«Εκάμαμε τεσβάρκο εις το Μεγανήσι…»

«Με όλους τους διακόσιους του Λεπενιώτη επήρα τα καΐκια και εκάμαμε τεσβάρκο εις το Μεγανήσι, και εδιώξαμε τους Φραντσέζους, και εκάμαμεν στάσιν εκεί», αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης για τη χρονιά του 1810.

Ποιός ήταν όμως ο Λεπενιώτης που αναφέρει ο Κολοκοτρώνης; Ήταν αδερφός του Κατσαντώνη και υπήρξε, φυσικά, κλεφταρματωλός που δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην περιοχή της Ευρυτανίας. Ακολουθεί η βιογραφία του.

ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ (1777-1812)  

Ο Κώστας Λεπενιώτης, δευτερότοκος γιος του Γιάννη Μακρυγιάννη, γεννήθηκε στη Λεπενού γύρω στα 1777-80. Ακολούθησε το ασκέρι του αδελφού του Κατσαντώνη, ως οπλαρχηγός και συμμετείχε σ’ όλες τις μάχες που αυτός έδωσε εναντίον των Τουρκαλβανών. Σε αντίθεση με τον μετρίου αναστήματος αδελφό του (τον Κατσαντώνη), ο Λεπενιώτης περιγράφεται ως γιγαντόσωμος, με πελώριο ανάστημα. Μάλιστα αναφερόμενος στη συνέλευση της Λευκάδας ο Σπ. Βερύκιος γράφει: «Είδα σε μια στιγμή τον πανύψηλο γίγαντα Λεπενιώτη να σηκώνεται όρθιος και με βροντερή φωνή και αφελή γλώσσα να διηγείται τα μάχη που ο Κατσαντώνης ‘έδωκε με τους Τούρκους πριν κατεβεί στη Λευκάδα«. Από τους ιστορικούς,  αναφέρεται ότι ήταν κι αυτός ανδρείος και ορμητικός διώκτης των Τουρκαλβανών, ενώ μετά το θάνατο του Κατσαντώνη το 1808 προσπάθησε να φανεί αντάξιός του και να αποδείξει την γενναιότητα και αρχηγική ικανότητά του. Έτσι επιζητούσε πάντοτε να βρει την ευκαιρία να επιτεθεί εναντίον των Τουρκαλβανών, εκδικούμενος μ’ αυτόν τον τρόπο και το φοβερό θάνατο του αδελφού του. Το Μάιο του 1809 ο Λεπενιώτης ευρισκόμενος με όλους τους άνδρες του στην περιοχή του χωριού Παπαδιά του Καρπενησίου «προσκάλεσε« σε μάχη το δερβέναγα Σουλεϊμάν Τότη, που είχε καταλύσει στο χωριό Δομιανοί των Κτημενίων. Ο Σουλεϊμάν αποδέχτηκε την πρόκληση και βάδισε προς την Παπαδιά, με 300 Τουρκαλβανούς. Εκεί τους περίμενε ο Λεπενιώτης, ο οποίος με ένα στρατηγικό τέχνασμα υποχρέωσε τους στρατιώτες του Σουλεϊμάν να βρεθούν ανάμεσα σε δυο πυρά. Οι Τουρκαλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν καταδιωκόμενοι από τους άνδρες του Λεπενιώτη, οι οποίοι στο άκουσμα της βροντερής φωνής του αρχηγού τους: «στο κόκκινο πεσλί χτυπάτε«, άστραψαν τα πυρά τους και σκότωσαν το Σουλεϊμαν Τότη, αλλά και πολλούς από τους στρατιώτες του στη φρικτή σφαγή που ακολούθησε. Κατά τη διάρκεια της μάχης αυτής σκοτώθηκαν πάνω από εξήντα Τουρκαλβανοί, οι δε υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και έφθασαν κακήν κακώς μέχρι τους Δομιανούς, ενώ από τα παλικάρια του Λεπενιώτη είχαν τραυματιστεί πέντε, κι αυτά μόνον ελαφρά. Τους πυροβολισμούς από τη μάχη άκουσαν όμως και οι άνδρες του δερβέναγα Ταϊργκέκα, που βρίσκονταν κοντά στη Βρύση του «Καραμέτη« (στον Αηθανάση Καρπενησίου) και οι οποίοι έτρεξαν να βοηθήσουν τον Σουλεϊμάν Τότη. Το θέαμα που αντίκρισαν πλησιάζοντας στην Παπαδιά τους τρόμαξε τόσο ώστε, αντί να επιτεθούν εναντίον του Λεπενιώτη που τους περίμενε στην ίδια θέση, αναχώρησαν χωρίς να τολμήσουν να δώσουν κάποια μάχη.
Πέρα απ’ αυτή τη μάχη και τόσες άλλες πρωτύτερα μάχες μαζί με τον Κατσαντώνη, ο Λεπενιώτης ακούραστος περιέτρεχε τον Αγραφιώτικο χώρο για προστασία στους κατοίκους του. Σύμφωνα δε με τις σημειώσεις του Καρπενησιώτη γερουσιαστή Ι. Τσιγκόλη, ο Λεπενιώτης επανειλημμένα ήλθε σε σύγκρουση με τουρκαλβανικά τμήματα και τους αρχηγούς Μπέηδες. Το 1810 κατέφυγε με 200 περίπου από τους άνδρες του στο Μεγανήσι, το οποίο βρισκόταν κάτω από την εξουσία των Γάλλων, οι οποίοι τελικά τον εκδίωξαν από εκεί για τον Κάλαμο. Ο Λεπενιώτης ζήτησε να μπει στην υπηρεσία των Άγγλων και να καταταχθεί στα ελληνικά τμήματα της Επτανήσου, αλλά όπως είπε: «επιθυμώ να δουλεύσω στους Άγγλους, αλλά δεν δίδω εις άλλον πίστη παρά εις τον Κολοκοτρώνη«. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που τότε ήταν  αξιωματικός στον Αγγλικό στρατό στα Επτάνησα, πήγε στον Κάλαμο, συνάντησε το Λεπενιώτη και όπως υποστηρίζει: «εκάμαμε τεσβάρκο εις το Μεγανήσι, και εκδιώξαμε τους Φραντσέζους και εκάμαμεν στάσιν εκεί«.

[Το ακριβές απόσπασμα από την διήγηση του Θ. Κολοκοτρώνη στον Τερτσέτη έχει ως εξής: Τότε ἦλθε καὶ ὁ Λεπενιώτης, ἀδελφὸς τοῦ Κατζαντώνη, μὲ 200 εἰς τὸν Κάλαμο καὶ  Μεγανήσι, κατατρεγμένος ἀπὸ τὸν Ἀλὴ πασά. Τὸ Μεγανήσι ἦτον ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν Γάλλων, καὶ  οἱ  Γάλλοι ἔστειλαν στρατεύματα καὶ  τὸν ἔδιωξαν εἰς τὸν Κάλαμο. Ὁ Λεπενιώτης εἶπε ὅτι: «Ἐπιθυμῶ  νὰ  δουλεύσω τοὺς Ἄγγλους, ἀλλὰ  δὲν δίδω εἰς ἄλλον πίστιν παρὰ  εἰς  τὸν Κολοκοτρώνη». Τότε ὁ  γκενεράλης  μ᾿ ἔδειξε τὸ  γράμμα καὶ  μ᾿ ἔστειλε εἰς τὸν Κάλαμο καὶ  μ᾿ ἔδωκε ἕνα μπρίκι εἰς τὴν ἐξουσία μου. Ἐγὼ τοῦ  εἶπα, ὅτι εἰς ἕνα μπρίκι φαίνεται, ἀλλὰ θέλω μία βάρκα κανονιέρα, διὰ  νὰ ὑπάγω εἰς τὸν Κάλαμο, καὶ  εἰς τρεῖς ἡμέρας τοῦ  εἶπα νὰ  μὲ  στείλει καὶ  ἕνα πλοῖο πολεμικὸ  διὰ  κάθε ἐνδεχόμενο, καὶ  εἰς τρεῖς ἡμέρες  μετὰ  τὸ  ἰμπρίκι, νὰ  κινήσει ὁ στόλος  μὲ  τὰ  στρατεύματα. Τοῦτο ἦτον τὸ σχέδιόν μας. Ἐπῆγα εἰς τὸν Κάλαμο, ἀντάμωσα τὸν Λεπενιώτη. Μὲ ὅλους τοὺς 200 τοῦ Λεπενιώτη ἐπῆρα τὰ  καΐκια καὶ  ἐκάμαμε τεσβάρκο εἰς  τὸ Μεγανήσι, καὶ ἐδιώξαμε τοὺς Φραντζέζους, καὶ  ἐκάμαμεν στάσιν ἐκεῖ. Εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐξημέρωσε τὸ ἰμπρίκι (Μάρτιον). Ἔκαμα λοιπὸν σινιάλο διὰ  νὰ ἔλθει τὸ  ἰμπρίκι. Μέσα εἰς τὸ ἰμπρίκι ἦτον ὁ Μούρ, ὁ Λὸβ (διοικητὴς τῆς «Ἁγίας Ἑλένης»). Μοῦ ἔκαμε σινιάλο νὰ  ὑπάγω ἐγὼ  καὶ  ἔτζι ἐπῆγα μὲ  4  μόνον, καὶ οἱ  ἄλλοι ἔμειναν εἰς τὸ  Μεγανήσι. – Ὅταν ἤμουν εἰς τὸ  Μεγανήσι ἔστειλα καὶ  ἦλθαν μερικοὶ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαύρα, καὶ  τοὺς ὁδήγησα τί πρέπει νὰ κάμουν» – Σημ. Π.Κ.] 

 Ο Λεπενιώτης παρέμεινε στα Ιόνια νησιά αλλά λίγο καιρό πριν οι Άγγλοι διαλύσουν τα Ελληνικά τάγματα της Επτανήσου, αναγκάστηκε από τις περιστάσεις να δεχθεί την αμνηστία που του πρόσφερε ο Αλή πασάς, «μη δυνηθείς δια των όπλων να τον καταβάλει« και σε αντάλλαγμα ανέλαβε το αρματολίκι των Αγράφων. Δεν δέχτηκε όμως να εμφανιστεί μπροστά στον Αλή πασά και παρέμεινε ουσιαστικά απροσκύνητος.
Το φθινόπωρο του 1811 επέστρεψε στα Άγραφα και ανέλαβε το αρματολίκι επικεφαλής 50 ανδρών, ενώ πολλοί από τους συντρόφους του διορίστηκαν «κολιτζήδες« των διαφόρων τμημάτων στο αρματολίκι. Δεν παρέμεινε όμως πολύ διάστημα στο αξίωμα αυτό αφού δολοφονήθηκε άνανδρα στη Φουρνά από τους ανθρώπους του Τουρκόφιλου Νίκου Θέου και του κοτζάμπαση του Φουρνά Γιαννάκη Κωστάκη.
Ας εξετάσουμε όμως, τα γεγονότα γύρω από το θάνατο του Λεπενιώτη, όσο γίνεται πιο αμερόληπτα, πέραν από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις και σκοπιμότητες. Η πρώτη πηγή πληροφοριών προέρχεται από τις διηγήσεις του Θεοδοσίου Νικοθέου στο γερουσιαστή Ι. Τσιγκόλη. Δεν γνωρίζουμε όμως αν «η αγάπη για την αλήθεια« αποτελεί εγγύηση των λεγομένων του στις ιστορικές σημειώσεις ή προσπαθεί να δικαιολογήσει τον πατέρα του (Νικόθεο) για την ευθύνη που είχε στη δολοφονία του Λεπενιώτη. Η δεύτερη πηγή πληροφοριών στηρίζεται στο αυτόγραφο σημείωμα του αγωνιστή Κώστα Γαλή από τη Φουρνά, για τον οποίο δεν υπάρχουν βάσιμες αντιρρήσεις ως προς τον τρόπο που παρουσιάζει τα γεγονότα. Σύμφωνα λοιπόν με το Θεοδόσιο Νικοθέου, (σημειώσεις Τσιγκόλη) ο Αλής, επειδή δεν μπορούσε να περιορίσει τους κλέφτες υποχώρησε και διόρισε το Λεπενιώτη αρχηγό στο αρματολίκι των Αγράφων. Έτσι πίστευε ότι από τη μια απαλλασσόταν απ’ αυτόν και από την άλλη ότι θα ευχαριστούσε τους δημογέροντες. Ο Λεπενιώτης μόλις πήρε το διορισμό του, έστειλε στον Αλή ένα δώρο που ήταν τενεκές κλειστός: «Ο Αλής νομίζων ότι ησύχασε από τους κλέφτες διέταξε και ηνοίχθη ενώπιόν του ο τενεκές, δείγμα τούτο της υποταγής, αλλ’ όταν ηνοίχθη μετ’ αγανακτήσεως είδεν ότι περιείχε κόπρον ανθρώπινην«. Ο Αλή πασάς έξαλλος από το θυμό του κάλεσε τον έμπιστό του Νίκο Θέου, από το χωριό Χρύσου, που τον είχε για τσοχαντάρη και τον διέταξε να πάει να σκοτώσει το Λεπενιώτη. (Θα πρέπει να αναφέρουμε σ’ αυτό το σημείο ότι η οικογένεια Θέου βρισκόταν σε μεγάλη έχθρα με το Λεπενιώτη. Η ιστορία άρχισε όταν περιήλθαν στα χέρια του Λεπενιώτη επιστολές που έστειλαν τα αδέλφια του Νίκου Θέου, οι Γιάννης και Θεόδωρος Θέος, σ’ ένα Μπέη του Αλή για να τον ειδοποιήσουν να προφυλαχτεί στη «Βουλγάρα«, κοντά στη Φουρνά από τους κλέφτες, που τελικά αυτοί πρόλαβαν και χτύπησαν τη συνοδεία του Μπέη και σκότωσαν τον ίδιον. Ο Λεπενιώτης δεν έκρυψε την οργή του εξαιτίας της φιλοτουρκικής διαγωγής που έδειξαν τα δύο αδέλφια του Νίκου Θέου, οι οποίοι στη συνέχεια κλείστηκαν στον πύργο τους στο Χρύσου και περίμεναν την επίθεσή του. Ο τρίτος όμως αδελφός Καραγιώργος Θέου κατόρθωσε να διαφύγει κι ο Λεπενιώτης για να τον εκδικηθεί έσφαξε τα παιδιά του. Στη συνέχεια έκανε συχνές επιθέσεις στο χωριό και τελικά υποχρέωσε τους περισσότερους κατοίκους να το εγκαταλείψουν. Γι’ αυτό ο Αλή πασάς στην προσπάθειά του να πείσει το Νίκο Θέου να σκοτώσει το Λεπενιώτη του υπενθύμισε: «το χωριό σου το χάλασε, τ’ ανίψια σου τα σκότωσε«). Υπακούοντας στην εντολή του Αλή και θέλοντας να εκδικηθεί για το κακό που βρήκε την οικογένειά του ο Νίκος Θέου, έφυγε από τα Γιάννενα και ήλθε στα άγραφα, αφού πήρε μαζί του τους χωριανούς του, Αυγέρη, Κόπανο και Ράμμο καθώς και τον Μάνταλλο από τον Κλειτσό με μερικούς Τουρκαλβανούς, κατευθύνθηκε στον πύργο του Γιαννάκη Κωστάκη στο Φουρνά, σύζυγο της αδελφής του και κοτζάμπαση  της περιοχής. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και ο Νίκος Θέου είχε πληροφορηθεί ότι ο Λεπενιώτης θα έκανε Πάσχα στη Φουρνά. Όμως ο Λεπενιώτης και οι άντρες του πέρασαν το Πάσχα στο μοναστήρι της Βράχας και την Τετάρτη της Διακαινησίμου έφθασαν στη Φουρνά γύρω στους 100 άνδρες, οι περισσότεροι των οποίων είχαν ασημένια άρματα. Ο πύργος του Γιαννάκη Κωστάκη ήταν κάτω απ’ την εκκλησία, που ο Λεπενιώτης θα εκκλησιάζονταν και μετά αφού θα κατέβαινε μια πέτρινη σκάλα της πλατείας θα κατευθυνόταν στον πύργο. Οι άνδρες του Νίκου Θέου είχαν τοποθετηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε μόλις ο Λεπενιώτης κατέβαινε τη σκάλα να του έριχναν. Πράγματι έτσι και έγινε. Ο Λεπενιώτης τραυματίστηκε στο δεξί χέρι και στο μηρό. Επέζησε 11 ημέρες μετά τον τραυματισμό του. Η δολοφονία του Λεπενιώτη, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Θεοδοσίου Νικοθέου, πρέπει να συνέβη το 1812. Στην εκδοχή που μας παρουσιάζει για το θάνατο για το θάνατο του Λεπενιώτη, ο Θεοδόσιος Νικοθέου, προσπαθεί να δικαιολογήσει την ενέργεια αυτή του πατέρα του υποστηρίζοντας ότι ήταν πράξη εκδίκησης για τον θάνατο των μικρών ανιψιών του.
Το αυτόγραφο διαφορετικό σημείωμα του αγωνιστή Κώστα Γαλή αναφέρει ότι ο Γιαννάκης Κωστάκης, κοτζάμπασης στη Φουρνά, κολάκευε το Λεπενιώτη και του παράγγελνε ότι ήθελε να τον γνωρίσει προσωπικά. Έτσι την ημέρα του Πάσχα παρασύρθηκε ο Λεπενιώτης από τις προσκλήσεις του Γιαννάκη Κωστάκη και έφθασε στην πλατεία της Εκκλησίας, ντυμένος στα κατάλευκα και ζωσμένος με τα άρματά του. Άρχισε να παρατηρεί τον πύργο του κοτζάμπαση, που η πόρτα του ήταν κλειστή και είπε στους παριστάμενους εκεί: «Αυτός ο πύργος όλο διαβόλους έχει μέσα του«. Ξαφνικά ακούστηκε κάποιος πυροβολισμός και ο Λεπενιώτης φώναξε «τα σκυλιά με λάβωσαν«. Τον είχαν τραυματίσει, ρίχνοντας από τον πύργο, στην κοιλιά και γι’ αυτό και τον μετέφεραν κοντά στη «Γυφτόβρυση«. Από εκεί με φορείο που του έφτιαξαν οι άνδρες του τον μετέφεραν στη θέση «Ξηροσακολούλη«. Μάλιστα ο Γαλής γράφει ότι ο θάνατός του κρατήθηκε μυστικός για πολλά χρόνια και απλώς έλεγαν ότι ήταν βαριά τραυματισμένος. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Γαλή η δολοφονία του Λεπενιώτη πραγματοποιήθηκε το 1819.
Μια άλλη παραλλαγή για το θάνατο του Λεπενιώτη προέρχεται από τις αφηγήσεις του Νίκου Μπουρδάρα, πατέρα του άλλοτε υπουργού Γιώργου Μπουρδάρα και αποτελεί συγκερασμό των δύο προηγουμένων : Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο Αλή πασάς είχε καλέσει πολλές φορές το Λεπενιώτη στα Γιάννενα, αλλά αυτός είχε αρνηθεί να πάει γιατί του ήταν αδύνατο να ξεχάσει τον αποτρόπαιο θάνατο των γονιών του και των αδελφών του. Αντί λοιπόν να πάει να τον επισκεφθεί του έστειλε ένα δέμα που μέσα είχε «ακαθαρσίες«. Ο Αλή πασάς οργισμένος διέταξε το Νίκο Θέου να τον σκοτώσει. Αυτός μαζί με τους άνδρες ήλθε τότε στη Φουρνά και κλείστηκε στον πύργο του Γιαννάκη Κωστάκη, ο οποίος είχε ήδη καλέσει για το Πάσχα το Λεπενιώτη. Ήλθε στη Φουρνά ο Λεπενιώτης και ξεπέζεψε στην αγορά της κωμόπολης. Όλοι οι Φουρνιώτες, που ήταν εκεί, τον χαιρέτισαν και τον καλωσόρισαν χαρούμενοι και με τις ανάλογες ευχές. Το ίδιο και ο Γιαννάκης Κωστάκης, που αποχαιρετώντας τον του είπε ότι τον περιμένει στον πύργο του. Η ώρα περνούσε, ο Λεπενιώτης περίμενε στην πλατεία να έρθει κάποιος από το προσωπικό του Γιαννάκη και να τον οδηγήσει στον πύργο. Επειδή αργούσε η ειδοποίηση, πήγε προς τη σκάλα της πλατείας από την οποία φαινόταν ο πύργος, σε απόσταση περίπου 50 μέτρων. Βλέποντας δε κλειστά τα παράθυρα και τις πόρτες του πύργου είπε: «Αυτός ο πύργος φίδια και διαόλους κρύβει σήμερα«. Αμέσως μετά τον βρήκαν τα βόλια από τον πύργο και τον τραυμάτισαν στην κοιλιά και στο δεξί ώμο. Μάλιστα λέγεται, ότι ο Λεπενιώτης τράβηξε με το αριστερό του χέρι το σταυρό που είχε στο λαιμό του και τον ποδοπάτησε, γιατί, έχοντας μέσα τίμιο ξύλο, δεν τον προστάτεψε από το βόλι του κοτζάμπαση.
[Από τις προαναφερόμενες λοιπόν εκδοχές, καθίσταται φανερή η ιστορική ευθύνη του «μπαμπέση και τουρκόφιλου« Νικοθέου για τη δολοφονία του θρυλικού κλεφτοκαπετάνιου Λεπενιώτη. Προκύπτει δε χρονική διαφορά ανάμεσα στις αφηγήσεις του Θεοδοσίου Θέου, που αναφέρει χρονολογία θανάτου του Λεπενιώτη την Τετάρτη ημέρα της Διακαινησίμου του έτους 1812 και του αγωνιστή Κ. Γαλή, που τοποθετεί το θάνατό του στο έτος 1819 την ημέρα του Πάσχα, εκτός δε και άλλης σχετικής πληροφόρησης (Γ.Α.Κ. φάκελος Βλαχογιάννη αριθ.12, Καρκαβίτσας), που αναφέρεται στο έτος 1815. Αλλά η πιθανότερη χρονολογία είναι η του 1812 για την οποία μάλιστα είναι σύμφωνος και ο Κοσομούλης στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματά« του και όχι η χρονολογία 1819, που αναφέρει ο Γαλής, αν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι ο Αλή πασάς περιόδευσε το καλοκαίρι του έτους 1917 στ’ Άγραφα και το Καρπενήσι, γεγονός που δεν θα το τολμούσε αν ζούσε τότε εκεί ο ασυμβίβαστος κλεφτοκαπετάνιος και άσπονδος εχθρός του Κώστας Λεπενιώτης. Εκτός αν είχε φθαρεί το κάτω μέρος του αριθμού (2) και εμφανίζεται σαν αριθμός 9 στην χρονολογία Γαλή].
Διαφορετικές εξάλλου, απόψεις έχουν διατυπωθεί ως προς το τι απέγινε ο Λεπενιώτης μετά το βαρύ τραυματισμό του, όπως οι προαναφερόμενες του Θεοδοσίου Θέου και του Κώστα Γαλή. Ο Λεπενιώτης τραυματισμένος φέρεται να μεταφέρθηκε από τα παλικάρια του στο γνωστό Μοναστήρι της Βράχας, «όπου μετά 20 περίπου ημέρας απέθανε και ετάφη άγνωστο που«. Κατ’ άλλους μεταφέρθηκε στο Βάλτο όπου σε δυο βδομάδες πέθανε (Ινστιτούτο Ηπειρωτικών Μελετών, σχόλια Α. Γιάγκα). Ανεξάρτητα όμως από τις διαφορές αυτές, μένει ο άδικος χαμός του «αρειμάνιου« και «ατρόμητου« κλεφτοκαπετάνιου και αρματολάρχη Λεπενιώτη, που όσο κι αν ορισμένοι βιογράφοι του και ιστορικοί τον θέλουν «οξύθυμο, σκληρό και εκδικητικό, κυρίως μετά το μαρτυρικό θάνατο του Κατσαντώνη και Χασιώτου«, ο θαυμασμός και η ευγνωμοσύνη παραμένει. Γι’ αυτό η κωμόπολη Φουρνά έχει τοποθετήσει την προτομή του στην κορυφή της «πέτρινης σκάλας« της κεντρικής πλατείας της, που φέρει το όνομά του σαν ένδειξη ελάχιστου φόρου τιμής προς το ηρωικό παλικάρι των «Κατσαντωναίων«, όπως και στην Αθήνα ο «Σύλλογος Φουρνιωτών« έχει το όνομα «Ο Λεπενιώτης«. Προστίθεται δε ακόμη ότι ο Λεπενιώτης ως αρματολός Αγράφων στο ολιγόμηνο διάστημα που παρέμεινε στη θέση αυτή «διοίκησε με σύνεση, περίσκεψη και δικαιοσύνη χωρίς να λογαριάζει τους προεστούς (κοτζαμπάσηδες)«.
Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα παλικάρια που συνόδεψαν τότε το Λεπενιώτη στη Φουρνά αντέδρασαν αμέσως και επιχείρησαν «να σπάσουν την δρύινη θύραν του πύργου«, αλλά εκτός που ήταν καλά οχυρωμένος ο πύργος, έπρεπε φυσικά να βοηθήσουν τον βαριά τραυματισμένο αρχηγό τους και να τον οδηγήσουν σε πιο ασφαλή τόπο ή ακόμη μπορεί να υπάκουσαν σε παρακλήσεις από προκρίτους της Φουρνάς, «να μην κάψουν τον πύργο για να μην καταστραφεί η κωμόπολη«.
Μετά το θάνατο του Λεπενιώτη, οι άνδρες του, που ήταν τριακόσιοι και περισσότεροι, φαίνεται ότι δεν συμφωνούσαν για άλλο αρχηγό τους, «δεν ηδυνήθησαν να μείνουν ενωμένοι και διηρέθησαν εις διάφορα αποσπάσματα καταδιωκόμενα πανταχόθεν συντόνως… και άλλα καταστράφησαν, άλλα διαλύθησαν και οι υπό τον Τσιόγκαν απεφάσισαν να προσκυνήσουν«. Πράγματι ο Αλή πασάς αποδέχθηκε την υποταγή τους και τον μεν Τσόγκα διόρισε δερβέναγα στο Ξηρόμερο, το Λάμπρο Κοσμά στα Σάλωνα, τον Καραϊσκάκη αρχηγό του μεταβατικού στο Κιουστάνι (Φουρνά), τον Χουσιάδα στη Νευρόπολη και τον Φραγγίστα στη Ρεντίνα Αγράφων (Γ.Α.Κ. φάκελος Βλαχογιάννη, εφημ. «Φάρος της Όρθρυος« 1-4-1861), και άλλους Αγραφιώτες, όπως το Φλέγγα, το Χονδροπάνο, το Χοντρομήτρο κλπ. τους πήρε τσοχανταραίους και «έτσι έληξε η ηρωική περίοδος των προς της Επαναστάσεως κλεφτών«.
Όμως η φωτιά που είχαν ανάψει οι Κατσαντωναίοι δεν είχε σβήσει, αλλά κρυφόκαιγε και μαζί με τα δημοτικά τραγούδια για τις ανδραγαθίες και αναμνήσεις της κλεφτουριάς και της Φιλικής Εταιρείας την ενθάρρυνση και τις κρυφές συνάξεις και διαβουλεύσεις στο επίκεντρο του κλεφταρματωλισμού, τ’ Άγραφα, παρέμεινε άσβεστη μέχρι και την Επανάσταση του ’21.

(Πηγή: www.evrytan.gr)