«Ο κοκοτός του μπάρμπα- Ανέστη»

Aπό το βιβλίο του Φίλιππου Π. Λάζαρη «Μια φορά και ένα καιρό»

 Ο Κοκοτός του μπάρμπα Ανέστη

Ίσως γιατί ήτανε ψάλτης, ο μπάρμπα Ανέστης, βάφτισε τον κόκορά του «Αλέκτωρ». Όμως, οι γειτόνοι, που πολύ λίγα πράγματα καταλαβαίνανε από τα ιερά κείμενα, τον λέγανε «Αλέκο». Τους ερχότανε έτσι πιο βολικά.

Ήτανε, λοιπόν, αυτός ο «Aλέκτωρ» ένας μεγάλος κοκοτός με χρωματιστά φτερά -μούρλια- με πολύχρωμη γυριστή ουρά και με μεγάλα κατακόκκινα λειριά, έτσι μαθές, καθώς πρέπει σ’ έναν κοκοτό αξίας.

 

Περπατούσε καμαρωτός-καμαρωτός κι ως και τις κότες του λίγο τις καταδεχόντανε. Τ’ άρεσε ν’ ανεβαίνει στις μάντρες ψηλά ή στ’ ανώφλι του πορτονιού της αυλής του, καμιά φορά και στα κεραμίδια του σπιτιού του Στάθη του Καρακίτσου. Δεν ήτανε δα και πολύ δύσκολο έτσι καθώς το σπίτι αυτό ήτανε στην κατηφόρα κι η στέγη του ήτανε λίγο πιο πάνω απ’ την αυλή και τον κήπο του μπάρμπα Ανέστη. Τ’ άρεσε ν’ ανεβαίνει ψηλά και να λαλεί.

Ωστόσο, μ’ όλο που τόσο του άρεσε το λάλημα, μ’ όλο π’ ανέβαινε τόσο ψηλά, μ’ όλο τ’ ανάστημα, το καμάρι και τα πολύχρωμα φτερά, η φωνή του ήτανε ψιλή κι άχαρη και στο τέλος έκανε κι ένα «ου… ου…», που ολοκλήρωνε το άσχημο λάλημά του κι έκανε τον Στάθη τον Καρακίτσο να λέει:

– Α, να σ’ πω, τώρα το φούμ’σες!

Για το μπάρμπα Ανέστη όμως ο Αλέκτωρ ήτανε το καμάρι του κι έλεγε γελώντας:

– Πες το Αλέκτωρ! Καμπάνα το, καμάρι μου! Πες το λεβεντιά μου…

– Μα λάλημα είναι αυτό, μπάρμπα Ανέστη; του ’λεγε ο Στάθης.

– Μπα; Μπας κι είναι ο Αλέκτωρ σαν τον δικόνε σου το… γόμπρα; Ο Αλέκτωρ είναι ο βασιλιάς της γειτονιάς!

– Ναι, έλεγε ο Στάθης. Μ’ αν δεν ήτανε ο δικός μου ο «Βατέλος» -έτσι έλεγε ένα μικρό δικό του κοκοτσέλο- ούτε κλωσοφωλιά δεν βγάζαμε. Θα χάναμε και τσ’ κότες μας! Όμως, ο Βατέλος τσ’ φχαριστάει όλες και γεννάνε κάθε μέρα κι όλο… δίκορκα. Ο Αλέκος – έτσι τον έλεγε κι αυτός τον Αλέκτωρα – μόνο για μεζέ είναι ένα κι ένα.

– Π’ να φας τη γλώσσα σ’ καλύτερα! Θα τον ματιάσετε!

– Μωρέ, σου λέω, για μεζές θα ’ναι άλλο πράμα. Ο Βατέλος, μόνον για μπερμπαντιές είναι καλός με τις κότες του και για λάλημα. Ξυπνάει τη γειτονιά κι όλο το χωριό.

– Α να μου χαθείτε κι εσύ και τ’ απόρριμμα των κοκοτών! Χωρίς τον Αλέκτορα γειτονιά δεν υπάρχει! Κι όταν λαλεί…

– Α τώρα να σ’ πω, π’ κάνει σαν γατσούλι άμα το πνίγουν… τ’ απαντούσε ο Στάθης κι έσκαγε στα γέλια, μα κάτι γέλια…

Κι ο μπάρμπα Ανέστης κατέβαζε τα κατακόκκινα σαν λειριά μούσκουλά του κι έμπαινε στο κατώγι μουρμουρίζοντας.

Έτσι ήτανε τα πράγματα ως τις παραμονές της Αποκριάς εκείνης της χρονιάς που ο Στάθης ο Καρακίτσος, που ’χε το διάολο μέσα του, πήρε τον κοκοτό του το Βατέλο κρυφά ένα πρωί και τον πήγε στην αδερφή του τη Γιάννα, που έμενε στην πέρα γειτονιά, να τον φυλάξει, γιατί τάχα στη γειτονιά του έπεσε «σκωτάς» και στο Βατέλο είχε αδυναμία.

Κόντευε μεσημέρι εκείνη τη μέρα και το λάλημα του Βατέλου δεν ακούστηκε στη γειτονιά. Παραξενεύτηκε ο μπάρμπα Ανέστης και ρώτησε το Στάθη:

– Τι έγινε το απόρριμμα των κοκοτών; Δεν ακούστηκε σήμερα.

– Τον έσφαξα, είπε ο Στάθης τάχα στενοχωρημένος. Θα κρατήσω πολλούς μεγάλους κοκοτούς, σαν τον Αλέκο. Έναν από κάθε κλωσοφωλιά.

– Και δε μ’ λες, είπε ο μπάρμπα Ανέστης – που το νου του τον είχε πάντα στο φαί – θα φάμε κι εμείς κάνε, κανένα μεζέ, έτσι, για να τον σ’χωρέσουμε;

– Να ’ρθεις το βράδυ να τον φάμε. Θα τον κάμουμε καπαμά. Μη δειπνήσεις. Σαν στρώσουμε τραπέζι, θα σε φωνάξω να ’ρθεις.

– Και βέβαια θα ’ρθω, είπε χαρούμενος ο γλόζος μπάρμπα Ανέστης.

Την ίδια ώρα ακούστηκε η ψιλή κι άχαρη φωνή του Αλέκτορα πάνω απ’ τη στέγη του Στάθη.

– Λάλα το, καημένε Αλέκτωρ, τώρα που ’σαι και μόνος στη γειτονιά. Λάλα το ξεφτέρι μου… ενώ ο Στάθης κάτι μουρμούριζε.

– Άκου, λέει, αν θα ’ρθω για τον καημένο το Βατέλο! Τον είχα συμπαθήσει κι ας τον έβριζα κάπου-κάπου. Όμως -να λέμε την αλήθεια!- και βαρβάτος ήτανε και καλή φωνή είχε. Θα ’ρθω αν με φωνάξετε και αν με θέλετε.

– Τι λες αν σε θέλουμε; Είναι κουβέντα αυτή; Συγγενείς άνθρωποι! Τα σπίτια μας πες μεσοφούντι και χρονιάρες μέρες που ’ναι…Να ’ρθεις! Να ’ρθεις απ’ το χαλίπωμα, να πούμε και τίποτα.

Σε λίγο ο Στάθης καμώθηκε πως μπήκε στ’ αχούρι να συγυρίσει τα ζώα και κάποια στιγμή πετάχτηκε με προφύλαξη ως το κοτέτσι του μπάρμπα Ανέστη, άρπαξε τον Αλέκτορα απ’ το λαιμό και… πριν «αλέκτωρ λαλήσει άπαξ»… τον καρύδωσε στα πεταχτά, τον έσφαξε και τον έδωσε στις γυναίκες να τον συγυρίσουν. Ύστερα πήγε πάνω στην αυλή του μπάρμπα Ανέστη, κάθισε δίπλα του στο πεζούλι και ζήτησε ένα ρακί, τάχα στενοχωρημένος για το Βατέλο.

-Αργήσανε λίγο οι γυναίκες να βάλουν το φαΐ στη φωτιά, γιατί είχανε βλέπεις ένα σωρό δουλειές. Άσε π’ αργήσανε να ’ρθούνε απ’ τσ’ ελιές.

Σε λίγο άρχισε να μοσχομυρίζει το σπίτι απ’ τον καπαμά. Μοσχοβόλησε όλη η γειτονιά.

Όταν καμιά φορά στρώθηκε το τραπέζι κι αρχίσανε όλοι να τρώνε με μεγάλη όρεξη, ο μπάρμπα Ανέστης έλεγε κάθε που είχε το στόμα του ελεύθερο:

– Μπράβο Βατέλο… Μπράβο Βατέλο…

Ο Στάθης όμως, που ήξερε πως δεν τρώνε τον Βατέλο αλλά τον Αλέκτορα, αν και γελούσε μέσα του, έκανε τον λυπημένο τάχα.

– Τον καημένο το Βατέλο. Τον αποζητάω. Αποζητάω τη λαλιά του. Να ξέρατε πόσο μετάνιωσα που τον έσφαξα!

– Ω, καημένε Στάθη! Τέτοιο μούτζαρο θα το ξαναποχτήσεις. Ας είναι καλά η Αρετή που έκανε δυο κλωσοφωλιές κιόλας…

– Ναι, δε σ’ λέω… Και είδες νοστιμιά ο άτιμος!

– Ναι, βρε Στάθη! Είδες νοστιμιά; Και τι αυγατζάμενο το κρέας του; Μπράβο Βατέλο!

Με παινέκια για το Βατέλο, φάγανε, πιήκανε και στο τέλος το βάλανε στο χορό. Όλοι, εκτός από τον μπάρμπα Ανέστη, που καθισμένος στην απάνω μεριά της γωνιάς συδαύλιζε τη φωτιά και ρευόντανε και ξαναρευόντανε.

Με τα γλέντια ήρθανε και περάσανε τα μεσάνυχτα και κανένας δεν κατάλαβε πως κανένας κοκοτός δεν λάλησε εκείνα τα μεσάνυχτα στη γειτονιά τους.

Μόνο την άλλη μέρα σαν δε φάνηκε πουθενά ο Αλέκτωρ, ο μπάρμπα Ανέστης ψυλλιάστηκε και σαν είδε το Στάθη πάνω στον μπότζο να γελάει και τον άκουσε να λέει «Μα, μεζές, ε;», τότε κατάλαβε τι είχε γίνει.

– Ε, μωρέ κερατά Καρακίτσο! Τον Αλέκτορα έσφαξες; Σα δε ντρέπεσαι!

– Κιο δεν ντράπηκες εσύ, που ’φαγες το μισό μοναχός σου! Κοντά να μην μο’λίψει άλλος.

Μα την ίδια στιγμή μπήκε στην αυλή του Στάθη η θειά Γιάννα, σκούζοντας:

– Τι έπαθα, Στάθη μ’! Τι έπαθα! Με ρήμαξε η μαγκούφα! Με ρήμαξε!

– Τι έπαθες, μωρή;

– Τι άλλο ήθελες να πάθω, που μπήκε η αλ’πού στον κάτικα και μας έπνιξε όλες τις κότες, η ασίφταγη…

– Τι λες, μωρή; Πάει κι ο Βατέλος;

– Όχι. Μοναχά αυτός γλύτωσε. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε στην κορφή της σκαμνιάς κι ακόμα δεν λέει να κατεβεί.

– Μπράβο Βατέλο! Για όλα άξιος είσαι!… και κοιτάζοντας το μπάρμπα Ανέστη, πρόσθεσε: Δε λέω κι ο Αλέκος (έτσι τον έλεγε τον Αλέκτορα, όπως όλοι οι γειτόνοι), αν και για μπερμπαντιές ήτανε άχαρος κι η φωνή του ήτανε για κλάματα, σαν μεζές όμως ήτανε άλλο πράμα.

– Π’ να σου γίνει δρωπίκι… είπε ο μπάρμπα Ανέστης φουρκισμένος και μπήκε στο κατώγι κι έκατσε πάνω στην πλάντρα απ’ το τρόκολο, όπως έκανε σαν ήτανε θυμωμένος.

Και τώρα ήτανε πολύ, μα πολύ θυμωμένος…

(Πηγή: www.kolivas.de)