Με το καΐκι του Άλκη: «Όχι, Ρότζερι. Δεν φοβήθηκες»

Η αληθινή ιστορία που διαδραματίστηκε στο Μεγανήσι είναι του Roger Just (ανθρωπολόγος).

Η μετάφραση του αποσπάσματος[1] είναι προσωπική (συνεπώς ερασιτεχνική). Οι όποιες διορθώσεις και παρατηρήσεις καλοδεχούμενες.

……………………………………………………………………

Το 1980 δούλευα στο μικροσκοπικό νησί του Ιονίου, το Μεγανήσι, για έναν ψαρά ονόματι  Άλκη. Είχαμε πάει για παλαμίδια, σαφρίδια, ψάρια που έρχονται στα παράκτια νερά γύρω από το Μεγανήσι αλλά και σε εκείνα των παρακείμενων νησιών, προκειμένου να αναπαραχθούν. Μετά φεύγουν, χάνονται, άγνωστο για που.

Όταν (και αν) υπάρχουν άφθονα παλαμίδια, ένα καΐκι όπως αυτό του Άλκη χρειάζεται τουλάχιστον τρεις άνδρες για πλήρωμα: έναν στο πηδάλιο, έναν για τα δίχτυα στην τροχαλία στην πλώρη για να βγάζει τα ψάρια και έναν ακόμα στην πρύμνη για να μαζεύει και να τακτοποιεί τα δίχτυα στο βαρούλκο. Μόνον εγώ και ο Άλκης ψαρεύαμε. Στο καΐκι είχα πάει εθελοντικά, αφού, νέος ανθρωπολόγος καθώς ήμουν, δεν ήθελα να χάσω με τίποτα την ευκαιρία να γνωρίσω τη δουλειά αυτή από κοντά. Αργότερα μόνον συνειδητοποίησα πως πρέπει να ήμουν στ’ αλήθεια το μοναδικό ανόητο πλάσμα που ήθελε να συνοδεύσει [τον Άλκη] σε αυτή την ψαριά, στο τέλος της σαιζόν όπου οι τοπικές καιρικές συνθήκες είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες.

Του Άλκη τού είχαν πει οι συγχωριανοί του να μη βγει έξω. Όμως έπρεπε. Εγώ αδημονούσα, ακόμα και όταν οι φίλοι μου με συμβούλευαν να μην τον ακολουθήσω. Άλλωστε η ευκαιρία ν’ αποκτήσω αυτή την «ανθρωπολογική εμπειρία» ήταν πάρα πολύ καλή για να τη χάσω.

Ένα βράδυ γύρω στα μεσάνυχτα και αφού είχαμε ρίξει τα δίχτυα μας (περίπου 1500 μέτρα σε είκοσι έξη οργιές βάθος, δίχτυα για τα οποία ο Άλκης πέρασε αρκετούς χειμώνες στη ζωή του πλέκοντάς τα), μας χτύπησε καταιγίδα. Βροχή, ομίχλη και ορατότητα σχεδόν μηδενική. Τα κύματα στα συνήθως ήρεμα νερά του Μεγανησίου άρχισαν να σηκώνονται κάτι μέτρα ψηλά.

Το καΐκι, όπως και όλα τα καΐκια, άρχισε να πλέει σαν την καμήλα στην έρημο. Τη μια στιγμή στεκόταν στην πρύμνη, την αμέσως επόμενη βύθιζε την πλώρη του στη θάλασσα, άλλοτε συστρεφόταν άγρια, […] και κάπου κάπου δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος στο κατάστρωμα. Η ανησυχία που με διακατείχε άρχισε να μεγαλώνει τη στιγμή που ο Άλκης έπιασε και έριξε τις φωτοβολίδες που είχε μαζί του. Ήταν ένας έμπειρος ναυτικός. Όμως, δεν ήταν εκείνο το είδος του ανθρώπου που θα ζητούσε βοήθεια αν δεν την χρειαζόταν πραγματικά, αν μπορούσε δηλ. να την αποφύγει. Και ακόμα πιο πολύ ανησύχησα όταν με ρώτησε αν ξέρω κολύμπι. Είμαι ομολογουμένως ένας λογικός κολυμβητής, αλλά αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να τα καταφέρω να σταθώ αρκετή ώρα ριγμένος μέσα στη θάλασσα με τα ρούχα και μάλιστα με τέτοιο καιρό. Κάποια στιγμή «κοκάλωσα» όταν είδα τον Άλκη να κόβει τα δίχτυα του για να γυρίσουμε πίσω, γιατί ήξερα πόσο ακριβά τα είχε πληρώσει (θεωρητικά έστω). Για μην μακρηγορώ, βάλαμε πλώρη για το σπίτι, με τον Άλκη όρθιο και σταθερό στο πηδάλιο, λες και τα πόδια του ήταν καρφωμένα στο κατάστρωμα, κι εγώ ο ανθρωπολόγος να έχω πάρει αγκαλιά το κατάρτι υποφέροντας από ναυτία.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε. Ήταν ήρεμη, ήσυχη. Κατά το μεσημεράκι –αισθανόμουν ακόμα άρρωστος και λίγο κομπιασμένος- πήγα κάτω στην αποβάθρα όπου ο Άλκης επιδιόρθωνε ό,τι είχε απομείνει από τα δίχτυα του. Κάθισα να τον βοηθήσω. Έπειτα από κάπου μισή ώρα κάποια από τα «παιδιά» (ηλικίας μεταξύ 18 και 75 ετών) έρχονταν προς το μέρος μας.

«Λίγη καταγίδα χθες το βράδυ;», είπε ένας τους.

Ο Άλκης δεν έβγαλε κουβέντα. Έκανε τον χαζό. Υπέφερε μέσα του, αλλά ήξερε πότε να κρατά το στόμα του κλειστό.

Αφού δεν πήραν καμιά απάντηση από τον Άλκη, γύρισαν προς εμένα.

«Λίγη καταγίδα χθες το βράδυ

«Ναι», αποκρίθηκα.

«Φοβήθηκες;», με ρώτησε κάποιος.

«Αν φοβήθηκαΑν φοβήθηκα; [βλασφημία στα ελληνικά, διαγράφεται]. Ποτέ δεν φοβήθηκα τόσο στη [βρισιά διαγράφεται] τη ζωή μου

Μετά σιωπή. Δεν μιλούσε κανείς. Θα μπορούσες να ακούσεις τον ήχο ενός αγκιστριού που πέφτει κάτω. Τότε ένας από τους νεώτερους άνδρες εκεί, φίλος μου, προχώρησε, στάθηκε μπροστά από τους άλλους, γύρισε και μου είπε: «Όχι, Ρότζερι. Δεν φοβήθηκες».

«Ω», είπα.

Τότε γύρισαν την πλάτη και άρχισαν να ξεμακραίνουν, φανερά αμήχανοι.…

 

Επιμέλεια Απ. Γατής



[1] Τίτλος «On the ontological status of honour» στο Hendry, J. and Watson, C.W.: An anthropology of indirect communication, ASA Monographs, Routledge, London (2001:35 – 36) διαθέσιμο στο http://books.google.gr [5-2-2012].