Η «ευρωπαϊκή» μας πορεία

Άρθρο του Πέτρου Αυγερινού στην «ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ» της Κέρκυρας

ΠΕΤΡΟΣ ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ*. ΚΕΡΚΥΡΑ. Όταν στα 1979, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδεχόταν σε κείνη τη μεγαλειώδη τελετή στο Ζάππειο τους ευρωπαίους ηγέτες προς επικύρωση της εισόδου μας στην ΕΟΚ, άρχισε να διαφαίνεται (έστω και αμυδρά) μια νέα προοπτική για τη χώρα. Τα κριτήρια, θα ‘λεγα, ήταν περισσότερο πολιτικά παρά οικονομικά τότε. Άλλωστε και η ΕΟΚ εκείνη την περίοδο, πέρα από μια σχετική σταθερότητα των συναλλαγματικών ισορροπιών και την ενίσχυση των εμπορικών συναλλαγών, δεν φαίνονταν να φιλοδοξεί κάτι παραπάνω. Επικράτησε η εντύπωση ότι η Ελλάδα εισέρχεται στη μεγάλη δημοκρατική ευρωπαϊκή οικογένεια (σαν αναπόσπαστο εννοιολογικά κομμάτι της), γεγονός το οποίο θα εξασφάλιζε για τη χώρα μας τις στοιχειώδεις ενισχύσεις (ή εγγυήσεις αν θέλετε) για μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη, μέσω κυρίως μιας ομαλής δημοκρατικής διακυβέρνησης και την οριστική αποτροπή ανώμαλων εξελίξεων για τον τόπο. Μόλις πέντε χρόνια από την πτώση της δικτατορίας του ‘67, κάτι τέτοιο δεν ήταν αυτονόητο ακόμα.
Τα της εισόδου μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ωστόσο, δεν τα διαχειρίστηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αλλά ο Αντρέας Γ. Παπανδρέου. Και ο οποίος για να μην ξεχνιόμαστε, από τις 18/10/1981 είχε ανέλθει στην εξουσία θριαμβευτικά με συνθήματα όπως: «έξω απ’ την ΕΟΚ», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», συνθήματα τα οποία συνέδεε ευθαρσώς με την καθολική, παλλαϊκή απαίτηση για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία -«η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», αν θυμάστε. Και το Αιγαίο στα ψάρια. Αν καταφέρναμε να κάνουμε μια πρώτη ουσιαστική αποτίμηση της περιόδου αυτής (με διάθεση αυτοκριτικής -που, ποτέ, κανένα δεν έβλαψε), δεν θα μπορούσαμε ασφαλώς να παραγνωρίσουμε μια γενναία προσπάθεια «εκδημοκρατισμού» σε όλα τα επίπεδα, με την ενίσχυση των θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και με αποκορύφωμα την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1983). Με τη δημιουργία του ΕΣΥ (Γ. Γεννηματάς). Με μία πρώτη σοβαρή προσπάθεια κτηματογράφησης και προστασίας του περιβάλλοντος (Α. Τρίτσης). Θα μπορούσα ίσως να προσθέσω επιμέρους πολλά. Αλλά θα ξεχωρίσω την προσπάθεια της Μελίνας στο ΥΠΠΟ που κατάφερε να φέρει τη σύγχρονη τέχνη και τον πολιτισμό στο επίκεντρο του νέου αναπτυξιακού οράματος, με αιχμή του δόρατος τη δημιουργία των ΔΗΠΕΘΕ (1983) και τη δημιουργία του θεσμού της «πολιτιστικής πρωτεύουσας» με πρώτη την Αθήνα (1985).
Η ιστορία ωστόσο είναι αμείλικτη. Διότι ταυτόχρονα μ’ αυτά καταγράφει τον τραγικό ρυθμό αποβιομηχάνισης (που για την περίοδο ‘80-’00 άγγιξε το -19,5%). Σήμερα πια δεν παράγουμε ούτε ζάχαρη. Ούτε καν σαπούνια. Καταγράφει επίσης, την πρωτοφανή αποψίλωση του πρωτογενούς τομέα μέσω «επιδοτήσεων» (με τα περήφανα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και διάφορα άλλα). Θα βλέπαμε ακόμα το ποσοστό κατανομής των πακτωλών Κοινοτικών ενισχύσεων στη θλιβερή ακόμα και στις μέρες ανισοκατανομή ανάμεσα ελληνική περιφέρεια και κέντρο (Αθήνα). Θα βλέπαμε επίσης τη μονοκαλλιέργεια του «τουρισμού», με τα περίφημα Rooms to let να ξεφυτρώνουν ανεξέλεγκτα, καταστρέφοντας οριστικά όπου έβρισκαν χωράφια, παραλίες, αιγιαλούς, δάση.
Αφήνω την πρωτοφανή επέλαση του λαϊκισμού και του «Αυριανοτομπρισμού» με αποκορύφωμα τις χυδαιότητες: «ένας θεσμός, μόνον ο λαός», «δωράκια» δεξιά κι αριστερά ή το περίφημο «Τσοβόλα δώστα όλα». Για λόγους συντομίας θα θυμίσω απλώς, ότι η δεκαετία του ’80 έκλεισε μ’ ένα Ειδικό Δικαστήριο με κατηγορούμενο τον ίδιο τον πρωθυπουργό και κορυφαίους υπουργούς, αλλά και 3 απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις εσωτερικού ξεκαθαρίσματος, όταν η κατάρρευση του «υπαρκτού» (ευτυχώς αναίμακτη) σηματοδοτούσε τρομακτικές ανακατατάξεις όχι μονάχα για την ευρωπαϊκή μας «οικογένεια» αλλά και για την ίδια τη γειτονιά μας.
Δεν πήραμε χαμπάρι καν ότι από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν ήταν πλέον η ίδια. Κι ότι με την κατάρρευση του πρώην ανατολικού μπλοκ, το οικονομικοπολιτικό τοπίο άλλαξε άρδην. Η Ευρωπαϊκή μας Ένωση δεν είχε άλλο δρόμο παρά να ενισχύσει τη διαδικασία «ενοποίησης» αν ήθελε να παραμείνει ως οντότητα στον νέο παγκόσμιο οικονομικό χάρτη. Και το επιχείρησε τόσο με το «Μάαστριχτ» όσο και με τη «Λισαβόνα». Δίχως η Ελλάδα να θέσει εκεί τον παραμικρό όρο.
Καθότι εμείς, ως συνήθως, τυρβάζαμε περί άλλα. Καθώς σταδιακά μετατρεπόμαστε από «περήφανος» λαός σε «περιούσιος» ίσως. Λαός που έπνιγε με ποταμούς ουίσκι μάλιστα τον περισσό σεβντά, σε μπαράκια που ξεφύτρωναν όπως τα μανιτάρια σε μεγαλουπόλεις και χωριά, παρέα με κορίτσια ωραιότατα ως προερχόμενα από τις πρώην Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες.
Η δεκαετία του ‘90 ωστόσο ήτανε κρίσιμη. Ξεκίνησε με κυβέρνηση Μητσοτάκη, άνοιγμα των συνόρων και αθρόα είσοδο μεταναστών, «Σκοπιανό» κ.λ.π. Να μην ξεχάσουμε εδώ και τη ραγδαία εξέλιξη των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών που εισέβαλλαν ασύδοτα με θράσος περισσό, συμβάλλοντας τα μέγιστα ώστε η «πολιτική» να μετεξελιχθεί σε «διαπλοκή» και σε «επικοινωνία». Συνεχίστηκε θριαμβευτικά με το «έπος του Ωνάσειου», ένα «κωλόσπιτο» και μία «πρώην αεροσυνοδό». Η δεκαετία έφτασε στην πλήρη της ακμή με την επικράτηση των επιλεγόμενων και «λοχαγών» που νηστικοί επέδραμαν ασυγκράτητοι στη νομή και κατοχή ευρωπαϊκών κονδυλίων, «χορηγιών», των πάσης φύσεως «εισφορών» ή «διαμεσολαβητικών τελών». Η αποθέωση, δηλαδή, της διαπλοκής, της λαμογιάς και της μίζας. Και κλείσαμε με το κορυφαίο «εθνικό» καθολικό κεφάλαιο που ακούει στο όνομα «έπος του Χρηματιστηρίου». Καθώς είχε αρχίσει ήδη να δρομολογείται παράλληλα και το μεγάλο πάρτι των Ολυμπιακών αγώνων…
Για την Κέρκυρα, η δεκαετία σημαδεύτηκε από τη Σύνοδο Κορυφής (1994). Αλλά σε πιάνει θλίψη αν αναλογιστεί κανείς (ιδιαίτερα σε τέτοιους πενιχρούς καιρούς), πώς θα μπορούσε να ‘χει αξιοποιηθεί μια τέτοια ευκαιρία.

Υ.Γ.: Περήφανα να χαιρετίσω και τους νέους μας χώρους στάθμευσης (πρώην ποδηλατόδρομους). Κόστισαν βέβαια λιγάκι περισσότερο, αλλά πού να τρέχουμε τώρα στα χωράφια! Ήθελα να ‘ξερα, φυλακή δε θα πάει κανένας;
* καλλιτεχνικός διευθυντής του ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ.