Εν τη ερήμω: «Αγχίαλος και Μέντης»

Αγχίαλος και Μέντης

του Μάκη Πολίτη

Μέντης. Βασιλιάς των Ταφιωτών ή Τηλεβόων. Φίλος του Οδυσσέα, πολεμιστής, ναυτίλος, έμπορος. Τα καράβια του κάνανε ταξίδια ρουτίνας ως την Κύπρο για να φορτώσουνε χαλκό και ως τη Φοινίκη. Στη Φοινίκη κλέψανε κάποτε οι Ταφιώτες και την κόρη του βασιλιά και την πουλήσανε κανονικά στον πατέρα του Εύμαιου που ήταν κι αυτός πρίγκιπας πριν απαχθεί από Φοίνικες και πουληθεί στην Ιθάκη, στον Λαέρτη. Εντάξει, συνηθίζονταν αυτά και δεν είναι τώρα να λυπόμαστε τους Φοίνικες γιατί αυτοί άλλο από την πειρατεία δεν ήξεραν και ότι είχαν δώσει στον κόσμο, το πήραν πίσω από τους Ταφιώτες.

Στο Τρωικό Πόλεμο ο Μέντης δεν έλαβε μέρος και καλά έκανε, γιατί πριν τρεις γενιές οι κουφάλες οι Μυκηναίοι, παρ’ ότι συγγενείς,  είχανε κάψει την γούνα των Ταφιωτών. Είχε πατέρα τον Αγχίαλο ο οποίος δεν έκανε και τόσο καθαρές δουλειές. Είχε λεηλατήσει όλες τις ακτές της Θεσπρωτίας με αποτέλεσμα οι Θεσπρωτοί να στείλουν πρεσβείες στον Οδυσσέα ο οποίος ήταν σα να λέμε ο επικεφαλής βασιλιάς μιας χαλαρής ομοσπονδίας του Ανατολικού Ιονίου. «Οδυσσέα, υποτίθεται ότι είμαστε σύμμαχοι σας εμείς οι Θεσπρωτοί και τούτοι εδώ οι κερατάδες οι Ταφιώτες τι κάνουνε; Δεν το ξέρουνε ή κάνουνε πως δεν το ξέρουνε;». Τι να πει κι ο Οδυσσέας που στο κόλπο ήτανε και Θιακοί με επικεφαλής τον Ευπείθη, τον πατέρα του Αντίνοου.

Αυτός ο Αγχίαλος ήτανε μεγάλος «αλχημιστής». Είχε ανακαλύψει ένα δηλητήριο που βάφανε τις αιχμές των βελών πολύ δραστικό. Έρχονταν από όλη την Ελλάδα να αγοράσουνε αυτό το πράγμα. Στο τέλος οι ιερείς των περιφερειακών μαντείων και ναών αγανάκτησαν οι άνθρωποι. «Ρε σεις, ο πόλεμος δεν έχει πια καμιά τιμή με τα δηλητήρια που πουλάει αυτός ο άθλιος. Ένα παιδάκι σου ρίχνει μια σαΐτα κι αν σε γρατσουνίσει λίγο «άμωμοι εν οδώ». Μια και δυο λοιπόν πήγανε στον Αγχίαλο. «Οι θεοί σε προστάζουν να σταματήσεις την παραγωγή και το εμπόριο του δηλητηρίου». Τι να λέγανε; Ότι εμείς σε προστάζουμε; Βάζουνε μπροστά τους θεούς μήπως φοβηθεί ή φιλοτιμηθεί ο άλλος λιγάκι.

Κι ο Αγχίαλος σταμάτησε. Έδωσε μόνο μια ποσότητα κρυφά στον Λαέρτη, τον πατέρα του Οδυσσέα. «Πάρ’ το και μην πεις σε κανέναν τίποτα». Άραγε σε πόσους να το είχε πει αυτό και να πούλαγε έτσι κρυφά και κάτω απ’ το τραπέζι το προϊόν που παρασκεύαζε, αφού δεν θέλαν οι ιερείς; Κάτι σαν τους Χιώτες με το αυγό μου θυμίζει αυτό. Τέλος πάντων.

Κι έρχονται τώρα να σου λένε «σπηλιά του Κύκλωπα» και άλλες τέτοιες αηδίες. Ποιος κύκλωπας, ρε λεβέντες; Μας πηδήξατε γενεές δεκατέσσερις τη Μυθολογία μας και δε λέτε να αλλάξετε; Άει στον Κύκλωπα, τέλος-τέλος.