«Η ακουαρέλα ενός ηλίθιου»- του Μάκη Πολίτη

Αγαπητέ μου συμπολίτη, είσαι ηλίθιος

Είναι πάντα τιμή για το ΜΤ να δημοσιεύει (πόσω μάλλον να πρωτοδημοσιεύει) ποιήματα του Μεγανησιώτη ποιητή Μάκη Πόλιτη.

Η πένα του Μάκη, αλώβητη από τις σειρήνες ενός κόσμου που αλλάζει δέρματα σαν το φίδι (όχι πλέον βασανιστικά, μα εξόχως βιαστικά) , παραμένει αιχμηρή και προσηλωμένη σε αυτό που τον δίδαξε η ζωή και η δράση του. Το παρόν ποίημα, δεν είναι παρά μια καρικατούρα ευωχίας, ένα ατέρμονο ειρωνικό ξεμπρόστιασμα του φαρισαϊσμού της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, όπου θύτες και θύματα συνευρίσκονται…πλατωνικά! Το εντέχνως πομπώδες και μεγαλοπρεπές ύφος του ποιήματος ρίχνει το απαραίτητο αλάτι στις πληγές που ανοίγει η δηλητηριώδης γραφίδα του Μάκη, η οποία (μολονότι δεν διστάζει να συρθεί στην σκόνη του περιθωρίου) με κάποιον μεταφυσικό τρόπο, εξακολουθεί να είναι νοσταλγική.Ο τελευταίος στίχος κάθε στροφής, απαράλλαχτος, ηχεί σαν το τελευταίο καρφί σε ένα γκροτέσκο φέρετρο.

Πολλά είπα πάλι, απολαύστε το ποίημα καλύτερα. Και μετά σκεφτείτε. Αυτή είναι η δουλειά της Ποίησης, να μας κάνει να σκεφτόμαστε. Αυτή θα έπρεπε να είναι και η δικιά μας…

        Η ακουαρέλα ενός ηλίθιου
                        —
Κι η νύχτα πέρασε
και το όνειρο μέσα μου άστραψε φως.
Ω, ουράνια πολιτεία, εδώ ήσουν
κάτω απ’ τα πούπουλα της χήνας,
στους αραχνοΰφαντους πέπλους δακρύων
αυτών που δεν άντεξαν να περιμένουν
κι η νύχτα πέρασε.
                        —

Υπνοβάτης λοιπόν στη μεγάλη πόλη,
σκοτεινός εγώ παρατηρητής
του φωτεινού μας μέλλοντος.
Πορεία νυχτερινή στην Πειραιώς,
τ’ αφεντικά μοιράζουνε
φιλοφρονήσεις στους εργάτες.
«Ελάτε, αδέρφια, άλλη μια μέρα μόχθο
για το ψωμί και για τον πλούτο αυτής της χώρας».
Αθέατος, απρόσιτος, βλέπω στα πρόσωπα τους
χαρά ανυπόκριτη για τις διπλές τους βάρδιες
κι η νύχτα πέρασε.
                        —

Καλοντυμένα τα παιδιά των φαναριών
ζεσταίνουν τα χεράκια σε μικρές φουφούδες
που τους μοιράσαν αφειδώλευτα
αγγελικές υπάρξεις,
σεπτές κυρίες, κήρυκες αγάπης
από το Ψυχικό και την Εκάλη.
Ω, πόσο ευτυχισμένα τώρα τρίβουν τα παρμπρίζ
κι η νύχτα πέρασε.
                        —

Αθέατος, απρόσιτος,
ταξιδευτής στο κύμα μιας αρμονίας άφατης
βλέπω στα εξωτερικά ιατρεία
τις τίμιες ιερόδουλες να συναθροίζονται με τάξη,
επιθυμία, απόφαση, θέληση τρανή να υψώνουν
από τις μάστιγες να προστατέψουν
τους ευγενικούς τους πελάτες
κι η νύχτα πέρασε.
                        —

Σ’ ατέρμονες τροχιές κινούνται μέσ’ στο πλήθος
ήσυχα, μυστικά, βουβά,
οι διακριτικοί πορτοφολάδες,
σαν Αρλεκίνοι χορευτές, μύστες κι αρχιερείς
μιας πανάρχαιας ιεροτελεστίας.
Λιτοί κι απέριττοι τώρα ζητάνε μόνο
της επιστροφής τα δίκαια εύρετρα
κι η νύχτα πέρασε.
                         —

Πλατεία Λαυρίου, ξημερώματα.
Ελεύθεροι πια οι ευχέτες ζητιάνοι
εισπράττουν ευχαριστημένοι
το αντίτιμο των προσευχών τους,
κρεσέντο η χορωδία
«να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σας».
Ο αστυφύλακας, ευπροσήγορος πάντα, περιπολεί.
Ησυχάστε, λέει.
Κοιμούνται δίπλα οι άστεγοι αδερφοί μας
στα νοικοκυρεμένα τους χαρτόκουτα
κι η νύχτα πέρασε.
                        —

Ω, πολιτεία, όνειρο, ελπίδα μακρινή,
άραγε θα σε δούμε ν’ ανατέλλεις;
Πλούσιοι, φτωχοί, εμπρός αδέρφια στη γραμμή,
στης ευτυχίας την πηγή προστρέξτε.
Στους ίδιους ατραπούς συνοδοιπόροι εμείς,
συμμαχητές χορτάτοι ή πεινασμένοι,
με το μυστρί, τ’ ατσάλι και το νου
να χτίσουμε μια πόλη ευλογημένη
κι η νύχτα πέρασε.
 

                                        Μάκης Πολίτης