Βίος και Πολιτεία του αγ. Βησσαρίωνος

Το κείμενο μας εστάλη από τον ιερέα Ευ.Αρώνη τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά:

dimioyrgia-eikonas-mk

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Β Η Σ Σ Α Ρ Ι Ω Ν Ο Σ

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΡΙΚΚΗΣ ΚΑΙ ΛΑΡΙΣΗΣ, ΚΤΙΤΟΡΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΥΣΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ

ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ

 

Ὁ ἅγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στίς Μεγάλες Πύλες (σημερινή Πύλη ἤ Πόρτα Παναγιά) τῶν θεσσαλικῶν Τρικάλων, κατά τό 1490. Βλαστός λευιτικῆς οἰκογενείας ἀνετράφη «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν, μόλις τελείωσε τά κοινά γράμματα, προσῆλθε στόν ἁγιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης Μᾶρκο, γιά νά μυηθεῖ κοντά του στήν πνευματική ζωή. ’Εχειροτονήθη διάκονος καί στή συνέχεια πρεσβύτερος.

Ἀργότερα (περί τό 1516/7) ὁ Μητροπολίτης Μᾶρκος τόν ἐξέλεξε ἐπίσκο-πο Ἐλασσῶνος καί Δομενίκου. Δέν ἔγινε ὅμως, δεκτός ἀπό τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς ἐπαρχίας του ἀπό φθόνο τοῦ Διαβόλου, ἐπειδή ἠ ἐπισκοπή αὐτή δέν δεχόταν νά ὑποταχθεῖ στήν μητρόπολη Λαρίσης.

Ὁ ἅγιος χωρίς νά μνησικακήσει, ἐπέστρεψε στά Τρίκαλα καί ὡς ταπει-νός δοῦλος ὑπηρετοῦσε τό γέροντὰ του Μᾶρκο, ἀλλά καί ὅλους τούς πτωχούς, τούς ξένους καί τούς ἀρρώστους, πού κατέφευγαν γιά βοήθεια στήν Ἐκκλησία.

Τό 1521 οἱ κάτοικοι τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν (σημερινή Καλαμπάκα) ζήτησαν νά ἀναλάβει τή διαποίμανσὴ τους ὁ Βησσαρίων. Κατά τήν ἑξαετία πού παρέμεινε στήν ἐπισκοπή αὐτή μόνο θλίψεις καί πειρασμούς ἐγνώρισε ἀπό κάποιον χαιρέκακο καί ἀσεβῆ ἱερέα, τόν Δομέτιο.

Μετά τήν κοίμηση τοῦ μητροπολίτου Μάρκου (1527) μέ ἀπαίτηση τοῦ θεσσαλικοῦ κλήρου καί λαοῦ ἐξελέγη μητροπολίτης Λαρίσης. Ὡς ἱεράρχης ὁ ἅγιος Βησσαρίων ἀνεδείχθη ἀληθινός ποιμήν τοῦ ὑποδούλου λαοῦ, ἀναπτύσσοντας ἀξιοθαύμαστη, κατά τούς πικρούς ἐκείνους χρόνους τῆς δουλείας, ποιμαντική καί κοινωνική δραστηριότητα.

Ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραφε «δέν ἔδωκε ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς του, οὐδέ τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν», ἀλλά σύμπαντα τόν χρόνον τῆς ζωῆς του ὄρθριζε ἐκ νυκτός καί γρηγοροῦσε μοχθῶντας ὅσο κανείς ἄλλος, καθώς μαρτυροῦν καί τά ἴδια του τά ἔργα. Ἔχοντας συνεργό τό ἀξίωμα, ἐκδήλωσε ὅλη του τή συμπάθεια πρός τόν ταλαιπωρημένο λαό, καθιστῶντας τήν μητρόπολή του πηγή ἐλέους καί φιλανθρωπίας. Μέ χρήματα τῆς Ἐκκλησίας ἐξαγόρασε πολλούς χριστιανούς αἰχμαλώτους ἀπό τούς τούρκους, ἀνήγειρε ναούς, ἐπανέφερε στήν Ἐκκλησία τήν εὐταξία, πού εἶχε διασαλευθεῖ κατά τόν πρῶτο αἰῶνα τῆς δουλείας, ὀργάνωσε σέ κοινότητες τούς Ἕλληνες, πού εἶχαν καταφύγει στά βουνά, ἄνοιξε δρόμους στήν Θεσσαλία ἔως καί τήν Ἤπειρο, κατεσκεύασε γέφυρες. Ἡ περιφημότερη εἶναι ἡ γέφυρα τοῦ Κόρακα στόν Ἀχελῶο. Στό σημεῖο αὐτό τοῦ ποταμοῦ τόν χειμῶνα, ὅταν τά νερά πλημμύριζαν, ἐπνίγοντο ἀπό τό ραγδαῖο ρεῦμα οἱ περισσότεροι διαβάτες. Τό δυσκολοκατόρθωτο αὐτό ἔργο, πού κανείς πρίν ἀπό ἐκεῖνον δέν τολμοῦσε νά ἐπιχειρήσει, ἀνέλαβε καί διηύθυνε μόνος του ὁ ἅγιος, μέ ἄμετρους κόπους καί ἔξοδα καί πολλούς κινδύνους.

Γιά νά διευκολύνει τήν ἀναχώρηση ὅσων ποθοῦσαν τόν ἱσάγγελο μοναχικό βίο, ἀλλά γιά νά ἔχει καί ὁ ἴδιος τόπο καταπαύσεως ἀπό τή δίνη τῶν περισπασμῶν, ἀνήγειρε τή Μονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, γνωστή ὡς Δούσικον.

Πέντε χρόνια μετά τήν ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς, κουρασμένος ἀπό τό εὐρύ ποιμαντικό καί κοινωνικό του ἔργο, ἀσθένησε. Αἰσθανόμενος τό θάνατὸ του παρέδωσε τίς τελευταῖες του νουθεσίες στούς κληρικούς καί μοναχούς τῆς ἐπαρχίας του καί στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1540 ἀπέθεσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ἐνταφιάσθηκε στό μοναστήρι του.

Ἀργότερα τό ἱερό λείψανο του ἐκλάπη ἀπό κάποιον ἀγαρηνό καί ἐπωλήθη στή Δύση. Ἡ τιμία Κάρα του διεσώθη θαυματουργικῶς καί φυλάσσεται στή Μονή, ἐπιτελοῦσα ἄπειρα θαύματα, ἱδίως κατά τῆς πανώλους καί τῆς ἀκρίδος.

Ἡ μνήμη του τιμᾶται στή Θεσσαλία, στήν Ἤπειρο, στή δυτική Μακεδονία, στή νῆσο Λευκάδα καί στίς παραδουνάβιες χῶρες.

Τόν Αὔγουστο τοῦ 1743 ὁ ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε τήν ἁγία Κάρα στή Λευκάδα, ἡ ὁποία ἐμαστίζετο ἀπό τή φοβερή ἐπιδημία τῆς εὐλογιᾶς (πανώλους ἤ πανούκλας). Μέ τήν παρέμβαση τοῦ Ἁγίου, οἱ Λευκάδιοι σώθηκαν ἀπό τή λοιμώδη ἀσθένεια καί ἔκτισαν Ναό πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου, στήν πόλη τῆς Λευκάδος καί μάλιστα στό χῶρο ὅπου προηγουμένως εἶχε στηθεῖ τό λοιμοκαθαρτήριο. Μέχρι σήμερα ἡ περιοχή ἐκείνη ὁνομάζεται «Ἁγία Κάρα».

Ὅταν -καί πάλι- στίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἡ ἐπιδημία τῆς εὐλογιᾶς (πανώλους) θέριζε τούς ἀνθρώπους στό Βαθύ Μεγανησίου Λευκάδος, μετέφεραν τήν ἁγία Κάρα του ἁγίου Βησσαρίωνος ἀπό τήν ἱερά Μονή Δουσίκου, στό Μεγανήσι. Ἐγιναν δεήσεις καί ἐνικήθη θαυματουργικῶς ἡ ἀσθένεια. Γιά νά τιμήσουν οἱ χριστιανοί τόν Ἅγιο ἐτοποθέτησαν Εἰκόνα του στόν Ἱερό Ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Κατωμερίου καί κατά τό ἔτος 1910 ἄρχισαν νά κτίζουν πρός τιμήν του τήν Ἐκκλησία στό Βαθύ.

Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Βησσαρίωνος τιμᾶται στίς 15 Σεπτεμβρίου (καί –παλαιότερα- ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς Λευκάδος ἀπό τήν πανώλη τήν 1ην Ιουνίου).