Εν τη ερήμω: «Κρασάκι και…σφήκες»

Κρασάκι και… σφήκες

του Μάκη Πολίτη

Ο μπάρμπα Πάνος ήταν ο τύπος του κλασικού κρασοπατέρα. Δεν είχε προκατάληψη με το νερό, όχι! Απλώς δεν το χρησιμοποιούσε. Έσβηνε μια χαρά τη δίψα του με κρασί. Κι επειδή κρασί χωρίς τραγούδι ήταν γι αυτόν κάτι το αδιανόητο κι επειδή ήταν μερακλής κι επειδή είχε κάνει κι ένα φεγγάρι στην Αμερική, είχε σπίτι του έναν από τους πρώτους φωνόγραφους που εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνιση τους. Για να μην φλυαρούμε άσκοπα, εκείνος ο φωνόγραφος ήταν από τους καλύτερους του νησιού.

Η γυναίκα του μπάρμπα Πάνου ήταν απ’ τις γυναίκες που αγωνιζόντουσαν, και με το δίκιο τους βέβαια, να πάρουν το κουμάντο του σπιτιού για να φτιάξουν σωστά το νοικοκυριό τους σε μια κοινωνία δύσκολη και ανδροκρατούμενη. Έτσι είχε πάντα μιαν αψάδα στη γλώσσα, που ο μπάρμπα Πάνος δεν συνερίστηκε ποτέ και άφηνε πάντα να περνάει στο «ντούκου». Κάθε φορά που τη ρώταγε τι έχει μαγειρέψει, αυτή, είτε είχε, είτε δεν είχε, απαντούσε: «Ψυχή μου νοικοκύρης! Ότι ήφερες εμαγείρεψα». «Καλά», έλεγ’ εκείνος. «Δεν πειράζει. Βάλε μια πλάκα» και εννοούσε να βάλει ένα δίσκο στο φωνόγραφο. Βλέπετε ο μπάρμπα Πάνος είχε κάνει πράξη τη λαϊκή παροιμία που λέει «κι αν δεν έχουμε να φάμε, τραγουδάμε και περνάμε». Αυτός ο άνθρωπος και κάποιοι άλλοι συνομήλικοι του, καλόκαρδοι μεν αλλά φανατικοί λάτρεις του γεννήματος της αμπέλου πλησίαζαν σ’ αυτό που λέει ο Ρίτσος στο Καπνισμένο Τσουκάλι: «… οι δικοί μας άγιοι».

Κάθε Κυριακή πρωί στο χωριό σε κάποιες μπακαλοταβέρνες ψήνανε κοκορέτσια. Έτυχε τώρα εκείνη την Κυριακή να πετύχει κι ένα κρασί… διαμάντι. Κοκορέτσι λοιπόν και κρασί, ο μπάρμπα Πάνος έγινε ακόμα μια φορά αλοιφή. Αλλά έκανε καλό μεθύσι. Μετά από κάθε κρασοκατάνυξη το μόνο που ήθελε ο καημένος ήταν να πάει σπίτι του και να κοιμηθεί μέχρι να ξεμεθύσει. Ήταν όμως τόσο ζαλισμένος που με το που σκόνταψε στα σκαλοπάτια του σπιτιού, ούτε που σηκώθηκε άλλο. Απλώθηκε εκεί που έπεσε να τον πάρει επί κεκλιμένου επιπέδου, θα έλεγα. Κοιμήθηκε αμέσως και με το στόμα διάπλατα ανοιχτό.

Στην αρχή ήρθε μόνο μια σφήκα. Ήταν ως φαίνεται ο ανιχνευτής. Η μυρωδιά από το κρασί το γλυκό, το αρετσίνωτο είναι μεγάλος κράχτης γι αυτά τα καταραμένα έντομα. Η σφήκα ήλθε, είδε και απήλθε, αλλά σε λίγο κόπιασε ολόκληρο λεφούσι. Ήρθανε για κρασί, βρήκανε και υπολείμματα κρέατος στο στόμα του και μείνανε για το μεσημεριανό τσιμπούσι. Ακριβώς όπως κάνουν στη θάλασσα οι γύλοι που μπαίνουνε μέσα στο στόμα του ροφού και αναλαμβάνουν γενικό καθάρισμα. Σε λίγο το στόμα του μπάρμπα Πάνου είχε γίνει πραγματική κυψέλη.

Απάνω στον ύπνο τού ήρθε, έτσι σαν σε όνειρο, να μασήσει τα υπολείμματα από το κοκορέτσι που είχαν σφηνώσει ανάμεσα στα δόντια του. Έγινε ο κακός χαμός. Άλλες σφήκες έφυγαν, άλλες έμειναν στο στόμα του και τον κέντρισαν ανελέητα, άλλες μάσησε… ο κακός χαμός. Ο μπάρμπα Πάνος έγινε από τα τσιμπήματα… άλλος άνθρωπος. Αν τον έβλεπες, ζήτημα είναι αν θα τον αναγνώριζες. Τα μάγουλα του κοκκίνισαν, πρήστηκαν, έγιναν σαν μπαλόνια έτοιμα να σκάσουν και τα χείλη του σφίχτηκαν, ενώθηκαν και κατέληξαν τελικά μια γραμμή κάτω από τη μύτη του.

Άντε τώρα εκείνα τα χρόνια να βρεις γιατρό, να βρεις ενέσεις κορτιζόνης… τίποτα! Ή γινόσουνα καλά μόνος σου ή πήγαινες «μετά πνευμάτων δικαίων…». Ο μπάρμπα Πάνος ήταν τυχερός που δεν προχώρησε το πρήξιμο στην αναπνευστική οδό, που δεν έπαθε κανένα σοβαρό αλλεργικό σοκ κι έτσι τη σκαπουλάρισε. Πάντως για μια βδομάδα η γυναίκα του τον τάιζε μόνο σούπα κι αυτή με χωνί. Ναι με χωνί ανάμεσα στα χείλη γιατί τα σαγόνια δεν άνοιγαν ούτε με τανάλιες.   Αχ, ρε μπάρμπα Πάνο! Εκεί που είσαι τώρα θα ανταμώνεις σίγουρα και τους άλλους «αγίους» μας και θα πίνετε ανέμελοι το κρασάκι σας, χωρίς να φοβόσαστε τις σφήκες. Βάλτε μια πλάκα στο φωνόγραφο του ουρανού και για μας.