Αμερημνησία

Το άρθρο μας έστειλε ο Αριστείδης Δάγλας

ΑΜΕΡΗΜΝΗΣΙΑ

Ο Φαίδωνας Θεοφίλου, γεννήθηκε το 1947 στη Μυτιλήνη. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στη Γερμανία και εργάστηκε στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας ως στέλεχος ευρωπαϊκής αεροπορικής εταιρείας. Αρθρογραφεί μόνιμα στον επαρχιακό και περιστασιακά στον αθηναϊκό τύπο, ενώ δραστηριοποιείται στο Διαδίκτυο πάνω σε θέματα τέχνης και πολιτισμού, καθώς και ζητήματα που αφορούν στην πολιτική και την κοινωνία.

Είναι ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαυστριακού πολιτιστικού και επιμορφωτικού Ινστιτούτου και του Θουκυδίδειου Κέντρου Επιστημών. Συνεργάστηκε για την έκδοση του εντεκάτομου έργου «Πανόραμα ελληνικού διηγήματος» των εκδόσεων «Αλέξανδρος». Θήτευσε ως εκλεγμένο μέλος στο προεδρείο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών κατά την περίοδο 1991-93.

Από τις αρχές του 2004 και για 2 χρόνια διηύθυνε το περιοδικό «Αιολίδα» με θέματα της Λέσβου και άλλες πολιτιστικές και λογοτεχνικές αναζητήσεις.

Το διήγημα που ακολουθεί απεικονίζει με ενάργεια μια υπαρξιακού τύπου εσωτερική διαμάχη του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί να αντιμετωπίσει το επιτακτικό ερώτημα, αν θα παραμείνει ένα γρανάζι του κοινωνικοοικονομικού συστήματος με συγκεκριμένες δεσμεύσεις και παροχές, ή αν θα κόψει τον ομφάλιο λώρο της πολύπλευρης εξάρτησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υλική πλευρά της υπόστασής του.  Τελικά, η μεταφυσική λύση στο παραπάνω δίλημμα, εκτός από αφορμή για προβληματισμό, αποτελεί ένα εξαιρετικό συναισθηματικό άλμα στην αντίπερα όχθη, αυτήν της πολυζήτητης  αμεριμνησίας.

Απολαύστε το.

 

Φαίδωνας Θεοφίλου – Νοστάνθη

Άφησε το γραφείο πίσω του να ξεμακραίνει ο κ. Φρίξος και παίρνοντας 15 αυγουστιάτικες μέρες άδεια, έφθασε στη Χλωρίδα για διακοπές. Ο κ. Φρίξος ήταν πεντηκοντούτης και χωρίς οικογένεια. Η Χλωρίδα ήταν μια καμπίσια τοποθεσία με πολλή βλάστηση κι οξύτατες αποχρώσεις πράσι­νου. Τον κάμπο πίσω του και γύρω-γύρω πλαισίωναν βουνά φορτωμένα με μικρά και μεγάλα δέντρα και μπροστά στο κάμπο απλώνονταν σαν αυτονόητη υγρή προέκταση, η θάλασσα. Ο κ. Φρίξος είχε την αίσθηση πως είχε προϋπάρξει στο φυσικό τούτο περιβάλλον. Γνώριζε ως τα κατάβαθα της ψυχής του το μουρμουρητό του δάσους και των φυλλωμά­των, που ανάδινε η εξέλιξη της φυτικής ζωής. Τα σιγοψιθυρίσματα και τα τραγούδια των πουλιών, τα ήξερε κι αυτά. Του φαίνονταν τα πουλιά σαν παλιοί γείτονες. Δίχως να κατάγεται από χωριό ο κ. Φρίξος κι έχοντας περάσει όλα τα χρόνια του σε μια πολύβουη πόλη, είχε τη βεβαιότητα πως ήταν μια συνέχεια σ’ αυτό το περιβάλλον. Σα να ‘χε κοιμηθεί κάτω απ’ τα πυκνά φυλλώματα που ήλιος δεν τα πέρναγε. Σα να ‘χε στήσει παγίδες για λαγούς κι άλλα ζώα, εξασφαλίζοντας το φαΐ της μέρας. Σα να ‘χε κλέψει άγριο μέλι κυνηγημένος και τσιμπημένος απ’ τις μέλισσες. Σα να ‘χε με πρωτόγονο καμάκι ψαρέψει και ψήσει τα ψάρια του στη θράκα. Λες κι είχε ξοδέψει όλα τα χρόνια του εδώ. Όχι ξοδέψει. Τα είχε περάσει κρίκους στο ανάστημα των δέντρων και κάθε άνοιξη στα γενέθλιά του μεταλάμβανε χλωροφύλλη. Απολάμβανε τον περίγυρό του μ’ όλη την ένταση των αισθήσεών του ο κ. Φρίξος κι ανήκε εκείνος σ’ αυτόν, κι αυτός σ’ εκείνον. Έπεφτε στη θάλασσα και την αγκάλιαζε μ’ ένα ερωτικό αίσθημα ελευθερίας. Το κορμί του τσιμπούσαν ανείπωτες χαρές. Κι ο χρόνος ροκάνιζε αργά αλλά αδυσώπητα τις μέρες. Έτσι πέρασαν οι δεκαπέντε μέρες της άδειας. Πέρασαν δεκαοχτώ. Εικοσιδύο μέρες. Ο κ. Φρίξος βρισκόταν ακόμα στη Χλωρίδα. Είχε παραβιάσει την άδεια του κατά επτά μέρες. Ο φόβος για τις συνέπειες γλίστρησε και σφηνώθηκε ανάμεσα θώρακα και στομάχι. Αν τον έδιωχναν απ’ την εταιρεία, που θα ‘βρισκε εργασία σε τέτοια ηλικία; Η Χλωρίδα τον τραβούσε να μείνει. Διαπίστωνε όμως με λύπη, πως η ικανότητά του να επιβιώσει στη φύση μονάχος του και να παίρνει αυτά που του ανήκουν, είχε ξεφτίσει. Βλέπεις τόσα χρόνια είχε μια οργανωμένη ζωή. Πούλαγε τη δουλειά του, έπαιρνε χρήματα, κι αγόραζε αυτά που εδικαιούτο από τη φύση και τη ζωή δωρεάν. Τώρα θα έχουν έλθει ήδη οι λογαριασμοί του νερού, του ηλεκτρι­κού και του τηλεφώνου, σκέφτηκε. Το νοίκι που πρέπει να πληρωθεί. Η τηλεόραση θα μεταδίδει ζωντανά τις ποδοσφαιρικές συναντήσεις για το κύπελλο εθνών. Ένιωθε να ‘χει δυο ρίζες και να τον τραβολογούν αλύ­πητα, η κάθε μια για λογαριασμό της. Ήθελε να μείνει για πάντα. Ο διευθυντής του θα χειρονομούσε τώρα έξαλλος πάνω απ’ το γραφείο του. Πρέπει να γυρίσω πίσω σκέφτηκε. Πρέπει να γυρίσω οπωσδήποτε. Αλλά αν πρόκειται να με απολύσουν, να μείνω καλύτερα εδώ. Ένα αίσθημα ανασφάλειας διαχέονταν σαν ηλεκτρισμός μέσα του κι έφτανε μέχρι τις άκρες των νυχιών του. Κάτι σαν βαρίδι στο στομάχι του, έκανε μια τρεμουλιαστή γέφυρα μέχρι το λαιμό του. Κάθισε στα ριζά ενός πλάτα­νου κι έπιασε απελπισμένος το κεφάλι του. Ξάφνου, μια φωνή ακούστηκε μέσα του. Φωνή, που θαρρείς και χτύπαγε στα τοιχώματα χαράδρας και γίνονταν ηχώ! —Τον κόσμο που τώρα αποφεύγεις εσύ τον έφτιαξες. Δεν είναι λίγο αργά για να τον αρνηθείς; Ο κ. Φρίξος έσχισε ένα φρέσκο πλατανόφυλλο στα δύο, κι ύστερα στα τέσσερα. Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε τον ουρανό που ήταν ολοκάθαρος, κι άφησε τον εαυτό του να χύνεται, να χύνεται μέχρι που απορροφήθηκε εντελώς από το χώμα που κάλυπτε τις ρίζες του πλάτανου.