«Τα σάπια ερείσματα του κεντρώου χώρου, όπως τα έζησα»- του Μ.Πολίτη

102_plak1928-4fec19aec6dd7_414x290

Τα σάπια ερείσματα του κεντρώου χώρου, όπως τα έζησα

Άρθρο του Μάκη Πολίτη

Το σάπιο έρεισμα της μιζέριας, της μικροψυχιάς και της φασίζουσας νοοτροπίας το γνώρισα, πολλά χρόνια τώρα, από την εποχή που τα όνειρα γυρεύανε σάρκα να περπατήσουν στο δρόμο και να  πληρώσουν ακέριο το χρέος μας, όχι βέβαια στα ντόπια και ξένα κοράκια, αλλά στις γενιές που θα ‘ρθουν.

Δεν αναζητώ εχθρούς. Τους εχθρούς, τους είχαμε πλάι μας, στο μετερίζι μας προσώρας συμμάχους και την αυριανή μέρα δήμιους και  σταυρωτήδες μας. Δε λέω ίσως κι εμείς να κάναμε κάποιες αβαρίες στο κοινό μας όραμα για μια Ελλάδα της κοινωνικής δικαιοσύνης, μα ποτέ δεν αποτελέσαμε υλικό του σάπιου ερείσματος Ποιοι εμείς; Ο νοών νοήτω! Ποτέ δεν ντράπηκα για την ιδεολογία μου. Αν το έκανα θα γινόμουνα εχθρός του εαυτού μου διαχρονικά. Γιατί  τελικά ποιος μπορεί να γίνει μεγαλύτερος εχθρός από τον φθαρμένο, συμβιβασμένο εαυτό σου; Εχθρός προσωπικά δικός σου,  της ανάμνησης σου, της αξιοπρέπειας σου, εχθρός των όποιων αγώνων σου.

1974 μετά τη μεταπολίτευση. Εργοστάσιο ΠΙΤΣΟΣ.  Ο γενικός διευθυντής, απόστρατος  ταξίαρχος,  καλεί στο σπίτι του τον πρόεδρο του νεοσύστατου σωματείου..
– Αγαπητέ μου Δομένικε, του λέει το εργοστάσιο μπορεί να στείλει την κόρη σας να σπουδάσει στην Αγγλία, αλλά δεν μπορεί  να υποταχτεί στις απαιτήσεις των εργατών. Τι φρονείς; Θα καταφέρεις να λύσεις την απεργία; 
Τα παρακάτω έχουνε καταγραφτεί πια.  Γιατί οι εργάτες μπαίνουνε να δουλέψουν με σκυμμένο κεφάλι; Γιατί δεν ανακαλούνται οι απολύσεις; Γιατί κανένα αίτημα δεν έγινε δεκτό; Διότι ο Δομένικος, ο πρόεδρος, που βάζαμε τα χέρια μας στη φωτιά γι αυτόν, έχει κόρη και πρέπει να σπουδάσει στην Αγγλία. Ο «σοσιαλιστής» Δομένικος. Εξ άλλου αν δεν ήταν «σοσιαλιστής» δεν θα τον σιγοντάριζε στο ξεπούλημα όλη η «σοσιαλιστική» λίγκα του σωματείου!

1975 Εργοστάσιο CARAD. Ο εργοστασιάρχης μαζεύει τους εργάτες, τους απαγγέλει ένα δεκάρικο λόγο για έναν ινστρούχτορα που υπό τον απατηλό μανδύα του τιμίου χειρώνακτος εισήλθε εις το εργοστάσιο και…  απολύει τον Έκτορα. Αυτός ήταν ο απατηλός μανδύας. Ο καημένος ο Έκτορας σκέφτεται  «μα πώς»; Και ξεχνάει πως στη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ συνάντησε τον αρχιεργάτη.
–Πώς από δώ; τον είχε ρωτήσει εκείνος. Σύντροφος;
–Όχι ακριβώς εγώ είμαι  στο Ρήγα Φεραίο, αλλά είμαστε σύμμαχοι, συναγωνιστές.
«Μα είναι δυνατόν»; αναρωτιέται πάλι ο Ρηγίτης. «Αφού  αυτός είναι εκλεγμένος με το ψηφοδέλτιο της ΠΑΣΚΕ  στο Εργατικό Κέντρο Πειραιώς»! Και δε βρισκότανε ένα χέρι να δώσει δυο φάσκελα  στον αφελέστατο Έκτορα που δεν μπόρεσε να δει ότι το σάπιο έρεισμα δεν ήταν μόνο ο αρχιεργάτης, αλλά όλη αυτή η κλίκα των κατ’ όνομα συνδικαλιστών.

1976. Εργοστάσιο ΧΡΩΠΕΙ. Ο τμηματάρχης του μπαμπακιού ζητάει τον αρχιεργάτη του τμήματος του.
–Τι θέλεις; του λέγει εκείνος εριστικά. Μάθε ότι είμαι ΠΑΣΟΚ και είμαι με τους εργάτες.
–Κι εγώ ΠΑΣΟΚ είμαι του απαντάει ο τμηματάρχης.
Ο αρχιεργάτης τα χάνει, αλλά έχει και συνέχεια.
–Και θέλω να σου πω, συνεχίζει ο τμηματάρχης, ότι αυτές οι στάσεις εργασίας που ξεκίνησαν στο τμήμα σου δεν αρέσουν καθόλου στο κόμμα. Θέλεις να σου φέρω γραπτή την απόφαση της ομοσπονδίας να τη δεις; Καταστρέφετε την εθνική παραγωγή φαρμάκου.
Ο αρχιεργάτης έφυγε με το ηθικό τσαλακωμένο για πάντα. Ο ενθουσιασμός του κόπηκε μαχαίρι. Από τότε πατούσε σε δύο βάρκες.  Πιστός στους συναδέλφους του μα και στην κομματική του ένταξη. Ίσως το ‘χουνε μερικοί άνθρωποι. Ποτέ δεν θα παραδεχτούν ότι έκαναν λάθος επιλογή.
Χρόνια αργότερα ο αρχιεργάτης εκείνος αλώνιζε τις πλατείες με το πλαστικό σημαιάκι ανά χείρας, την Αυριανή (το Ευαγγέλιο) παραμάσχαλα και εξαπολούσε ιαχές και συνθήματα μέσα στην CARMINA BURANA. Τον συγκαταλέγω στο σάπιο έρεισμα όχι γιατί είχε κακές προθέσεις, αλλά γιατί δεν προβληματίστηκε, δεν έβαλε τη λογική του να δουλέψει, αλλά εθελοτυφλούσε. Δεν ρώτησε τον εαυτό του «ρε συ, πώς είναι δυνατόν να πέφτεις στην ίδια κάλπη με τα σκυλιά της εργοδοσίας; Τι κοινό μπορεί να έχεις εσύ, ένας τίμιος αρχιεργάτης, μ’ εκείνο το κάθαρμα τον τμηματάρχη;». Άγνοια νόμου δεν συγχωρείται, πολύ δε περισσότερον άγνοια ταξικής υπόστασης.

1977. Εργοστάσιο ΧΡΩΠΕΙ. Ο «υπερεπαναστάτης» Σεραφείμ Καλόπουλος, στέλεχος του ΕΚΚΕ κάνει επίσκεψη αβρότητας στο γραφείο του εργοστασιάρχη, ο οποίος παραδόξως τον δέχεται.
– Το ξέρετε κ. Σοφιανόπουλε ότι ανήκετε στην Εθνική Αστική Τάξη της χώρας και έχετε καθήκον να προστατέψετε την Εθνική μας Οικονομία;
Το ξέρετε ότι η παραγωγή του εργοστασίου κινδυνεύει από σαμποτάζ που προσπαθούν συνειδητά να κάνουν οι πράκτορες του ρωσικού ιμπεριαλισμού;
– Ποιοι είναι αυτοί οι πράκτορες, αγαπητέ;
– Τους ξέρετε. Οι αδελφοί Ριζόπουλοι, η Έλσα που δουλεύει στο Λογιστήριο, τα δυο κορίτσια της Μηχανοργάνωσης, ο Βαγγέλης ο Τάδε, ο Βασίλης ο Δείνα, αυτός, εκείνος, ετούτος και ο Άγγελος ένας από τους τρεις αρχιεργάτες στο τμήμα των πλαστικών.
Χαρτί και καλαμάρι ο υπεραριστερός. Τα ίδια ακριβώς είχαν κάνει οι ΕΚΚΕτζήδες σ’ όλη τη βιομηχανική ζώνη του Νέου Φαλήρου. Από πού νομίζετε πως ξεπετάχτηκαν οι Μανιάτες, οι Τσουκάτοι και τόσα άλλα φυντάνια που στελέχωσαν τόσα χρόνια τον κρατικό μηχανισμό; Υλικό κι αυτοί για να χτιστεί ο κεντρώος χώρος. Και τι υλικό; Αγκωνάρια!  Και μ’ όλα τούτα να ‘χεις τον Άγγελο να σου λέει πως ο Καλόπουλος και οι σύντροφοι του είναι συναγωνιστές που πήραν λάθος δρόμο. Πού πας ρε κακομοίρη; Δε σου μπούκωσε τη μύτη ακόμα η ασφαλίτικη μπόχα;

1978. Εργοστάσιο ΧΡΩΠΕΙ. Οι «Ρώσοι πράκτορες» κατά τον «συνάδελφο» Καλόπουλο και τους άλλους ΕΚΚΕτζήδες δεν έχουν απολυθεί. Κάποιους απ’ αυτούς τους προστατεύει ο Νόμος 330 του Λάσκαρη γιατί είναι μέλη του προεδρείου του σωματείου . Τους υπόλοιπους τους προστατεύουν οι συνάδελφοι τους με τους αγώνες τους.
Αρχαιρεσίες. Στο ενιαίο ψηφοδέλτιο ο πρόεδρος τους δίνει τις θέσεις 3,6,9,12,15,18,21. «Τι τρελή σύμπτωση είναι αυτή»; αναρωτιόμαστε και χασκογελάμε. Μόνον ο Βαγγέλης είναι βλοσυρός. «Καλά, γελάστε τώρα και αύριο…μας κάνανε εξίσωση ρε, το καταλάβατε; θα δείτε…θα δείτε». Και είδαμε! Ο καλός πρόεδρος φέρνει βόλτα όλα τα τμήματα και προσπαθεί να πείσει εργάτες και υπαλλήλους να μην ψηφίσουν… τα πολλαπλάσια του τρία! «Ψηφίστε όποιους θέλετε», λέει, «αλλά όχι τους αριθμούς που διαιρούνται με το τρία. Αριθμητική ξέρετε». Μέσα στο ψηφοδέλτιο ανοιχτά οι μεγαλοσχήμονες της εργοδοσίας, κάνα-δυο λουφαδόροι χαφιέδες των τμημάτων και οι ασφαλίτες του ΕΚΚΕ. Για κανέναν απ’ αυτούς δεν επιφυλάσσεται ο «σοσιαλιστής» πρόεδρος. Μόνο για μας. Μόνο για τα άκρως επικίνδυνα πολλαπλάσια του τρία!
– Θα με ψηφίσεις, Κατερίνα; λέει ο Άγγελος σε μια συνάδελφο.
– Και βέβαια, το ρωτάς; Ε… δεν πιστεύω ο αριθμός σου να διαιρείται με το τρία;

1979. Η ΧΡΩΠΕΙ κλείνει. Θα περιέλθει στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και οι χρηματιστές δεν έχουν δείξει ότι ενδιαφέρονται για την παραγωγή.  Οι ψευτοσοσιαλιστές συνασπισμένοι γύρω από τον πρόεδρο τους έχουν ξεκινήσει μια προπαγάνδα που ούτε οι άνθρωποι του αφεντικού δεν διανοήθηκαν.
– Τι καταλάβατε; Ζητάγατε… ζητάγατε αυξήσεις συνέχεια και τώρα μας πετάνε όλους στο δρόμο. Τι θέλατε; Να φέρνατε τον κομουνισμό στο εργοστάσιο;
–Τι λέτε, ρε παλιοτόμαρα, απαντάει η Έλσα, η ψυχή του λογιστηρίου. Από μας κλείνει το εργοστάσιο ή από τις ασυλλόγιστες επενδύσεις και τις ασυλλόγιστες σπατάλες του αφεντικού; Μια που κάνετε πως δεν τα ξέρετε, μήπως θέλετε να τα πληροφορηθείτε; Έκλεισε ή όχι μια σειρά από κερδοφόρα τμήματα για να εγκαταστήσει την παραγωγή όπλων; Τα όπλα αυτά σκουριάζουν ή όχι απούλητα στις αποθήκες , γιατί ο Ελληνικός Στρατός τα βρήκε ακατάλληλα κι έσπασε το κοντράτο; Απαντήστε, ρε προοδευτικοί; Για τα συνολικά κέρδη δεν έχετε ακούσει τίποτα; Δεν τα χρησιμοποίησε μαζί με τεράστια δάνεια για να αντλήσει πετρέλαιο από τη Ζάκυνθο; Υπήρχε περίπτωση ν’ αντέξει το εργοστάσιο τέτοιους τυχοδιωκτισμούς; Απαντήστε, ρε δημοκράτες, που βγαίνετε και λέτε πως το εργοστάσιο θα κλείσει απ’ τα ψίχουλα που καταφέραμε να αποσπάσουμε με τόσους αγώνες, ζώντας τόσα χρόνια μέσα στο φόβο της απόλυσης; Α, να χαθείτε, κοπρόσκυλα!

1980. Όμιλος Εταιρειών ΕΤΜΑ. Τη χρονιά που οι μπράβοι της εργοδοσίας χτύπησαν με ένα από τα πούλμαν της εταιρείας και σκότωσαν τη νεαρή κομμουνίστρια Σωτηρία Βασιλακοπούλου. Συναντώ έναν παλιό φίλο, τον Παπαδόπουλο. Χαίρομαι πολύ που θα τον έχω ξανά συνάδελφο, γιατί τον θυμόμουνα πάντα ντόμπρο και λεβέντη. «Έλα μου λέει να σε γνωρίσω στον πρόεδρο του σωματείου μας.
– Μπα, έχουμε σωματείο… δεν το περίμενα.
– Τέσσερα σωματεία! Κάθε εταιρεία στον όμιλο έχει το δικό της. Ο πρόεδρος στο δικό μας το τμήμα είναι δικός μας. Σοσιαλιστής.
Διαθέτω τα είκοσι λεπτά που είχα στη διάθεση μου, το γνωστό διάλλειμα  της φάμπρικας για το κολατσιό, και τον ακολουθώ. Ο πρόεδρος ήτανε «γάτα». Με το πρώτο αντιλαμβάνεται πως δεν ταιριάζω με τα χούγια του. Ε… κάτι θα του έχει πει για μένα, μ’ όλη του την αφέλεια, και ο Παπαδόπουλος.
– Είμαι εκείνος που διέλυσε την ΕΣΑΚ (συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ) μου συστήνεται για να με πικάρει.
– Μπα, και από πού τη διαλύσατε; Από την πολυθρόνα του γραφείου σας. Μην εκνευρίζεστε, κύριε πρόεδρε, του λέω. Ως αδρανής δεν είστε ικανός ούτε για το καλό ούτε για το κακό. Βρήκαν εσάς και άλλους τρεις, σας έδωσαν από ένα γραφείο για να περνάτε τον εργάσιμο χρόνο σας λύνοντας σταυρόλεξα, μόνο και μόνο για να κατακερματίσουν το εργατικό τους δυναμικό. Πάλι καλά που δεν έφτιαξαν ένα σωματείο για κάθε μηχανή. Ίσως να το σκέφτηκαν κι αυτό, αλλά θα γινόντουσαν πολλά τα γραφεία των αργόμισθων..
Ο Παπαδόπουλος να τρώει τα χέρια του. «Ρε Μάκη, ο άνθρωπος είναι δικός μας σου λέω…. Είναι με την Αλλαγή! Ρε συ, τι μ’ έβαλες και σου τον σύστησα»;
– Δε σιχαίνεσαι, ρε Παπαδόπουλε;
Την άλλη μέρα απ’ την εν ψυχρώ δολοφονία της Σωτηρίας οι πρόεδροι ξαναγύρισαν στην παραγωγή. Είχε ξεσπάσει η πρώτη απεργία στην ΕΤΜΑ και η εταιρία έκρινε πως δεν τους χρειάζεται πλέον, αφού τελικά δεν ήταν αποτελεσματικοί στη βρώμικη δουλειά που είχαν αναλάβει.

1981. Η  μεγάλη νίκη του ΠΑΣΟΚ. Το πρωί της επόμενης μέρας ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει ακατάσχετες θριαμβολογίες για τη νίκη των προοδευτικών δυνάμεων, για τη νέα Ελλάδα που ανατέλλει, για το θάνατο της Δεξιάς, για την Αλλαγή που θα ανθίσει και θα καρπίσει, για τα καμιόνια που περνούσαν με τις πράσινες και τις κόκκινες σημαίες. Πού πάτε ρε κακομοίρηδες; Το τυρί το είδατε, τη φάκα που σας έχει στήσει η αστική τάξη δεν την είδατε; Τι παπαρδέλες είναι αυτά που κάθεστε και γράφετε; Ρωτήσατε τους συντρόφους εργάτες να σας πούνε πόσο έχουνε χτικιάσει από τους «πράσινους συναγωνιστές» μέσα στους τόπους δουλειάς; Αν δεν εμπιστεύεστε αυτούς, τότε ποιο κριτήριο εμπιστεύεστε; Το κριτήριο του μεταξοδάχτυλου καλαμαρά; Διαβάζω σήμερα εκείνο το φύλλο της 19ης Οκτωβρίου του 1981 και ντρέπομαι… Μα να δώσουμε εμείς… εμείς την έξωθεν καλή μαρτυρία στα καιροφυλακτούντα αρπακτικά; Να αποκοιμίσουμε εμείς… εμείς τις συνειδήσεις των ψηφοφόρων τους ότι τελικά έπραξαν άριστα απέναντι στην πατρίδα και το λαό μας; Άιντε τώρα να τους ξεκολλήσεις από τους πολιτικάντηδες, που θα τους λασπώσουν, θα τους βρωμίσουν, θα τους κάνουν σαν τα μούτρα τους, αφού τους σπρώξαμε στις δυσώδεις αγκάλες τους με τα ίδια μας τα χέρια! Να οι αβαρίες, για τις οποίες μίλησα προηγουμένως.

Όταν συναισθανθήκαμε το χρέος μας ήταν πλέον αργά. Από το 1984 και μετά τα χτυπήματα πέφτανε βροχή. Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, επιστρατεύσεις εργατικού δυναμικού, ξυλοδαρμοί απεργών ακόμα και της τρίτης ηλικίας, αντεργατικοί και αντισυνδικαλιστικοί νόμοι ο ένας πίσω από τον άλλονε,  το θάψιμο, που το βάφτισαν απόσυρση, όχι μόνο της αγροτικής παραγωγής αλλά και της ίδιας της φτωχής αγροτιάς κατά τις επιταγές των αφεντικών της Ευρώπης, το ξεκλήρισμα των αυτοαπασχολούμενων με την απάτη του χρηματιστηρίου, τη βαριά φορολογία και τη χρέωση των νοικοκυριών που υποθηκεύανε αράδα τα σπίτια τους για να γλιτώσουν τις δουλειές τους, τα μαγαζάκια τους, τις βιοτεχνιούλες τους…. Γιατί νομίζετε πώς τότε οι τράπεζες έδιναν αφειδώς δάνεια; Ναι! Είκοσι χρόνια αυτό το βιολί παίχτηκε. Και οι ενορχηστρωτές; Μίζες, απάτες, ρεμούλα κι άγιος ο Θεός. Κοιμηθήκανε νηστικοί στον Κολωνό και ξύπνησαν χορτάτοι στο Κολωνάκι. Νέα τζάκια άρχισαν να ξεπετάγονται. Νέα τζάκια που τα βρίσκανε όχι μόνο με τους νέους εξουσιαστές αλλά και με τους πρώην, τους παραδοσιακούς. Μοίραζαν τρανταχτές δωρεές και στα «δυο κόμματα εξουσίας». Τι τους ένοιαζε; Αφού θα τα έπαιρναν πίσω στο εκατονταπλάσιο. Υπήρχε βέβαια και πριν, αλλά τώρα «άνθισε και κάρπισε» το δέντρο των κρατικοδίαιτων καπιταλιστών. Κάπως έτσι προέκυψε όχι η Αλλαγή που περίμενε μάταια ο κόσμος, αλλά η κυκλική εναλλαγή «των δύο κομμάτων εξουσίας» στην εξουσία.

Μεγάλο φαγοπότι στη κεντρική πολιτική σκηνή, μικρότερα φαγοπότια στα παρασκήνια. Δημόσιοι οργανισμοί, δήμοι, χώροι του ευρύτερου δημόσιου φορέα με τους πράσινους συνδικαλιστές σε ρόλο αγαπητικού στην παλιά Τρούμπα. Ο κλέψας του κλεψαντος…  Πολλές δημόσιες επιχειρήσεις δεν αντέχουν αυτό το φορτίο, το καθημερινό ροκάνισμα των τρωκτικών και ναυαγούν σε μια κουταλιά νερό. «Καλοδεχούμενες» λένε τα άνωθεν αρπακτικά και είναι οι πρώτες που ξεπουλιούνται στους «ημετέρους». Μετά θα πάρουνε σειρά και οι άλλες. Ότι έχει χτίσει αυτός ο λαός με τα χέρια του, με κόπο, με ιδρώτα και αίμα θα καταλήξει στα χέρια των μεγάλων καρχαριών, μόνο και μόνο για να πάρει ο υπουργός και οι παρατρεχάμενοι του τις μίζες που τους αναλογούν. Και πέρα από τις λεγόμενες «αποκρατικοποιήσεις» γιγαντώνεται, γίνεται χορός, παραζάλη το όργιο της λοβιτούρας και της ρεμούλας. Υποβρύχια που γέρνουν, ιατρικά μηχανήματα που σκουριάζουν στη μούχλα των αποθηκών, ηλεκτρολογικό υλικό που το χρεώνουν οι ξένες εταιρίες διπλό και τρίδιπλο, γιατί έπρεπε να βγάλουν, αν μη τι άλλο, τα τεράστια έξοδα τους από τις παχυλές υπουργικές «προμήθειες». Δρόμοι που κοστίζουν τρεις και τέσσερις φορές την πραγματική τους αξία. Αμ γιατί σκιστήκανε να φέρουνε στον τόπο μας αυτή τη διεθνή εμποροπανήγυρη, τους «Ολυμπιακούς Αγώνες»;  Θα θέλαμε τόμους για να απαριθμήσουμε όλο αυτό το πλιάτσικο που έγινε εις βάρος του λαού και της  δυστυχισμένης πατρίδας μας..

Αυτά, οι υπουργοί, οι γραμματείς, οι παρατρεχάμενοι, οι «συνδικαλιστές», τα στελέχη. Και τα μέλη, οι χειροκροτητές, οι αφισοκολλητές, οι σημαιάκηδες, οι απλοί ψηφοφόροι; Εδώ ειν’ ο κόμπος! Κάποιοι τραβήχτηκαν στην άκρη από αηδία, πήγαν σπιτάκι τους όπως λέμε, ιδιώτευσαν μ’ όλη την ντροπή, αν θέλετε, που κουβαλάει αυτή η λέξη. Κάποιοι άλλοι απόμειναν σαν μαγιά, υπερασπιζόμενοι μέχρι τέλος την πιο άτυχη πολιτική επιλογή. Περιφερόμενοι νεκροί που ζούνε σιωπηλά ανάμεσα μας. Γι αυτούς ο χρόνος σταμάτησε στο 1981. Παλιοί αγωνιστές που όχι μόνο δεν κατάφεραν τα στερνά τους να τιμήσουν τα πρώτα, αλλά πλήρωσαν και πληρώνουν την ισχυρογνωμοσύνη τους μέσα στο matrix της αδράνειας, της σερπετής ζωής που αφέθηκαν να ζήσουν.

« Τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες».

Κι εμείς; Μήπως οι στίχοι του ποιητή εκφράζουν και τη δική μας στάση ζωής; Κατηγορηματικά όχι! Αλυσίδες είναι τα ιδανικά, ναι! Αλλά αλυσίδες που τις φορέσαμε με την καρδιά και τη θέληση μας, γιατί κρίναμε πως χωρίς αυτές δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Γιατί γνωρίζαμε ότι και δυο ζωές να είχαμε μπροστά μας δεν θά ‘φταναν  για να δούμε μπροστά μας χειροπιαστό το όραμα μας,  «το βασίλειο της πανανθρώπινης φιλιάς», όπως λέει ο ποιητής. Μας αρκεί όμως που βάλαμε δυο λιθαράκια στο χτίσιμο αυτού του βασιλείου. Που κοντύναμε λίγο το δρόμο, που αλαφρύναμε μια σταλιά το φορτίο για τους ανθρώπους του Αύριο. Γι αυτά μόνο θα περιαυτολογήσουμε γεμάτοι από ανάμεικτα συναισθήματα λύπης και χαράς. Χαράς γιατί δώσαμε έστω αυτά τα λίγα. Λύπης γιατί δεν μπορέσαμε να δώσουμε περισσότερα. Κι εδώ θα συμφωνήσω με το στίχο του Ρασούλη, ναι, «τίποτα δεν πάει χαμένο» στη ζωή τη χαμένη μας.

Ας επανέλθουμε όμως στη βάση του «κεντρώου χώρου» και ίσως καταφέρουμε να εξηγήσουμε πράγματα που μοιάζουνε καινοφανή στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου. Μιλάω για εκείνους που, αντίθετα από τους στίχους του Καβάφη, «θρηνούν ανωφέλευτα». Που οι αμιτίτσιες με τους «ενορχηστρωτές» μόνο τους αγώνες τους ακύρωσαν κι όταν στην πορεία ξεφορτώθηκαν τις όποιες αλυσίδες των όποιων ιδανικών τους επέστρεψαν κενοί και απατημένοι.
– Είδες… αυτοί, που μας πουλάγανε φύκια για μεταξωτές κορδέλες, τα κονομήσανε, βολευτήκανε με μίζες, με κομπίνες και διορίσανε και τους δικούς τους. Εμάς, που τόσο αγώνα κάναμε, να τους βγάλουμε βουλευτές και υπουργούς, μας ρίξανε έναν παρά. Όλοι πουλημένοι είναι, σου λέω. Μην πιστεύεις πια κανένανε!
Αυτή η ισοπεδωτική λογική θέλει κάπου να ξεσπάσει. Να κατεβάσει τη βάση της κοινωνίας πιο κάτω από το βάθος της κατάντιας του υποκειμένου της. Να εκδικηθεί στο πρόσωπο των άλλων την ίδια της την κακοκεφαλιά. Όλοι φταίνε. Πρώτα-πρώτα οι αδύναμοι γιατί αυτούς και μόνο έχει τη δύναμη να χτυπήσει. Οι μετανάστες, οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι μισθωτοί και συνταξιούχοι της πείνας. Από τη μια να δικαιολογούν άκριτα τους εκμεταλλευτές αυτού του κόσμου, «ήτανε ξύπνιοι και μάγκες και μπράβο τους» κι από την άλλη να κατακρίνουν το ίδιο εύκολα τον οποιοδήποτε αγωνιστή αν έχει καταφέρει να βάλει έστω και ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, «πού τα βρήκε ο πουλημένος; Είδες… είδες… έβαλε καινούργια παράθυρα στο σπίτι του».

Πραγματικά μεγάλο παράπονο να έχεις τάξει τον εαυτό σου να ανέβει στη κορυφογραμμή των αρπακτικών και να έχεις παραμείνει στην κοιλάδα των θυμάτων τους. Άντε ξανά να τσαλαπατήσεις τα εκατομμύρια άλλα θύματα, ν’ ανοίξεις δρόμο για την ψηλή ραχούλα, πρώην δημοκράτη και προοδευτικέ και νυν ελεεινέ ψηφοφόρε των νεοναζί και κοινωνικό έρεισμα του φασισμού. 

Αυτή η γενιά κουβαλάει μεγάλο άγος. Πού θα βρούμε το νέο Επιμενίδη να κάνει τους καθαρμούς που χρειαζόμαστε; Το χρώμα των λιβαδιών έχει γίνει φαιό. Αλίμονο αν χρειαστεί να πληρώσουμε όσα πλήρωσαν και οι πατέρες μας, μέσα σε δυο παγκόσμιους πολέμους, για να βάλουν γνώση, αν έβαλαν και όση έβαλαν. Ας διδάξουμε τουλάχιστον τους νέους, ας τους τα πούμε εμείς για να μην τους τα πουν οι άλλοι. Δίπλα μας είναι αυτοί οι άλλοι. Ελλοχεύουν σαν όχεντρες μέσα στα παρτέρια με τα νέα λουλούδια. Αυτά τα λουλούδια θα ποτιστούν με δηλητήριο αν δεν φροντίσουμε να τα ποτίσουμε εμείς με τα νάματα των πανανθρώπινων αξιών, με τα ακριβά νάματα των ιδανικών μας.
Να έχετε ένα όμορφο πρωινό.