκαλιστές ξύλινες καρέκλες και ένα στρογγυλό τραπεζάκι ανάμεσά τους. Μπρος της ήταν μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα χολ, από όπου έρχονταν το αμυδρό φως του δωματίου. Στα αριστερά υπήρχε μια σκάλα, που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Τα πόδια της έτρεμαν ελαφρώς. Αν δεν ντρεπόταν, θα έκανε μεταβολή αυτόματα και θα χανόταν στον ολοφώτεινο δρόμο.

«Καθίστε» της είπε η άλλη δείχνοντάς της αδιάφορα τις καρέκλες. «Ο Νικόλας λείπει στην αγορά. Ξέρετε αυτή την ώρα τρώμε. Περιμένετε λίγο και θα έρθει η Γιώτα να σας δει».

Η Ντίνα ακούμπησε το κουτί με την τούρτα στο στρογγυλό τραπεζάκι και περίμενε σφίγγοντας τα δάχτυλά της τόσο που μάτωσαν οι πληγές της αλλεργίας και από το άγχος άρχισαν να καίνε και να την τρώνε.

Ένοιωσε το κεφάλι της να βαραίνει. Από το βάθος του διαδρόμου, που οδηγούσε στην κουζίνα, άκουγε τα κουταλοπίρουνα να ανταμώνουν με θόρυβο τα πιάτα και φωνές παιδιών που συζητούσαν έντονα μεταξύ τους.

Στύλωσε το βλέμμα της στην πάντα που κάλυπτε τον απέναντι τοίχο. Δυο λιοντάρια μέσα σε ένα δάσος ξέσκιζαν τις σάρκες ενός ελαφιού, που ανήμπορο κοίταζε με φρίκη, πόνο και απόγνωση την Ντίνα μες στα μάτια. Την ήξερε καλά αυτή την πάντα. Την ίδια ακριβώς είχε και η γιαγιά της στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι, που την κοίμιζε τα μεσημέρια των καλοκαιριών.

Από μέσα οι φωνές και οι οσμές δυνάμωναν.

Καλοκαίρι στην Αντίστα. Δώδεκα το μεσημέρι, μετά από μισής ώρας διαδρομή πλάι στο λαγκάδι, μπαίνουν με τον παππού της στο κονάκι του μπάρμπα Γιάννη. Το δωμάτιο πάμφτωχο φωτισμένο από το παραθυράκι και την ορθάνοιχτη πόρτα. Η οικογένεια παραταγμένη οκλαδόν γύρω από την τάβλα. Πάνω στην τάβλα το σινί με τα γεμιστά. Όλοι κρατάν από ένα κουτάλι και τρώνε αθόρυβα.

«Καλώς τους» τους υποδέχεται ο Μπάρμπα Γιάννης. «Κοπιάστε. Μήτρο κάτσε δίπλα μου. Κώστα κάνε μεριά να κάτσει η Ντίνα. Γιωργία φέρε δύο χλιάρια*.

Μεσημέρι στην Αντίστα, που ξεχειλίζει από φτώχια και φιλοξενία. Νιώθει τη γεύση της ντομάτας και της στάχτης της γάστρας στην άκρη της γλώσσας της, όταν ακούει το τρεχαλητό των παιδιών, που περνούν από μπρος της και χωρίς να την κοιτάξουν ανεβαίνουν τις σκάλες φωνάζοντας. Ακούει θόρυβο πιατικών στο μάρμαρο του νεροχύτη. Μετά από μια μαρτυρική παύση βλέπει τα ολοκόκκινα νύχια των ποδιών της γυναίκας του κυρ Μιχάλη να την πλησιάζουν. Την έβλεπε παλιά στην Κυψέλη, προτού χωρίσει με τον κυρ Μιχάλη και δεν την συμπαθούσε.

Σηκώνεται με αμηχανία την χαιρετάει .

«Α εσείς είστε. Τι κάνετε; Πότε ήρθατε; Περνάτε καλά;»

«Καλά. Με συγχωρείτε για την ώρα. Ο κυρ Μιχάλης;»

«Είναι αλήθεια πως ήρθατε σε ακατάλληλη ώρα.», την χαστουκίζει η άλλη. «Όχι, ο Μιχάλης απ’ ό,τι ξέρω θα κατέβει την επόμενη βδομάδα. Θέλετε να καθίσετε; Να σας βγάλω ένα γλυκό;»

«Όχι» στέγνωσε η φωνή της Ντίνας.

«Καλά τότε χάρηκα που σας είδα. Να μην σας κρατάω. Δεν ήταν ανάγκη να φέρετε κάτι. Να σας ξαναδούμε» .

«Γεια σας» .

Ο ολοφώτεινος δρόμος της θάμπωσε τα μάτια. Με χέρια που έτρεμαν, έψαξε στην τσάντα της να βρεί τα γυαλιά. Η νοητή κλωτσιά των κυριών της αστικής κοινωνίας του Μεσολογγίου έκανε το κορμί της να καίει και να πονάει σαν την είχαν χτυπήσει με βρεγμένη σανίδα. Τι περιμένεις, αριστοκράτισσες…

_________________________________

*χλιάρι: κουτάλι

Διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

Πηγή: Schooltime.gr

Χρυσούλα Σ. Γεωργούλα

Αρθρογράφος

Γεννήθηκε στην Πλατανούσα Ιωαννίνων, είναι απόφοιτος της οδοντιατρικής σχολής Αθηνών και εργάζεται στην Αθήνα. Διακρίθηκε στον 1ο  Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης «Γιάννης Φάτσης» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με το ποίημα «Πέτρα» που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Περνούν οι μέρες» και με το διήγημα «Χλόη στις ράγες» στον 2ο διαγωνισμό διηγήματος του Diavasame που δημοσιεύτηκε στο « 19 νέα βήματα», εκδόσεις Ελευθερουδάκη 2009.

Eπικοινωνία: info@schooltime.gr