Η μαρμελάδα και το κυδώνι

Άρθρο του Νίκου Σαραντάκου

Χτες φτιάξαμε κυδωνάτο και επειδή είχα πάρει πολλά κυδώνια –μ’ αρέσουν να τα βλέπω, έτσι χρυσά– μερικά κομμάτια περίσσεψαν, οπότε τις έφαγα -και θυμήθηκα τα νιάτα μου, που τα έτρωγα τα κυδώνια ωμά, παρόλο που σε πολλές πηγές βλέπω ότι ωμό το κυδώνι δεν είναι φαγώσιμο.

Το κυδώνι είναι από τα πιο αρχαία φρούτα και από τα πιο περιφρονημένα σήμερα (όπως και το ρόδι, ας πούμε, που θα περιμένει το δικό του σημείωμα άλλη φορά). Έφτασαν στην Ελλάδα από τον Καύκασο, μέσω της Μέσης Ανατολής. Η παλιότερη μορφή της λέξης στα ελληνικά είναι «κοδύμαλον» που κατά πάσα πιθανότητα είναι δάνειο από κάποια μικρασιατική γλώσσα, όμως στη συνέχεια εξελληνίστηκαν σε «κυδώνια μήλα», συνδέθηκαν δηλαδή –πραγματικά ή παρετυμολογικά– στη συνείδηση των ομιλητών με την πόλη Κυδωνία της Κρήτης (εκεί που σήμερα βρίσκονται τα Χανιά)

Οι αρχαίοι συνέδεαν το κυδώνι με την Αφροδίτη και μάλιστα ο Πλούταρχος μας λέει ότι ο Σόλωνας συνιστούσε στις νύφες, πριν μπουν στο νυφικό θάλαμο, να μασήσουν ένα κυδώνι για να μην είναι δυσάρεστο το πρώτο φιλί (ὁ Σόλων ἔγραψε μήλου κυδωνίου τὴν νύμφην ἐντραγοῦσαν εἰς τὸν θάλαμον βαδίζειν͵ ὅπως τὸ πρῶτον ἄσπασμα μὴ δυσχερὲς γένηται μηδ’ ἀχάριστον).

Τα κυδώνια έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην αρχαία ελληνική μαγειρική, απόηχος δε είναι τα διάφορα κυδωνάτα με κρέας της σημερινής μας κουζίνας σαν κι αυτό που είχαμε χτες στο σπίτι. (Ωστόσο, ένα κυδωνάτο που βρίσκω στον Πτωχοπρόδρομο πρέπει να είναι είδος κυδωνόπαστου, μια και παρατίθεται στο τέλος ενός πλουσιότατου αλλά νηστήσιμου δείπνου· υπήρχε επίσης και κυδωνάτον που ήταν ποτό, αλλά και φαρμακευτικό παρασκεύασμα). Το κυδωνάτο το θεωρούσαν εκλεκτό φαγητό παλιά και το έφτιαχναν για να τιμήσουν τον μουσαφίρη· υπάρχει και παροιμία, Ξέρει ο γάιδαρος το κυδωνάτο; για τον άξεστο που δεν μπορεί να εκτιμήσει τα εκλεκτά πράγματα.

Για τα κυδώνια στην ελληνική αρχαιότητα μπορεί κανείς να γράψει πολλά ακόμα –όποιος ευαρεστείται, ας προσθέσει στα σχόλια. Οι αρχαίοι τα κυδώνια τα έλεγαν μήλα κυδώνια, αλλά στον Αθήναιο βρίσκω ότι μια ποικιλία κυδωνιών λεγόταν στρούθια ή στρούθεια. Στους Αχαρνείς, στην κόντρα του με τον Λάμαχο, ο Δικαιόπολης αναφωνεί «Ατταταί, ατταταί, των τιτθίων, ως σκληρά και κυδώνια» (Επειδή μπορεί να περνάει κανένα παιδί του δημοτικού από εδώ, δεν το μεταφράζω· οι μεγαλύτεροι έτσι κι αλλιώς δεν έχουν ανάγκη, τι τρισχιλιετείς είμαστε!)

Είπα πιο πάνω ότι το κυδώνι είναι σήμερα περιφρονημένο φρούτο, αλλά δεν ήταν πάντοτε έτσι. Για παράδειγμα, στον Πωρικολόγο, ένα βυζαντινό σχετικά σύντομο σατιρικό κείμενο όπου πρωταγωνιστούν τα διάφορα οπωρικά και λαχανικά, βασιλεύει ο “πανενδοξότατος Κυδώνιος”. Ωστόσο, δεν βρίσκω το κυδώνι στη φρασεολογία μας, όπως άλλα φρούτα. Υπάρχει όμως στα δημοτικά τραγούδια (σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει για την ξενιτειά), ενώ θα θυμάστε ότι και τα «ντουρνεράκια» του κρητικού δημοτικού (λέμε τώρα) τραγουδιού είναι παραφθορά του σέρβικου ντούνιε ράνκε που σημαίνει «κυδώνι φρέσκο». Δεκάδες αναφορές βρίσκω και στη νεοελληνική λογοτεχνία, όπως είναι ευνόητο.

Η ελληνική λέξη κυδώνιον πέρασε και στα λατινικά ως cydoneum (λόγιος δανεισμός) και ως cotoneum (λαϊκός δανεισμός) και ο λαϊκός τύπος αποδείχτηκε παραγωγικότερος μια και έδωσε τους τύπους που χρησιμοποιούνται σήμερα στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες: cotogno στα ιταλικά, coing στα γαλλικά, quince στα αγγλικά, Quitte στα γερμανικά, η αρχική λέξη έγινε δηλαδή μάλλον αγνώριστη.

Βασικό χαρακτηριστικό του κυδωνιού είναι η πολύ υψηλή περιεκτικότητα του σε πηκτίνη – γι’ αυτό και η μαρμελάδα κυδώνι πετυχαίνει σχεδόν αυτόματα. Μελίμηλoν λεγόταν στα αρχαία ένα είδoς γλυκού μήλου, αργότερα όμως έτσι ονομάστηκε και ο καρπός κυδωνιάς μπoλιασμένης με μηλιά: εγκεντρίζεται μήλoν … εις κυδώνια και γίγνεται εκ των κυδωνίων μήλα κάλλιστα τα καλoύμενα παρ’ Αθηναίoις μελίμηλα, λέει μια συλλογή γεωπονικών συμβουλών. Η λέξη μελίμηλον (μη μου πείτε ότι δεν είναι εξαιρετικά εύηχη!) πέρασε στα λατινικά ως melimelum πoυ σήμαινε «είδoς γλυκoύ μήλoυ» και «κυδώνι μαγειρεμένo με μέλι»· στα λαϊκά λατινικά έγινε malimellus και από εκεί τo πήραν oι διάφoρες ρωμανικές γλώσσες. Οι Πoρτoγάλoι είπανε marmelo το κυδώνι. Και επειδή οι πρώτες μαρμελάδες φτιάχτηκαν από κυδώνια, η λέξη marmelada σήμαινε αρχικά τη μαρμελάδα από κυδώνι, και σιγά-σιγά έφτασε να σημαίνει όλα τα είδη μαρμελάδας γενικώς. Και μέσω των γαλλικών, η λέξη επέστρεψε στα ελληνικά, ως αντιδάνειο, υποθέτω στα τέλη του 19ου αιώνα. Στα σημερινά πορτογαλικά, marmelada δεν είναι η μαρμελάδα αλλά το κυδωνόπαστο –θα μπορούσαμε όμως να υποστηρίξουμε ότι από ετυμολογική άποψη η μαρμελάδα κυδώνι είναι η μοναδική άξια του ονόματός της μαρμελάδα. Όπως λέει και η Μαριανίνα Κριεζή στη Λιλιπούπολη, «κι ο ήλιος βασιλεύει ξανά, πέφτει στα κόκκινα βουνά, μαρμελάδα από κυδώνι και νυχτώνει»,

http://www.youtube.com/watch?v=qcTaAUIo35A

οπότε το βρίσκω ταιριαστό να τελειώσω έτσι.

(Ο Νίκος Σαραντάκος έχει πτυχίο Χημικού Μηχανικού από το ΕΜΠ καθώς και Αγγλικής Φιλολογίας. Εργάζεται στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ζει στο Λουξεμβούργο. Είναι επίσης συγγραφέας και αρθρογράφος ενώ διατηρεί και ένα από τα πιο δημοφιλή γλωσσολογικά μπλογκ, το www.sarantakos.wordpress.gr)