Αν με ρωτήσουνε αν ξέρω ναυτικούς θα πω πως γνώρισα κάποτε σε μια ακρογιαλιά μια αρχόντισσα!

Θυμάμαι κάποτε καθώς αγνάντευα τα κύματα της θάλασσας μέσα στη βουή της νύχτας από τα βάθη του ωκεανού ξεπρόβαλλε μια σκούνα με πανί. Είχε στα πλαϊνά του δράκους κόκκινους ζωγραφισμένους που πνίγονταν μέσα σε φωτιές. Στην πρύμη του ξεπρόβαλλε μια σκιά σκαρφαλωμένη πάνω στη μύτη του μικρού πλεούμενου σα να διέταζε τα κύματα να μεριάσουν για να διαβεί…Πλησίασε και η φιγούρα πήρε μορφή ξεχωριστή, γέμισε ύλη και λούστηκε από το φως του φεγγαριού….

Σαν έφτασε σιμά στην ακρογιαλιά πέταξε με δύναμη σκίζοντας τη θάλασσα ένα καραβόσκοινο. Δίχως δισταγμό πηδά μες τα νερά και με βηματισμό γεμάτο δύναμη και αποφασιστικότητα τράβηξε τη βάρκα και προσάραξε στην ακρογιαλιά, αφήνοντας την στη γαλήνη της να ξαποστάσει….
Σε μια ελιά στην άκρη της αμμουδιάς έδεσε κόμπους ναυτικούς να συγκρατήσει τη βάρκα λες και ήθελε να δέσει τη θάλασσα ολόκληρη σε ένα κουφάρι δέντρου…Χάιδεψε απαλά την πλώρη της σαν να της έδινε συγχαρητήρια που τα κατάφερε να διαβεί τους καημούς της θάλασσας και σήμερα…Με τους ώμους σκυφτούς και μ΄ένα καπέλο μπλε σκούρο, ναυτικό πλησίασε κοντά…
Τώρα η φιγούρα ήταν ξεκάθαρη, ξέφωτη…Ήταν μια βαρκάρισσα της χίμαιρας, μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά σαν άγγελος του Ποσειδώνα, με άσπρα μαλλιά…Μια ψηλή γεροδεμένη φιγούρα. Η αρμύρα της θάλασσας είχε διαβρώσει τα έντονα ζυγωματικά της,οι ώμοι της ελαφρώς σκυφτοί λες και ακουμπούσαν επάνω τους τ΄αστέρια τις πνοές τους και τα χέρια της κράταγαν λες όλες τις θάλασσες του κόσμου…
Είχε στα μάτια της φωτιές που έκαιγαν γλυκά την ψυχή της και στα πόδια της είχε καρφώσει ο Ερμής τα φτερά της θάλασσας ή μάλλον τα φτερά των ηλιοκαμένων, αδιάβρωτων βράχων…

 

… Η συνέχεια του άρθρου στο  Souel