Εν τη ερήμω: «Εκείνο το φωτάκι στο σκοτάδι»

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΦΩΤΑΚΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Του Μάκη Πολίτη

Κάπου γύρω στα 1960. Ήμασταν κάποτε κι εμείς παιδιά και μάς άρεσε να πηγαίνουμε την άνοιξη στους «χαιρετισμούς» κάθε Παρασκευή. Το βλέπαμε σαν μια κοινωνική εκδήλωση όπου θα συναντούσαμε και τους φίλους μας για να κάνουμε χίλιες δυο σκανταλιές. Η μεγαλύτερη σκανταλιά μας ήταν να τρώμε μέσα στην εκκλησία. Είχαμε γεμάτες τις τσέπες μας από τσερατσούλια, μεντραλίθρες, αράκια και ότι άλλο έδινε η μάνα γη στους μικρούς της τροφοσυλλέκτες. Εκτός αυτών είχαμε απαραιτήτως και το κλασσικό στραγαλοστάφιδο. Με το «άγγελος πρωτοστάτης» που άρχιζε ο παπάς, αρχίζαμε κι εμείς κρυφά ν’ αδειάζουμε τις τσέπες μας και να μπουκώνουμε το στόμα μας. Το μάσημα γινότανε αργά-αργά για να μην καρφωθούμε. Τώρα τι έθιμο ήταν αυτό, δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω. Λες και δεν μπορούσαμε τα στραγάλια και τη σταφίδα να τα φάμε έξω από την εκκλησία ή μετά το τέλος της ακολουθίας. Τέλος πάντων τελείωνε η εκκλησία και γυρίζαμε σπίτια μας από κάτι κακοτράχαλους δρόμους γεμάτους μεγάλα κοτρώνια και ριζιμιά λιθάρια. Σηκώναμε τα πόδια μας ψηλά σε κάθε βήμα για να περάσουμε πάνω απ’ αυτά τα εμπόδια και να μην σκουντουφλήσουμε. Δε λέω, πολλοί από ‘μας είχανε φακούς ή χάρτινα φαναράκια, κάποια αγοραστά από τη Λευκάδα, κάποια που φτιάχναμε με τα χέρια μας συνήθως πρόχειρα και άκομψα.

Ένα βράδυ όμως είδαμε ψηλά στην ανηφοριά ένα φως. Ένα μικρό φως για τα σημερινά δεδομένα που όμως τότε μας είχε κάνει κατάπληξη γιατί ήταν πολύ πιο δυνατό από τα λυχνάρια και τις λάμπες πετρελαίου που χρησιμοποιούσαμε. Δεν τρεμόσβηνε από τον αέρα. Είχε μια σταθερότητα στη λάμψη και μια γλυκύτητα που θύμιζε μια ψαλμωδία του εσπερινού: «Φως ιλαρόν αγίας δόξης…».

«Τι είν’ αυτό, ρε παιδιά; Τι θάμα είν’ τούτο;». Κανείς δεν ήξερε από τα άλλα παιδιά να απαντήσει. Έστησα αυτί σε δυο γέρους που ανέβαιναν κούτσα-κούτσα την ανηφόρα.

«Τι φως είν’ αυτό, ρε Στεφανή;».

«Ο Μάσος γύρισε από τα καράβια».

«Και λοιπόν;».

«Έβαλε ηλεκτρικό στο σπίτι του. Πολύ προκομμένο παιδί, ξάδερφε».

«Τι λες, μωρέ; Για φαντάσου! Ηλεκτρικό ε; Κι εμείς παιδευόμαστε με τα λαδολύχναρα. Μπράβο Μάσο!».

Ο Μάσος παρ’ όλη τη διαφορά της ηλικίας μας ήταν πρώτος μου ξάδελφος. Για μια στιγμή παρακινήθηκα να πάω μέχρι το σπίτι του να δω. Ωστόσο θες γιατί το στομάχι μου είχε γίνει αλιάδα από το στραγαλοστάφιδο, θες που δεν με κρατούσαν τα πόδια μου μετά από τόσες ώρες ορθοστασία μέσα στην εκκλησιά, το σκέφτηκα ψυχραιμότερα. Άσε, είπα, να πάω σπίτι μου να κοιμηθώ κι αύριο μέρα είναι. Τα Σάββατα είχαμε μόνο το πρωί σχολείο ενώ τις υπόλοιπες καθημερινές πρωί κι απόγευμα. Έτσι την άλλη μέρα κατά το μεσημεράκι μετά το σχόλασμα έκαμα την επίσκεψη μου στο σπίτι του Μάσου σκασμένος από την περιέργεια. Τον Μάσο δεν τον βρήκα. Βρήκα όμως τον μεγαλύτερο αδελφό του. Αυτός ήταν σαν να λέμε ο σοφός της οικογένειας. Μπάλωνε κοντά στη γωνιά ένα δίχτυ.

«Καλώς το ξαδελφάκι», είπε. «Ήρθες να δεις την εγκατάσταση; Να, εδώ είναι. Δύο λάμπες μέσα στο σπίτι, μία έξω στην πόρτα και τρεις διακόπτες στον τοίχο. Όπως βλέπεις τα καλώδια είναι στερεωμένα στους τοίχους. Μέσα στην κάμαρη έχουμε και τις μπαταρίες. Την αλαζονεία μας όμως και τα μυαλά του αδελφού μου που είναι πάνω απ’ το κεφάλι του δεν μπορώ να στα δείξω».

«Μπαταρίες», είπα μη δίνοντας σημασία στην τελευταία του φράση. «Τι μπαταρίες;».

«Πήγαινε μέσα να τις δεις».

Ήξερα τις συνηθισμένες κυλινδρικές μπαταρίες που βάζαμε σε κάτι μεγάλους φακούς που έφερναν οι ναυτικοί καθώς και στα ελάχιστα αυτοκινούμενα παιγνίδια των παιδιών που ήταν τυχερά να έχουν κάτι τέτοιο δικό τους και να το βλέπουν να πηγαίνει μόνο του πέρα-δώθε. Εδώ όμως ήταν κάτι άλλο. Τέσσερις κύβοι με ακμή περίπου δυο παλάμες ο ένας δίπλα στον άλλο με χοντρά καλώδια πάνω στους πόλους. Αργότερα έμαθα ότι αυτά τα παράξενα αντικείμενα ήταν συστοιχίες ξηρών στοιχείων. Έτσι τα λέγανε και δίνανε κάπου εξήντα βολτ για να τροφοδοτούν ραδιόφωνα με λυχνίες. Ραδιόφωνα μπαταρίας τα λέγανε και οι λυχνίες ήταν πιο μικρές και λιγότερο ενεργοβόρες από εκείνα του ρεύματος που είχανε στις πολιτείες.

Βγήκα πάλι έξω και κοίταξα ψηλά τις λάμπες.

«Πώς ανάβει», ρώτησα τον ξάδελφο μου.

«Στρίψε εκείνο τον διακόπτη», είπ’ εκείνος και συνέχισε τη δουλειά του.

Έστριψα τον περιστροφικό διακόπτη και με το κλικ που έκανε εκείνη η μικρή λάμπα ψηλά άναψε. Άλλη μια στροφή και έσβησε πάλι.

Τι θάμα ήταν αυτό; Άντε τώρα εμείς να παίρνουμε τη κάθε παλιόλαμπα, να τη γεμίζουμε πετρέλαιο, να κοντοφτιλίζουμε και τη μαυρίλα από το φυτίλι για να μην παραβρωμάει… τι να πω; Να πλένουμε το λαμπογυάλι και με προσοχή γιατί σπάγανε με το παραμικρό τα ρημάδια, να το στεγνώνουμε και να την ανάψουμε επιτέλους. Και τι φως; Ίσα μιαν αχτίδα για να μην σκουντουφλάμε και πέφτουμε ο ένας πάνω στον άλλον. Α, ρε Μάσο, τι θησαυρό έφερες στο σπίτι σου!

Την άλλη μέρα στα καφενεία και στις αυλές του χωριού δεν άκουγες τίποτ’ άλλο παρά για το ηλεκτρικό φως στο σπίτι του Μάσου. Έβλεπες παντού το θαυμασμό ανακατωμένο με τη ζήλεια. Κάτι γραμματισμένοι μόνο κουνούσαν επιτιμητικά το κεφάλι τους. «Και τι νομίζει πως έκανε τώρα; Μια τρύπα στο νερό έκανε, τίποτ’ άλλο». Οι περισσότεροι όμως είχαν άλλη γνώμη. Η κυρά Σταμάτα τα έψελνε κανονικά στον άντρα της γιατί παρ’ όλο που λογαριαζόταν μέσα στους προεστούς του χωριού, δεν κατάφερε να φέρει κι αυτός στο σπίτι του ένα τέτοιο θάμα. «Τα βλέπεις, άντρα μου; Τα βλέπεις τα μεγαλεία του Μάσου; Εσύ μ’ έχεις ακόμα με τη παλιόλαμπα μπας και ξοδευτείς καμιά δεκάρα παραπάνω». Ο κυρ Αναστάσης έδινε κανονική διάλεξη στη μεγάλη αυλή του σπιτιού του, που το ‘χε συνήθειο κατά το σούρουπο να μαζεύεται εκεί όλη η γειτονιά. «Είδατε, παιδιά μου, τι κάνει ο πολιτισμός; Να δείτε που στο άλλο μπάρκο ο Μάσος θα φέρει και ηλεκτρικό ψυγείο. Το είδα στη χώρα κι έχασα τον μπούσουλα. Άλλο να σας το λέω κι άλλο να το βλέπετε».

Πέρασε έτσι καμιά βδομάδα. Σάββατο πάλι μεσημέρι, νά ‘μαι ξανά στο σπίτι του Μάσου και κατά το συνήθειο μου άπλωσα αμέσως το χέρι μου και γύρισα το διακόπτη κοντά στην πόρτα. Τίποτα! Δεύτερη φορά, τα ίδια. Πήγα σ’ άλλο διακόπτη, τον έστριψα, πρώτη, δεύτερη, τρίτη φορά… καμία λάμπα δεν άναψε. Τα ξαδέρφια μου ήτανε μέσα, πυρώνανε τα χέρια τους κοντά στη φωτιά και γελούσανε με τις προσπάθειες μου.

«Δεν έχει ηλεκτρικό», είπ’ ο μεγαλύτερος. Μην προσπαθείς άδικα.

«Γιατί», ρώτησα αποκαμένος.
«Τι γιατί; Τελειώσανε οι μπαταρίες; Τι νόμισες; Δεν θα τελειώνανε κάποτε;».

Βουβαμάρα… απογοήτευση. Τι πίκρα ήταν κι αυτή, Θεέ μου; Μου ‘ρθε να μπήξω τα κλάματα.

«Έλα, ρε ξάδερφε», είπε ο Μάσος, «που κατέβασες μια προβοσκίδα ίσα με κάτω. Τι έγινε δηλαδή; Το κέφι μας κάναμε».

«Το κέφι μας;», ρώτησα με κάποια νεύρα. «Τώρα στα μαγαζιά θα λένε…»

«Τι θα λένε οι φωστήρες;», πήρε το λόγο ο μεγαλύτερος. «Αυτοί πάντα θα λένε κι ας μην ξέρουν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχερο. Έχει δίκιο ο Μάσος. Κι άμα σε ρωτάνε αυτό να τους λες. Το κέφι τους κάνανε τα παιδιά. Πειράξανε κανέναν; Έλα πιο κοντά στη γωνιά. Ψήνουμε και κάτι μαρίδες μεγαλείο».

Έκατσα λοιπόν κι εγώ σ’ ένα σκαμνί. Όσο να πεις, την απογοήτευση μου θα τη χώνευα καλύτερα με κάμποσο αυγωμένο μαριδάκι στη σκάρα.