Η Ιστορία της Γκιόστρας της Ζακύνθου

Γκιόστρα ( ιταλικά: giostra> προφ.: τζιόστρα) είναι ένα από τα παλιότερα δρώμενα του ζακυνθινού καρναβαλιού. Μαζί με τους χορούς, που διεξάγονταν κυρίως στις πολυτελείς αίθουσες των δύο Καζίνων (Ρωμιάνικο και Λομπαρδιανό) και τις πασίγνωστες και λαοφιλείς «Ομιλίες» (θέατρο δρόμου), οι οποίες παριστάνονταν από τον λαό σε υπαίθριους χώρους, αποτελούσαν (και αποτελούν) τις κυριότερες εκφράσεις της αποκριάτικης διασκέδασης του φημισμένου ιόνιου νησιού.ρόκειται για έφιππους αγώνες, στους οποίους οι συμμετέχοντες λάβαιναν μέρος, διεκδικώντας το έπαθλο, όπου ήταν ένα αργυρό σπαθί, για τον πρώτο και ένα ζευγάρι ασημένια σπιρούνια για τον δεύτερο, αλλά και για την τιμή μιας γυναίκας, προς χάριν της οποίας αγωνίζονταν.

Η Γκιόστρα της Ζακύνθου είχε δύο μορφές αγωνίσματος. Η πρώτη ήταν αυτή του δαχτυλιδιού. Σ’ αυτήν ο αγωνιζόμενος ιππότης θα έπρεπε να αποσπάσει μικρό κρίκο, ο οποίος ήταν κρεμασμένος από μια ξύλινη κατασκευή. Η δεύτερη ήταν η Γκιόστρα του Mascaron Moro. Σ’ αυτήν ο ιππότης είχε σκοπό να κόψει με τη λόγχη του φτερό, το οποίο βρισκόταν τοποθετημένο στο κεφάλι ενός ανθρώπινου ομοιώματος, μελαψού χρώματος (για το λόγο αυτό λεγόταν και Γκιόστρα του Σαρακηνού). Ακολουθούσε μεγάλο, συχνά πολυήμερο γλέντι, στο σπίτι του νικητή και το όνομά του γραφόταν σε ειδικό, τιμητικό βιβλίο.

Στην Γκιόστρα λάβαιναν μέρος ευγενείς μόνο, που το όνομα της οικογένειάς τους ήταν καταχωρημένο στη Χρυσόβιβλο των Ευγενών (Libro d’ Oro). Την παρακολουθούσε, όμως, πλήθος κόσμου. Χαρακτηριστικά διασώζεται από τους διάφορους ιστορικούς ότι για να την δουν κατέβαιναν στην πόλη ακόμα και οι κάτοικοι των πιο απομακρυσμένων χωριών. Έτσι η εκδήλωση αποκτούσε και λαϊκό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, που η Γκιόστρα από νωρίς πέρασε στο λόγιο και το λαϊκό θέατρο του νησιού (Ερωτόκριτος, Ευγένα), καθώς και στην λογοτεχνία του (Διον. Ρώμας, Ανδρ. Αβούρης).

Είναι άγνωστο το πότε ακριβώς ξεκίνησε. Πιστεύεται, όμως, πως είναι μια πανάρχαια συνήθεια. Επίσημα την πρωτοσυναντάμε το 1656, όταν στις 29 Ιανουαρίου αυτής της χρονιάς, διερχόμενος από το νησί ο Γενικός Προβλεπτής την Ιόνιων Νησιών (Capitan General) Λάζαρος Μοτσενίγος επικύρωσε την από 20 Απριλίου 1651 διάταξη του Γενικού Προβλεπτή (Provvediore Generale) Ιωάννου Αντωνίου Ζένζια, σύμφωνα με την οποία η Κοινότητα θα έπρεπε να λαμβάνει για τους αγώνες τριάντα δύο ρεάλια από το δημόσιο ταμείο, τα οποία θα διέθετα για τα έπαθλα των νικητών. Η πληροφορία αυτή, η οποία δημοσιεύεται από τον χαλκέντερο ιστορικό Σπ. Δε Βιάζη, μας κάνει να πιστέψουμε πως η Γκιόστρα ήταν πολλή παλιότερη, πως ήταν ιδιαίτερα αγαπητή από τον ζακυνθινό λαό και για τον λόγο αυτό από την χρονιά εκείνη αποκτά και επίσημο (κρατικό) χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό είναι πως με αυτήν ασχολήθηκαν και όλοι οι άλλοι ιστορικοί του νησιού, αλλά και οι περισσότεροι από τους ξένους περιηγητές, που μας παραδίδουν πως αυτή ήταν το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς για τον τόπο.

Οι ιππικοί αγώνες της Γκιόστρας στην αρχή γίνονταν στην θέση Αρίγκος της Μπόχαλης, δίπλα στην πρώτη πόλη, η οποία ήταν χτισμένη, για λόγους ασφάλειας, μέσα στο Κάστρο. Αργότερα, όταν η πρωτεύουσα του νησιού κατέβηκε στον Αιγιαλό, ακολούθησαν και αυτοί την πορεία της και διεξάγονταν στην κεντρική οδό της Πλατείας Ρούγας (σήμερα Αλεξάνδρου Ρώμα) και μεταξύ των εκκλησιών της Ανάληψης και της Ευαγγελίστριας. Ημέρα διεξαγωγής τους ήταν η Πέμπτη της Τυροφάγου.

Η Γκιόστρα είχε, τέλος, και κοινωνικό χαρακτήρα. Την ημέρα της τέλεσής της αφαιρούνταν από τα παράθυρα οι τζελουτζίες, τα κάγκελα, δηλαδή, που κρατούσαν φυλακισμένες τις γυναίκες στα σπίτια τους. Με τον τρόπο αυτό αρχίζει η ισότητα των δύο φύλων και η γυναίκα ξεκινά να παίρνει μέρος στα κοινά.

Τα τελευταία χρόνια η Γκιόστρα της Ζακύνθου αναβιώνει από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», η οποία έχει έδρα στο νησί και σκοπό της την ουσιαστική επαναφορά του δρώμενου στο Ζακυνθινό Καρναβάλι, καθώς και την επιστημονική έρευνα της ιστορίας του και της εξέλιξής του. Για τον σκοπό αυτό, κάθε χρόνο, εκτός από την διεξαγωγή του αγωνίσματος, εκδίδει και ειδικό φυλλάδιο, με κείμενα – ανακοινώσεις πνευματικών ανθρώπων της Επτανήσου και όχι μόνο, φωτίζοντας, έτσι, σημαντικές πτυχές της αξιοπρόσεχτης αυτής έκφρασης της αποκριάτικης διασκέδασης του τόπου.

Η εκδήλωση πραγματοποιείται το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς (Τυρινής). Ξεκινά με παρέλαση, η οποία αρχίζει από το ιστορικό Πλάτωμα του Αγίου Παύλου και, αφού διασχίσει το κέντρο της πόλης, καταλήγει στην κεντρική πλατεία Διονυσίου Σολωμού, όπου διεξάγεται το αγώνισμα.

Στην πομπή συμμετέχουν εκατοντάδες φίλοι του Σωματείου, αλλά και άλλοι ζακυνθινοί ή επισκέπτες του νησιού μας, ντυμένοι με χαρακτηριστικές στολές εποχής, οι οποίες έχουν κατασκευαστεί με μεράκι και ύστερα από ιστορική έρευνα, βασισμένη σε κείμενα ερευνητών, πορτραίτα οικογενειών και κυρίως στους πίνακες των μεγάλων Ζακυνθινών ζωγράφων, που απεικονίζουν λιτανείες της εποχής της Βενετικής περιόδου.

Στην πομπή υπάρχουν και όλες οι χαρακτηριστικές σκηνές της τζαντιώτικης ιστορίας. Προηγούνται οι παντιέρες (σημαίες), τα καπίτουλα (λάβαρα) και έπονται η λεντίκα (μεταφερόμενο από ανθρώπους φορείο), η ουρανία (βελούδινο πανί, στηριζόμενο σε κοντάρια, για την μεταφορά επισήμων προσώπων), οι άμαξες, τα μουσικά σχήματα και πολλά άλλα. Σ’ αυτήν συμμετέχουν και όλοι οι πρωταγωνιστές της Γκιόστρας: ο κήρυκας, η κυρία προστάτης, οι γραμματείς, οι κριτές, ο Maestro di Campo (ελλανοδίκης), οι δεσποσύνες, που για χάρη τους θα διεξαχθεί η αναμέτρηση, ο Προβλεπτής Θαλάσσης, ο Πρεβεδούρος (βενετσιάνος διοικητής) κ. ά. Πρωταγωνιστές στην πομπή είναι οι ιππότες, έφιπποι πάντοτε και συνοδευόμενοι από φίλους και γνωστούς, αλλά και τους ιπποκόμους τους, οι οποίοι κρατούν περήφανα τα οικόσημά τους.

Στην πλατεία Σολωμού γίνεται το αγώνισμα της Γκιόστρας. Προηγείται η εγγραφή των ιπποτών και η ανακοίνωση της συμμετοχής τους στο πλήθος, από τον κήρυκα. Ακολουθεί η εκλογή της εκλεχτής τους, όπου για χάρη της θα αγωνιστούν, η ανάρτηση των οικοσήμων τους και η ορκωμοσία τους, για την τήρηση όλων των ιππικών κανονισμών.

Στην συνέχεια, μετά την κήρυξη του Πρεβεδούρου, διεξάγεται το αγώνισμα. Οι έφιπποι αγωνιστές προσπαθούν να πάρουν τον κρίκο και να τον επιδείξουν στην επιτροπή των κριτών. Το πλήθος συμμετέχει και στοιχηματίζει. Επευφημεί τους ανδρείους και αποδοκιμάζει τις αποτυχίες.

Τέλος ο νικητής παίρνει το έπαθλο και φεύγει έφιππος, έχοντας πισωκάπουλα στο άλογό του την κοπέλα που για χάρη της πήρε μέρος στην Γκιόστρα.

Ακολουθεί ο νικητήριος χορός και οι γιορτές της νίκης.

Στην Γκιόστρα της Ζακύνθου, η οποία έχει διεθνή χαρακτήρα, λαμβάνουν μέρος και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ή διεξάγουν και αυτές παρόμοια αγωνίσματα ή αναβιώνουν άλλα μεσαιωνικά δρώμενα. Μέχρι τώρα συμμετέχουν η Ιταλία, με τους χαρακτηριστικούς σημαιοφόρους της και τις φαντασμαγορικές επιδείξεις τους και η Σλοβακία, με τους περίφημους Γερακάρηδες και της επιδείξεις με τις φωτιές τους. Το Σωματείο έχει έρθει σε επαφή και με όλες τις χώρες και πόλεις της Ευρώπης, στις οποίες πραγματοποιούνται Γκιόστρες και σκοπό του έχει την μελλοντική συνεργασία τους, επιδιώκοντας η Γκιόστρα της Ζακύνθου να πάρει πανευρωπαϊκό χαρακτήρα.

Ήδη η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante» έχει εκπροσωπήσει δύο φορές την Ελλάδα στην ιταλική πόλη Sulmona, όπου διεξάγεται κάθε καλοκαίρι η Ευρωπαϊκή Γκιόστρα, κερδίζοντας και τις δύο φορές την τρίτη θέση. Με την πόλη αυτή έχει αναπτύξει ιδιαίτερος δεσμούς και έχουν αρχίσει οι ενέργειες για την αδελφοποίηση των δύο δήμων.

Η Γκιόστρα της Ζακύνθου είναι μια άλλη πρόταση για το ζακυνθινό καρναβάλι, βασισμένη στην ιστορία και την ιδιοσυγκρασία του νησιού και στηριγμένη στην έρευνα των σημαντικότερων ερευνητών του. Πρέπει ν’ αγκαλιαστεί απ’ όλους τους φορείς και τα σωματεία του τόπου. Είναι, επίσης, υπόθεση όλων των Ζακυνθινών, είτε κατοικούν στο νησί, είτε όχι. Η συμμετοχή τους είναι απαραίτητη.

Έχει προοπτικές και εξέλιξη. Μπορεί και πάλι, όπως παλιά, ν’ αποτελέσει το μεγαλύτερο γεγονός της χειμωνιάτικης περιόδου της Ζακύνθου. Κι όλα αυτά γιατί είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας, που δεν μπορεί εύκολα να σβήσει.

(Πηγή: 24grammata.com/ λαογραφία)

Μια Πρωτομαγιάτικη Giostra στην ανατολή του 17ου αιώνα

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Στις 5 Φεβρουαρίου του 1599, όταν δηλαδή ο 16ος αιώνας βάδιζε οριστικά προς το κλείσιμό του και την τελειωτική του εισαγωγή στην ιστορία, ο άγγλος περιηγητής Tomas Dallam, απεσταλμένος της βασίλισσας της χώρας του Ελισάβετ, ξεκινά από το Λονδίνο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας στην ουσία ένα μουσικό όργανο, «πολύτιμο και πρωτότυπης κατασκευής», το οποίο ήταν δώρο της πατρίδας του και της πρώτης της κυρίας στον τότε σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως ήταν φυσικό πέρασε και από το νησί της Ζακύνθου, σκάλα που σ’ αυτήν έκαναν απαραίτητα στάση όλοι σχεδόν οι περιηγητές ή οι πολυπληθείς, αυτόν τον καιρό, προσκυνητές, που προορισμό τους είχαν τους Αγίους Τόπους και στις 19 Μαρτίου του ίδιου χρόνου άραξε για λίγο στο πολύβουο και πολυπληθές λιμάνι της.

Giostra Di Zante – Γκιόστρα ΖάκυνθοςΈνα χρόνο, μα και έναν αιώνα, αργότερα, τον Γενάρη του 1600, επιστρέφει και πάλι στο Τζάντε, αυτήν την φορά αναζητώντας καράβι για να γυρίσει στην Αγγλία και μένει κάμποσο καιρό σ’ αυτό, όχι μόνον επειδή αρκετές μέρες κρατήθηκε στο Λαζαρέττο (Λοιμοκαθαρτήριο), μια και τώρα ερχόταν από την Ανατολή, αλλά και επειδή, απ’ ότι φαίνεται, δεν ήταν εύκολο να βρει πλοίο για τον γυρισμό του και έτσι η πρωτομαγιά εκείνης της χρονιάς τον βρίσκει στο Ιόνιο και μάλιστα στην νοτιότερη πλευρά του.

Τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στην υπό Βενετική κυριαρχία Ζάκυνθο, τις κατέγραψε και το 1893 εκδόθηκαν, μαζί με μερικές άλλες, στο Λονδίνο (The diary of master Tomas Dallam (1599 – 1600) London, 1893). Το βιβλίο αυτό είναι σίγουρα πολύτιμη πηγή για την ζακυνθινή ειδικότερα και την επτανησιακή γενικότερα ιστορία και σ’ αυτό πρέπει να σταθεί ο κάθε ερευνητής εκείνης της περιόδου και όχι μόνο. Στις σελίδες του ο Dallam μας μιλά για μιαν αναστάσιμη λειτουργία στην εκκλησία της Σκοπιώτισσας, για το γειτονικό της μοναστήρι, για το κρασί «ρομπόλα», που τους προσφέρθηκε, για τους κατοίκους του νησιού, άντρες και γυναίκες και κάμποσα άλλα, σημαντικά και ενδιαφέροντα. Στο τέλος της καταγραφής του κάνει λόγο για μια Giostra – «Πανελλήνιους Αγώνες» ιππασίας και οπλασκίας την ονομάζει – που έγινε την 1η Μαΐου 1600, την οποία, όμως, επειδή την βρίσκει απλοϊκή, απαξιεί να την περιγράψει. Μας διασώζει μόνο, περιφρονητικά, πως τα όπλα των ζακυνθινών δεν ήταν τίποτε άλλο από βαρελόδουγιες και κοντοράβδια και πως τα παιγνίδια ήταν ξύλινες κολώνες και σακιά από άμμο! Έτσι, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κυριάκος Σιμόπουλος, που πρώτος κάνει αναφορά στο κείμενο του άγγλου περιηγητή, «χάσαμε μια αυθεντική περιγραφή της ζακυνθινής “γκιόστρας” που ως το 1739 αποτελούσε κάθε χρόνο το μεγάλο γεγονός του νησιού».

Δεν είναι του παρόντος να σχολιάσουμε την πρόθεση του συγγραφέα – περιηγητή, ούτε να ελέγξουμε τις πληροφορίες του. Ίσως ήταν υπερβολικός και πιθανόν έβλεπε τα πάντα κάτω από το πρίσμα ενός κατοίκου μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας και μάλιστα του αγγλικού Λονδίνου. Ίσως να είχε και δίκιο. Σημασία πάντως έχει πως από τις γραμμές του αυτές προκύπτει μια σημαντική πληροφορία για την ιστορία του λαοφιλούς αυτού αγωνίσματος και με την είδηση αυτή η τοπική Giostra αποκτά και άλλες διαστάσεις. Για να υπερασπιστούμε, όμως, τον τόπο μας και να δείξουμε την αλαζονεία του, αντιγράφουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κείμενό του, στο οποίο ξεκάθαρα φαίνονται οι «αποικιοκρατικές» διαθέσεις του: «Εμείς στο Λαζαρέττο είχαμε την τύχη να μη μείνουμε στην κανονική φυλακή αλλά σ’ ένα σπιτάκι ακατοίκητο, ακριβώς πάνω στη θάλασσα. Αλλά μαζί μας έκλεισαν και τους (Έλληνες) ναυτικούς που μας έφεραν από το Μωριά. Και είμαστε υποχρεωμένοι να τους τρέφουμε. Όταν ήρθαν οι άρχοντες επί της Υγείας να μας εξετάσουν τους παρακαλέσαμε να μας απαλλάξουν από τους ναυτικούς. Εκείνοι απάντησαν πως για ν’ αφεθούν ελεύθεροι πρέπει να πηδήξουν από το παράθυρο στη θάλασσα με τα ρούχα τους και να φθάσουν στο πλεούμενό τους. Κι’ επειδή δεν είχαν καμμιά διάθεση να πέσουν στο νερό (ήταν Γενάρης) ο κ. Κόννισμπυ τράβηξε το σπαθί του και τους απείλησε πως θα τους κόψει τα πόδια. Κι’ έτσι πήδηξαν από το παράθυρο στο νερό και γλυτώσαμε από δαύτους»!!!

Μέχρι τώρα γνωρίζαμε πως η Giostra στο νησί της Ζακύνθου είχε στενά δεθεί με την περίοδο της Αποκριάς και πως ήταν μια σημαντική – η κυριότερη απ’ ότι λένε οι ντόπιοι ιστορικοί – καρναβαλική έκφραση. Ήταν μάλιστα και η πιο λαϊκή διασκέδαση, μια και οι απλοί άνθρωποι του μόχθου και του μεροκάματου, που δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τους εφτασφράγιστους τοίχους των παλάτσων των ευγενών του Libro d’ oro και να λάβουν μέρος στους επίσημους χορούς και τα πλούσια δείπνα, σ’ αυτήν εκτονώνονταν και διασκέδαζαν, βλέποντας και επευφημώντας τους πρωταγωνιστές της. Εξ’ άλλου μην ξεχνάμε και την άποψη που έχει εκφραστεί από κάποιους ερευνητές και παραλληλίζει την Giostra, για πολλούς λόγους, με τις κατοπινές και σύγχρονες παρελάσεις, που πάνω – κάτω, εκτός από την παλιότερη επίδειξη δυνάμεων, που είχαν σκοπό τους, την ίδια επιδίωξη υπηρετούν.

Η σημαντική πληροφορία που μας παρέχει ο Dallam, μ’ αυτήν του την πληροφορία που μας διασώζει είναι πως οι ιππικοί αγώνες γίνονταν και στην Ζάκυνθο και εκτός της καρναβαλικής περιόδου. Και αυτό είναι φυσικό, μια και η επαρχία ακολουθεί πάντα την πρωτεύουσα, που στην περίπτωσή μας ήταν η μυθική, για τον πλούτο και την λαμπρότητά της, πλωτή πόλη της Αδριατικής λιμνοθάλασσας, η κραταιοτάτη και γαληνοτάτη Βενετία.

Σ’ αυτήν, λοιπόν, απ’ ότι γνωρίζουμε, Giostra γινόταν και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Οι ευκαιρίες για την διεξαγωγή της ήταν πολλές και συχνά συνδέονταν με την εκλογή του Δόγη, την τέλεση επιφανών γάμων και την στρατιωτική νίκη εναντίων των Τούρκων και άλλων εχθρών, για να περιοριστούμε σε ελάχιστα μόνο, μα χαρακτηριστικά, παραδείγματα. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε και δύο περιπτώσεις διεξαγωγής της. Η πρώτη έγινε το 1485, οργανωμένη από τον Giovanni Mocenigo, στην piazza San Marco, σε ανάμνηση του νικηφόρου τέλους του πολέμου με την Ferrara. Η δεύτερη το 1571, στα πλαίσια των γιορτών για την νίκη των χριστιανών στην ναυμαχία της Ναυπάκτου, στην οποία, ως γνωστόν πήραν μέρος και πολλοί ζακυνθνοί.

Το ίδιο συνέβαινε και στις κτήσεις της. Για παράδειγμα θα αναφέρουμε ότι στην Κύπρο το 1521, μισόν δηλαδή αιώνα πριν την πτώση του νησιού στους Τούρκους, οι τοπικές αρχές στέλνουν στην βενετική Σύγκλητο μήνυμα, με το οποίο ζητούν την ανανέωση της διεξαγωγής του αγωνίσματος, το οποίο φαίνεται να έχει ατονήσει, καθώς και την προκήρυξη νέων βραβείων. Η Γερουσία της Γαληνοτάτης απαντά θετικά, βάζοντας μόνο σαν προϋπόθεση η Giostra να τελείται κατά την 25η Απριλίου, γιορτή της μνήμης του προστάτη της Αγίου Μάρκου και εθνική γιορτή της Βενετίας.

Giostra Di Zante – Γκιόστρα ΖάκυνθοςΣτηριζόμενοι στα παραπάνω κατανοούμε γιατί στο νησί της Ζακύνθου η Giostra γινόταν και την 1η Μαΐου. Την ημέρα αυτή γιορταζόταν πάντα στο άκρο αυτό της Ευρώπης, την Ανατολή της Δύσης και την Δύση της Ανατολής, κατά την εύστοχη ρήση του Διονύση Ρώμα, η προσάρτησή του στο Κράτος της Βενετίας. Γνωρίζουμε, μάλιστα, από πληροφορίες που μας παρέχει κυρίως ο Λεωνίδας Χ. Ζώης στην «Ιστορία» του, πως ο κάθε Προβλεπτής προσπαθούσε να υπερβεί τον προκάτοχό του στην μεγαλοπρέπεια του εορτασμού. Έτσι, με διαταγή των Συνδίκων, από 1η Ιουλίου του 1515 ορίστηκε να μην υπερβαίνει η δαπάνη το ποσό των 150 υπέρπυρων.

Άρα και στον τομέα της Giostra το πάλαι ποτέ φημισμένο «Φιόρο του Λεβάντε» ακολουθεί, με τις δυνάμεις του βέβαια, την πορεία της κραταιής Γαληνοτάτης.

Η έρευνα έχει πολλά ακόμα να φανερώσει για το ιππικό αυτό αγώνισμα, που αναμφίβολα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία και τον πολιτισμό της Ζακύνθου.

Γι’ αυτό και μόνο το λόγο η αναβίωσή του δεν ήταν καθόλου άτοπη.

από το www.giostradizante.gr