Εν τη ερήμω: «Ο Ινστρούχτορας»

Ο «ΙΝΣΤΡΟΥΧΤΟΡΑΣ»

Του Μάκη Πολίτη

Έτσι με αποκάλεσε μια φίλη μου στο κρεσέντο μια διαφωνίας που είχαμε. Κακόηχη λέξη μα την αλήθεια. Εμείς οι Έλληνες τουλάχιστον από γλώσσα σταθήκαμε τυχεροί. Ευλογημένοι θα έλεγα. Τι είναι ο ινστρούχτορας, μια λέξη που μας την πετάνε από καιρού εις καιρόν οι φιλισταίοι της εποχής μας για να μας εξευτελίσουν; Σύμφωνα με τη λατινική της ετυμολογία αυτός που δίνει οδηγίες, αυτός που οδηγεί. Ο οδηγητής λοιπόν. Πανέμορφη λέξη ακόμα κι αν έλειπε το αντίστοιχο ποιητικό αριστούργημα του Βάρναλη. Δεν είμαι όμως. Ήμουνα νιος και γέρασα. Κάποτε ήθελα ν’ αλλάξω τον κόσμο. Μετά το μόνο που ήθελα ήταν ν’ αλλάξω παίκτες και διανομές στο δεύτερο γύρο. Το γύρισα κι εγώ στο «καλαμποκίσιο». Κουράστηκα, έγινα ένα αδύναμο ανθρωπάκι. Δεκαετίες ολόκληρες με χωρίζουν από την ενεργό πολιτική δράση. Και φυσικά δεν εννοώ την πολιτικάντικη διαδικασία, αλλά τους αγώνες στις φάμπρικες, στις γειτονιές, στους δρόμους.

«Ινστρούχτορας». Από πού κι ως πού; Απορώ γιατί η περί ης ο λόγος φίλη μου δεν βρήκε άλλη λέξη για να με πικάρει. Εγώ δεν προσβλήθηκα. Αντίθετα καμάρωσα σαν γύφτικο σκεπάρνι. Ένα τέτοιος χαρακτηρισμός από έναν άνθρωπο του πολιτισμού, όπως είναι η ίδια, πώς μπορεί να με προσβάλλει; Εύσημα μου αποδίδει.

Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες,

και με ονόματα τους κράζουν πονηρά

κλέφτες και απελάτες και προδότες…

(Παλαμάς: Ο δωδεκάλογος του γύφτου).

Αυτός ο στίχος του Παλαμά δεν χαρακτηρίζει τη φίλη μου, παρά μόνο κάποιους σαλτιμπάγκους της πολιτικής που χρησιμοποιούν, σαν πέτρες στη σφεντόνα τους, κάτι τέτοιες λέξεις χωρίς να γνωρίζουν καν τη σημασία τους. Η φίλη μου είναι ένα αξιολογότατο πρόσωπο. Ανήκει σ’ εκείνη τη γενιά των καλλιτεχνών που με το έργο τους έκαναν τη ζωή «άξια να τη ζήσει κανείς», κατά τον ορισμό που δίνει ο Τόμας Έλιοτ για την Τέχνη γενικότερα.  Το έργο της φίλης μου, ανεξάρτητα από τις πολιτικές της πεποιθήσεις, αποτελεί κτήμα, εφόδιο και όπλο στα χέρια του προλεταριάτου. Ώπα… είπα την καταραμένη λέξη. Κι όμως έτσι είναι. Τους καλλιτέχνες δεν τους κρίνουμε ούτε από τα λόγια, ούτε από την συμπεριφορά τους. Τι με νοιάζει εμένα αν ο Μότσαρτ ήταν αλαζονικός; Τι με νοιάζει αν ο Μπετόβεν ήταν δύστροπος και παράξενος; Το έργο που αφήσανε στα χέρια μας, αυτό με νοιάζει. Αυτό θα ζήσει για πάντα κι όχι οι ιδιοτροπίες και οι παραξενιές τους. Αυτό θα χαρούμε και στις δικές μας μικρές κι εφήμερες ζωές.

Ινστρούχτορας λοιπόν. Γιατί όχι; Οδηγητής. Αυτός που μπαίνει μπροστά για να ματωθεί πρώτος. Ο Πρωτεσίλαος του Τρωικού Πολέμου.

 

Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης

ο πλαστουργός της νιας ζωής

Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης

κι ώριμο τέκνο της οργής.

 

Αλλά δεν φτάνει. Δεν φτάνουν οι αυθεντίες, ακόμα κι όταν διαθέτουν την ευφυΐα τους, τη δύναμη και τις θαυμαστές τους ικανότητες για το Άνθρωπο. Την ίδια τη ζωή τους ακολουθώντας το δρόμο των θεανθρώπων που δεν στάθηκαν ανίεροι προσκυνητές του τομαριού τους, αλλά προχώρησαν τον κόσμο έστω μια δρασκελιά, ένα βήμα, μια σπιθαμή.

 

Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες

χιλιάδων χρόνων τη φωνή!

Μέσα στο λόγο το δικό μου

όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.

 

Αλλά ο οδηγητής γίνεται σημαία στις καρδιές όλων εκείνων που σπαράζονται από  τον πόνο της ανθρωπότητας, τον πόνο που περιγράφει ο ποιητής. Που μπορούν και θέλουν ν’ ακούσουν τη λυτρωτική φωνή της αιωνιότητας. Και τότε…

 

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!

Όχι μονάχα οι ζωντανοί —

κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε

σε μιαν αράδα σκοτεινή.

 

Μα και πάλι δεν φτάνει. Δεν φτάνει μια τυφλή δύναμη που θα αναλωθεί σε πρόσκαιρες και αναποτελεσματικές δράσεις. Κι εδώ λοιπόν πάλι ο οδηγητής. Αυτός που θα συντονίσει, που θα σμιλέψει τη δύναμη με τη γνώση, με το «Φως που Καίει». Που θα κατευθύνει το βέλος με επιτυχία στο σκοτεινό του στόχο.

Δε δίνω λέξες παρηγόριας,

δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς·

καθώς το μπήγω μες στο χώμα

γίνεται φως, γίνεται νους.

 

Διάνα!

Ινστρούχτορας λοιπόν δεν είμαι, αγαπητή φίλη. Δεν είμαι οδηγητής. Κάποτε ναι, ήθελα να γίνω κι όχι από ματαιοδοξία, αλλά γιατί άκουγα κι εγώ, όπως και χιλιάδες άλλοι, τον πόνο της ανθρωπότητας. Σήμερα δεν είμαι παρά μια βάρκα αποσυρμένη στην αμμουδιά να κοιτάζω ακίνητος τον Χρόνο που περνάει σαν ποτάμι και χύνεται στο χάος, αυτόν τον Κόσμο, «τον Μικρό, τον Μέγα», που μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος. Ένα αδύναμο και γερασμένο ανθρωπάκι. Είμαι όμως ακόμα διατεθειμένος όπου βρω τον οδηγητή, τον ινστρούχτορα όπως τον λες εσύ, να τον ακολουθήσω. Ναι, να τον ακολουθήσω. Ακόμα και τώρα Να γίνω κι εγώ ένα ακόμα σημάδι στη «σκοτεινή αράδα» πίσω από το νέο Πρωτεσίλαο.