Εν τη ερήμω: «Ρογγίζουν Αραβούλες»!

Ρογγίζουν Αραβούλες

του Μάκη Πολίτη

Είπα σήμερα να ξαλεγράρουμε λιγάκι. Έτσι να σκάσει λίγο χαμόγελο στα πικραμένα μας χείλη. Παιδί θυμάμαι και στην επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας, αλλά και άλλες φορές σε μέρες άσχετες με τους εθνικούς μας αγώνες τραγουδούσαμε εκείνο το τραγούδι των γυναικών του Σουλίου που έπεσαν από το Ζάλογγο.

«Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες».

Τώρα πως αυτόν τον στίχο τον έπιανε το αυτί μου διαφορετικά είναι να απορείς, αφού και οι λόγγοι και τα βουνά και οι ραχούλες ήταν εικόνες και βιώματα καθημερινά. «Έχετε γεια βρυσούλες, ρογγίζουν Αραβούλες» άκουγα για χρόνια και το μυαλό μου για το ίδιο χρονικό διάστημα πέρναγε από χιλιάδες μυστικούς λαβύρινθους με τραγικά κωμικούς συνειρμούς και παντελώς ανορθολογικά συμπεράσματα για να δικαιολογήσει αυτή τη μικρή πρόταση. Ρήμα «ρογγίζω-ρογγίζουν», υποκείμενο «Αραβούλα-Αραβούλες». Ας εξηγήσω όμως, τουλάχιστον για τους μη Μεγανησιώτες φίλους μου, το ρήμα «ρογγίζω».
Ρόγγος, ρόγγισμα λέγεται το ξεχέρσωμα, το καθάρισμα του χωραφιού και κατ’ επέκταση και το καθάρισμα των ελαιοδέντρων από τις παραφυάδες και τα άχρηστα κλαδιά, έτσι ώστε να γίνει πιο προσιτή, πιο εύκολη αργότερα η συγκομιδή του ελαιοκάρπου. Με απλά λόγια δεν μπορείς ν’ απλώσεις λιόπανα να μαζέψεις τον καρπό της ελιάς όταν το χωράφι είναι γεμάτο από μικρούς και μεγάλους θάμνους, από γαϊδουράγκαθα και δεν ξέρω τι άλλο, αλλά ούτε και οι ελιές θα απέδιδαν τα αναμενόμενα, αν δεν είχε φροντίσει ο αγρότης να ξεπαστρέψει τις παραφυάδες των ριζών κι εκείνα τα άγρια κλαριά που φύτρωναν κάτω από το μπόλιασμα του δέντρου. Περί τα μέσα του καλοκαιριού ξεκίναγε όλη αυτή η διαδικασία. Έπαιρναν οι γονείς κι εμάς τα παιδιά μαζί τους, όχι ότι θα τους δίναμε καμιά σπουδαία βοήθεια, αλλά για να μας έχουν από κοντά, να μην έχουν την ώρα της σκληρής πραγματικά δουλειάς και τη δική μας έγνοια. Αυτός ήταν ο ρόγγος που αναφέρεται και σ’ ένα σατιρικό της ποιητικής ομάδας του Κατωμεριού «οι Λίθιοι».
«Είχαν τελειώσει το τσαπί, το άρμεγμα, τον ρόγγο
και στο χωριό ακούστηκε πως σφάξανε το δρόγγο».

Ας δούμε τώρα το «λογικό» μονοπάτι που χάραξα μέσα στο λόγγο του παραλογισμού και της παιδικής αφέλειας για να εξάγω το υποκείμενο «Αραβούλες». Οι Σουλιώτες καταδιωκόμενοι από τ’ ασκέρια του Αλή είχαν εγκαταλείψει τον τόπο τους. Την ευρύτερη περιοχή του Σουλιού θα την νέμονταν λοιπόν οι Αλβανοί του Αλή πασά με τις οικογένειες τους. Τι ήταν αυτοί οι Αλβανοί ή Τουρκαλβανοί; Τι ήταν αυτό που τους διαχώριζε από τους Έλληνες υπόδουλους; Μα φυσικά η θρησκεία. Ήταν λαός εξισλαμισμένος, γι αυτό ακριβώς και είχαν θέσεις εξουσίας στην οθωμανική αυτοκρατορία. Ποιοι ήταν όμως αυτοί που με το σπαθί και το Κοράνι εξάπλωσαν τον μουσουλμανισμό; Οι Άραβες φυσικά. Άρα και τους Τούρκους και τους Αλβανούς μπορεί να τους πεις μέσα σε μια εκτεταμένη γενίκευση του όρου Άραβες. Τις γυναίκες Αράβισσες ή Αραβίνες και τα κορίτσια Αραβούλες. Πώς τα δικά μας τα κορίτσια τα λέμε Ελληνοπούλες; Ακριβώς! Οι Σουλιώτισσες λοιπόν στο Ζάλογγο δηλώνουν μ’ αυτό το τραγούδι και πριν πέσουν από τα άγρια βράχια ότι δεν έχουν κανένα λόγο να ζήσουν, αφού χάσανε την πατρίδα τους, τα χωριά τους, τα χωράφια τους και τις ελιές τους που τις φροντίζουν πια, τις ρογγίζουν, οι Αραβούλες, οι μικρές Αλβανίδες.  Και μέσα σ’ όλη αυτή τη σχιζοφρένεια, σκεφτείτε, πως ο γράφων δεν αναρωτήθηκε ούτε μια φορά το πολύ απλό: «Υπήρχαν ελιές στο Σούλι»; Πολύ αμφιβάλλω.
Σκεφτείτε τώρα την έκπληξη μου, όταν ύστερα από τριάντα χρόνια άκουσα ότι και κάποιος άλλος μαθητής, νέος αυτός στην ηλικία των ανιψιών μου είχε την ίδια ακριβώς ηχητική παραίσθηση. Δεν ήμουν λοιπόν ο μόνος που πάτησε την πεπονόφλουδα. «Ρογγίζουν Αραβούλες» από γενιά σε γενιά.

Τι μυστήριους διαδρόμους βρίσκει ο ανθρώπινος νους για να δικαιολογήσει και να στηρίξει μια στρεβλή πληροφορία, ένα παράκουσμα στη συγκεκριμένη περίπτωση; Και τι έγινε; Αργά ή γρήγορα θα βρεθεί κάποιος που θα μας πει: «Ρε κόπανε, δεν πάει έτσι το τραγούδι, άνοιξε τ’ αυτιά σου». Με τις ιδέες να μου πείτε τι γίνεται; Με την ίδια μας την κακοκεφαλιά, που έτσι και περάσει στο μέσα μυαλό μας, στρεβλή αντίληψη, κούφια ιδέα, θα κάνουμε τα πάντα για να τη στεριώσουμε με ψεύτικα τεκμήρια πρώτα μέσα μας κι ύστερα να την πλασάρουμε σαν εμπόρευμα στον κοινωνικό μας περίγυρο. «Ρογγίζουν Αραβούλες» και στη σφαίρα των ιδεών. Θα περάσουμε από χιλιάδες ανόητους συνειρμούς, θα χαράξουμε μονοπάτια με «λογικά άλματα» σε μέλανες δρυμούς παραφροσύνης, θα διαγράψουμε μονοκοντυλιά κάθε άλλη αντιμετώπιση, φτάνει να μην παραδεχτούμε πως κάναμε λάθος. Η ζωή μας θα περνάει σαν παράσταση στη σκηνή του «παραλόγου» κι εμείς θα συνεχίζουμε με πείσμα και επιμονή να τραγουδάμε «ρογγίζουν Αραβούλες». Ρογγίζουν Αραβούλες μια ζωή κι ένα τέλος.