Μεγανησιώτικες ιστορίες-2

ΝΥΧΤΙΑΤΙΚΟ ΞΕΔΙΨΑΣΜΑ

  Το πλήρωμα του τρατοκάικου, ξεθεωμένο όλη μέρα απ’ τον κρόκο και το κουπί, αφού δείπνησε, χωρίς χρονοτριβές, ξάπλωσε στο στενόχωρο αμπάρι, ο ένας δίπλα στον άλλο σα σαρδέλες (κεφάλι- πόδια, κεφάλι- πόδια για να χωρέσουν) και κοιμήθηκε.

  Κάποια στιγμή, ο Πάνος εξύπνησε από δίψα. Ήταν πρόβλημα όμως να φθάσει στο βαρέλι με το νερό, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του καϊκιού. Αν σηκωνόντανε, θα τους ξεσήκωνε όλους και δεν έπρεπε.

  Σαν κατάλαβε ότι ο μικρός ο Πάνος (Κανέλλος, Καμπέρης), ο πιο κοντινός απ’ όλους στο βαρέλι ήταν ξύπνιος, εχάρηκε και ψιθυριστά του ζήτησε λίγο νερό. Πρόθυμος αυτός, ευκίνητα κι αθόρυβα, ανασηκώθηκε για να τον εξυπηρετήσει. Από λάθος όμως μεσ’ τη νύχτα, γέμισε το μπικιώνι απ’ το κρασοβάρελο, που ήταν δίπλα- δίπλα με το νεροβάρελο και του το έδωσε.

  Όταν το πλησίασε στο στόμα του, χαμογέλασε. Δεν τον γέλασε η μύτη του, το διαπίστωσε αμέσως και η γλώσσα του πως ήταν κρασί. Το κατέβασε μονορούφι.

  Δεν εξεδίψασε όμως και δίνοντάς του πίσω το μπικιώνι, του λέει σιγά:

  «Βάλε άλλο ένα μωρέ παιδί και μ’ άναψε εκειό το μπουργέτο. Όσο πιπέρι υπήρχε στον κόσμο, ούλο μέσα το’ ριξε ο χριστιανός».

  Και συνέχισε: «Ε, απ’ το ίδιο το βαρέλι».

[Την ιστορία μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο του Σταύρου Δάγλα «Μεγανησιώτικες Ιστορίες», σε έκδοση του Πολιτιστικού Κέντρου Ταφίων, 2007 (επιμέλεια Κατερίνας Καββαδά).]