Παναγία η Ελεούσα

ελαιουσα

Παναγία η Ελεούσα στο Βαθύ – Μεγανησίου

1917 – 2017

100 χρόνια από την εύρεση της ιεράς εικόνος

Ἡ ΕΝΟΡΙΑ ΒΑΘΕΟΣ – Μεγανησίου ἔχει τήν εὐλογία νά κατέχει ὡς πολύτιμο κειμήλιο τήν ἱερή εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης «Ἐλεούσης».

Ἡ ἱερά εἰκόνα εὐρέθη τό 1917 μέσα σέ λάκκο ἔξω ἀπό τά Ἰωάννινα ἀπό τόν λοχία Ἀναστάσιο Φ. Πολίτη. Μετεφέρθη στήν Πρέβεζα καί παρέμεινε στόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Ἰωάννου γιά ἕξι χρόνια.

Μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἀναστασίου Πολίτη ἀπό τήν Μικρασιατική καταστροφή, ἡ ἱερά εἰκόνα μετεφέρθη ἀπό τόν ἴδιο στήν ἰδιαίτερή του πατρίδα, στό Μεγανήσι. Ἐφυλάχθη γιά πενήντα χρόνια στό σπίτι του.

Τό 1972, μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Λευκάδος καί Ἰθάκης π. Νικηφόρου (Δεδούση) [†2008] καί ἐπί ἐφημερίας ἱερέως π. Γερασίμου Ν. Κονιδάρη ἀνοικοδομήθηκε παραθαλάσσιο ἱερό Παρεκκλήσιο στό Βαθύ Μεγανησίου, ὅπου ἐτοποθετήθη ἡ ἱερά Εἰκόνα τῆς Ἐλεούσης.

Ὁ Ἀναστάσιος Πολίτης, κατοπινός Συνταγματάρχης, ἀφιέρωσε μέ εὐγνωμοσύνη στήν ἱερά εἰκόνα τῆς Ἐλεούσης τά παράσημα καί μετάλλια μέ τά ὁποῖα ἐτιμήθη ὡς ἀξιωματικός στά πεδία τῶν μαχῶν.

Ἐφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια ἀπό τήν εὕρεση τῆς ἱερᾶς εἰκόνος καί 45 χρόνια ἀπό τήν ἀνέγερση τοῦ Παρεκκλησίου, ἐντός τοῦ ὁποίου εἶναι ἐνθρονισμένη, στό λιμάνι τοῦ Βαθέος.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου αὐτῆς, ἡ εἰκόνα συντηρήθηκε καί ἀποκαταστάθηκε ὁ ἀρχικός χρωματισμός της, ἀφοῦ ἀφαιρέθηκαν σκόνη, κάπνα καί ἀλλοιώσεις.

Ὁ Ἱερός Ναός καθιερώθηκε νά πανηγυρίζει τήν 8ην Σεπτεμβρίου, ἑορτή τοῦ Γενεσίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Τήν Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017 στίς 7.00 τό ἀπόγευμα θά ψαλλεῖ ὁ Μέγας Πανηγυρικός Ἐσπερινός.

Τήν Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017 ἀπό 7.30 – 10.00 τό πρωί θά τελεσθεῖ ἡ Θεῖα Λειτουργία καί τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας στίς 6.00 ἡ Παράκληση τῆς Παναγίας.

Παρακάτω παραθέτουμε τό ἱστορικό τῆς εὑρέσεως τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος, ἀπό αὐτόγραφο τοῦ ἰδίου τοῦ ἀειμνήστου Ἀναστασίου Φ. Πολίτη, τό ὁποίο βρίσκεται στή βιβλιοθήκη τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγ. Βησσαρίωνος Βαθέος. Διατηρήθηκε ἡ σύνταξη καί ὀρθογραφία τοῦ συγγραφέως, ἐνώ ἔγιναν ἐλάχιστες διορθώσεις.

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἡ Ἐλεούσα ἄς σκεπάζει τό Μεγανήσι ἀπό κάθε προσβολή!

 πανγελαι

’Αφιέρωμα

στήν Παναγία

 

Τό Ἱστορικόν τῆς εὑρέσεως

τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης, κατά τό ἔτος 1917,

γραμμένο ἀπό τόν (†) Ἀναστάσιο Φ. Πολίτη,

συνταγματάρχη ἐ.ἀ. καί κτίτορα

τοῦ ὁμωνύμου Παρεκκλησίου

στό Βαθύ Μεγανησίου Λευκάδος

“Ὑπηρετούσα ὡς λοχίας ἐθελοντής εἰς μίαν διλοχίαν τοῦ 13ου Συντάγματος Πεζικοῦ τοῦ Στρατοῦ τῆς Ἐθνικῆς Ἀμύνης ἑδρευούσης τότε εἰς Ἰωάννινα.

Μίαν φθινοπωρινήν ἡμέραν – δέν ἐνθυμοῦμαι ποίον μῆνα – διετάχθην ὑπό τοῦ λόχου μου δι’ ἐκτέλεσιν ὑπηρεσίας ἔξω τῆς πόλεως Ἰωαννίνων. Πράγματι ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα, κατόπιν τῆς ἀνωτέρω διαταγῆς, παρέλαβον τούς ἄνδρας μου καί ἀνεχώρησα διά τήν ἐκτέλεσιν τῆς ὡς ἄνω διαταγῆς.

Ὅταν ἔφθασα μετά τοῦ τμήματός μου εἰς τόν πρός ὅν ὅρον, ἐτοποθέτησα τούς σκοπούς, τούς ἔδωσα τάς δεούσας ἐντολάς καί ἀπεσύρθην εἰς τό φυλάκειον.

Τήν ἄλλην ἡμέραν πολύ πρωί θαμπά ἐσηκώθηκα καί ἐπήγα καί ἔκανα ἔφοδον εἰς τούς σκοπούς. Ὅταν ἐπέστρεψα εἰς τό φυλάκειον μετά τήν ἔφοδον ἔβρεχε ψιλή βροχή. Περνῶντας  δέ  ἀπό  ἕνα  λάκκον  βλέπω   μίαν σανίδα πεσομένην, ἐντός αὐτοῦ μέσα στή λάσπη. Ἐκ περιεργείας ἔβαλα τό πόδι μου καί ἐγύρισα τήν σανίδα, καί τί βλέπω; Τήν ἱεράν εἰκόνα τῆς Παναγίας, φαντασθῆτε τήν ἔκπληξίν μου, τήν χαρά μου, ἀλλά καί τήν λύπην μου πού ἔβαλα τό πόδι μου καί ἐγύρισα τήν σανίδα. Δέν ἐγνώριζα βέβαια νά βάλω τό χέρι μου ἀλλά καί τό κεφάλι μου ἀκόμη. Ἔκαμα τόν Σταυρόν μου, τήν ἐκαθάρισα ἀπό τίς λάσπες, τήν ἐπήρα στήν ἀγκαλιά μου καί τήν ἐπήγα εἰς τό φυλάκειον. Ἐκεῖ τήν ἐτύλιξα σέ ἕνα λευκό καθαρό χαρτί καί τό μεσημέρι πού ἦλθε ἄλλος ὑπαξιωματικός καί μέ ἀντικατέστησε, τήν ἐπήρα στήν ἀγκαλιά μου πάλιν καί μέ τά πόδια ἔφθασα στό λόχο μου μαζί μέ τούς ἄνδρες μου εἰς τά Γιάννενα.

Ἐδώ τώρα γεννᾶται τό πρόβλημα: ποῦ θά φυλάξω τήν εἰκόνα; Εἰς τόν θάλαμον; Ἦτο ἀδύνατον, διότι τότε δέν εἴχαμε κρεβάτια, ἀλλά Ὑπαξιωματικοί καί στρατιῶται ἐκοιμώμεθα ὅλοι μαζί  κάτω  εἰς  τό  δάπεδον.  Ἀμέσως  μοῦ  ἦλθεν  ἡ σκέψη ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας δέν πρέπει νά μείνη εἰς τόν θάλαμον, ἀλλά κάτι πρέπει νά κάμω. Ἔτρεξα ἀμέσως εἰς τόν λοχαγόν μου, τοῦ ὁποίου ἐνθυμοῦμαι τό ὄνομα. Ὀνομάζετο Ἀριστομένης Μεταξᾶς ἀπό τήν Κεφαλλονιά. Κτυπῶ τήν πόρτα τοῦ Γραφείου, μπαίνω  μέσα,  τόν  χαιρετῶ  στρατιωτικά.  Καί μοῦ λέγει: τί θέλεις Πολίτη; Ἐγώ ἀμέσως τοῦ ἐξιστόρησα τήν ὑπόθεσιν καί τόν παρακαλῶ πολύ νά διατάξη νά φυλάξουν τήν εἰκόνα εἰς τό Γραφεῖον τοῦ λόχου. Πράγματι ὁ καλός λοχαγός ἤκουσε τήν παράκλησίν μου καί διέταξε νά φυλαχθῆ ἡ εἰκών εἰς τό Γραφεῖον τοῦ λόχου. Μετά παρέλευσιν ὅμως ὀλίγων ἡμερῶν ἦλθε ἐπείγουσα διαταγή νά ἀναχωρήση ἡ διλοχία διά τό μέτωπον. Τώρα τί νά γίνη εἶπα μέ τό νοῦ μου; Πῶς θά μεταφέρω τήν εἰκόνα στήν Πρέβεζα, τεσσάρων ἡμερων πεζοπορία. Διότι τότε εἰς τόν Στρατόν δέν ὑπῆρχον μεταφορικά μέσα (αὐτοκίνητα κ.α.) ἀλλά οἱ στρατιῶται ἐβάδιζον πεζοί καί μόνον διά τήν μεταφοράν τῶν μαγειρικῶν σκευῶν (καζάνια κ.λπ) διά τήν παρασκευήν τοῦ συσσιτίου τῶν ἀνδρῶν μεταφέροντο μέ ζῶα (μουλάρια). Καί πάλιν δέν ἀπελπίστηκα, ἔτρεξα εἰς τόν λοχαγόν μου καί τόν παρακάλεσα μαζί μέ τά μαγειρικά σκεύη νά πάρουν καί τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, καί ὁ καλός μου Λοχαγός καί πάλιν μέ ἤκουσε καί διέταξε μετά τῶν μαγειρικῶν σκευῶν νά φορτωθῆ ἡ εἰκόνα.

Ὅταν μετά τεσσάρων ἡμερῶν πεζοπορία Γιάννενα – Πρέβεζα, ἐφθάσαμε εἰς τήν Πρέβεζα ἐκεῖ μέ περίμενε ἄλλη ἔκπληξη. Τά καράβια ἦσαν  ἕτοιμα  νά  ἐπιβιβασθοῦμε  ἀμέσως τό ἴδιο  βράδυ καί νά ἀναχωρήσουμε δι’ ἄγνωστον κατεύθυνσιν. Ὅπως καταλαβαίνετε δέν εἶχα καιρόν νά στείλω τήν εἰκόνα στή Λευκάδα, στό σπίτι μου.

Ἀμέσως τότε -Θεοῦ φώτιση- ἐπήρα τήν ἀπόφασιν νά πάρω τήν εἰκόνα καί στόν πρῶτον Ἱερόν Ναόν πού θά συναντήσω νά τήν ἀφήσω, καί ἐάν γυρίσω ἀπό τόν πόλεμο καί δέν σκοτωθῶ τήν παίρνω. Πράγματι λοιπόν, ἐπήρα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στήν ἀγκαλιά μου καί τόν πρῶτον Ἱερόν Ναόν πού συνάντησα ἦτο ὁ Ἱερός Ναός Ἁγίου Ἰωάννου. Ἐκεῖ μόλις εἰσῆλθα εἰς τόν Ἱερόν Ναόν εὑρήκα ἕνα σεβάσμιον Γέροντα Ἱερέα καταγόμενον ἐκ τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἀμέσως τοῦ ἔκανα μετάνοιαν, τοῦ ἐφίλησα τό χέρι καί τοῦ διηγήθην τό ἱστορικόν τῆς εὐρέσεως τῆς Εἰκόνος τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὧ, τῶν θαυμασίων Σου, Ὑπεραγία Θεοτόκε Ὑπερύμνητε καί Ὑπερένδοξε, μέ τά φωτισμένα ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα προφητικά λόγια τοῦ καλοῦ Πρεσβύτου (ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν ὑστέρων ὅτι, ἦσαν ὄντως προφητικά λόγια) μοῦ λέγει τά ἐξῆς λόγια: «Ἀναστάση παιδί μου, θά πᾶς στόν πόλεμο, θά περάσεις πάρα πολλούς κινδύνους, ἀλλά ἡ πίστις σου καί ἡ ἀγάπη σου πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον θά σέ φυλάξη ἀπό κάθε κίνδυνον καί θά γυρίσεις πίσω  γερός καί τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού μέ τόσες περιπέτειες τήν ἔφερες μέχρις ἐδώ, μίαν ἡμέραν θά ἔλθεις νά τήν πάρης. Καί ἐάν ἐγώ λόγω τοῦ γήρατος δέν ὑπάρχω, θά ἀφήσω ἐντολήν εἰς τόν ἀντικαταστάτην μου νά σοῦ τήν δώσουν. Διότι σοῦ ἀνήκει». Τά λόγια αὐτά τοῦ ἀξίου καί καλοῦ ἱερέως μέ συνεκλόνησαν καί ἀπό ἐκείνης τῆς στιγμῆς ἠσθάνθην μίαν ἀπερίγραπτον πνευματικήν χαράν, ἀλλά συγχρόνως καί πεποίθησιν μέσα στήν ψυχή μου ὅτι, ὅσους κινδύνους καί ἄν περάσω, μέ τήν βοήθειαν τῆς Παναγίας δέν θά πάθω κανένα κακό. Ἐγονάτησα, ἐπροσκύνησα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἐφίλησα τό χέρι τοῦ ἱερέως καί αὐτός μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε «στό καλό καί μέ τήν εὐχήν τῆς Παναγίας». Ἔφυγα μέ δακρυσμένα μάτια καί κατευθείαν ἐμπήκα στό πλοίον τό ὁποίον ἀνεχώρησε τήν ἰδίαν νύκτα, δι’ ἄγνωστον κατεύθυνσιν.

Ἔπειτα ἀπό ἕξι χρόνια ὅπου εἶχον ἀφίση τήν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου εἰς Πρέβεζαν, ὅπως ἀνωτέρω ἐξιστορῶ, καί ἔπειτα ἀπό τόσους κινδύνους πού ἐπέρασα, ἐν τῶ μεταξύ προήχθην εἰς Ἀξιωματικόν, καί μετά τήν Μικρασιατική καταστροφήν πού ἔπαυσεν ὁ πόλεμος,  ἐτοποθετήθην   ἀπό   τήν   Θράκη   εἰς   τό 24ον Σύνταγμα Πεζικοῦ, ἑδρεῦον εἰς Πρέβεζαν. Ἀμέσως μετά τήν ἐκεῖ ἄφιξιν μου ἔτρεξα εἰς τόν Ἱ. Ν. Ἁγίου Ἰωάννου καί ἐζήτησα τήν εἰκόνα, τήν ὁποίαν μοῦ παρέδωσαν ἀμέσως. Τήν ἐπήρα καί ἀπό τότε τήν ἐφυλάξαμε μέσα στό σπίτι μας ἐπί 50 ὁλόκληρα χρόνια (μισόν αἰώνα).

Καί κατά τό ἔτος 1972, τόν Αὔγουστον, ὅταν ἦλθεν ἡ εὐλογημένη ὥρα, ὑπέβαλα αἴτησιν εἰς τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Λευκάδος καί Ἰθάκης Κύρ Νικηφόρον παρακαλῶν τήν Σεβασμιότητά Του ὅπως ἐν τῆ εὐαρεσκεία Του ἐκδώσει τήν σχετικήν ἄδειαν ἀνεγέρσεως ἱεροῦ καί πανσέπτου παρεκκλησίου πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης. Κατόπιν τῆς αἰτήσεώς μου ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λευκάδος καί Ἰθάκης Κύρ Νικηφόρος μοῦ παρεχώρησεν τήν ἄδειαν ἀνεγέρσεως. Καί ὑπό τῆς Εὐλογίας Του καί κατόπιν ἀόκνων προσπαθειῶν καί ἀκόμη χειρονακτικῆς ἐργασίας ὑπό τοῦ καλοῦ ποιμένος καί ἀξίου ἱερέως π. Γερασίμου Κονιδάρη καί διά ὑλικῆς προσφορᾶς ἀπό τάς ὑλικάς δωρεάς πού μᾶς χαρίζει ὁ Μεγάλος μας Δωρεοδότης καί τῆ συνεργεία τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἀνηγέρθη τό παρεκκλήσιον πρός τιμήν τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσης εἰς Βαθύ Μεγανησίου  Λευκάδος, εἰς χῶρον  ἐντός  τοῦ παραθαλασσίου κτήματος τοῦ ἐκ τοῦ χωρίου Σπαρτοχωρίου καταγομένου κου Νικολάου Ζαβιτσάνου ὅστις τό μέρος αὐτό τοῦ κτήματός του ἔκανε δωρεάν διά τήν ἀνέγερσιν τοῦ ἱεροῦ παρεκκλησίου πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης. Καθώς καί ἡ κα Μαριάνθη Σπύρου Κονιδάρη ἔκανε δωρεά ἕν ἐλαιόδεντρον εἰς τήν Παναγία καί διά τήν ἐπέκτασιν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μέρος ἐκ τοῦ παραπλεύρως εὑρισκομένου κτήματός της.

Ἱστορικῶς ἔχουν τά τῆς ἀνεγέρσεώς του ὡς κάτωθι :

Τήν 14ην Αὐγούστου 1972 ἐψάλη ἁγιασμός καί ἐτέθη ὁ θεμέλιος λίθος ὑπό τοῦ ὡς ἄνω ἱερέως π. Γερασίμου Κονιδάρη. Τήν 6ην καί 7ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐτοποθετήθησαν αἱ ἱεραί εἰκόναι ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καθώς καί ἡ εὑρεθεῖσα πάνσεπτος εἰκών τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσης εἰς τό προσκυνητάρι. Καί τήν 8ην Σεπτεμβρίου 1972 ἡμέραν τῆς μνήμης τῆς Παναγίας, ἐτελέσθη ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία δι’ ἀντιμισθίου (ἐνν. ἀντιμηνσίου)  ὑπό τοῦ Ἱερέως π. Γερασίμου Κονιδάρη καί τήν 15ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐτελέσθη ἁγιασμός ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λευκάδος καί Ἰθάκης Κυρ Νικηφόρου.

Αὐτά εἶναι ἐν περιλήψει τό ἱστορικόν τῆς εὑρέσεως τῆς εἰκόνος τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης καί ἡ ἀνέγερση τοῦ ἱεροῦ παρεκκλησίου πρός τιμήν τοῦ παναγίου ὀνόματός Της.

Καί τώρα πρός τιμήν καί ἄπειρον εὐγνωμοσύνην μου πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον πού μέ ἐφύλαξεν ἀπό τόσους κινδύνους ἀφιέρωσα ὅλα τά διακριτικά «παράσημα καί μετάλλια» μέ τά ὁποῖα ἐτιμήθην ὡς ἀξιωματικός εἰς τά διάφορα πεδία τῶν μαχῶν κατά τούς πολέμους, γράφοντας τά ἑξῆς ἀπλά καί ταπεινά λόγια:

«Ὑπερένδοξε Θεοτόκε Παρθένε Ὑπέρμαχε Στρατηγέ, εὐλαβῶς καί ταπεινῶς καταθέτω μπροστά στήν Πανάχραντον Εἰκόνα Σου τά διακριτικά ταῦτα, διότι δικαιωματικῶς ἀνήκουν στήν Χάριν Σου, καθ’ ὅσον Ἐσύ Παναγία μου Παρθένε μέ ἐβοήθησες καί μοῦ ἔδωσες τήν δύναμη καί μοῦ ἐνέπνευσες τό θάρρος νά ἐκτελέσω ὡς ἀξιωματικός τό πρός τήν Πατρίδα καθῆκον μου πολεμώντας διά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστιν τήν ἁγίαν, διά τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερίαν. Δέξου γλυκιά μου Παναγιᾶ τήν προσφοράν μου ταύτην.

Ἐπίσης δέξου τάς θερμάς καί ταπεινάς εὐχαριστίας μου καί τήν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην μου πού μέ ἀξίωσες ἐμέ τόν ἁμαρτωλόν καί ἀνάξιον δοῦλον Σου νά εὕρω τήν Πανάχραντον Εἰκόνα Σου, νά τήν φυλάξωμεν ἐπί 50 ὁλόκληρα χρόνια μέσα στό

σπίτι μας, νά τήν ἔχομεν προστάτην καί βοηθόν εἰς πάσας τάς περιστάσεις μας καί τελευταίως νά μᾶς κάμης τήν τιμήν νά ἔλθεις εἰς τό ἀγαπημένο μας νησάκι νά ἐνθρονισθῆς πλέον γιά πάντα εἰς τό ἀνεγερθέν Ἱερόν καί πάνσεπτον Παρεκκλήσιον πρός τιμήν Σου τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσης γιά νά προστατεύεις τό νησί μας καί τούς ξενιτεμένους μας ἀπό κάθε κίνδυνο, ἀπό ὁπουδήποτε προερχόμενον. Ἰδιαιτέρως σήμερον στήν τραγικήν εποχήν πού βάλεται πανταχόθεν τό ἔργον τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας».

          Τό ἀνεγερθέν πάνσεπτον τοῦτο παρεκκλήσιον πρός τιμήν τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Παναγίας τῆς Ἐλεούσης ἔκανα δωρεάν εἰς τήν Ἐνορίαν Βαθέος πρός δόξαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.

Ἔγραφον ἐν Ἰωαννίνοις

μήνα Σεπτέμβριον 1982

Ταπεινός δούλος καί ἱκέτης
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΦΩΤΙΟΥ ΠΟΛΙΤΗΣ

Συνταγμάταρχης ἐ.ἀ.”