«SS OLYMPIC VALOUR στο Ακρωτήριο Χατέρας»- του Σταύρου Δάγλα

SS OLYMPIC VALOUR στο Ακρωτήριο Χατέρας

Το OLYMPIC   VALOUR (Ολυμπιακή Ανδρεία) πλοίο πετρελαιοφόρο της εταιρείας Ωνάση, ήταν ένα γερό κατασκεύασμα του 1954 των ναυπηγείων του ΣένΝαζέρ στη βόρεια Γαλλία και ημπορούσε να μεταφέρει στις δεξαμενές του 32271 τόνους φορτίο.

Το 1963 φόρτωσε πετρέλαιο στο Πούντα ντε Πάλμας της Βενεζουέλας κοντά στο Μαρακάιμπο, για τα διυλιστήρια Γκετύ του Ντελαγουέαρ Σίτυ, πλησίον της Φιλαδέλφειας στην Αμερική.

Αφού άφησαν πιλότο στην έξοδο του δίαυλου της λίμνης του Μαρακάιμπο και βγήκαν στην Καραϊβική, το ανατολικό αεράκι δύναμης κάπου 4 μποφόρ που φυσάει μόνιμα σ’ αυτήν,δρόσισε ανακουφιστικά το καράβι. Είχαν ψηθεί τρείς μέρες τώρα που βρίσκονταν στην περιοχή της λίμνης για φόρτωση, από τηντροπική ζέστη και την άπνοια που επικρατεί μέσα σ’ αυτήν. Το πλήρωμα άνοιξε βιαστικά τα φιλιστρίνια όλου του ακομοντεσίου(1)που κρατούσε υποχρεωτικά κλειστά σύμφωνα με τους κανονισμούς όσο φόρτωναν  και η θερμοκρασία στους χώρους του έγινε υποφερτή. Ευτυχώς που είχαν ανεμιστήρες μέσα σ’ αυτούς και βελτιώνονταν κάπως την κατάσταση, αλλά κι αυτοί τον ίδιο ζεστό αέρα εστροβίλιζαν. Για ερκοντίσιον φυσικά δεν κάνουμε λόγο, τα χρόνια εκείνα,ήταν ανύπαρκτα στα εμπορικά καράβια.

Η πορεία που ακολούθησαν,τους έφερνε ανάμεσα από την Κούβα και την Αϊτή. Ο καιρός κατά την διαδρομή τους μέχρι εκεί, κι ακόμη μετά, μέχρι που πέρασαν και τα νησιά Τούρκς των Αντιλλών ήταν καλός. Το πλήρωμα χωρίς πρόβλημα ασχολούνταν σε διάφορες δουλειές πάνω στην κουβέρτα(2)χωρίς να εμποδίζεται από το κυματάκι που χτυπούσε ελαφρά στην δεξιά πλευρά του καραβιού.Αν έβλεπε κανείς το OlympicValour από κοντινή απόσταση,έτσι κατάλευκο που ήταν, να σχίζει με το μεγαλοπρεπές σκαρί του και με τα 16 μίλια του την ώρα,τα καταγάλανα νερά των Αντιλλών, θα το καμάρωνε. Πίνακας ζωγραφικής σκέτος ήτανε.

Από κει ακολούθησαν πορεία ΒΒΔ που τους έβγαζε ανοιχτά του Ακρωτηρίου Χατέρας της Βόρειας Καρολίνας. Σ’ αυτή τους την διαδρομή, από κάποια στιγμή κι έπειτα,άρχισαν να μπαίνουν σιγά σιγά στον κύριο κορμό του ζεστού ρεύματος του Κόλπου του Μεξικού και θα πήγαιναν μαζί μέχρι ανοιχτά του Χατέρας. Ήταν επιθυμητό αυτό τους το συναπάντημα, γιατί η ίδια η ροή του ρεύματος, υποβοηθούσε στην αύξηση της ταχύτητας του καραβιού κατά δύο αν όχι και περισσότερα ακόμη μίλια την ώρα.

Λίγο βορειότερα του Χατέρας όμως θα χώριζαν, γιατί εκεί το ρεύμα στρέφει ΒΑ κι αφού διασχίσει  όλον το Ατλαντικό,περιλούζει ευεργετικά με τα ζεστά νερά του όλη την ΒΔ Ευρώπη, για να σβήσει μετά το Μούρμανσκ στην Αρκτική Ρωσία.Αυτό όμως το Valour δεν το ενδιέφερε, γιατί στο Χατέρας οι πορείες τους θα χώριζαν

Αφήνοντας όμως αριστερά και πίσω τους την Φλόριδα, ο καιρός γύρισε στον βοριά και σιγά σιγά δυνάμωνε. Θάλασσα άρχισε να ανεβαίνει με προοδευτική ένταση πάνω στο κατάστρωμα και όποιες δουλειές γίνονταν πάνω σ’ αυτό αναγκαστικά εσταμάτησαν. Ο λοστρόμος(3)του καραβιού, έμπειρος ναυτικός, πριν ακόμη του το ζητήσει ο Υποπλοίαρχος, άρχισε να σιγουράρει τα μπότα(4)με τις μπογιές στο μπογιατζίδικο(5)κι όλα τα πράγματά του που φυλάσσονταν στις υπόλοιπες αποθήκες. Δεν ήθελε να γίνουν σκορποχώρι, σαν θ’ άρχιζε το μπότζι(6)και το σκαμπανέβασμα(7)του καραβιού πάνω στον καιρό,που κατά πως έβλεπε έρχονταν. Και πριν φύγει απ’ την κουβέρτα, με βοηθό του ένα τζόβενο(8), άρχισε να κλείνει τις υδατοστεγείς(9)μεταλλικές εξώπορτες του πλωριού και του πρυμιού ακομοντεσίου*και όσων μαγαζιών(10)ευρίσκονταν πάνω στο κύριο κατάστρωμα. Έσφιγγε τις πεταλούδες τους μ’ ένα κομμάτι σωλήνα που το χρησιμοποιούσε σαν μοχλό και ύστερα τις χτύπαγε κατά πως νόμιζε μ’ ένα σφυρί,για νά΄ναι σίγουρος ότι η πόρτα έγινε ένα σώμα με τον μπλουμέ* του ακομοντεσίου* ή των μαγαζιών*.

Στις δύο πλωριές πόρτες μάλιστα του πρυμιού ακομοντεσίου*, την αριστερή και την δεξιά, που βρίσκονται πάνω στον καιρό, κι απ΄ τις οποίες έμπαινες κατ’ ευθείαν απ’ το κατάστρωμα  στους εσωτερικούς διαδρόμους, κατά μήκος των οποίων υπήρχαν τα δωμάτια των ναυτών και των θερμαστολαδάδων(11), πρόσθεσε από πίσω κι από δύο μεταλλικούς γρύλλους στην κάθε μιά, κάργα σφιγμένους,για να ‘χει το κεφάλι του ήσυχο όπως είπε. Κατά τους ναυπηγούς, μία μεταλλική υδατοστεγής εξώπορτα, σωστά κλεισμένη, μετατρέπεται σε μια αδιάκοπη συνέχεια της μεταλλικής επιφάνειας πάνω στην οποία είναι στερεωμένη.

Δεν πέρασε πολύ ώρα από την στιγμή που ο λοστρόμος είχε σιγουράρει τις πόρτες, που τον ειδοποίησαν να στείλει στην γέφυρα, τον ένα από τους δύο ναύτες της βάρδιας που δούλευε στην κουβέτα*. Θα γύριζαν το τιμόνι από τον αυτόματο πιλότο στο χέρι και θα έπιανε αυτός το τιμόνι, γιατί στον αυτόματο που το είχαν, άρχισε να μην καλοκυβερνάει και να κάνει ζικ-ζάκ το καράβι.

Από την παράλλαξη(12)του Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας κι έπειτα, ο καιρός ξεπέρασε σε ένταση τα οχτώ μποφόρ και πήγαινε ολοταχώς για τα εννιά, από την πλώρη πάντα. Η μηχανή του Βαλούρ ήταν πανίσχυρη και το καράβι δε χαμπάριαζε απ’ τον καιρό. Η πλώρη του αντρειεύονταν πάνω στην θάλασσα σαν αφηνιασμένο άλογο. Τα κύματα καβαλίκευαν μέτρα πάνω από το καμπούνι(13) και χύνονταν σαν αφρισμένοι καταρράχτες στο κατάστρωμα, παρασύροντας στην θάλασσα οτιδήποτε είχε ξεχαστεί πάνω σ’ αυτό ή δεν ήταν σιγουραρισμένο κατά πως απαιτούσε η ίδια η θάλασσα. Ο καπετάνιος για να ελαττώσει το κοντραστάρισμα του καραβιού με το κύμα, εζήτησε από τους μηχανικούς να ελαττώσουν τις στροφές της από το φουλ των 100 ανά λεπτό, στις 80.

Που και που, χελιδονόψαρα ανέβαιναν μαζί με το κύμα πάνω στο κατάστρωμα και τά ‘βλεπες ν’ αριάζουν εδώ κι εκεί σπαρταρώντας.Τα περισσότερα παρασύρονταν πίσω στην θάλασσα από ίδιο το κύμα που τα έφερε πάνω στο καράβι,καθώς αυτό άδειαζε με αφρούς πίσω στην θάλασσα.  Μερικά όμως παγιδεύονταν ανάμεσα στις σωληνώσεις και ίσως γίνονταν απροσδόκητος μεζές κάποιου που θα τά ‘βρισκε,σαν σταματούσε ν’ ανεβαίνει η θάλασσα στην κουβέρτα και ξανάρχιζε η κυκλοφορία του κόσμου πάνω σ’ αυτήν.

Για λίγο μόνον θ’ ανακουφίζονταν το καράβι απ’ την ελάττωση των στροφών της μηχανής σε 80. Ο αέρας με το πέρασμα της ώρας ούρλιαζε όλο και δυνατότερα και η όψη της θάλασσας συνέχεια θέριευε. Η δύναμη του αέρα είχε πιάσει τα δέκα μποφόρ για τα καλά, αλλά παίρνοντας που και που καμιά ανάσα έπεφτε στα εννιά, για ν’ ανεβεί όμως χωρίς καθυστέρηση και πάλι στα δέκα, αν όχι και περισσότερο.

Το καράβι ξανάρχισε να χτυπάει άγρια πάνω στο κύμα όπως πριν και χειρότερα, κι ο καπετάνιος εζήτησε από τους μηχανικούς να ελαττώσουν άλλη μια φορά τις στροφές της μηχανής, αυτή την φορά  στις 50. Λίγο υστερότερα, ανακουφισμένο το καράβι,σιγοπροχωρούσε τσαλαβουτώντας και κακοκυβερνώντας(14), αλλά δεν κοπάναγε πλέον τόσο άγρια στο κύμα.Η επικοινωνία ανάμεσα στο μεσαίο και το πρυμιό ακομομνέσιο*, πάνω από τον κάγκουε(15)φυσικά, δεν είχε διακοπεί. Μια νιτσεράδα όμως ήταν απαραίτητη σ’ όποιον το επιχειρούσε, για να τον προστατεύει από τα τσιμαρόλια(16)της θάλασσας και να μη γίνει μούσκεμα.

Κάθε έμπειρος καπετάνιος όταν παραπλέει το Ακρωήριο Χατέτας, γνωρίζει ότι στην ευρύτερη περιοχή του, πρέπει να ταξιδεύει με ιδιαίτερη προσοχή. Εκτός του σεβασμού που πρέπει να δείχνει στην θάλασσα όταν έχει κακοκαιρία, στο πίσω μέρος του μυαλού του πρέπει να υπάρχει αυτό που οι ναυτικοί λένε «ρευματικές θάλασσες». Εννοούν τα γιγάντια κύματα που εμφανίζονται εκεί από το πουθενά, έως και συχνά.Οι Άγγλοι τα αναφέρουν με μία ποικιλία ονομάτων, όπως roguewaves = αλήτες, abnormal = ανώμαλα, killer = φονιάδες, giant = γιγάντια, freak = αφύσικα – τέρατα,ή extreme = ακραία – έσχατα.

Εμφανίζονται (και) σ’ αυτή την περιοχή, πάντα χωρίς προειδοποίηση, με μπόι συχνά διπλάσιο,τριπλάσιο ή και ακόμη πολύ μεγαλύτερο του κυματισμού που επικρατεί εκείνη την ώρα στην περιοχή που ταξιδεύεις. Προχωράει για κάποια απόσταση σαν θηριώδης, σαν  γιγάντιος αλήτης που προεξέχει φορές ψηλότερα από τα άλλα κύματα και ύστερα χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τον λόγο, εξαφανίζεται έτσι ξαφνικά όπως και εμφανίσθηκε. Από την όποια συνάντησή έτυχε να έχει στο παρελθόν με καράβια,μόνον καλό δεν προέκυψε ποτέ. Σε άλλα επροκάλεσε ανυπολόγιστες ζημιές κι άλλα τα βούλιαξε.Ατυχώς, αν τύχει να εμφανισθεί στην πλώρη σου, είναι πρακτικά αδύνατο να κάνεις κάποιον χειρισμό για να το αποφύγεις. Μόνον ο καπετάνιος της μυθικής Αργούς, ο Τίφυς(17), ποιητική αδεία φαντάζομαι, έχει καταφέρει κάτι τέτοιο κατά τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Συνετό επομένως είναι,  όποιος ταξιδεύει με κακοκαιρία σ’ αυτή την περιοχή, να έχει κομμένη(18)την μηχανή του καραβιού, ώστε σε μια απευκταία τέτοια συνάντηση, να μην πέσει επάνω του με ταχύτητα. Στην αντίθετη περίπτωση, είναι σα να πέφτεις με φόρα σε ντουβάρι

Συντρέχουν λόγοι, λένε τα σοφά κεφάλια που μελετούν τα κύματα, όπου εμφανίζονται γιγάντια κύματα (και) στην περιοχή του Ακρωτηρίου Χατέρας. Σοβαρότερος φαίνεται  να είναι το ψυχρό ρεύμα του Λαμπραντόρ που περιρρέει  τις ανατολικές ακτές του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών με νότια κατεύθυνση και συναντάται κάπου στην ευρύτερη περιοχή του Χατέρας,με το θερμό ρεύμα του Κόλπου του Μεξικού.Δίνουν κάποιες εξηγήσεις για το τι συνθήκες δημιουργούνται σ’ αυτή τους την συνάντηση, όπου και πάλι ύστερα από κάποιες προϋποθέσεις λένε, ξεσηκώνονται αυτά τα γιγάντια κύματα, αλλά και οι ίδιοι παραδέχονται ότι έχουν ακόμη αρκετά ερωτηματικά για το τι τα προκαλεί,και ψάχνουν. Και επειδή αυτοί ψάχνουν, ο κάθε καπετάνιος που βρίσκεται ιδίως με κακοκαιρία σ’ αυτά τα μέρη, πρέπει να λαβαίνει τα μέτρα του.

Το δικό μας το OlympicValour, στις 23.00 το βράδυ (η ημερομηνία δεν είναι διαθέσιμη)ευρέθηκε να αργοταξιδεύει «τσάτρα πάτρα» όπως περιγράψαμε με 50 στροφές στην ευρύτερη περιοχή του Ακρωτηρίου Χατέρας.

Όταν φυσάει πάνω από 9 μποφόρ, το βουητό και το σφύριγμα του αέρα πάνω στ’ άλμπουρα, τα ξάρτια, τα ρέλια και τα παραπέτα είναι τόσο δυνατό, που κάνει την επικοινωνία μέσα στη γέφυρα πολύ δύσκολη και η παύση κάθε μη απαραίτητης κουβέντας έρχεται από μόνη της.Αν χρειασθεί όμως να μιλήσει κάποιος, πρέπει να φωνάζει για ν’ ακουστεί. Ο μόνος ήχος που δε σταματάει να ακούεται, είναι αυτός του επαναλήπτη της γυροσκοπικής πυξίδας. Χτυπάει ακούραστα με ρυθμό αυξομειούμενο σα ραπτομηχανή τάκατάκατάκα,και πάλι το ίδιο και πάλι το ίδιο, για να δηλώνει με τον μονότονό ήχο του, τις μοίρες που ξεφεύγει η πλώρη του καραβιού δεξιά ή αριστερά της πορείας κάθε φορά. Άλλος ήχος που ακούγονταν στην δική τους γέφυρα, ήταν το αργόσυρτο στροβίλισμα της σάρωσης του ραντάρ, πολυτέλεια την οποία είχαν την χαρά να τους την παρέχει το δικό τους το καράβι και φυσικά να την επωφελούνται,μοναδικός αξιόπιστος οπτήρας πάνω στο πλοίο εκείνη την ώρα, που η νύχτα και η κακοκαιρία περιόριζαν την ορατότητα.Ήταν πολλά τα καράβια τότε που δεν διέθεταν ραντάρ.

Αυτή την ασυνήθιστη ανθρώπινη σιγή, ήρθε να διακόψει στις 23.00 η φωνή του ναύτη σκάπουλου(19) του  λεβεντόγερου μπάρμπα Τζίμη, που έκανε την βάρδια 8-12 παρέα με τον Χριστόφορο του Λία του Βρεττού απ’ τον Αλέξανδρο της Λευκάδας. Δόκιμος πλοίαρχος ήταν ο Χριστόφορος, αλλά φρόντισε και τον έβαλαν να κάνει τον ναύτη, με την αξία του βέβαια, γιατί θα έπαιρνε περισσότερα λεφτά απ’ τη θέση αυτή .

[φωτό: Χριστόφορος Η. Βρεττός]

Έκανε τιμόνι τώρα και είδε στο μισοσκόταδο  της γέφυρας την σιλουέτα του μπάρμπα Τζίμη να έρχεται προς αυτόν με προσεκτικά βήματα και χέρια έτοιμα να γραπωθούν από κάπου αν έκανε πως θα παραπατήσει απ’ το μπότζι.

Φτάνοντας δίπλα του, περισσότερο του φώναξε παρά του είπε:Σκάτζα(20)βάρδια Χριστόφορε κι άπλωσε τα χέρια του για να πιαστεί απ’ τις γκαβίλιες(21)του τιμονιού. Σκάτζα* μπάρμπα Τζίμη του απάντησε ο Χριστόφορος και παραμέρισε για να του παραχωρήσει την θέση του, παραδίδοντας του συγχρόνως μεγαλόφωνα την πορεία που είχε εντολή να κρατάει. Την επανέλαβε ακόμη πιο μεγαλόφωνα ο μπάρμπα Τζίμης κι ο Χριστόφορος  μετακινήθηκε μισοσέρνοντας τα πόδια εμπρός σ’ ένα παράθυρο προς τα δεξιά της γέφυρας,παίρνοντας θέση οπτήρα. Παραδίπλα του, σε όμοια περίπου στάση, ήταν ο ανθυποπλοίαρχος της βάρδιας, ένας άπειρος νεαρός χωρίς δίπλωμα, τζούνιορ όπως τους έλεγαν στου Ωνάση, κύρια προσόντα του οποίου ήταν, η σχέση γνωριμίας που είχε με τον καπετάνιο.

Στο μεσαίο παράθυρο της γέφυρας στέκονταν με τις ώρες όρθιος ο καπετάνιος. Ήταν ένας κάπως δεμένος και μετρίου αναστήματος άνθρωπος,πολύ μελαχρινός, με ίσια μαύρα μαλλιά κι επίσης μαύρα μάτια, την δε ηλικία του την εκτιμούσες γύρω στα τριανταπέντε. Ακουμπισμένος στο πρεβάζι με μια μεγάλη κούπα ελληνικό καφέ στο χέρι που την έπαιζε νευρικά  στα δάχτυλά του,εκοίταζε πλώρα όπως κι εμείς οι υπόλοιποι, χωρίς να βγάζει κουβέντα.Κοινό τους θέαμα κάθε λίγο,η εμφάνιση κάτι σαν μικρού νέφους από πυγολαμπίδες τριγύρω από το πλωριό άλμπουρο. Οφείλονταν στην διάχυση της δέσμης  φωτός του πλωριούεφίστιουφανoύ πορείας πάνω στο ανεμόβροχο,που καπέλωνε βίαια τον χώρο πάνω από το καμπούνι* και αφού έφτανε μεσούρανα,σκόρπιζε στη συνέχεια δαρτά(22)σε όλο το πλωριό κατάστρωμα. Τσίμες (23)του δεν παράλειπαν να γαζώσουν τον πύργο της γέφυρας και τα τζάμια της, σαν ριπές πολυβόλου. Να κι ο πόλεμος, έλεγε μέσα του ο Χριστόφορος κάνοντας παιχνίδι με τις λέξεις, για να συμπληρώσει πάλι:ας είναι καλά εκείνοι που απαιτούν τα φιλιστρίνια και τα παράθυρα στις γέφυρες να φκιάνονται από ενισχυμένο γυαλί, ειδεμή τώρα θα τρέχαμε και δε θα φτάναμε, μπουκούνια(24)θα είχανε γίνει.

Ο καπετάνιος πάντως κατά τον Χριστόφορο, απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει στο αμυδρό πάντα  φως της γέφυρας, έδειχνε όλη την ώρα να τρώγεται με τα ρούχα του. Στο τέλος τον διακρίνει, ύστερα από κάποια διαβούλευση που θα πρέπει να είχε με τον εαυτό, αν έκρινε σωστά από κάποιες κινήσεις που έκανε με τα χέρια, κάτι σα να κουβέντιαζε μόνος του, να προχωράει με ασταθή βηματισμό στο τηλέφωνο, να σηκώνει το ακουστικό και στη συνέχεια τον άκουσε να ζητάει μεγαλόφωνα απ’ τους μηχανικούς στο μηχανοστάσιο ν’ ανεβάσουν τις στροφές της μηχανής στις 100, δηλαδή να δώσουν φουλ στροφές πελάγους.

Στ’ αυτιά του Χριστόφορου η εντολή αυτή δεν ακούστηκε καθόλου ευχάριστα. Μέχρι τώρα προχωρούσαν με ελαττωμένες στροφές επειδή ήταν δυνατός ο καιρός από την πλώρη. Κι αφού βελτίωση δεν προέκυψε και δεδομένου ότι εταξίδευαν στην περιοχή του Χατέρας, τι διάουλος τον εσέλωσε τώρα κι ανεβάζει τις στροφές της μηχανής στο φούλ αναλογίσθηκε; Εκράτησε όμως τις σκέψεις του για τον εαυτό του γιατί σαν δόκιμος/ναύτης που ήταν, δεν τού ‘πεφτε λόγος. Αν τότε όμως γνώριζε τα όσα σήμερα τόσο καλά γνωρίζει για τις ρευματικές θάλασσες στην περιοχή του Χατέρας, ύστερα από τόσα χρόνια προϋπηρεσία που είχε στα καράβια με τον βαθμό του Υποπλοιάρχου, ίσως και να μην κράταγε κλειστό το στόμα του. Όσο για τον «τζούνιορ», ήταν ψιλά γράμματα γι’ αυτόν κάτι τέτοια, από καιρούς και κύματα δε χαμπάριαζε.

Σιγά σιγά, καθώς ανέβαιναν οι στροφές της μηχανής, αυξάνονταν και το βαϊμπρέσιο(25)του καραβιού, συγχρόνως όμως και η ταχύτητά του, με συνέπεια το ίδιο το καράβι ν’ αρχίσει ν’ αντρειεύει πάλι πάνω στο κύμα κι η πλώρη να κοντραστάρει όλο και πιο δυνατά μαζί του. Το κύμα καβαλίκευε πλέον μέτρα σε ύψος την πλώρη κι αφού περνούσε σφυρίζοντας πάνω από την πόμπα (26)του καραβιού και το καμπούνι* ολόκληρο,ξεχύνονταν σαν ορμητικός καταρράχτης στην κουβέρτα και προσπαθούσε να ξεθεμελιώσει σωλήνες, προφυλαχτήρες, ρέλια, την βάση του πλωριού κάγκουε* που ένωνε το μεσαίο ακομοντέσιο* με την πλώρη κι ότι άλλο εξείχε πάνω απ’ την κουβέρτα και το συναντούσε μπροστά του, όχι όμως ότι και η κουβέρτα πρύμα απ’ το μεσαίο ακομοντέσιο* έμενε στο απυρόβλητο, κάθε άλλο θα έλεγε κανείς.

Ο Χριστόφορος κάπου μέσα του δεν ένιωθε καλά απ’ την καινούργια συμπεριφορά του καραβιού πάνω στην θάλασσα και πριν φύγει από την γέφυρα για να πάει στο πρυμιό ακομοντέσιο* για να σκαντζάρει* την επόμενη βάρδια των ναυτών, την 12-4 που κοιμόνταν,εμπήκε αθόρυβα στο τσάρτρουμ(27)να ρίξει μια ματιά στον χάρτη και να δει που ευρίσκονται. Cape Hatteras εδιάβασε στην άκρη της στεριάς που απεικονίζονταν πάνω στον χάρτη και κράτησε  στο μυαλό του, ότι το περίπου στίγμα του καραβιού που φαίνονταν σημειωμένο πάνω σ’ αυτόν με μολύβι, μαζί με την ώρα που είχε καταχωρηθεί, ευρίσκονταν μίλια ανοιχτά απ’ τις στεριές, σε νέτο(28)πέλαγος.Κάτι ήταν κι αυτό σκέφτηκε, μέσα σε τούτον τον παλιόκαιρο που ταξιδεύουμε. Η ώρα όμως είχε πάει 23.15 και είπε στον Ανθυποπλοίαρχο της βάρδιας πως πάει να σκατζάρει* την 12-4,και περνώντας μέσα από το τσάρτρουμ*, επήρε τις σκάλες για κάτω, συγχρονίζοντας τον βηματισμό του ανάλογα με το μπότζι και σφίγγοντας τα χέρια του στις κουπαστές τους, μη τυχόν και γλιστρήσει από τις απότομες κλίσεις του καραβιού και τα σκαμπανεβάσματά* του.

Σε λίγο φορώντας μια νιτσεράδα, ευρέθηκε στην αρχή του κάγκουε* πάνω από τον οποίο θα πήγαινε στο πρυμιό ακομοντέσιο*, πιασμένος απ’ τα ρέλια του και παραμονεύοντας πότε θα βρει μία ανάπαυλα της θάλασσας για να «την δώσει» προς τα πρύμα. Συμβουλές παλιότερων ναυτικών όταν πρωτομπαρκάρισε σε γκαζάδικο τού ‘ρθαν τούτη τη στιγμή στο μυαλό: Να θυμάσαι ότι η διαδρομή πάνω στον κάγκουε* με κακό καιρό θέλει προσοχή. Έχει σακατέψει ανθρώπους η θάλασσα πάνω στον κάγκουε* και άλλους ψάχνουν να τους βρουν ακόμη…

Μια στιγμή που πίστεψε πως βρήκε την ανάπαυλα που είπαμε ότι ζητούσε, ξεκίνησε με γρήγορο βηματισμό προς τα πρύμα αλλά όχι τρέχοντας, χωρίς να χάνουν ποτέ επαφή τα χέρια του από τα κάγκελα του κάγκουε*.Ήταν δύσκολο κάθε βήμα του κι προσοχή του συγκεντρώνονταν στο να μη τον πετάξει ο αέρας κάτω, που λυσσομάναγε να του βγάλει την νιτσεράδα. Μέσα του είχε προετοιμαστεί, αν η άκρη του ματιού του έπιανε καμιά θάλασσα να ορμάει προς τον κάγκουε* κι επάνω του, να κάτσει κάτω και ν’ αγκαλιάσει διχερίς έναν στάτη. Το ανεμόβροχο στροβιλίζονταν και τον χτυπούσε απ’ όλες τις μεριές. Το χειρότερο ήταν ότι τον χτυπούσε στα μάτια και τον στράβωνε.  Ήθελε να τα τρίψει με τα χέρια του, αλλά δεν τολμούσε ν΄ απολυθεί από τα ρέλια και τα μάτια του τον έτσουζαν. Τα βλέφαρά του, πάντα προστάτες των ματιών, ανοιγόκλειναν αυθόρμητα και συνέχεια, στην προσπάθειά τους να κάνουν αυτό που ο ίδιος ήθελε κι απόφευγε να κάνει με τα χέρια του.Απορίας άξιο για τον ίδιο ήταν, που έβρισκε δίοδο το νερό έτσι κουμπωμένος που ήταν και τώρα τό ‘νιωθε να σουρώνει κατάσαρκα και πατόκορφα σε διάφορα σημεία του κορμιού του. Αδιαφορούσε όμως γι’ αυτές τις λεπτομέρειες και μέλημά του ήταν να πατάει σίγουρα πάνω στα μαδέρια(29)του κάγκουε* χωρίς ποτέ τα χέρια του να χάνουν επαφή με τα ρέλια του.

Ο κάγκουες* διαπίστωσε κάποια στιγμή πως ευτυχώς είχε και τέρμα. Περί τα τρία τέσσερα μέτρα εμπρός του, ήταν ο καθρέφτης(30)του πρυμιού ακομοντεσίου*. Μια στιγμή που δεν είχε κλίση το καράβι, αφήνοντας τα χέρια του από τους χειραγωγούς του κάγκουε*, όρμησε προς τον χειραγωγό του καθρέφτη* και πιάστηκε από κει με τα δυό του χέρια πάλι .Συνειδητοποίησε όμως ότι ήταν μουλιασμένα και μισοπαγωμένα κι έδωσε ένα ακόμη προειδοποιητικό στον εαυτό του, να προσέχει όσο γίνεται περισσότερο γιατί δεν πιάνουν τόσο καλά.Δε σταμάτησε όμως, συνέχισε το περπάτημα σύριζα στον μπλουμέ* προς το εγκάρσιο του καραβιού,για να φθάσει στην πλευρική σταβέντο(31)πόρτα του ακομοντεσίου* που βρίσκονταν περί τα 3-4 μέτρα αμέσως μετά την γωνία του. Στη γωνία όμως, στη στροφή επάνω, του συνέβη το εξής ανεπάντεχο:

Ο αέρας που κοντράριζε στον καθρέφτη* του ακομοντεσίου* καθώς φυσούσε, από την γωνία του (ακομοντεσίου*) κι έπειτα – η οποία γωνία στο συγκεκριμένο καράβι συνέβαινε να είναι οβάλ – ως είναι επόμενο, έπαυε να συναντάει οιοδήποτε εμπόδιο, με αποτέλεσμα η μάζα του αέρα,ελεύθερη πλέον εμποδίου, να αποκτά πολλαπλάσια ταχύτητα και μάλιστα κάπως περιστροφική και προς τα πρύμα. Δεδομένου όμως ότι η ταχύτητα του ανέμου στα 10 μποφόρ είναι περί τα 50 ναυτικά μίλια την ώρα (93 χιλιόμετρα), με όποιον συντελεστή και αν πολλαπλασιαστούν τα 50 μίλια, η πίεση της μάζας του αέρα ήταν φοβερή σ’ αυτή τη στροφή,που υποχρεωτικά ο ίδιος έπρεπε να κάνει για να φθάσει στην πόρτα.

Αυτή ήταν και η περίπτωση που αντιμετώπισε ο Χριστόφορος στο πολλαπλάσιο όμως. Σαν έφθασε στο σημείο αυτό,ήρθε στ’ αυτιά του ένα απόκοσμο στρίγκλισμα από μία ξαφνική και  απερίγραπτης έντασης ριπή ανέμου,φορές ισχυρότερη από αυτές που άκουγαν μέχρι τότε, και για κακή του τύχη,την στιγμή μάλιστα που είχε χάσει λίγο την ισορροπία του από το μπότζι* και το σκαμπανέβασμα του καραβιού και προσπαθούσε να κρατηθεί όρθιος.

Κάποια κρυφή αίσθηση όμως φαίνεται ότι υπάρχει μέσ’ τον άνθρωπο, που διεγείρει άμεσα νου και αισθήσεις του σε στιγμές κινδύνου.Κατάλαβε τι πάει να γίνει όσο έγκαιρα χρειάζονταν και ότι δυνάμεις υπήρχαν και δεν υπήρχαν μέσα του, κρυφές ή φανερές, ξύπνησαν και πέρασαν στα χέρια του και όλο το κορμί του, ενώ ο νους του τον συμβούλευε, ψυχραιμία Χριστόφορε.

Την στιγμή που η νεόφερτη σπιλιάδα άρχισε να του χτυπάει το κορμί ανελέητα και με ανείπωτη ένταση, τα χέρια του δέθηκαν, έγιναν ένα με τον χειραγωγό και κρατήθηκε. Και η ειρωνεία όπως προαναφέραμε ήταν, ότι αυτό συνέβαινε ακριβώς τη στιγμή που τα πόδια του πήγαιναν να χάσουν την επαφή τους με την κουβέρτα. Μια ενστικτώδης χαρά τον πλημμύρισε όταν η σπιλιάδα πέρασε μαζί με το απόκοσμο στρίγκλισμά της και σιγουρεύτηκε πως βρίσκεται ακόμη πάνω στο καράβι,ότι δεν τον είχε πετάξει ο αέρας στην θάλασσα. Έμενε όμως με την απορία, που βρήκε αυτή τη δύναμη και κρατήθηκε!Αφού είχε  περάσει το κακό και πήρε μια ανάσα,απάντησε ο ίδιος στον εαυτό του: Φαίνεται πως το καντήλι σου Χριστόφορε, είχε ακόμη λάδι.

Τέσσερα περίπου μέτρα πιο πέρα ευρίσκονταν η σταβέντο* πόρτα του πρυμιού ακομοντεσίου*. Προσέχοντας έφτασε ως εκεί,την άνοιξε με βία και μπήκε σαν κυνηγημένος. Η ασφάλεια των «τεσσάρων τοίχων» τον χαλάρωσε. Αλλά όπως και να το κάνεις άνθρωπος ήταν,δεν ήταν δυνατόν να ηρεμήσει έτσι εύκολα, μόλις λίγο πριν κόντεψε να τον να τον πετάξει ο αέρας στην θάλασσα. Στιγμές μετά όμως,μια αυτοκυριαρχία άρχισε να ξεπηδάει στιγμή τη στιγμή από μέσα του, τα μάτια και το πρόσωπο του να παίρνουν μία αποφασιστική έκφραση και η γλώσσα του σώματος του να φανερώνει μία θετικότητα.Η γλώσσα του θα εξωτερίκευε το δίδαγμα που πήρε, από την μόλις λίγο πριν περιπέτειά του: αυτή είναι η ζωή του ναυτικού Χριστόφορε, αγάντα.

Έβγαλε την νιτσεράδα του, την κρέμασε έξω από το καπνιστήριο πληρώματος κι έπειτα επήρε μέσα απ’ την ρεσπέντζα(32)δυό τρείς χαρτοπετσέτες να σκουπίσει την θάλασσα απ’ τα μάτια του που τον έτσουζαν και το πρόσωπό του που ήταν γεμάτο θάλασσα. Κάπου έπιασε το εαυτό του να σκουπίζει τα υγρά χέρια του πάνω απ’ τα ρούχα που φορούσε. Τα πόδια του ήταν υγρά μεσ’ τα παπούτσια. Όλα καλά σκέφτηκε, για ν’ αναρωτηθεί ευθύς αμέσως, δίνοντας μία έκφραση απορίας στο πρόσωπό του:εκείνα τα 80 μέτρα του κάγκου*πόσο μεγάλα είναι, κι εκείνη η στροφή στη γωνία, τι πράμα…!

Γύρω στις 23.20 κατέβηκε ένα κατάστρωμα κάτω, στον διάδρομο που βρίσκονταν τα δωμάτια των  δύο ναυτών που θα σκατζάριζε* και χτυπώντας τις ανοιχτές και στερεωμένες στον γάντζο πόρτες τους, τους ξύπνησε φωνάζοντάς τους: σκάτζα* βάρδια, η ώρα είναι έντεκα και είκοσι. Αφού πήρε απάντηση και βεβαιώθηκε ότι είχαν ξυπνήσει, τους ενημέρωσε ότι ο καιρός είναι άσχημος και πως η θάλασσα καταβρέχει τον κάγκουε* κι έφυγε προς τα πάνω, για το καπνιστήριο πληρώματος.

Τον θερμαστή και τον λαδά που θα έκαναν την 12-4 στη μηχανή και που έμεναν ακριβώς στον απέναντι διάδρομο του ίδιου καταστρώματος, θα τους ξυπνούσε από στιγμή σε στιγμή ο λαδάς που έκανε την 8-12 στη μηχανή.Όπου να είναι θα εμφανίζονταν από κάποια από τις δύο πόρτες του μηχανοστασίου, που οδηγούσαν στον διάδρομο των θερμαστολαδάδων(33)η μία και των ναυτών η άλλη.

Μόνος του ήταν στο καπνιστήριο ο Χριστόφορος και ψυχή άλλη δεν περίμενε να συναντήσει, μέχρις ότου εμφανίζονταν τα 4 άτομα που θα έκαναν την 12-4 σε γέφυρα και μηχανή. Καμιά φορά «έσκαγε μάτι»και ο 3οςμηχανικός που έκανε επίσης την 12-4 και έμενε ένα κατάστρωμα ακριβώς πάνω από το καπνιστήριο.Έτσι είναι στα καράβια, το ωράριο εργασίας είναι αυστηρό και κουραστικό κι ο κόσμος δεν  έχει χρόνο για χαζογυρίσματα.

Κατά τα άλλα το καράβι συνέχισε να κοπανάει και να υποφέρει πάνω στον καιρό, μία απ’ ταίδιαδηλαδή όπως και πριν. Ο Χριστόφορος το είχε πάρει απόφαση πως αυτό είναι,και του άρεσε δεν του άρεσε,κάπου εξοικειώθηκε με την κατάσταση. Σκέφτονταν μάλιστα μήπως και ετοίμαζε κάτι στην ρεσπέντζα* για να τσιμπήσουν με τον μπάρμπα Τζίμη και την 8-12 της μηχανής, σε λίγο που θα τελείωνε η βάρδιά τους. Το συνήθιζαν αυτό πριν πάνε για ύπνο.

Στις 23.25 έχει σημειώσει κάπου ο Χριστόφορος, ακούστηκε ένας απόκοσμος θόρυβος, ένα βουητό κι ένα άγριο τράνταγμα, σαν το καράβι να έπεσε στα βράχια. Πίστεψα ότι σταμάτησε στον πόντο.

Επειδή όμως γνώριζε το στίγμα του, απέκλεισε την περίπτωση να  είχαν πέσει σε ξέρα ή βράχια. Απέμενε η περίπτωση να είχε χτυπήσει το καράβι ρευματική(34) θάλασσα.Κι επειδή  ταξίδευαν με την μηχανή στο φουλ, φοβήθηκε για το χειρότερο, να είχαν κοπεί στα δύο. Χωρίς να καθυστερήσει ούτε στιγμή, έσβησε τα φώτα του καπνιστηρίου και όρμησε στο πλωριό παράθυρο. Έχωσε το κεφάλι του κάτω απ’ τις κουρτίνες, και περίμενε εναγώνια με την καρδιά του να χτυπάει σαν τύμπανο, να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι, για να διακρίνει μεσ’ την αντάρα απ’ το ανεμόβροχο, αν η πλώρη του καραβιού ευρίσκεται στη θέση της.Η καρδιά του συνήρθε σαν τα μάτια του επιτέλους διάκριναν εκεί μπροστά ότι το καράβι τους συνεχίζει να έχει πλώρη, ότι παρέμενε ακέραιο και πίεσε τον εαυτό του, ή καλλίτερα διέταξε το είναι του να ηρεμήσει. Τον ανέβαζε όμως η θέα της πλώρης,γι’ αυτό και παρέμενε για κάποιο χρόνο με το κεφάλι κάτω από την κουρτίνα ν’ απολαμβάνει στο σκοτάδι την ασαφή θωριά της, σαν ότι πολυτιμότερο υπήρχε γι’ αυτόν στον κόσμο εκείνη την στιγμή. Έπειτα σκέφτηκε κουνώντας το κεφάλι του,ρευματική* θάλασσα μας την έκανε τη δουλειά, τυχεροί είμαστε που δεν το έκοψε στα δύο και πλέει, ζει και μαζί του δόξα τω Θεώ, ζούμε κι εμείς.

Είχε ανάγκη να ηρεμήσει, το ένοιωθε, αλλά πώς να γίνει αυτό; Oυρλιαχτά ανθρώπινα ακούστηκαν από τον κάτω διάδρομο των ναυτών και φωνές ουρανομήκεις: πνιγόμαστεεε. Άνθρωποι μισοπνιγμένοι, με το νερό να τους πηγαίνει κατά στιγμές μέχρι τον λαιμό, ορισμένοι μάλιστα φορώντας σωσίβια, ορμούσαν στην σκάλα, προσπαθώντας ν’ ανεβούν στο πάνω κατάστρωμα για να σωθούν, ενώ φώναζαν απελπισμένα.Ο κάτω διάδρομος των ναυτών ήταν μέχρι επάνω με νερό και καθώς αυτό πηγαινοέρχονταν με το μπότζι και το σκαμπανέβασμα του καραβιού,πολέμαγε να τους παρασύρει μαζί του. Ο Χριστόφορος αναρωτήθηκε που στα κομμάτια βρέθηκε τόσο νερό, αλλά δε χασομέρησε με τέτοιες σκέψεις, τώρα ήταν ώρα για δράση κι όρμησε στο κεφαλόσκαλο για να βουτήξει όποιον έσωνε  το χέρι του. Εδώώώ παιδιά τους φώναζε, πιαστείτε απ’ τη σκάλα και δίν’ τε μου το χέρι σας. Ο ένας μετά τον άλλο κατάφερναν κι έπαιρναν την σκάλα για να βρεθούν στη συνέχεια μ’ ένα τράβηγμα του Χριστόφορου στο επάνω κατάστρωμα. Το τηλέφωνο στο καπνιστήριο χτυπούσε πάλι και πάλι. Καλούσαν από την γέφυρα για να μάθουν τι γίνεται εκεί πίσω. Σκάσε φώναζε ο Χριστόφορος στο τηλέφωνο,αν όχι και σ’ εκείνον που καλούσε, για να γραπώσει απ’ τη θέση του στα άνω σκαλοπάτια της σκάλας άλλον έναν συνάδελφο και να τον φέρει στο κατάστρωμα της σωτηρίας.Κάποια στιγμή του λύθηκε η περιέργεια, ακούοντας από το στόμα κάποιου, ότι το νερό εμπήκε από την κύρια υδατοστεγή πλωριά πόρτα του διαδρόμου των ναυτών, αυτή στην οποία είχε βάλει τους γρύλους ο λοστρόμος*. Άφησε τις λεπτομέρειες γι’ αργότερα κι αφού βεβαιώθηκε μετά από μία γρήγορη καταμέτρηση αναμεταξύ τους, ότι βγήκε όλο το πλήρωμα κουβέρτας και μηχανής από τα κάτω διαμερίσματα που έπαθαν την ζημιά, στο άνω κατάστρωμα όπου και ήταν ασφαλείς, αισθάνθηκε τον εαυτό του να συνέρχεται.Στιγμές αργότερα κατάλαβε από τη συμπεριφορά του καραβιού πάνω στην θάλασσα,ότι είχαν ελαττώσει στροφές στη μηχανή και μάλλον θα είχαν αλλάξει και πορεία,γιατί αλλιώς χτυπούσε πλέον η θάλασσα και οπωσδήποτε πιο μαλακά. Κάτι αργά έγιναν όλ’ αυτά είπε μέσα του, καλό ήταν όμως έστω και τώρα.

Προς στιγμή πάντως κάποιοι είχαν ορμήσει πιθανόν από ένστικτο, στο κατάστρωμα βαρκών. Πίστεψαν πως ίσως και να χρειασθεί να κατεβάσουν τις βάρκες. Προς λύπη όλων θα πει ο Χριστόφορος, είδαμε ότι από τις δύο πρυμιές βάρκες,η αριστερή έλλειπε,την είχε πάρει το κύμα, θερίζοντας ταυτοχρόνως από την βάση και τα καπόνια(35) από τα οποία ανακρέμονταν. Η δεξιά όμως είχε παραμείνει στη θέση της. Μετά από μια γρήγορη ανασκόπηση της κατάστασης και ψυχραιμότερες σκέψεις κάποιων και κυρίως του Χριστόφορου, άφησαν την ιδέα της πιθανής εγκατάλειψης του καραβιού και συγκεντρώθηκαν  στα τρέχοντα προβλήματα και τις ζημιές που είχαν πάθει από το κύμα.

Μένοντας για λίγο ακόμη στο θέμα των βαρκών, κατά τον Χριστόφορο, ευτυχώς που δεν έφθασαν στην ανάγκη να χρειασθούν τις βάρκες για να εγκαταλείψουν το καράβι. Πρώτον διότι ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν θα έπεφταν ποτέ στην θάλασσα. Γυμνάσιο εγκαταλείψεως πλοίου δεν είχαν κάνει ποτέ και τα ράγουλα πάνω στα οποία κυλούσε το σύρμα καθελκύσεως κάθε βάρκας, ήταν πετρωμένα. Και δεύτερο ίσως και σπουδαιότερο, η εγκατάλειψη πλοίου με δέκα μποφόρ, είναι κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση.

Εν τω μεταξύ τα νερά που είχαν συσσωρευθεί μέσ’ τον διάδρομο των ναυτών και όσα είχαν περάσει σε αυτόν των θερμαστολαδάδων*, άρχισαν να υποχωρούν, άλλα μεν αδειάζοντας προς το κατάστρωμα από την ίδια πόρτα που είχαν μπει και άλλα αποχετεύονταν στην θάλασσα από τα μπούνια(36)του υδραυλικού συστήματος αποχέτευσης του καραβιού, που η πρόνοια του ναυπηγού είχε τοποθετημένα σε καίρια σημεία του διαδρόμου. Ευτύχημα γι’ αυτούς ήταν, ότι οι δύο πόρτες του μηχανοστασίου που έβγαιναν στους δύο διαδρόμους του πληρώματος που πλημμύρισαν, άντεξαν  στην πίεση του νερού και δεν πέρασε νερό στο μηχανοστάσιο. Αν γίνονταν κάτι τέτοιο, σύμφωνα με όλες τις πιθανότητες, θα σταματούσε η μηχανή και το καράβι θα γίνονταν έρμαιο των κυμάτων,μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά.

Όταν επιτέλους κατάφερε να κατεβεί ο Χριστόφορος στο κατάστρωμά που ήταν τα διαμερίσματα των ναυτών, διαπίστωσε ότι η θάλασσα που χτύπησε το καράβι, πράγματι ετσαλάκωσε με την πίεσή της,την υδατοστεγή πόρτα του διαδρόμου που του είχαμε πει ότι είχε ασφαλίσει με δύο γρύλους ο λοστρόμος, λες και ήταν από πάφιλα  και αφού έκοψε μεντεσέδες, σύρματα και οτιδήποτε άλλο την συγκρατούσε, την ταξίδεψε κατά μήκος όλου του πάνω από 30 – 40 μέτρα μήκος διαδρόμου χωρίς ν’ αγγίξει πουθενά,για να την καρφώσει φάτσα τέρμα στο βάθος, στο εγκάρσιο του διαδρόμου, πάνω στην πόρτα του δωματίου που έμενε ο ίδιος ο Χριστόφορος. Αφού συνέτριψε πρώτα την πόρτα του, εμπήκε στο δωμάτιο,έκανε χίλια κομμάτια το κρεβάτι του που ήταν απέναντι της πόρτας,για να τερματίσει σαν άμορφη μεταλλική μάζα πάνω στον μεταλλικό σκελετό του δωματίου, αφού παραμόρφωσε κι αυτόν ακόμη κατά την πρόσκρουσή πάνω του.Σ’ αυτό το ίδιο το κρεβάτι, υποτίθεται ότι θα ευρίσκονταν ξαπλωμένος λίγα λεπτά αργότερα ο ίδιος. Σίγουρα οι Άγιοι Πατέρες που έχουμε στον Αλέξανδρο με προστάτεψαν, ψιθύρισε ο Χριστόφορος.

Το κύμα φαίνεται ότι ήρθε και εχτύπησε το καράβι από πλώρα και αριστερά, διότι εκτός του ότι επήρε την αριστερή βάρκα, θερίζοντας μαζί και τα καπόνια* της, εστρέβλωσε την αριστερή πλευρά του μεταλλικού σκελετού, του πρυμιού ακομοντεσίου*, πάνω από το καπνιστήριο και πάνω από την τραπεζαρία του πληρώματος, εντός του οποίου εβρίσκονταν τα δωμάτια των Αξιωματικών μηχανής.Εχρειάσθηκε να σπάσουν με τσεκούρια πυρκαϊάς τις ξύλινες πόρτες τους για να τους βγάλουν έξω, ευτυχώς χωρίς να σημειωθεί κάποιος άξιος αναφοράς τραυματισμός.

Αργότερα σαν ηρέμησαν κάπως, θα έλεγε στον Χριστόφορο ο μπάρμπα Τζίμης που ήταν στο τιμόνι, όταν χτυπήθηκε από το κύμα το Valour:

είδα ένα υδάτινο τείχος, πολύ πολύ ψηλότερο από την πλώρη του καραβιού να έρχεται κατ’ επάνω μας και το καράβι μπήκε μέσα και ακινητοποιήθηκε λόγω του μεγάλου όγκου της θάλασσας.

Χρόνια αργότερα,στις 11/9/1995 ο καπετάνιος του 293,5 μέτρων κρουαζιερόπλοιου QueenMary2, ο Peter Warwik, θα έλεγε, ότι στις 4αρες η ώρα το πρωί αυτής της μέρας, ενώ ευρίσκονταν 200 μίλια νότια του Νιού Φάουντλαντ στον Ανατολικό Καναδα, περιοχή που επηρεάζεται από το βόρειο ψυχρό ρεύμα του Λαμπραντόρ, παρουσιάσθηκε μπροστά τους από το πουθενά, ένα κύμα 29 με 30 μέτρα ψηλό και τους χτύπησε με μεγάλη δύναμη. Και συνέχισε:  Ήταν ένα γιγάντιο τείχος νερού, ήταν σαν να τρέχαμε ενάντια στους άσπρους γκρεμούς του Ντόβερ.

Και κάποιος άλλος όμως πάλι καπετάνιος, 3000  και πλέον χρόνια πριν, αυτός της μυθικής Αργούς,ο Τιφυς, το 1225 προ Χριστού,αντιμετώπισε όπως μας λέγει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, κάτι όμοιο. Το παραθέτω σε μετάφραση(37):

«Εκεί σηκώνεται κύμα όμοιο με απότομο βουνό μπροστά απ’ το πλοίο σαν γιά να το σκεπάσει, έτσι που φτάνει πάντα πιό ψηλά απ’ τα νέφη, θά ‘λεγες πως δεν γίνεται να γλιτώσεις την κακιά μοίρα καθώς κρέμεται βίαια πάνω απ’ την μέση του καραβιού, σαν σύννεφο».

Για περισσότερες από τρείς χιλιάδες χρόνια δηλαδή, οι ναυτικοί, με μικρά ή και γιγάντια πλοία, αντιμετωπίζουν τις ίδιες ιδιοτροπίες ή καλλίτερα την ίδια μανία των καιρικών φαινομένων και της θάλασσας, με το ίδιο δέος.

Οι ζημιές που έπαθε το Valour στο πρυμιό ακομοντέσιο*, τα δωμάτια του πληρώματος και η απώλεια της σωσίβιας βάρκας μαζί με τα καπόνια της,  λόγω του φοβερού χτυπήματος του καραβιού από το κύμα, στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, δεν ήταν οι μοναδικές.

Το κύριο κατάστρωμά του, ανάμεσα στο μεσαίο και το πρυμιό ακομοντέσιο* σχίσθηκε, αλλά ευτυχώς το πετρέλαιο που περιείχε η δεξαμενή που βρίσκονταν κάτω απ’ αυτό,δεν χύθηκε στην θάλασσα ώστε να προκληθεί ρύπανση.

Ο κάγκουες*που ένωνε το μεσαίο ακομοντέσιο* με το πρυμιό, μεταλλικός ισχυρής κατασκευής,υπερυψωμένος περί τα 3 μέτρα πάνω από το κύριο κατάστρωμα, εστράβωσε κι έγινε κάτι σαν λατινικό S.

Η έκταση ζημιών στις σωληνώσεις και τους προφυλαχτήρες τους ήταν επίσης εκτεταμένες.

Κάποιους μεταλλικούς κυματοθραύστες, ειδικής σχεδίασης και ισχυρής κατασκευής που υπήρχαν πάνω στο κατάστρωμα,για να προστατεύουν από τα χτυπήματα των κυμάτων  διάφορα ευαίσθητα σημεία και συσκευές του πλοίου, τους  στρέβλωσε ή καλλίτερα τους ισοπέδωσε και τους έκανε ένα με το κατάστρωμα.

Αν προχωρούσαμε στην αναφορά όλων των ζημιών, ο κατάλογος θα ήταν μακρύς και ουσιαστικά ανούσιος για τον αναγνώστη αυτού του κειμένου. Πάντως ο καπετάνιος μετά το ατύχημα έδειξε να συνετίσθηκε. Ανέχθηκε κάποιες υποδείξεις του Ανθυποπλοιάρχου που έκανε την βάρδια 12-4, μερικές των οποίων ήταν αποτέλεσμα σύσκεψης του ίδιου του Ανθυποπλοιάρχου με τον Χριστόφορο και το καράβι έφθασε με ίδια μέσα στον προορισμό του. Με αμέτρητες ενέργειες και φροντίδες του πληρώματος, είχε αποκατασταθεί εν τω μεταξύ η στοιχειώδης λειτουργία οιουδήποτε οργάνου ή συσκευής ήταν απαραίτητη για να δέσει το καράβι στο λιμάνι και να εκφορτώσει. Γι’ αυτό και με την άφιξή του, επλεύρισε στις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων που θα παρέδιδε το φορτίο του και άρχισε την εκφόρτωση,ευθύς μετά την αποκατάσταση της ελευθερωκοινωνίας από τις αρχές και το κατέβασμα της σημαίας της καραντίνας(38).

Αμέσως μετά, μαζί με τον πράκτορα του καραβιού, ανέβηκαν στο καράβι δύο εκπρόσωποι της εταιρείας από την Νέα Υόρκη, ένας Αρχικαπετάνιος κι ένας Αρχιμηχανικός. Τους έπιασε απελπισία μόλις είδαν το καράβι. Θέλει ναυπηγείο και γερό μάλιστα για να γίνει πάλι καράβι αποφάνθηκαν μ’ ένα στόμα. Επισκευή όμως τέτοιας έκτασης δε σήκωνε να γίνει στην Αμερική γιατί ήταν ακριβά τα εργατικά.Και επειδή η Ευρώπη ήταν ακόμη φτωχή από τις συνέπειες του Β.Π.Πολέμου, τα ναυπηγεία του Ρόττερνταμ της Ολλανδίας κρίθηκαν από του ίδιους ως τα καταλληλότερα και πιο φτηνά για να γίνει. Ύστερα μάλιστα και από κάποια επικοινωνία που είχαν με τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας, έκλεισε,στο Ρόττερνταμ θα επισκεύαζε.

Επόμενο βήμα του Αρχικαπετάνιου και Αρχιμηχανικού ήταν να καλέσουν ιδιαιτέρως τους ναύτες της βάρδιας κατά την ώρα του ατυχήματος, τον μπάρμπα Τζίμη και τον Χριστόφορο, για να μάθουν από πρώτο χέρι τι συνέβηκε.Κανείς τους δε μάσησε τα λόγια του και χωρίς περιστροφές τους εγνώρισαν ότι η αύξηση των στροφών που διέταξε ο καπετάνιος, από 50 σε 100 την ημέρα του ατυχήματος, ήταν τελείως αψυχολόγητη και αδικαιολόγητη. Θα ήταν πολύ πολύ λιγότερες οι ζημιές που θα είχε πάθει το καράβι από το χτύπημα του κύματος, αν ταξίδευε μόνον με 50 στροφές και εάν βέβαια θα τους είχε πετύχει. Αυτοί ουσιαστικά κουτούλησαν στον τοίχο με όλη τους την φόρα, η μηχανή του Valour ήταν πανίσχυρη, για να χρησιμοποιείται όμως όλη της η ισχύς,όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Ένας Θεός ξέρει γιατί δεν ευρίσκονταν τώρα στον πάτο,τους είπαν Χριστόφορος και μπάρμπα Τζίμης και τους παρακάλεσαν ν’ αντικαταστήσουν τον καπετάνιο. Δεν ένιωθαν καλά να συνεχίσουν πλέον να ταξιδεύουν μαζί του. Αφού άκουσαν από το στόμα τους και πολλά άλλα τρωτά ή καλύτερα κουσούρια που είχε ο καπετάνιος, τους υποσχέθηκαν, υπό εχεμύθεια όμως, ότι για ειδικούς λόγους θ’ αντικαθιστούσαν τον καπετάνιο στο Ρόττερνταμ που θα πήγαιναν για επισκευή, όπως και έγινε.

Σαν βγήκαν από το δωμάτιο που συνομίλησαν με τους αντιπροσώπους της εταιρείας, είχαν ξεχαστεί όλοι οι καημοί από το χτύπημα του κύματος. ΄Ωωω ρε μάνα μου λιμάνι αναφώνησαν χαρούμενα και οι δύο, κι ο μπάρμπα Τζίμης πιο εκδηλωτικός, επέρασε την χερούκλα του σφιχτά στον ώμο του Χριστόφορου και τον ταρακουνούσε.

Μετά την εκφόρτωση στο Ντελαγουέαρ Σίτυ έφυγαν για το Ρόττερνταμ. Ενάμισι μήνα κράτησε η επισκευή του καραβιού στο εκεί ναυπηγείο. Ρημαδιό είχε γίνει το καράβι από το παρ’ ολίγο μοιραίο,γνωστό μας χτύπημα. Εκτός από τις ζημιές που βλέπανε, βρέθηκαν κι αμέτρητες άλλες που δε φαίνονταν, από τον επιθεωρητή του νηογνώμονα(39)και τα «τσακάλια» του ναυπηγείου που το έφαγαν ψάχνοντάς το, από κοράκι(40) σε κοράκι κι από πανιόλο(41)μέχρι γαλέτα(42).

Δύο πράγματα έκαναν μεγάλη εντύπωση του Χριστόφορου στο Ρόττερνταμ, οι βιτρίνες των μαγαζιών που έλαμπαν από καθαριότητα, όπως και τα πάντα πεντακάθαρα τζάμια των σπιτιών, ακόμη κι αυτών που είχαν οι μαούνες του λιμανιού. Αυτό ήταν το ένα.

Το άλλο ήταν εκείνα τα μανούλια που σερβίρανε στο μπαρ του Ξένου στο Κάταντρακ. Κάταντρακ, και ποιος ναυτικός δεν έχει να πει κάτι γι’ αυτό.

Περί τα δύο χρόνια αργότερα και ενώ ο Χριστόφορος υπηρετούσε την θητεία του στο Λιμενικό Σώμα, έλαβε 5000 δραχμές από την εταιρεία Ωνάση, ως αποζημίωση για την απώλεια ατομικών του ειδών κατά το συμβάν στο οποίο αναφερθήκαμε με το Olympic Valour. Κάτι θυμόνταν πως τους είχαν πει, για κάποια αποζημίωση που ίσως και να έπαιρναν, αλλά το είχε ξεχάσει. Για ναυτάκι όμως 5000 δραχμές από κει που δεν το περίμενε ήταν κάτι. Ύστερα όμως από όσα του θύμισαν, τα όσα του έφεραν τόσο ζωντανά μπροστά του αυτά τα λεφτά, δεν ήξερε αν τον ευχαρίστησαν ή όχι.Ας μη μου είχε συμβεί και δεν μου χρειάζονταν. Δόξα τω Θεώ πάντως,είμαι ακόμη στη ζωή είπε με αισιοδοξία.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

  1. Ακομοντέσιο= ο χώρος ενδιαιτήσεως του πλοίου, παράφραση της αγγλικής λέξης accommodatιοn.
  2. Κουβέρτα= το κατάστρωμα του πλοίου.
  3. Λοστρόμος= ο επικεφαλής όλων των ναυτών του καταστρώματος.
  4. Μπότο= μεταλλικό δοχείο συνήθως 20 λίτρων, αλλά και μικρότερο, που περιέχει ως επί το πλείστο χρώμα.
  5. Μπογιατζίδικο= Δωμάτιο επί του κυρίου καταστρώματος μέσα στο οποίο φυλάσσονται τα χρώματα του καραβιού, κυρίως αυτά της καθημερινής χρήσης. Το «επιτελείο του λοστρόμου».
  6. Μπότζι= η συνεχείς κλίσεις του πλοίου δεξιά – αριστερά.
  7. Σκαμπανέβασμα= το συνεχές ανέβασμα και κατέβασμα της πλώρης του πλοίου.
  8. Τζόβενο= το ναυτόπαιδο, ο πρωτάρης ναυτικός.
  9. Υδατοστεγής πόρτα= μεταλλική πόρτα με χοντρά λάστιχα τριγύρω και ισχυρές μεταλλικές πεταλούδες με τις οποίες κλείνει ερμητικά και δεν αφήνει να περάσει νερό, ακόμη και όταν δοκιμάζεται με πίεση νερού 5 κιλών. Όταν είναι κλειστή, θεωρείται αδιάκοπη συνέχεια της μεταλλικής επιφάνειας (μπλουμέ) πάνω στην οποία εφαρμόζεται.
  10. Μαγαζί= αποθηκάκι.
  11. Θερμαστολαδάδες= οι θερμαστές και οι λαδάδες, ειδικότητες του προσωπικού μηχανής.
  12. Παράλληξη= εδώ, σημείο το οποίο προσπερνάει η δεξιά ή αριστερή πλευρά του καραβιού.
  13. Καμπούνι= Το υπερύψωμα της πλώρης, πάνω στο οποίο υπάρχουν οι δέστρες του πλοίου – (πίντες) και η πόμπα/εργάτης αγκύρας. Στον εσωτερικό χώρο του,φυλάσσονται τα σκοινιά προσδέσεως του καραβιού – οι κάβοι και πολλά άλλα ογκώδη αντικείμενα του καραβιού.
  14. Κακοκυβερνώ= δεν κυβερνάω ίσια, παρεκκλίνω της πορείας συνεχώς δεξιά αριστερά.
  15. Κάγκουες= μεταλλικός διάδρομος περί το ένα μέτρο φάρδος με προστατευτικά κάγκελα δεξιά – αριστερά, στρωμένος κατά μήκος με χοντρές σανίδες, κάπου 3 μέτρα πάνω από το κατάστρωμα, ο οποίος ενώνει την πλώρη του καραβιού με τον μεσαίο πύργο/ακομοντέσιο (σπίτι) που ευρίσκεται η γέφυρα και συνεχίζει προς τα πρύμα για να ενώσει τον μεσαίο πύργο με τον πρυμιό, που ευρίσκεται το μηχανοστάσιο και τα διαμερίσματα των μηχανικών και του κατωτέρου πληρώματος. Παράφραση της αγγλικής λέξης gangway.
  16. Τσιμαρόλι= η άκρη (τσίμη)- κορυφούλατου κύματος, που ξεπετιέται ύστερα από το ξέσπασμα του κυρίου κύματος σε κάποιο σημείο του καραβιού. Απ’ αυτό το χτύπημα,το νερό ξεφεύγει με μεγάλη ταχύτητα, υποβοηθούμενο και από την ταχύτητα του ανέμου.
  17. Τιφυς= ο πρώτος πλοίαρχος της μυθικής Αργούς.
  18. Κομμενη η μηχανή= η μηχανή δουλεύει με ελαττωμένες στροφές.
  19. Σκάπουλος= ο ένας από το ζευγάρι της βάρδιας, που την ώρα εκείνη δεν είναι στο τιμόνι, αλλά εκτελεί κατά κύριο λόγο χρέη οπτήρος.
  20. Σκάτζα= αλλαγή, (σκατζάρω την βάρδια = καλώ τους άνδρες που θα αναλάβουν την επόμενη βάρδια).
  21. Γκαβίλια του τιμονιού= η μία άκρη – λαβή από τις 8 (συνήθως) ακτινωτές που έχει ο τροχός του τιμονιού.
  22. Δαρτά= ραβδωτά, σαν να ραβδίζει.
  23. Τσίμη= άκρη, αλλά και η κορυφή
  24. Μπουκούνι= κομμάτι, εφτανησιώτικη έκφραση.
  25. Βαϊμπρέσιο= τρέμουλο, παράφραση της αγγλικής λέξης vibration.
  26. Πόμπα= το βίντσι που σηκώνει τις άγκυρες, το οποίο ευρίσκεται στο τελείως πρόσθιο μέρος του καραβιού – κατάπλωρα.
  27. Τσάρτρουμ= δωμάτιο χαρτών, πάνω στο τραπέζι του υπάρχει πάντοτε ο χάρτης της περιοχής που ταξιδεύει το καράβι. Στα συρτάρια του τραπεζιού κυρίως, φυλάσσονται σε φακέλους με ειδική διάταξη και αρίθμηση οι χάρτες του καραβιού (συνήθως όλης της γης).
  28. Νέτο πέλαγος= θαλάσσια περιοχή ελεύθερη εμποδίων.
  29. Μαδέρι= σανίδα, συνήθως χονδρή.
  30. Καθρέφτης= η φάτσα του ακομοντεσίου (σπιτιού).
  31. Σταβέντο= υπήνεμο, παράφραση της ιταλικής λέξης sottovento.
  32. Ρεσπέντζα= κυλικείο, παράφραση της αγγλικής λέξης dispenser.
  33. Θερμαστολαδάδες= οι θερμαστές και οι λαδάδες, ειδικότητες του προσωπικού μηχανής.
  34. Ρευματική θάλασσα= το απροσδόκητο και αγνώστου προελεύσεως γιγάντιο κύμα, ίσως προερχόμενο από την επίδραση των ρευμάτων, λέγεται από τους ναυτικούς κυρίως.
  35. Καπόνια= το μεταλλικό σύστημα ανακρέμασης και καθέλκυσης της βάρκας.
  36. Μπούνι= υδρορροή αποστράγγισης.
  37. Απολλώνιου Ρόδιου, Αργοναυτικά, βιβλίο 2, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1999, βλέπε απόσπασμα του ποιήματος και την μετάφρασή του στο τέλος.
  38. Καραντίνα= εδώ, η κίτρινη σημαία Q, που εφόσον είναι υψωμένη στο άλμπουρο, σημαίνει ότι το πλοίο δεν έχει πάρει άδεια ελευθεροκοινωνίας από τις υγειονομικές αρχές του λιμένος και το αντίθετο εφόσον κατεβεί.
  39. Νηογνώμονας= Ιδιωτικός ναυτιλιακός τεχνικός οργανισμός διεθνούς αναγνωρίσεως και κύρους, που καταρτίζει κανονισμούς ναυπηγήσεως και εξοπλισμού των πλοίων. Παρακολουθεί όσα πλοία εκπροσωπεί με τακτικές και έκτακτες επιθεωρήσεις σε όλη την διάρκεια της ζωής τους και εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις του, τα εφοδιάζει με πιστοποιητικά αξιοπλοίας, απαραίτητα για να ταξιδέψουν.
  40. Κοράκι= το ακραίο πλωριό κάθετο ξύλο ή και ακραίο πρυμιό κάθετο ξύλο του πλοίου (παρέμεινε από τα ξύλινα σκάφη και από κοράκι σε κοράκι σημαίνει, από άκρη σε άκρη κατά το διάμηκες του πλοίου).
  41. Πανιόλο= το δάπεδο, εδώ το κατώτερο δάπεδο του καραβιού (συνήθως στρωμένο με χοντρές σανίδες).
  42. Γαλέτα=εδώ, ξύλινος δίσκος στο ανώτατο σημείο του άλμπουρου,έτσι λένε κι αυτόν που υπάρχει στην κορυφή του κονταριού της σημαίας (βενετσιάνικη λέξη). ………………………………..

Απόσπασμα από τα ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ του Απολλώνιου του Ρόδιου,  βιβλίο – 2.

εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1999.(17)

………………………………………………………………………

164         Ήμος δ’ ηέλιοςδροσεράςαπέλαμψε κολώνας

165         εκ περάτων ανιών, ήγειρε δε μηλοβατήρας,

166         δη τότε λυσάμενοινεάτης εκ πείσματα δάφνης,

167         ληίδα τ’ εισβήσαντες όσην χρεώήενάγεσθαι,

168         πνοή δινήεντ’ ανά Βόσπορονιθύνοντο.

169         ένθα μεν ηλιβάτωεναλίγκιονούρεϊ κύμα

170         αμφέρεταιπροπάροιθενεπαίσοντιεοικός,

171         αιέν υπέρ λαιφέωνηερμένον, ουδέ κε φαίης

172         φεύξεσθαι κακόν οίτον, επείμάλαμεσσόθινηός

173         λάβρονεπικπέμαται υπέρ νέφεος, αλλά τόγ’ έμπης

174         στόρνυταιεί κ’ εσθλοίοκυβερνητήροςεπαύρη,

175         και Τίφυος οίδε δαημοσύνησινέοντο

176         ασκηθείς μεν, ατάρπεφοβημένοι, ήματι δ’ άλλω

177         αντιπέρηνγαίηΘυνηίδιπείσματ’ ανήψαν.

………………………………………………………………….

Οι ανωτέρω στοίχοι σε ελεύθερη μετάφραση από τις εκδόσεις Κάκτος, 1999:

Όταν ο ήλιος ανεβαίνοντας από τα πέρατα του ορίζοντα και φωτίζοντας τα δροσερά ψηλώματα ξύπνησε τους βοσκούς, λύσανε τα σκοινιά απ’ τον κορμό της δάφνης, κι αφού φορτώσανε στο πλοίο όσα χρειώδη ήταν να πάρουν, ακολουθώντας την πνοή του αέρα, έπλευσαν μέσα από το στροβιλώδη Βόσπορο. Εκεί σηκώνεται κύμα όμοιο με απότομο βουνό μπροστά απ’ το πλοίο σαν γιά να το σκεπάσει, έτσι που φτάνει πάντα πιό ψηλά απ’ τα νέφη, θά ‘λεγες πως δεν γίνεται να γλιτώσεις την κακιά μοίρα καθώς κρέμεται βίαια πάνω απ’ την μέση του καραβιού, σαν σύννεφο. αν τύχει και συναντήσει καπετάνιο επιδέξιο, χάνεται μακριά του. Έτσι κι αυτοί χάρη στην ικανότητα του Τίφυος περάσανε σώοι αλλά και φοβισμένοι. Την άλλη μέρα δέσανε τα παλαμάρια στην αντίπερα ακτή της Θυνιάδας χώρας.

 

Σταύρος Γ. Δάγλας.