Ο Ντίνος ξαναχτυπά!

DSC00052

Μπήκαμε στην Σαρακοστή αλλά το αποκριάτικο κλίμα φαίνεται δεν μας εγκατέλειψε εντελώς. Στους σκωπτικούς ρυθμούς του Καρναβαλιού δημοσιεύουμε σήμερα άλλα δύο (ανέκδοτα- όνομα και πράμα!) ποιήματα του αμίμητου Ντίνου Μαρκεζίνη.

 

Το πρώτο αποτυπώνει το ενδόμυχο παράπονο του μόνιμου κατοίκου:

 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΙ ΧΕΙΜΩΝΑΣ 

Όλες οι εποχές καλές

Χρειάζονται στον τόπο

Ακούστε με όμως λίγο

Αν δεν σας κάνει κόπο

 

Το Καλοκαίρι είναι χρυσό

Και όλοι το αγαπάμε

Κι αν ήταν τρόπος στο νερό

Συνέχεια να βουτάμε

 

Ταχύπλοα στο πέλαγος

Κότερα και ψαράδες

Στα βράχια και με πετονιές

Ψαρεύουνε παπάδες

 

Όλα τα μαγαζά ανοιχτά

Ταβέρνες και κουτούκια

Ακόμα και στη «Μονάδα»

Φέρνουνε μπουζούκια

 

Με λίγα λόγια φίλοι μου

Σας έγραψα αυτά

Το Καλοκαίρι πράγματι

Περάσαμε καλά

 

Τώρα πρέπει να γράψουμε

Λίγα στιχάκια ακόμα

Για το μεγάλο χάλι

Που περνάμε τον Χειμώνα

 

Αντίστροφη μέτρηση γίνεται

Το Μεγανήσι ερημώνει

Και μένουμε δέκα άτομα

Με κάτι γάτες μόνοι!

Η μέρα είναι πολύ μικρή

Η νύχτα είναι μεγάλη

Κι απ’ τη μελαγχολία σου

Πονάει το κεφάλι

 

Μας φαίνεται ακατόρθωτο

Να βγάλουμε τον μήνα

Και μην μιλάς καθόλου εσύ

Που πήγες στην Αθήνα

 

Μα όταν ξανάρθεις διακοπές

Φέτος το Καλοκαίρι

Δείξε και λίγο σεβασμό

Μη θες τ’ απάνου χέρι!

 

 

Το δεύτερο μιλάει για μια ειδική περίπτωση ανθρώπου…αλλά ας αφήσουμε το ποίημα να μιλήσει μόνο του:

 

ΜΗΤΣΟΣ ΝΙΑΓΚΑΣ, Ο ΠΟΛΥΞΕΡΟΣ

Απ’ το πρωί που θα σκωθεί και θα’ βγει στην αυλή

Ένα τσιγάρο στο στόμα του, σαν τον Καλατζή…

 

Ρουφώντας τον καφέ του, τραβώντας το τσιγάρο

Σκέφτεται πώς θα κάνει τις δουλειές -ούλες με ένα σμπάρο!

 

Ξεκινάμε απ’ τ’ αυτοκίνητο, που μοιάζει με παλιό ΡΕΟ.

Το μόνο που του απόμεινε, να το περάσει ΚΤΕΟ.

 

Παίρνει και το καίκι του στο Βλυχό να το επισκευάσει

Και δίνει διαταγή στον μάστορα να μην του το πειράξει!

 

Κι ο μάστορας: «Ρε χριστιανέ τι τό ‘φερες τότε στο Βλυχό,

και δεν το κρατούσες να το φτιάξεις εσύ στον Αθερνό;»

 

«Άσε που μου εσκλάβωσες τον χώρο στο καρνάγιο.

Νάθε να το πριμάτσωνες στο διπλανό μουράγιο…»

 

Είδε κι απούειδε ο μάστορας, με ποιον έχει να κάνει

Και αμέσως δέκα πόντους κάτω την κουβέρτα φκιάνει.

 

Μήτσο, πώς τα κατάφερες κι έμαθες τόσα πολλά;

Γι’ αυτό φίλε καράφλιασες κι έχασες τα μαλλιά;

 

Το πρωί κάνεις το μάστορα, το μεσημέρι το σερβιτόρο,

Το απόγιομα το μαγαζάτορα, το βράδυ το δικηγόρο!

 

Μήτσο, λόγω που είσαι φίλος μου, δεν θα σου γράψω άλλα

Συγγνώμη για το ποίημα. Καλή ψήφο και καλή βδομάδα!