Λευκάδιος Χερν

«Βλέπω τα παλιωμένα σκαριά που φτάνουν από τα απόμακρα τροπικά λιμάνια κι ανεβαίνω μυστικά στις κουπαστές τους. Όταν ξεδιπλώνουν τις κατάλευκες φτερούγες τους για να πετάξουν μακριά από δώ, στο Νότο, η ψυχή μου -αυτή η ψυχή που έχω- τα ακολουθεί με τη σκέψη της. Κάποια μέρα θα κρυφτώ στον ίσκιο ενός πανιού, στην κουλούρα ενός σχοινιού και θα σαλπάρω για πάντα μαζί τους».

Αυτές οι γραμμές είναι από το χέρι ενός εκ των εθνικών ποιητών της Ιαπωνίας, του Λευκάδιου Χερν στον οποίο είναι αφιερωμένο το σύντομο αυτό σημείωμα.

Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1850 στην Λευκάδα. Ήταν ο δευτερότοκος γιός του ιρλανδού στρατιωτικού χειρουργού του Βρετανικού Σώματος Επτανήσων, Κάρολου Χερν και της Ρόζας Κασιμάτη από τα Κύθηρα. Πριν από την γέννηση του Λευκάδιου, ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις Δυτικές Ινδίες, ενώ δύο χρόνια αργότερα η Ρόζα και ο μικρός της γιός έφυγαν για το Δουβλίνο, προκειμένου να μείνουν με την οικογένεια του πατέρα του. Όμως η οικογένεια του Κάρολου Χερν δεν δέχθηκε καλά,-παρά τις φαινομενικές αβρότητες,- την Ρόζα και τον Λευκάδιο, εκτός από μια θεία του Κάρολου την Σάρα Μπρενάν, στο σπίτι της οποίας έμειναν λίγο καιρό μετά την άφιξή τους στο Δουβλίνο.

Ο Κάρολος Χερν επέστρεψε από τις Δυτικές Ινδίες, όμως ο έρωτάς του για την γυναίκα του είχε αρχίσει να σβήνει, ενώ η Ρόζα άρχισε να υποφέρει από νευρικές κρίσεις. Ο Κάρολος Χερν έστειλε την γυναίκα του πίσω στην Λευκάδα, έγκυο στο τρίτο τους παιδί, το πρώτο είχε πεθάνει πριν την γέννηση του Λευκάδιου, και εκμεταλλευόμενος ορισμένες γραφειοκρατικές ατέλειες των εγγράφων του γάμου του, πέτυχε να τον κηρύξουν οι αρχές ως ουδέποτε τελεσθέντα. Ο Κάρολος Χερν πήρε πίσω τα παιδιά του, χωρίζοντάς τα από την μητέρα τους, η οποία εν των μεταξύ ξαναπαντρεύτηκε και έκανε άλλα τέσσερα παιδιά. Πέθανε στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, χωρίς ποτέ να πάει ξανά στην Ιρλανδία να δει τα παιδιά της.

Σε ηλικία πέντε ετών, λοιπόν, ο Λευκάδιος Χερν βρέθηκε οριστικά μόνος στην Ιρλανδία με την θεία του πατέρα του να αναλαμβάνει την διαπαίδαγωγησή του και έχοντας στο νού της να τον κάνει κατ’ αρχήν ένα καλό καθολικό και αργότερα κληρονόμο της περιουσίας της. Ήταν η πρώτη μεγάλη τραγωδία της ζωής του.

Μεγαλώνοντας σε ένα καταθλιπτικό περιβάλλον ο μικρός Λευκάδιος, που κανείς δεν αποκαλούσε με το όνομά του, αλλά όλοι τον φώναζαν «Το Παιδί» θα αναπτύξει ένα υπερβολικό φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του αποφάσισε να καταπολεμήσει αυτούς τους φόβους, κλειδώνοντάς τον τις νύχτες στο κατασκότεινο δωμάτιό του. Οι φόβοι του παιδιού μεγάλωναν όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Μόνη ανάπαυλα σε αυτή την καταθλιπτική ζωή ήταν οι διακοπές στη Νότια Ιρλανδία, όπου έμαθε να κολυμπάει, αγάπησε την θάλασσα και άκουσε παλιές ιστορίες και θρύλους από τους ψαράδες της περιοχής.

Όταν ο Λευκάδιος έφθασε σε σχολική ηλικία, η θεία του προσέλαβε κάποιον για να του διδάξει τα καθολικά δόγματα, και στοιχεία γραφής, ανάγνωσης και αριθμητικής.

Έμαθε πολύ γρήγορα να διαβάζει και να γράφει καλά και η μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού -που δεν το ένιωσε ποτέ δικό του -έγινε το καταφύγιο του.

Εκεί, στην βιβλιοθήκη, μια μέρα έπεσε πάνω σε ένα περίεργο βιβλίο γεμάτο χαρούμενους ημίγυμνους θεούς και θεές, ημίθεους και ήρωες. ‘Ήταν ένα βιβλίο για την αρχαία ελληνική μυθολογία.

Αυτές οι φιγούρες που τις αποκαλούσαν διαβολικές, γεννούσαν μέσα στην ψυχή του εννιάχρονου παιδιού ευχαρίστηση.

«Εισήλθα τότε στη δική μου Αναγέννηση» είπε χρόνια αργότερα ο ίδιος.

Τα βάσανά του ωστόσο δεν είχαν τελειωμό, καθώς μια μέρα το βιβλίο εξαφανίστηκε από την βιβλιοθήκη και όταν το ανακάλυψε ξανά, όλες οι εικόνες έλειπαν, ή είχαν κοπεί με ψαλίδι τα «ανήθικα» μέρη τους. Ήταν όμως αργά, το παιδί είχε ξεφύγει από τον καταθλιπτικό κόσμο της κυρίας Μπρέναν, πράγμα που αντελήφθη και η ίδια.

Η γηραιά κυρία ανέθεσε την διαχείριση της περιουσίας της σε ένα μακρινό συγγενή του άνδρα της, τον Χένρυ Χερν Μολυνέ ο οποίος μεταξύ άλλων την συμβούλευσε να στείλει τον Λευκάδιο στο γαλλικό Κολλέγιο του Υβενό κοντά στην Ρουέν.

Σε αυτήν τη μικρή ιερατική σχολή, ο Λευκάδιος ένιωσε ακόμα περισσότερο ξεριζωμένος και απομονωμένος, όμως έμαθε καλά γαλλικά και αυτό του επέτρεψε να έλθει σε επαφή με την γαλλική λογοτεχνία που υπήρξε και η πύλη από όπου εισήλθε στον κόσμο της συγγραφής.

Τον Σεπτέμβριο του 1863, μετά από ένα χρόνο παραμονής στην Γαλλία, και πάλι ο Μολυνέ πρότεινε να σταλεί ο Λευκάδιος εσωτερικός στο Κολλέγιο Σαϊντ Κούθμπερτ στην πόλη Ουσί της Αγγλίας, ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο τριακοσίων μαθητών.

Ως μαθητής διατύπωνε τολμηρές ερωτήσεις που έφερναν σε αμηχανία τους καθηγητές του, ενώ παράλληλα ήταν ο καλύτερος στην έκθεση και τη γλώσσα. Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στην ζωή του άρχισε να αποκτά αυτοπεποίθηση και να γίνεται κοινωνικός.

Όλα αυτά θα τελειώσουν, όταν στα δεκάξι του στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έσπασε το σχοινί και τον τραυμάτισε σοβαρά στο μάτι που το έχασε οριστικά.

Ήταν η δεύτερη μεγάλη τραγωδία της ζωής του.

Ένα χρόνο αργότερα ο Μολυνέ χρεωκόπησε και η θεία του έχασε όλη την περιουσία της. Το 1868 ο Λευκάδιος που αδυνατούσε να πληρώσει τα δίδακτρα του σχολείου βρέθηκε στο Λονδίνο στο σπίτι μιας παλιάς υπηρέτριας της θείας του που δέχθηκε να του προσφέρει προσωρινά στέγη. Άνεργος και απένταρος γύριζε στην μεγάλη πόλη και περνούσε αρκετές ώρες στο Βρετανικό Μουσείο και ιδιαίτερα στην αίθουσα με τα ιαπωνικά αγάλματα του Βούδα. Μια μέρα ο Μολυνέ που κάπως είχε ορθοποδήσει οικονομικά, τον κάλεσε στο γραφείο του. Του έδωσε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη και λίγα χρήματα για το ταξίδι, τα τελευταία χρήματα που έπαιρνε από την θεία του, όπως του είπε, προσθέτοντας ότι από εδώ και πέρα ο ίδιος ο Λευκάδιος θα ήταν υπεύθυνος για την ζωή του.

Ήταν οι Ιρλανδοί εργάτες των αποθηκών του λιμανιού της Νέας Υόρκης που βοήθησαν τον Λευκάδιο Χερν να επιβιώσει όταν βρέθηκε μόνος και απένταρος στα πεζοδρόμια της μεγαλούπολης. Συχνά κοιμόταν στον δρόμο, εργάστηκε ως σερβιτόρος, υπηρέτης, τυπογράφος και διορθωτής. Πάλεψε με το κρύο, την πείνα και τη μοναξιά και θα μπορούσε να είχε χαθεί οριστικά αν δεν βρισκόταν στον δρόμο του, στο Σινσινάτι, ένας Άγγλος τυπογράφος, ο Χένρυ Γουώτκιν.

Η προβληματική όραση του Λευκάδιου δεν του επέτρεπε να εργαστεί στο τυπογραφείο, όμως στου Γουώτκιν βρήκε στέγη και κυρίως μια ζεστή συντροφιά, καθώς ολόκληρα βράδια συζητούσαν για βιβλία και ιδέες. Ο Γουώτκιν τον έφερε σε επαφή με την γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία, και ο Λευκάδιος διάβαζε και μετέφραζε κείμενα των ουτοπιστών σοσιαλιστών Φουριέ και Σαιν Σιμον που λάτρευε ο τυπογράφος. Τον καιρό εκείνο, επίσης, ο Λευκάδιος Χερν άρχισε να εργάζεται ως άνθρωπος για όλες τις δουλειές σε μια μικρή εμπορική εφημερίδα, την οποία εγκατέλειψε το 1872 για να εργαστεί ως διορθωτής σε μια εκδοτική εταιρεία. Στη συνέχεια σε μια κίνηση απελπισίας κατάφερε να πείσει τον εκδότη της μεγαλύτερης εφημερίδας του Σινσινάτι να τον προσλάβει δοκιμαστικά. Καλύπτοντας το αστυνομικό δελτίο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η ευρυμάθειά του, ο πρωτότυπος τρόπος που κάλυπτε τα θέματα και η καλλιεργημένη γραφή του. Η τοπική κοινωνία άρχισε να τον αποδέχεται, μέχρις ότου παντρεύτηκε μια νεαρή μιγάδα. Ο γάμος του στάθηκε και η αιτία της απόλυσής του. Αηδιασμένος εγκατέλειψε το Σινσινάτι, για την Νέα Ορλεάνη, τον Νοέμβριο του 1877.

Ο πρώτος καιρός στη Νέα Ορλεάνη δεν ήταν καθόλου εύκολος για τον Λευκάδιο Χερν και ο πειρασμός της αυτοκτονίας πέρασε για μερικές φορές από το μυαλό του. Στις 15 Ιουνίου 1878 έπιασε δουλειά σε μια νέα εφημερίδα, μεταφράζοντας γαλλικά λογοτεχνικά κομμάτια συγγραφέων που αγαπούσε, ενώ ταυτόχρονα φούντωνε μέσα του η επιθυμία να ταξιδέψει.

Εν τω μεταξύ καθιερώνεται ως δημοσιογράφος στην Νέα Ορλεάνη, όμως ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του αιχμάλωτο της επιβίωσης. Τον Δεκέμβριο του 1884 στην Παγκόσμια Βιομηχανική Έκθεση στη Νέα Ορλεάνη την προσοχή του τράβηξαν ιδιαίτερα τα ασιατικά περίπτερα και στο ιαπωνικό περίπτερο μελέτησε με ιδιαίτερη προσοχή τα εκθέματα με την βοήθεια του ειδικού απεσταλμένου της Ιαπωνίας, Ιτζίζο Χατόρι.

Θα ακολουθήσει η επιστροφή του στη Νέα Υόρκη, και κατόπιν θα φύγει για τις Γαλλικές Αντίλλες, όπου θα ζήσει για δύο χρόνια στην Μαρτινίκα.

Εδώ θα ολοκληρωθεί μια ιδεολογική στροφή μέσα του: Ο Λευκάδιος Χερν θα απορρίψει τον δυτικό πολιτισμό.

Το ζεστό και υγρό κλίμα της Μαρτινίκας τον εμπόδιζε να γράψει, αν και εκεί έγραψε το καλύτερο βιβλίο του -»Δυό χρόνια στις Γαλλικές Αντίλλες»- πριν πάει στην Ιαπωνία, όμως δεν ήθελε να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη.

Το βιβλίο του Πέρσιβαλ Λόουελ «Η Ψυχή της Άπω Ανατολής» του ξύπνησε το παλιό του ενδιαφέρον για την Ιαπωνία, και η πρόταση του περιοδικού Harper για μια παρουσίαση της ζωής της μακρινής εκείνης χώρας ήλθε την κατάλληλη στιγμή.

Τον Μάρτιο του 1900 ο Λευκάδιος Χερν έφυγε από το Βανκούβερ με το πλοίο «Αβησσυνία» για την Γιοκοχάμα.

Χρόνια αργότερα, ως πολίτης της Ιαπωνίας, ο Λευκάδιος Χερν αποτύπωσε σε ένα από τα καλύτερα κείμενά του την πρώτη εντύπωση που έκανε στους επιβάτες του πλοίου «Αβησσυνία» η θέα του ηφαιστείου Φουτζιγιάμα.

«Κοίταζαν λοιπόν ψηλά, ψηλά ως τη καρδιά του ουρανού, κι αντίκρυσαν την επιβλητική κορυφή να ροδίζει σαν θαυμαστό στοιχειωμένο μπουμπούκι λωτού στο ξεχύλισμα της επερχόμενης μέρας. Εμειναν άφωνοι. Ξαφνικά το αιώνιο χιόνι έλαμψε σαν χρυσάφι, ύστερα άσπρισε όταν ο ήλιος έριξε τις πρώτες αχτίδες του πάνω από την καμπύλη του κόσμου, πάνω από τις σκιερές οροσειρές, πάνω από τα ίδια τα αστέρια, έτσι έμοιαζε. Η βάση του γίγαντα όμως παρέμενε αθέατη. Η νύχτα έφυγε εντελώς, ένα μαλακό γαλάζιο φως πλημμύρισε το θολωτό ουρανό, τα χρώματα ξεπετάχτηκαν από τον ύπνο. Μπροστά στα μάτια των θεατών φάνηκε ο φωτεινός κόλπος της Γιοκοχάμα με την ιερή κορυφή κι αόρατη πάντα την βάση της, να κρέμεται πάνω από τον κόσμο σαν χιονισμένο φάντασμα στην απέραντη αψίδα της ημέρας».

Ο Λευκάδιος Χερν έφθασε στην Ιαπωνία και αποφάσισε να μείνει εκεί σε μια περίοδο, όπου υπό την απειλή των κανονιοφόρων των ΗΠΑ, ο αυτοκράτορας Κούτσου Χίτο είχε αρχίσει από το 1871 μια πολιτική μεταρρυθμίσεων που διέλυαν τα φεουδαρχικά υπολείμματα της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου και την μετέτρεπαν σε ισχυρή βιομηχανική χώρα με εργοστάσια, σιδηροδρόμους, τραπεζικό σύστημα, και επικοινωνίες. Εκατοντάδες νέοι στάλθηκαν στο εξωτερικό για σπουδές και στα σχολεία έγινε υποχρεωτική η εκμάθηση ξένων γλωσσών και κυρίως της αγγλικής.

Το 1877 ξέσπασε η αντίδραση της παλιάς Ιαπωνίας, μια αντίδραση που επιτάχυνε την οριστική συντριβή της. Δυόμιση χιλιάδες Σαμουράι έκαναν χαρακίρι για την ήττα και όσοι επέζησαν γνώρισαν την απόλυτη φτώχεια και την εξαθλίωση.

Ο Λευκάδιος Χερν βρήκε εργασία ως καθηγητής αγγλικών στη πόλη Ματσούε στην βορειοδυτική Ιαπωνία, ενώ ήταν από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος, δυτικός που δεν αντιμετώπιζε την Ιαπωνία ως καθυστερημένη χώρα αλλά από την αρχή προσέγγισε τον ιαπωνικό πολιτισμό με μεγάλη αγάπη και σεβασμό.

Ως δάσκαλος ήταν εξαιρετικός και ιδιαίτερα στοργικός με τους μαθητές του, καθώς κατανοούσε πόσο δύσκολο ήταν γι’ αυτούς να μάθουν μια γλώσσα που αποτελούσε το εκφραστικό εργαλείο ενός πολιτισμού ολότελα διαφορετικού από τον δικό τους. Ταυτόχρονα τους εμφυσούσε την περηφάνεια για τις παραδόσεις τους. Οι μαθητές του τον λάτρευαν και ήταν αυτοί που πρωτοστάτησαν στην μεταθανάτια διάδοση του έργου του.

Βορειοδυτική Ιαπωνία σημαίνει σάρωμα από τους ανέμους της Σιβηρίας και ο Λευκάδιος Χερν με δυσκολία υπέμενε το κρύο στο παγωμένο ξύλινο σπιτάκι του. Ο Ιάπωνας συνάδελφός του και φίλος του σε όλη του τη ζωή Νισίντα του πρότεινε να παντρευτεί μια γυναίκα της περιοχής και του πρότεινε την Σετζούκο Κοϊζούμι, κόρη οικογένειας σαμουράι που είχαν ξεπέσει λόγων των μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, με το γάμο ο σύζυγος αναλάμβανε να θρέψει και όλη την οικογένεια της συζύγου του και το πιστό οικογενειακό προσωπικό. Αυτό, για τον θαυμαστή της παλιάς Ιαπωνίας, Λευκάδιο Χερν, στάθηκε ιδιαίτερα θελκτικό στοιχείο.

Παντρεύτηκε την Σετζούκο και της απαγόρευσε να μάθει έστω και μια λέξη αγγλικά.

Τα σοβαρά προβλήματα υγείας που του προκάλεσε ο δεύτερος χειμώνας στη Ματσούε, υποχρέωσαν τον Λευκάδιο Χερν να ζητήσει μετάθεση για την πόλη Κουμαμότο, μια ολοκαίνουργια στην ουσία πόλη, με κτίρια δυτικού τύπου και χωρίς τους ναούς και τους κήπους που τόσο αγαπούσε στην Ματσούε ο Χερν. Εκεί στο Κουμαμότο ο Χερν αναθεώρησε εν μέρει τις απόψεις του, όμως ήταν βαθιά σκεπτικός για τις συνέπειες αυτού του βίαιου εκσυγχρονισμού στην ψυχή της Ιαπωνίας και αυτό αποτυπώθηκε στο πρώτο του βιβλίο «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία». Οι μοντερνιστικοί κύκλοι της Ιαπωνίας τον κατηγόρησαν ότι γράφει πράγματα που δεν ενδιαφέρουν τους νέους Ιάπωνες.

Το καλοκαίρι του 1893 η γυναίκα του Λευκάδιου Χερν, Σετζούκο, είναι έγκυος και ο ίδιος πολύ ανήσυχος, λόγω της ασθενικής του κράσης και του αβέβαιου μέλλοντος. Οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ιαπωνίας εναντίον της Κίνας είχαν τροφοδοτήσει ένα κλίμα σοβινισμού που στρεφόταν κατά της παρουσίας των ξένων στην Ιαπωνία.

Η δουλειά του ως εκπαιδευτικού κινδύνευε και έτσι ο Λευκάδιος Χερν παρότι είχε αποφασίσει να μην το κάνει ποτέ ξανά, έπιασε δουλειά ως συντάκτης μιας αγγλόφωνης εφημερίδας στο Κόμπε όπου εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1894.

Εκεί τελείωσε το δεύτερο βιβλίο του «Πέρα από την Ανατολή», όπου ασχολείται με την βουδιστική πίστη στην Ιαπωνία, και ένα χρόνο αργότερα το τρίτο του βιβλίο με τον τίτλο «Κοκόρο» -Καρδιά-, όπου το υλικό του προέρχεται από τις ιστορίες της μεσαιωνικής Ιαπωνίας.

Ταυτόχρονα ζητά την ιαπωνική υπηκοότητα και σύμφωνα με την πρακτική υιοθετήθηκε πρώτα από την οικογένεια της γυναίκας του και έγινε Κοϊζούμι (Μικρή Πηγή) και μετά η οικογένεια διάλεξε και το μικρό του όνομα: Γιακούμο Οχτώ Σύννεφα.

Τον Δεκέμβριο του 1896 το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του προσέφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας.

Την περίοδο του Τόκιο έγραψε και τα υπόλοιπα βιβλία του για την Ιαπωνία, τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Δύση, καθώς μετά την νίκη των ιαπωνικών στρατευμάτων κατά της Ρωσίας, η «Δύση» ένιωσε την ανάγκη να κατανοηθούν οι πηγές της ισχύος της Ιαπωνίας.

Τον Μάρτιο του 1903 ύστερα από σύγκρουσή του με τις διοικητικές αρχές του Πανεπιστημίου, ο Λευκάδιος Χερν υπέβαλε την παραίτησή του, μια απόφαση που είχε ολέθριες συνέπειες για την υγεία του. «Έφυγε» στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 από οξύ πνευμονικό οίδημα.

Αναπαύθηκε στο παλαιό κοιμητήριο του Κοκουμπέρα. Το 1933 με πρωτοβουλία του ελληνοϊαπωνικού συνδέσμου τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα στο Μποσκέτο, στον κήπο των ποιητών στη Λευκάδα, μια σεμνή στήλη, δίπλα στις δαφνοστεφανωμένες προτομές του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Άγγελου Σικελιανού.

Ολοκληρώνουμε το σύντομο αυτό σημείωμα με τα λόγια που γράφτηκαν στην επιτύμβια στήλη του Λευκάδιου Χερν μετά από πρωτοβουλία των φοιτητών του:

«Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή, ακόμα και από την ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους η πιο μεγάλη του τιμή υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του προσέφερε, αλίμονο, τον τάφο».

Εργογραφία Λευκάδιου Χερν:

Εντός του κύκλου των ψυχών

Η χώρα των χρυσανθέμων

Ιαπωνικοί Θρύλοι

Ηλέκτρα

Καϊνταν

Κείμενα από την Ιαπωνία (Εκδόσεις Ινδικτος)

Όλεθρος και άλλα διηγήματα

Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες (Εκδόσεις Ινδικτος)

Γιώργος Μηλιώνης

(Πηγή: www.kolivas.de)