«Τα παγανά», ένα μεγανησιώτικο παραμύθι

Kalikantzaroioioioioi

Είχαμε κάνει παρουσίαση υλικού από την συγγραφική δουλειά του Αριστείδη Δάγλα, πάνω σε παραδοσιακά παραμύθια του τόπου μας. Το νέο είναι ότι το εκδοτικό εγχείρημα από τον οίκο «Α.Α.Λιβάνη» θα προχωρήσει άμεσα και τον Φλεβάρη αναμένουμε να δούμε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το πρώτο από την σειρά παραμυθιών με τίτλο «Ο Δεκατρής»! Θα ακολουθήσουν φυσικά και άλλα.

ΣΕΛΙΔΑ 2

Σαν μια πρόγευση αυτού του αξιόλογου εκδοτικού εγχειρήματος, που απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους και επιπρόσθετα εμπλουτίζει την ντόπια βιβλιοπαραγωγή και στηρίζει την κουλτούρα της παράδοσής μας, σήμερα θα (προ)δημοσιεύσουμε το παραμύθι «Τα παγανά», επίκαιρο αν μη τι άλλο, λόγω των ημερών! Αδημονούμε και για τα υπόλοιπα! Απολαύστε το:

Τα παγανά

Γράφει ο Αριστείδης Δάγλας

Ζύγωναν οι μέρες οι άγιες, που το χωριό θα γιόρταζε τη γέννηση του θεανθρώπου και οι ετοιμασίες είχαν αρχίσει για τα καλά.  Ο χειμώνας ήτανε γλυκός και οι γυναίκες με σπουδή περισσή, μέτραγαν τις μέρες και τις ώρες για να μη  χάσουν ούτε ώρα απ’ τις δουλειές του σπιτιού. Θαρρείς πως  ο οι Μάγοι με τα δώρα θα θύμωναν  αν δεν αντίκριζαν τις αυλές ασπρισμένες, σαν τύχαινε να περάσουν από κει.

Οι χειμωνιάτικες μέρες είναι μικρές κι έτσι οι νοικοκυράδες πάλευαν να προφτάσουνε τις δουλειές, προτού ο ήλιος γλιστρήσει πίσω απ’ το γήλοφο και τις αφήσει στο σκοτάδι… Παρότι γλυκοκαίρι, μόλις η τελευταία αχτίδα του ήλιου έσβηνε, η δεκεμβριάτικη  παγωνιά έσπρωχνε τους ανθρώπους στα σπίτια τους, μέχρι την  ανατολή, που θ’ αποφάσιζαν να ξεμυτίσουν παλεύοντας με την πρωινή πάχνη ή το χιόνι πολλές φορές.

Μιά μέρα πριν τα Χριστούγεννα λοιπόν και οι μαντρότοιχοι των σπιτιών λαμποκοπούσαν απ’ την πάστρα του ασβέστη. Τα σοκάκια, στολισμένα με το μεράκι των γυναικών, ασπρισμένα στις άκρες τους και με χίλιες ευχές ζωγραφισμένες σε όλο τους το μήκος, καλωσόριζαν τους περαστικούς, κάνοντάς τους να νιώθουν φιλόξενα και ζεστά μέσα σε τούτο το δημιουργικό πυρετό των Χριστουγέννων.

Οι κασέλες είχαν ανοίξει διάπλατα, περήφανες για τα καλούδια τους και οι ξυλόφουρνοι σιγόκαιγαν, για να υποδεχτούν τα καρβέλια, τις λειτουργιές, τα Χριστοκούλουρα, τα γουρμπάτσια, τις λαδόπιτες και τα κουλούρια, που με μεγάλη επιδεξιότητα είχαν ζυμώσει οι χωριανές αποβραδίς.  Οι νεότερες, είχαν αναλάβει το ζύμωμα και το κουβάλημα των χαλκωματένιων ταψιών και οι γηραιότερες, το «κάψιμο» του φούρνου και τον εφοδιασμό του με κλαρίδες και δαυλιά απ’ τα διπλανά χωράφια. Βλέπετε, τα ζυμώματα ήταν πολλά, κι ο φούρνος ένας σε κάθε γειτονιά. Άναβε λοιπόν το πρωί της παραμονής και έσβηνε σχεδόν ανήμερα, πριν ο κόκορας λαλήσει και προαναγγείλει την πρώτη χριστουγεννιάτικη καμπάνα.

Μια γριά, χρόνια μαθημένη στο φούρνισμα, μεγάλη μαστόρισσα, με την τσίπα της κομπιασμένη μπροστά απ’ το αυστηρό της πρόσωπο και το σούδαυλο ανά χείρας, είχε παραδοσιακά το ρόλο του «καπετάνιου» στην όλη διαδικασία και δε δίσταζε να τα βάλει με τρόπο που δε σήκωνε και πολλά – πολλά, με οποιαδήποτε τολμούσε να παρακάμψει τη σειρά για να τελειώνει πρώτη τη δουλειά της. Εκτός απ’ τα καθήκοντα του «φουρνοφύλακα», είχε βέβαια και το δικαίωμα της γνώμης πάνω σε όλα τα ζυμώματα που  έρχονταν στο φούρνο, είτε παινεύοντας –πράμα σπάνιο- την τυχερή νοικοκυρά, είτε αποδοκιμάζοντας μεγαλόφωνα την «ακαμάτρα» που τόλμησε να φέρει για φούρνισμα τέτοια «ξεφούσκωτη» ή
«στραβοπλασμένη» ζύμη … «Σε πήρε ο ύπνος φαίνεται προκομμένη μου  και το πλάκωσες το ζυμάρι καψερούλα… Τέτοια πλακούτσα τί την ήφερες για ψήσιμο; Μπομπότα θα φάτε Χριστουγεννιάτικα;».

Αυτά κι άλλα τέτοια σχόλια, ήταν συνηθισμένα όπου συνάζονταν πολλές γυναίκες. Τα πικρόχολα λόγια, ανακατεύονταν συχνά με κολακείες, κι εκεί που νόμιζες πως οι αντιμαχόμενες δε θ’ αργήσουνε να πιαστούν μαλλί με μαλλί, ξάφνου τις έβλεπες να εκθειάζει η μια τις χάρες της άλλης…

«Τελείωνε καμάρι μου και θα βγούνε τα παγανά», ακούστηκε να φωνάζει η Μαριγούλα στην κόρη της που φάνηκε να ξεστρατίζει, φορτωμένη με μια λαμαρίνα ζυμωμένα Χριστόψωμα. «Κουβεντιάζεις με τη φιλενάδα σου άλλη φορά. Η φωτιά θα σβήσει σε λίγο και η πύρη δε θα φτάσει να ψηθούνε τα ψωμιά μας. Βιάσου και μη χασομεράς να χαρείς, η μέρα ξεθύμανε», συμπλήρωσε γλυκά.

Η Λενιώ, ένα δεκάχρονο κορίτσι με ολοφέγγαρο πρόσωπο, που στεφάνωναν δυό κατάξανθες  πλεξούδες, ήτανε πάντοτε υπάκουη στις υποδείξεις της μάνας της. Παρόλο που ήταν παιδί, αυτό δεν την εμπόδιζε να είναι σε όλα της συνεπής. Στο σχολείο, στο διάβασμα, στις δουλειές, αλλά και στα θελήματα της γειτονιάς.

«Πότε βγαίνουνε τα παγανά καλέ;», ρώτησε με διάθεση πειραχτική τα μάνα της. «Άστα να βγούνε να δούμε πώς είναι στ’ αλήθεια κι εμείς οι μικρότεροι. Όλο παγανά ακούμε και παγανά δε βλέπουμε», συνέχισε με ύφος περιπαιχτικό, ώστε να ακουστεί κι από τις γριούλες που έκαναν χάζι το διάλογο μάνας και κόρης, καθισμένες ένα γύρο στα πεζούλια της αυλής, πάνω στα υφαντά μαξιλάρια τους.

«Μη τα γελάς αυτά τα πράματα κόρη μου», ακούστηκε η φωνή της θειά – Σταμάτας, μιας ενενηντάχρονης γριούλας με καλοσυνάτο βλέμμα που ξεπηδούσε σα φωτιά από τα βαθουλωμένα μάτια της και φωνή που σιγότρεμε, περισσότερο ίσως απ’ το θέμα της κουβέντας, παρά απ’ την υγρασία του δειλινού. «Ο Θεός να δώσει, ποτέ να μην αντικρίσεις αυτούς τους σατανάδες. Ούτε συ, ούτε και κανένας άλλος. Βλέπεις, σε λίγες ώρες θα’ χουμε Χριστούγεννα και οι μαγαρισμένοι θα κοπιάσουνε και θα τρυπώσουνε όπου βρούνε ανοιχτά. Ανεβαίνουνε στα κεραμίδια και σαλτάνε μέσα στα μπουχαριά μέχρι να πεις αλεύρι. Με τα νύχια τους γαντζώνονται απ΄ τους τοίχους  και σκαρφαλώνουνε παντού. Αλωνίζουνε ολονυχτίς και δεν αφήνουνε τίποτα όρθιο. Πίνουνε το λάδι απ’ τα λαδοφάναρα του δρόμου. Κλέβουνε τις κότες, και τα’ αβγά τα καταπίνουνε ακέρια με τα τσόφλια, κουφώνουνε τις κολοκύθες,  μαραίνουνε τα γεννήματα, βυζαίνουνε το γάλα απ’ τις προβατίνες και κάνουνε μεγάλες καταστροφές», κατέληξε η γριούλα.

«Εσύ έχεις δει καλικάντζαρο θειά Σταμάτα;» βιάστηκε να ρωτήσει με αληθινό ενδιαφέρον η Λενιώ. «Πώς είναι, θα μας πεις;».

Η γιαγιούλα δεν φάνηκε πρόθυμη ν’ απαντήσει. Ήταν φανερό πως η Λενιώ δεν πίστευε τίποτα απ’ όλα αυτά, όπως και τ’ άλλα παιδιά που μαζεύτηκαν, σαν κάποιος να έδωσε το μυστικό σύνθημα και στριμώχτηκαν γύρω από τη θεια Σταμάτα, με μάτια κι αυτιά ορθάνοιχτα ν’ ακούσουν για τα παγανά. Η επιμονή όμως της μικρής  και ο βόμβος απ’ το παιδικό μελίσσι, φάνηκαν σιγά- σιγά να λύνουν τη γλώσσα της. «Καλά, καλά», άρχισε να μιλάει, κουνώντας τα κοκαλιάρικα χέρια της με τρόπο κατευναστικό στην ανυπομονησία των παιδιών.

«Θα σας φανερώσω μόνον αυτά που είδα εγώ η ίδια, σαν ήμουνα κοριτσάκι σα και τη Λενιώ, κι ακόμα, μετά από τόσα χρόνια τα θυμάμαι σα να’ τανε χτες.  Ήτανε παραμονή Χριστουγέννων – καλή ώρα σα και σήμερα -και το σούρουπο με βρήκε στο πηγάδι φορτωμένη με τ’  αγγειό που μου’ χε δώσει η μάνα μου να γιομίσω. Αφού το ανέβασα στο κουλούρι του πηγαδιού κι ετοιμάστηκα να το φορτώσω στο κεφάλι μου για να το κουβαλήσω, η ματιά μου έπεσε μέσα στο ζαρωμένο νερό του, κι αμέσως μου εικάστηκε πως είδα ένα πρόσωπο φρικτό να με κοιτάζει μέσα στα μάτια. Τρέμοντας απ’ το φόβο μου, γύρισα αμέσως πίσω, και ίσα που πρόλαβα να δω ένα κοντό μαυριδερό -πλάσμα, με μυτερή μουσούδα και δόντια μεγάλα, ντυμένο απ’ τη μέση και κάτω μ’ ένα γκρίζο γιδοτόμαρο, να με κοιτάζει. Μέχρι να πάρω ανάσα από την τρομάρα μου και να σταυροκοπηθώ, το παγανό βούτηξε στο πηγάδι κι εξαφανίστηκε. Από το φόβο που πήρα, έριξα κι έσπασα τη στάμνα. Τα ουρλιαχτά μου ακουστήκανε ως το χωριό και πολλοί συγχωριανοί τρέξανε να δούνε τί συμβαίνει. Τους διηγήθηκα τί είχα αντικρίσει και τους παρακάλεσα να φωνάξουνε τον παπά για να αγιάσει το πηγάδι μήπως και ξεμαγαριστεί.

«Αν έρθει ο παπάς, θά’ ρθει για να  διαβάσει εσένα, θεόμουρλη», ακούστηκε να λέει η μάνα μου, θυμωμένη για τη σπασμένη στάμνα. Δεν είχα ανάκαρα να της γυρίσω το λόγο, γιατί έβλεπε ότι κάθε κόπος μου να την πείσω για το παγανό, θα ήτανε μάταιος. Τόσο αυτή, όσο και οι συγχωριανοί, ήτανε κάτι παραπάνω από βέβαιο πως αν επέμενα θα με λέγανε αλαφροΐσκιωτη. Έτσι, κατάπια τη γλώσσα μου, μάζεψα τα κομμάτια της στάμνας μην τα πατήσει κανείς και κοπεί και τράβηξα για το χωριό, με την εικόνα εκείνου του βελζεβούλη να μη λέει να φύγει απ’ το μυαλό μου. Όχι πως σκιαζόμουνα τόσο, όσο τρωγόμουν απ’ την περιέργεια να μάθω πούθε σάλτησε ετούτο το πλάσμα και πού στο δαίμονα εξαφανίστηκε, έτσι σαν αστραπή…

Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, μετά την εκκλησία, συζήτησα το παράξενο τούτο γεγονός με τον παπά Βαγγέλη. Ήταν ο μόνος που έδειξε να συμμερίζεται την ιστορία μου, και μάλιστα έδειχνε ανήσυχος και συνοφρυωμένος μόλις άκουσε τα καθέκαστα. «Χρόνια έχω ν’ ακούσω γι’ αυτούς τους σατανάδες κόρη μου», άκουσα να μου λέει ο παππούλης. «Ποιος ξέρει γιατί εμφανίστηκε σε σένα. Μάλλον κάπου κοντά στο πηγάδι θα έχουνε τη φωλιά τους και τα ενόχλησες. Το δωδεκάημερο κόρη μου, τα νερά είναι αβάφτιστα», κατέληξε με ύφος που δε σήκωνε την παραμικρή αντίρρηση. «Αυτά τα μιάσματα, όλο το χρόνο πασχίζουνε να πελεκήσουνε το δέντρο της Γης με τα πριόνια και τα σκεπάρνια τους, αλλά ευτυχώς κατά πως φαίνεται, δε τα ’χουνε καταφέρει ακόμα. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων λοιπόν, μόλις τελειώσει το Σαρανταλείτουργο, αφήνουνε τη δουλειά τους μισοτελειωμένη, και μεθυσμένα απ’ τις μυρωδιές που βγάζουνε οι φούρνοι με τα ψωμιά, τα γλυκά και τα κουλούρια, παρασύρονται και ανεβαίνουνε στη γη, απ’ όπου βρούνε την κοντινότερη ποριά, μα κοντά σε ρίζα βράχου, μα μέσα από κουφάλα δέντρου ή ακόμα και κάτω απ’ τα πηγάδια. Καθώς όμως βγαίνουνε στο φως τυφλώνονται, μιας και είναι μαθημένα να ζούνε στο σκοτάδι, σα τους ασπάλακες, κι έτσι προτιμούν να ξεμυτίζουνε τη νύχτα. Το δικό σου το παγανό, φαίνεται πως παραήτανε ζαβό και ξεπήδησε απ’ τη φωλιά του, προτού δύσει ο ήλιος για τα καλά. Τυχερή είσαι που ξαφνιάστηκε πιότερο αυτό από σένα κι εξαφανίστηκε. Φαίνεται όμως, πως αφού βρήκανε ποριά στο χωριό μας, θα μας ξανάρθουνε και μάλιστα σύντομα». Μ’ αυτά τα λόγια ο παπά Βαγγέλης πήρε την αγιαστούρα του και άρχισε να μουρμουρίζει κάτι απ’ τους εξορκισμούς, λέγοντάς μου να μην ξαναπάω στο πηγάδι το απόγιομα.

«Ούτε και το πρωί ξαναπατάω παπά μου!», του απάντησα κοφτά κι έφυγα να βρω τις φιλενάδες μου με  ανυπομονησία για να τους πω τα καθέκαστα. Ο παπά Βαγγέλης, ο Θεός να αναπαύσει την  ψυχούλα του, μετά τη λειτουργία της Κυριακής, της μετά του Χριστού Γέννησης, μίλησε στο εκκλησίασμα για την επίσκεψη των καλικαντζάρων στο χωριό μας και σύστησε σε όλους τους χωριανούς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. «Τα παγανά, τέκνα μου, ξεπετιούνται μέσα απ’ το σκοτάδι και για όλο το δωδεκάημερο περιπλανιούνται στα σοκάκια μας, πηδάνε στα κεραμίδια των σπιτιών μας και χώνονται στα κοτέτσια και στις στάνες μας ψάχνοντας να χορτάσουνε την πείνα και την περιέργειά τους. Να έχετε ανοιχτά τα μάτια σας και να μην κυκλοφορείτε τη νύχτα, γιατί αν σας ξεμοναχιάσουνε μπορεί να πάθετε κακό. Σταυρώστε τις πόρτες απ’ τα σπίτια και τα’ αχούρια σας και κάντε υπομονή μέχρι των Φώτων που θα αγιάσουμε τα νερά και τις στάχτες απ’ τα μπουχαριά. Μόλις ακουστεί το ‘‘εν Ιορδάνη”,  οι γυναίκες να πάρουνε στο φαράσι τους λίγη τέφρα και να την αποθέσουνε στα τέσσερα αγκωνάρια του σπιτιού τους, για να φύγουνε τα παγανά από κει που ’ρθανε», ολοκλήρωσε τις συμβουλές του ο παπά Βαγγέλης και απ’ ότι θυμάμαι γλίτωσε τους χωριανούς από πολλά βάσανα.

Αυτά γίνανε που λέτε παιδιά μου τότες. Πάνε κοντά ογδόντα χρόνια και τα θυμάμαι σα να’ ναι χτες. Τώρα αν εσείς οι νέοι τα γελάτε όλα τούτα, τί να σας πω;» τελείωσε τη διήγησή της η θειά Σταμάτα «καλότυχα να είστε να μην τα συναντήσετε ποτές».

Η Λενιώ, κοίταξε προς τη μεριά της μάνας της και την είδε να έχει πάρει θέση δίπλα στο φούρνο περιμένοντας να ψηθούν τα Χριστοκούλουρα, σκεπασμένη μ’ ένα χοντροσκούτι, σα να φύλαγε σκοπιά. Η φεγγαρόλουστη νύχτα είχε πια απλώσει τα πέπλα της και είχε σκεπάσει το χωριό για τα καλά. Την πλησίασε και κάθισε κοντά της για να της κάνει παρέα. «Έβαλε ψύχρα κοριτσάκι μου», είπε η μάνα μόλις είδε τη Λενιώ να κάθεται δίπλα της. «Καλύτερα γύρνα σπίτι να ζεσταθείς και θα’ ρθω κι εγώ. Δε θα αργήσουνε να γίνουν τα ψωμιά μας, ας μην κρυώνουμε και οι δυό. Τράβα κι έφτασα», είπε με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση.

Η Λενιώ, χωρίς ν’ αποκριθεί στην προτροπή της μάνας της, σηκώθηκε με αργές κι απρόθυμες κινήσεις και τράβηξε για το δρόμο που οδηγούσε στην άκρη του χωριού, εκεί που βρισκόταν το σπίτι τους.

Ένας ήρεμος αέρας της ανακάτευε τα μαλλιά, κουβαλώντας στα ρουθούνια της την τσίκνα απ’ τα λαδοφάναρα του δρόμου, που σήμερα είχαν παραδώσει το ρόλο τους στ’ ολόφωτο φεγγάρι. Η ασημοστολισμένη νύχτα άστραφτε στην καρδιά του χειμώνα και η ομορφιά της, καθρεφτιζόταν με μικρές διακοπές, στα λιόφυλλα που χόρευαν αργά και νωχελικά στις προσταγές του ανέμου.

Το κορίτσι, αφού χόρτασε με τα μάτια και τα ρουθούνια του την αρμονία της φύσης, τάχυνε το βήμα της, γιατί άρχισε να σκέφτεται όλα όσα άκουσε πριν, από τη θειά Σταμάτα. Εκεί που πάλευε να διαψεύσει μέσα της τη διήγηση της γριάς, ένας αόριστος φόβος την έζωνε κι έκανε την καρδιά της να βροντάει, σαν έτοιμη να βγει  από το στήθος της. Ο δρόμος λιγόστευε και τα πόδια της έκαναν κουράγιο να την κρατήσουν λίγο ακόμα μέχρι να φτάσει.

Απ’ τη στροφή του μονοπατιού που οδηγούσε στην τελευταία ανηφόρα προς  το σπίτι, φαινόταν αντίκρυ το Λαγκάδι της Μάρως, ένα πυκνό ρέμα γεμάτο κουμαριές, δάφνες κι ασφελαχτούς, αδιάβατο από πολλά χρόνια και γεμάτο θρύλους για καθετί το απόκοσμο και το φρικιαστικό. Λες κι όλα τα λαμπάσματα και τα αερικά του χωριού είχανε βρει καταφύγιο σε κείνο το λαγκάδι… Τί κι αν η σελήνη πάσχιζε να το γλυκάνει με τ’ αργυρόχρωμο φως της; Η Λενιώ, έβλεπε πάνω απ’ τις σκουρόχρωμες συστάδες των θάμνων να πετάνε παγανά, οργές και τριβόλια με μακριές ουρές, νύχια κοφτερά και πρόσωπα αποκρουστικά κι απαίσια, έτοιμα να ρουφήξουνε την ψυχή όποιου τολμούσε να ζυγώσει για να διασχίσει το λαγκάδι.

Με μια ανάσα, κατάπιε τα λίγα μέτρα που είχαν απομείνει και με λαχτάρα ανείπωτη, άρπαξε με δύναμη και βρόντηξε το ρόπτρο της πόρτας. «Πατέρα άνοιξε! Άνοιξέ μου να χαρείς!» φώναξε με αγωνία, με όση φωνή είχε απομείνει ακόμα στο λαρύγγι της. Οι λίγες στιγμές που πέρασαν μέχρι να ανοίξει η πόρτα, της φάνηκαν αιώνας. Μόλις τον αντίκρισε, όρμηξε στην αγκαλιά του, έχωσε το πρόσωπό της στον κόρφο του και δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του για ώρα πολλή.

Μόλις συνήλθε και διηγήθηκε στον έκπληκτο πατέρα της τα καθέκαστα, εκείνος γέλασε καλοσυνάτα και της είπε «Γι’ αυτό κοψοχολιάστηκες κόρη μου; Αυτά παθαίνει όποιος ακούει ξεκουτιασμένες γριές χριστουγεννιάτικα. Η θειά Σταμάτα έχει φυράνει από χρόνια στο μυαλό. Αυτή δε θυμάται τί έφαγε χτες και θα θυμάται τί έγινε εδώ και τόσα χρόνια; Τα παγανά είναι για τους αλαφροΐσκιωτους κορίτσι μου. Πήγαινε να στρώσεις το τραπέζι να φάμε, μέρα που ’ναι. Όπου να ’ναι θα φτάσει και η μάνα σου με τα φουρνίσματα», κατάληξε κι αρπάζοντας τη σιδερένια μάσα, άρχισε να τσιγκλάει και να ξεσπιθίζει τα κούτσουρα που τρίζανε στο τζάκι.

Το φεγγάρι, δεν είχε ακόμα αποφασίσει να γύρει πίσω απ’ τις κορφές των κυπαρισσιών κι ένας παράξενος βόμβος, σαν ποδοβολητό από οπλές ζώων αντήχησε στις πλάκες του μονοπατιού  που οδηγούσε στον αυλόγυρο του σπιτιού.  Ο πατέρας, ανασηκώθηκε απ’ τη ξύλινη καρέκλα του και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, μα δίχως αποτέλεσμα. Ενώ σιγά- σιγά ο θόρυβος έσβηνε και ο απόηχος των βημάτων απλωνόταν ακόμα στη σιγαλιά της νύχτας, δεν κατάφερε να διακρίνει τίποτα, ούτε άνθρωπο, ούτε ζώο. Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόταν να καθίσει και πάλι, ένας οξύς κρότος από κεραμικό που σπάει τον τίναξε στον αέρα και τον έκανε να βγει ορμητικά έξω απ’ το σπίτι, κρατώντας σφιχτά τη μάσα στο χέρι του. Μπροστά στα πόδια του, ήταν ένα κεραμίδι που είχε γίνει χίλια κομμάτια.

«Μα τί στο καλό γίνεται;» αναρωτήθηκε. «Καμιά παλιόγατα θα κυνηγιέται στη στέγη», σκέφτηκε, προσπαθώντας να απομακρύνει έναν αόριστο φόβο που έσκιαξε στιγμιαία  τη γιορτινή του διάθεση.

«Τί ήταν αυτό που έσπασε άντρα μου;», ρώτησε διακόπτοντας τις σκέψεις του  η γυναίκα, που είχε προβάλει στο καταπόρι κρατώντας ένα καλάθι με ζεστά κουλούρια κι έχοντας στο κεφάλι της ένα μεγάλο ταψί με χριστόψωμα, που άχνιζαν μοσχοβολώντας.

«Τίποτα, τίποτα, μάλλον καμιά γάτα θα ήτανε», απάντησε κοφτά ο πατέρας, χωρίς να πει κουβέντα για το ποδοβολητό που ακούστηκε λίγο πριν σπάσει το κεραμίδι. «Πάμε μέσα και κάνει παγωνιά», συμβούλεψε τη γυναίκα του και αφού τη βοήθησε να απιθώσει το κατάφορτο ταψί, βιάστηκαν να νιώσουν τη θαλπωρή που χάριζε απλόχερα το φουντωμένο τζάκι.

Η Λενιώ, είχε στρώσει το τραπέζι κι ετοιμαζόταν να ρωτήσει τον πατέρα της για τους παράξενους θορύβους, μιας και κάτι είχε διακρίνει αμυδρά απ’ το παράθυρο της σοφίτας, όταν μια πνιχτή κραυγή που βγήκε απ’ το λαρύγγι της μάνας της, την έκανε να τα χάσει : «Α! πού πήγανε τα δυο χριστοκούλουρα;» φώναξε με έκπληξη η γυναίκα.

«Απ’ τα εφτά ψωμιά που πήρα απ’ το φούρνο μείνανε στο ταψί τα πέντε. Στιγμή δε τα κατέβασα απ’ το κεφάλι μου» συμπλήρωσε τρέμοντας. Η γεμάτη πανικό αντίδρασή της,  μεταδόθηκε αμέσως και στους άλλους δυο. Ο πατέρας, που έπρεπε να κρατήσει γερά το τιμόνι του σπιτιού την ώρα του φόβου, ρώτησε τη μάνα μήπως έγινε λάθος στο ξεφούρνισμα, ή μήπως μπερδεύτηκε και πήρε άλλο χάλκωμα με λιγότερα χριστόψωμα. Όχι έγνεψε κατηγορηματικά εκείνη. «Δε μουρλάθηκα ακόμα μαθές. Τα ψωμιά ήτανε εφτά όταν εμπήκανε κι εφτά όταν εβγήκανε. Τα μέτρησα καλά πριν τα φορτώσω στο κεφάλι μου», είπε κοφτά, ρίχνοντας μια αυστηρή ματιά στον άντρα της. «Τότε ποιος τα πήρε;» απάντησε ο πατέρας «κανένας αητός ήρθε και στ’ άρπαξε απ’ το κεφάλι χωρίς να πάρεις μυρουδιά;», πρόσθεσε με μια διάθεση περιπαιχτική, -όχι μόνο για να καθησυχάσει τη γυναίκα του αλλά για να διαλύσει τις υποψίες που είχαν αρχίσει να ριζώνουν για τα καλά στο κεφάλι του.

«Το πράγμα είναι φως φανάρι πατέρα», πετάχτηκε η Λενιώ. «Τα παγανά τα πήρανε απ’ το κεφάλι της μάνας και ανεβήκανε στα κεραμίδια να τα φάνε. Αυτά σπάσανε και το κεραμίδι, κι αυτά ακουστήκανε να τρέχουνε προς τα δω. Ούτε γάτες, ούτε πουλιά!  Αυτοί οι σατανάδες ήτανε. Παίρνω όρκο πως τους είδα να φεύγουνε χοροπηδώντας. Τα ποδάρια τους έχουνε οπλές από τραγιά και γουρούνια. Βγήκανε σήμερα πεινασμένοι απ’ τα έγκατα της γης και πολεμάνε να χορτάσουνε την πείνα τους. Πάρτε το χαμπάρι, μέχρι των Φώτων αυτά θα’ χουμε και μακάρι να μας λείπουνε μόνο ψωμιά», τόνισε με ύφος ειδικού το κορίτσι, αφήνοντας άφωνους τους γονείς της που την κοιτούσαν με τα μάτια ορθάνοιχτα.

Η αλήθεια είναι ότι και οι ίδιοι κάτι τέτοιο σκέφτηκαν, μα δε τολμούσαν να το ξεστομίσουν, όπως κάνουν άλλωστε όλοι οι μεγάλοι όταν χάνουνε τον παιδικό αυθορμητισμό.

Το επόμενο σούρουπο, ανήμερα τα Χριστούγεννα, η μάνα της Λενιώς άφησε με τρόπο έξω απ’ το σπίτι ένα καρβέλι, ένα μπουκάλι γάλα και μια πιατέλα μουστοκούλουρα, όχι γιατί αγάπησε στα ξαφνικά τα παγανά, αλλά « για να τα καλοπιάσει και να γλιτώσει το κοτέτσι και τα αρνιά της από την πείνα τους», όπως εξομολογήθηκε στην κυρά- Ζαχαρένια, μια καλοσυνάτη γειτόνισσα με ροδαλό πρόσωπο και μάτια βαθυγάλανα γεμάτα αθωότητα.

«Θα αφήσω κι εγώ κατιτίς αύριο έξω», είπε η γυναίκα καλόπιστα, κυριευμένη απ’ το δέος που φέρνει μια τόσο ξαφνική αποκάλυψη, κάνοντας όμως τον άντρα της, τον κυρ Παναγιώτη, που καθόταν στο πεζούλι, υπομένοντας τη βραδινή ψύχρα και ακούγοντας με περιέργεια το διάλογο, να ξινίσει τα μούτρα του :

«Αυτό μας έλειπε τώρα, να ταΐζουμε και τα παγανά. Εδώ δυσκολευόμαστε να θρέψουμε τα παιδιά μας! Τρελαθήκατε μέρες πού’ ναι…» κατέληξε με μια έκφραση αποδοκιμασίας προς τις δυό φίλες. Δεν πρόφτασε όμως να αποσώσει την κουβέντα του και μια κολοκύθα έσκασε με πάταγο στο κεφάλι του κι έγινε χίλια κομμάτια, γεμίζοντας την αυλή με πορτοκαλί χρώμα και εκατοντάδες σπόρια. Οι δυό γυναίκες έκπληκτες, σήκωσαν τα μάτια προς το υπόστεγο της αποθήκης και μόλις που πρόφτασαν να διακρίνουν ένα τριχωτό μαυριδερό πόδι με οπλή κατσικιού να κρύβεται βιαστικά  στη φυλλωσιά της διπλανής κουμαριάς. Η κυρά Ζαχαρένια απ’ την τρομάρα της δε μπορούσε ν’ αποφασίσει τί έπρεπε να κάνει: Να βοηθήσει τον άντρα της που κράταγε το πονεμένο του κεφάλι και βογκούσε σα να έπεσε πάνω του ο ουρανός, ή να κυνηγήσει το κατσικοπόδαρο πλάσμα να το δει καλύτερα και πιο καθαρά; Οι κραυγές του συζύγου της αλλά και ο φόβος, την οδήγησαν κοντά του.

«Πώς έπεσε τούτη η κολοκύθα στο κεφάλι μου;», απόρησε φωνάζοντας με θυμό. «Να ευχαριστείς το Θεό που δεν σου πέταξε τη μεγάλη», απάντησε η γυναίκα του, κοιτάζοντας προς το ράφι του υπόστεγου που  αναπαύονταν καμιά δεκαριά κολοκύθες, ποστιασμένες εκεί απ’ το Σεπτέμβρη για να ωριμάσουν.

«Την πέταξε; Ποιος  την πέταξε; Δεν κύλησε από μόνη της;», ρώτησε ο δύστυχος άντρας, με μια έκφραση απορίας στα μάτια του.

«Το παγανό την έριξε! Σε άκουσε που δεν ήθελες να τους αφήσουμε φαΐ και σ’ εκδικήθηκε. Το είδα να φεύγει πηδώντας πάνω στην κουμαριά. Ποιος ξέρει που χάθηκε τώρα», απάντησε η γυναίκα.

Ο κυρ Παναγιώτης, ρίχνοντας μια ματιά στη μάνα της Λενιώς, για να βεβαιωθεί πως η γυναίκα του δε τον κορόιδευε, ξαφνικά σοβάρεψε. Το βλέμμα της, δε του άφησε κανένα περιθώριο για αμφιβολίες. Τα παγανά υπάρχουν και παραλίγο να του ανοίξουν το κεφάλι σαν… κολοκύθα.

Σύμφωνα με τις διηγήσεις του παππού του, που τις έπαιρνε για παραμύθι όταν τις άκουγε, τα παγανά βγαίνουν στο χωριό απ’ την κουφάλα μιας γέρικης ελιάς λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι τους, στο τέρμα του χωριού. Μια παραμονή Χριστουγέννων μάλιστα, που ο παππούς του ερχόταν καθυστερημένος απ’ το χωράφι κι έτυχε να περνάει από κει φορτωμένος με τα’ αγαθά για το γιορτινό τραπέζι, του φάνηκε σα να άκουσε να ξεκαρδίζονται στα γέλια,  γριές χιλιοχρονίτικες. Ακολουθώντας τον ήχο, βρέθηκε πάνω από μια άπατη τρύπα που ξεκίναγε απ΄ την κουφάλα της ελιάς, νοιώθοντας ένα ρίγος να διαπερνάει τη ραχοκοκαλιά του, και τα πόδια του να βαραίνουν, βιδώνοντας το σώμα του στο χώμα. Ξάφνου, ένα πέπλο ομίχλης τον σκέπασε και η ανάσα του έγινε βαριά και δύσκολη. Μια δίνη τον τραβούσε προς τα έγκατα του δέντρου και τα στριγκά γέλια που ακουγότανε απ’ τα γέρικα λαρύγγια,  μετατράπηκαν σε ένα απόκοσμο μουγκρητό.  «Φτάσανε τα παγανά», σκέφτηκε έντρομος. Μαζεύοντας όλο του το κουράγιο, σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και ξεκολλώντας με αγωνία τα παγωμένα του πόδια απ΄ τη γη, έτρεξε με όλη του τη δύναμη για το χωριό, αφήνοντας ως λάφυρα στους καλικατζάρους, τα καλούδια που έφερνε απ’ το χωράφι μέσα σ’ ένα μεγάλο τρίχινο σακί: τρία κεφάλια τυρί, δυο κεσέδες γιαούρτι και δυο κοκόρια χρονιάρικα, καλοταϊσμένα.

Αυτά σκεφτότανε ο καημένος ο σύζυγος της κυρά Ζαχαρένιας, όταν τον διέκοψε η κατσαρή φωνή της Λενιώς: «Πέρασε από δω η μάνα μου κυρ Παναγιώτη; Την ψάχνουμε χριστουγεννιάτικα να κάτσουμε να φάμε, αλλά έγινε άφαντη. Βλέπεις εχτές με τα παγανά, πού μυαλό για το τραπέζι; Τά’ μαθες φαντάζομαι…».

«Μωρέ τά έμαθα από πρώτο χέρι κορίτσι μου», απάντησε με εύθυμη διάθεση ο άντρας, δείχνοντας το δεμένο του κεφάλι και ιστορώντας στη Λενιώ το τί είχε συμβεί.

«Απ’ ότι φαίνεται, Χριστούγεννα χωρίς παγανά δε γίνονται κυρ- Παναγιώτη», ακούστηκε η τρεμουλιαστή φωνή της θειά Σταμάτας που στεκόταν δίπλα στη λιθιά της αυλής, κρατώντας μια πιατέλα με μελωμένες δίπλες. «Κάλλιο να τα γλυκάνουμε παρά να σκιαζόμαστε να βγούμε απ’ την πόρτα μας. Έτσι κι αλλιώς, είναι τόσο ζαβά που ποτέ τους δε καταφέρνουνε αυτό που προσπαθούνε τόσα χρόνια. Υπομονή μέχρι τα Φώτα λοιπόν και μη λησμονήσεις να πεις της Ζαχαρένιας να σταχτώσει τ’ αγκωνάρια απ’ το κονάκι», τον συμβούλεψε και τράβηξε για το σπίτι της κόρης της λίγο παρακάτω για να καλοπιάσει τους καλικατζάρους.

Η Λενιώ, ακούγοντας τα λόγια της γριούλας και  έχοντας πλέον απαλλαγεί από κάθε φόβο για τα σκοτεινά τούτα πλάσματα, σκέφτηκε πως και οι τρείς τους, η ίδια, ο κυρ Παναγιώτης και η θειά Σταμάτα, ήταν απ’ τους λίγους και τυχερούς που  είχαν δει παγανά. «Αχ και να έχαναν τα περάσματα και να ξέμεναν μερικά πίσω», μονολόγησε, μα αμέσως το μετάνιωσε, καταλαβαίνοντας πως ήταν εγωιστικό, η δική της επιθυμία, να διαταράξει μια  τάξη ριζωμένη στα  βάθη των αιώνων.

«Χρόνια πολλά κυρ Παναγιώτη», ευχήθηκε το κορίτσι,  «μου φαίνεται σα ν’ άκουσα τη μάνα μου εδώ πιο πάνω», είπε και βγήκε, κλείνοντας πίσω της την ξύλινη αυλόπορτα.

Η Λενιώ, κατάλαβε πως η μαγεία του μυστηρίου που περιβάλλει τα παγανά, είναι ζυμωμένη με το πνεύμα των Χριστουγέννων και συνειδητοποίησε, με μεγάλη ικανοποίηση ότι ήτανε μια απ’ αυτούς τους «αλαφροΐσκιωτους» που τα είχανε συναντήσει, έστω φευγαλέα και βιαστικά…

Οι γιορτές πέρασαν ήσυχα και οι πιατέλες με τα γλυκίσματα έξω απ’ όλα τα σπίτια του χωριού, γέμιζαν το σούρουπο κι άδειαζαν τη νύχτα…

Οι διηγήσεις των κατοίκων του χωριού, αλατισμένες με μικρές δόσεις υπερβολής, μαζί με τις σκιές ή τις αστραπιαίες εμφανίσεις των απόκοσμων πλασμάτων, που για λίγες μέρες έρχονταν από τα σπλάχνα της γης, για να γευτούν  τις χαρές των ανθρώπων, ήτανε οι πιο ζωηρές πινελιές στο χριστουγεννιάτικο καμβά.

Το ποτάμι της ζωής, κουβαλάει στη ροή του, μαζί με τα καθημερινά γεγονότα, και πολύτιμα ψήγματα μαγείας, που κάνουν τις ζωές των ανθρώπων  πιο λαμπερές, πιο ενδιαφέρουσες κι ελκυστικές, στο διάβα των αιώνων.

Και η γοητεία της αγνής πίστης, απέδειξε για ακόμα μια φορά πως μπορεί να πιαστεί και να προκόψει ακόμα κι ανάμεσα σε δυό ολότελα διαφορετικούς κόσμους: των ανθρώπων και των ξωτικών.