Απόκριες… όπως παλιά .

Έχουμε μπει για τα καλά  στις Απόκριες. Μια γιορτή ξεχωριστή στη μέση του χειμώνα. Στο Μεγανήσι  όπως και σε όλη την Ελλάδα οι απόκριες είχαν θρησκευτικό και διασκεδαστικό χαρακτήρα. Ξεκινώντας από παλιότερα χρόνια και φτάνοντας στο σήμερα το Μεγανήσι γιόρταζε τις μέρες της  Αποκριάς με τα δεδομένα τις συνθήκες τα έθιμα και τις επιρροές της κάθε εποχής. Σιγά σιγά άλλαζε το ύφος και ο τρόπος που οι άνθρωποι διασκέδαζαν, γιόρταζαν και αντιλαμβάνονταν το ύφος της γιορτής.

Οι απόκριες σε όλο τον χριστιανικό και ορθόδοξο κόσμο γιορτάζονται με πλήθος εκδηλώσεων που κυρίαρχο στοιχείο είναι το θέαμα και η διασκέδαση.Ευκαιρία για ξεφάντωμα δηλαδή. Τις μέρες αυτές γίνεται το έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας και του «μασκαρέματος», της μεταμφίεσης,από τις αρχαιότερες Διονυσιακές γιορτές» των Ελλήνων, όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν πίνοντας κρασί και το κέφι έφτανε στο κατακόρυφο προς τιμή του Διόνυσου.

Με το πέρασμα των χρόνων  η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση επηρέασε και τον εορτασμό των Αποκριών που άρχισαν να αλλάζουν ύφος κυρίως στα θέματα του καρναβαλιού, της μεταμφίεσης και της διασκέδασης.

Και στο Μεγανήσι αυτές οι μέρες ήταν ξεχωριστές. Από την νηστεία που τηρούνταν ευλαβικά μέχρι το καρναβάλι και τους μοσκαράδες εκείνης της εποχής.

Όμως κι εδώ οι νέες επιρροές άλλαξαν τις Απόκριες. Την νηστεία, το γλέντι, τις μεταμφιέσεις τον τρόπο διασκέδασης.

Η νηστεία …

Παλιά το κρέας έτσι κι αλλιώς αποτελούσε μόνο το εκλεκτό πιάτο της Κυριακής. Το γάλα, τα θαλασσινά και τα  λαχανικά άφθονα σε καθημερινή βάση, οπότε έπαιρναν την πρωτεΐνη που χρειάζονταν ο οργανισμός και η νηστεία ήταν εύκολη, ανώδυνη συνηθισμένη και επιτακτική.

Πως και πώς περίμεναν το γάλα και το χλωροτύρι από τους τσοπάνηδες για να φτιάξουν την αυγόπιτα και τη κουλούρα την Κυριακή της Τυρινής . Κι εκείνοι με τη σειρά τους χάριζαν την παραγωγή των τελευταίων ημερών σε φίλους  συγγενείς και σέμπρους για το καλό.

Από ένα καρτούτσο γάλα  σε ένα καραβανάκι, μια σφήνα χλωροτύρι και λίγα αυγά στον καθένα. Γύριζαν όλη μέρα την παραμονή  από σπίτι σε σπίτι. Για το καλό, «για να φκιόνται το κοπάδι και νάχει καλά διάφορα.»

Ακόμα θυμάμαι τη γιαγιά μου να με σέρνει κοντά της για βοήθειο. Εκείνη την Κυριακή, την τελευταία, ο τόπος μύριζε αυγόπιτα και κουλούρα. Κι έπρεπε να τη φας όλη σε μια μέρα γιατί άρχιζε από την επόμενη η νηστεία της Σαρακοστής. Μεγάλες όμως οικογένειες τότε και δεν έμενε τίποτα αφάγωτο. Φυλεύανε και  κάνα φτωχό που δεν είχε.

Σήμερα το κρέας είναι σχεδόν καθημερινά στο τραπέζι μας. Εκτός από τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους που τηρούν ακόμα το διατροφικό αυτό έθιμο κυρίως για θρησκευτικούς λόγους. Οι αυγόπιτες γίνανε τυρόπιτες με έτοιμο φύλλο ή με ζύμη κουρού και γέμιση από φέτα  ή γκούντα που συνοδεύουν το κρέας, κοκκινιστό ή λεμονάτο. Αυτές δεν θέλουν και πολύ γάλα . Όσο χρειάζεται το φέρνει η «Φάγε».

Μυρίζεις όμως που και που παράδοση αφού ευτυχώς υπάρχουν ακόμα λίγα κοπάδια στο νησί. Μικρή η παραγωγή βέβαια,  φτάνει ίσα ίσα για τους κοντινούς.

Στολές-εορτασμός -μοσκαράδες.

Οι παιδικές μου μνήμες, οι αφηγήσεις των παλιών και οι εικόνες που έχω είναι από τις τελευταίες μέρες της Αποκριάς. Φαίνεται ότι οι προηγούμενες Κυριακές δεν είχαν διασκεδαστικό χαρακτήρα. Όμως εκείνη την τελευταία εβδομάδα θυμάμαι πολλά.

Παιδί ακόμα θυμάμαι τον φόβο που μας προκαλούσαν οι μοσκαράδες , ή μπασάκοι όπως τους λέγανε. Βγαίνανε από το Σάββατο αργά το βράδυ, συνήθως μπουλούκια μπουλούκια και γυρίζανε σπίτια και μαγαζιά.

Ντυμένοι με ότι είχανε,  με μαντίλια στο πρόσωπο κάλτσες στα χέρια και κρατώντας μαγκούρες γύριζαν βόλτα τα σπίτια. Χτύπαγαν δυνατά τις πόρτες κι έμπαιναν μέσα. Θεόρατοι επιβλητικοί άγνωστοι άνθρωποι εισβάλλανε στο σπίτι σου την ώρα του φαγητού συνήθως. Μικρότεροι κλαίγαμε από φόβο όταν μας πλησίαζαν. Σε σπάνιες περιπτώσεις  πέφταν οι μάσκες. Μέχρι τότε όμως προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε ποιος ήταν κάτω από αυτές. Από το ύψος το περπάτημα την αλλαγμένη φωνή ή το μουγκρητό. Τα χέρια ήταν έξυπνα καλυμμένα με κάλτσες αλλά όταν έπεφτε το κέρασμα που ήταν κρασί συνήθως, τότε έβγαζαν τη κάλτσα. Πώς αλλιώς να πιάσουν το ποτήρι που ξαφούρδαγε! Σήκωναν και μια τσόντα από το μαντίλι για να πιουν. Εμείς σκύβαμε κάτω από αυτό για να δούμε λίγο πρόσωπο. Κοιτάγαμε τα χέρια για να δούμε κάτι χαρακτηριστικό. Για να ανακαλύψουμε το φύλο του μοσκαρά πηγαίναμε από πίσω τους και τους  σηκώναμε τα κότολα .

Οι  ¨στολές» ήταν λίγο πολύ ίδιες. Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές. Οι άντρες ντύνονταν γυναίκες με ρούχα χωριάτικα  κότολα και τσίπες στα μούτρα και οι γυναίκες άντρες. Με παντελόνια μπατατούκους και σκούφιες. Η κίτρινη νιτσεράδα και οι γαλότσες έπαιζαν επίσης πολύ. Προσπάθεια γίνονταν να αλλάξει και το περπάτημα ή το σουλούπι.  Χαρακτηριστικό σημάδι αναγνώρισης του ανθρώπου. Έτσι άλλος κούτσαινε, άλλος σγούμπιενε, άλλος περπατούσε αργά.

Μεσάνυχτα και μες το σκοτάδι κοντεύανε να πέσουνε ο ένας πάνω στον άλλο ή να σκοντάψουν σε καμιά πέτρα. Ήταν και τα μαντίλια στο πρόσωπο…που να δούνε που πατάνε.

Τα θέματα συγκεκριμένα. Περιορισμένη φαντασία και λιγοστές οι εικόνες και οι παραστάσεις από τον έξω κόσμο. Φαντάροι, γριές, γερόντοι,  ναυτικοί, ψαράδες ή γύφτοι και γύφτισσες.. Καμιά φορά ντύνανε και κάνα γάιδαρο. αλλά αυτό την Κυριακή το μεσημέρι που γυρίζανε βόλτα το χωριό.

Έχω ακούσει ότι μπάρμπα Τάσος ο Βιτσέντσος κάποτε φόρεσε ολόκληρο τομάρι από γουρούνι.

Αμυδρά θυμάμαι και κάποιες Κυριακάτικες πορείες με νταούλια και σφυρίγματα. Με το τρίκυκλο του Γιάννη. Εκείνα με τα δάχτυλα στο στόμα τα βλάχικα σφυρίγματα που ακούγονται από μακριά. Νομίζω και κλαρίνα από αυτοδίδακτους μουσικούς της εποχής.

Αργότερα τα μπακάλικα, έπιασαν το νόημα. Έτσι ήρθαν στο χωριό οι πρώτες μάσκες και ο χαρτοπόλεμος. Χάρτινες και πλαστικές (πιο ακριβές αυτές) με άγνωστες αδιάφορες φιγούρες. Με δυο τρύπες στα μάτια και λαστιχάκι στο πίσω μέρος να κρατιέται, έμπαινε πάνω από το μαντήλι. Μπορεί να το κράταγε αλλά δυσκόλευε την αναπνοή. Ίδρωνε και άναβε και ύστερα από λίγο βρώμαγε το πλαστικό. Οι χάρτινες δεν ήταν και πολύ αντοχής.

Εμείς τα παιδιά ακολουθούσαμε ντυμένα όπως όπως, και με ότι μας έβανε η μάνα μας. Πιο πολύ ρούχα μεγαλίστικα . Του πατέρα, του παππούλη της βαβάς. Μπλούκι κι εμείς πίσω από τους μεγάλους που μας κυνηγούσαν για να μην τους μαρτυρήσουμε γιατί στο δρόμο χαλαρώνανε . Άλλοι βγάζαν το μαντήλι για να πάρουν αέρα και άλλοι μίλαγαν και περπάταγαν κανονικά.

Μεγαλώνοντας λίγο βγαίναμε και μόνοι μας. Παρέες παρέες. Οι επισκέψεις μας δεν είχαν μόνο διασκεδαστικό χαρακτήρα. Ήταν και το κέρασμα. Το καλύτερο ήταν η κοκακόλα ή «καπακόλα» όπως την έλεγαν οι γριές.

Αργότερα ήρθαν και οι πρώτες παιδικές αποκριάτικες στολές. Από τους ναυτικούς  όταν ξεμπαρκάριζαν και έφταναν Αθήνα. Οι καουμπόηδες , οι ινδιάνοι,  οι τσιγγάνες … Ο πατέρας μου  είχε φέρει ένα μπλε κιμονό από την Ιαπωνία και τόβαζα κάθε χρόνο. Με καταλαβαίνανε πάντα.  Το κεφάλι παρέμενε ακάλυπτο και χάλαγε το μυστήριο. Γιατί για μας μοσκαράς εξακολουθούσε να σημαίνει ο άγνωστος ντυμένος τύπος που μπαίνει στα σπίτια μας. Έτσι, συνεχίζαμε να σκεπάζουμε τα μούτρα μας με τα μαντίλια που τώρα πια ήταν χρωματιστά.

Πολλές φορές έπεφτε και ξύλο στο δρόμο. Κάποιοι έβγαζαν και τ’απωθημένα τους κι έλυναν τις διαφορές τους στην διαδρομή. Δεν ήξερες ποιος βάραγε ποιόν και από που θα σούρθει. Κι οι μεγάλοι το κάνανε. Κάπως έτσι βγήκε η φράση «Να ντυθεί ένας μοσκαράς και να τον κάνει τόπι στο ξύλο».

Και η πρώτη ολοπρόσωπη μάσκα ήρθε στο χωριό. Και αυτή άλλαξε τα δεδομένα .

Ο Γιάννης ο Μαλής σε όλα πρωτοπόρος, έφερε από την Πάτρα μια μοσκαράδα που πιο τρομακτική δεν είχαμε δει. Ένα τέρας με κόκκινα μάτια και δοντωσά  δράκουλα με κανονικά μαλλιά ήρθε στη γειτονιά και σκόρπισε τρόμο. Ακόμα και από το κουζινάκι της αυλής που την φύλαγε φοβόμασταν να περάσουμε. Κι αυτός εκμεταλλεύονταν το φόβο μας και μας απειλούσε τα μεσημέρια που κάναμε φασαρία. . «Θα κάτστε καλά ή να βγάλω τη μοσκαράδα…» Και αυτό γίνονταν όλο το χρόνο. Θυμάμαι τον Κώστα να ουρλιάζει τρέχοντας να κρυφτεί. Κι εμείς δεν πηγαίναμε πίσω…

Με τις πρώτες τηλεοράσεις ήρθαν και οι πρώτες ιδέες. Οι  εικόνες από τις Απόκριες τις στολές τα πάρτι που κάνανε στην Πάτρα και στην Αθήνα.. Σιγά σιγά  ήρθαν και οι πρώτες στολές στο νησί, με θέματα της επικαιρότητας, της τηλεόρασης, των ηρώων των παραμυθιών μας.

Και αξεσουάρ που συμπλήρωναν την εμφάνιση.  Πλαστικά πιστόλια, ντέφια, ρόπαλα.Τα μαντίλια έδωσαν τη θέση τους στις μάσκες. Τα κότολα έγιναν φούστες κλαρωτές και οι σκούφιες του παππούλη πολύχρωμα ή καουμπόικα καπέλα.

Λίγο πριν το 1990 ξεκίνησαν και τα πρώτα «πάρτι»…έτσι τα είπαμε μετά τα γλέντια. Τα σχολεία τώρα πια είχαν καθιερώσει παιδικές αποκριάτικες γιορτές. Και τα μαγαζιά επίσης. Έτσι μικροί και μεγάλοι συμμετείχαν στη διασκέδαση  που άρχιζε να ξεκινάει  χρονικά  όλο και πιο νωρίς.  Από την πρώτη Κυριακή. Οι Αποκριές έφτασαν να κρατάνε 15 μέρες.

Κι εμείς γονείς πια, και μοιρασμένοι σε γκρουπ ξεκινούσαμε τις προετοιμασίες λίγο μετά τα Χριστούγεννα. Χωρισμένοι ήδη σε ομάδες βρίσκαμε τα θέματα, κάναμε το πλάνο των εκδηλώσεων και ετοιμάζαμε τις εμφανίσεις μας. Με το παραδοσιακό στοιχείο να κυριαρχεί καταρχήν. Ακολουθούσε η Τσικνοπέμπτη με γενικότερο θέμα για να ολοκληρωθεί με την κύρια εμφάνιση του καρναβαλιού όπου εκεί κυρίαρχο στοιχείο εκτός από το γέλιο ήταν και η εμφάνιση. Τα έντονα χρώματα η μουσική το άρμα. Όλα μελετημένα, σκηνοθετημένα χορογραφημένα…ψαγμένα γενικώς. Ακόμα και ο τίτλος του θέματος. Υπερπαραγωγή που κάθε χρόνο μας κόστιζε όχι μόνο σε χρήμα και χρόνο αλλά και σε επίπεδο επικοινωνίας και σχέσεων αφού υπήρχε πάντα το στοιχείο του ανταγωνισμού με τα άλλα γκρουπ, ιδιαίτερα εκείνο των γυναικών.

Η μουσική πολύ προσεκτικά επιλεγμένη. Το πρώτο τραγούδι, εκείνο της εμφάνισης, ταίριαζε απόλυτα με το θέμα του γκρουπ. Στη συνέχεια γίνονταν χορευτική πάλι στο ίδιο ύφος, για να καταλήξει στην πορεία καθαρά καρναβαλίστικη με τα κλασικά λάτιν και ξένα τραγούδια χιτ της χρονιάς. Η πορεία πέρναγε και από τα τρία χωριά . Ο κόσμος στημένος  μας περίμενε. Καταλήγαμε στο Βαθύ όπου εκεί γίνονταν η τελική εμφάνιση και τα διάφορα άλλα αποκριάτικα δρώμενα.

Την πορεία οδηγούσε το άρμα με τη μουσική. Κάναμε κλήρωση για το ποιο από τα γκρουπ θα εμφανιστεί πρώτο. Με μεγάλα ηχεία πάνω στα αυτοκίνητα που τα καλύπταμε με φόδρες και το ανάλογο σκηνικό. Επιστρατεύαμε όλη μας την φαντασία για ένα όμορφο εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Τα άρματα προστέθηκαν στο  κόνσεπτ. Μέρες και νύχτες δουλεύαμε (ε! όχι και όλοι… Ας είναι καλά οι άντρες). Θέλαμε να γίνει όσο πιο αντιπροσωπευτικό στο θέμα που είχαμε επιλέξει. Μεταμορφώναμε ένα αυτοκίνητο σε ότι είχαμε φανταστεί.  Πολλές φορές προσθέταμε και αυτοσχέδιες κινούμενες πλατφόρμες. Με μεγάλο ενθουσιασμό ετοιμάζαμε μέρες το δημιούργημα μας αλλά και με απόλυτη μυστικότητα. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει το θέμα . Όχι μόνο για να μην μας πάρει την ιδέα αλλά και για ανταγωνιστικούς λόγους. Παιχνίδι εντυπώσεων. Μια  χρονιά τα άρματα ήταν περισσότερα από τα γκρουπ. Μετράγαμε τα μπαλκόνια και τους δρόμους για να χωράνε, και όπου δεν μας έπαιρνε με διάφορες πατέντες τα καταφέρναμε. Πλοία-Σαλούν-Σπηλιές- Χαρέμια Σχολεία….  Ολόκληρα σκηνικά πάνω σε μια καρότσα.

Το χειρότερο ήταν το ξεστόλισμα μετά.Μεγάλη η στεναχώρια. Σαν να χαλάγαμε το σπίτι μας…

Δίναμε τόσο βάρος στην προετοιμασία  και κάναμε τέτοιο κόπο που την ημέρα του καρναβαλιού μερικοί δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους. Βοηθούσε λίγο η σοκοφρέτα.

Για κάποια χρόνια το νησί κάθε Απόκριες χωρίζονταν σε Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες, Βόρειους και Νότιους με στόχο το παιχνίδι των εντυπώσεων, και των βραβείων  που μπήκαν αργότερα από το πολιτιστικό κέντρο σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τα κίνητρα των καρναβαλιστών και να παράξουν πλουσιότερο θέαμα. Με την δημιουργία του Δήμου το 1990 το γυμνάσιο ενισχύθηκε και στηρίχτηκε οικονομικά και τεχνικά και πήρε μέρος στο μεγάλο καρναβάλι της Λευκάδας αποσπώντας το πρώτο  βραβείο. Για πρώτη φορά το Μεγανήσι έδινε το παρόν μέσω των παιδιών σε μια κεντρική εκδήλωση της πόλης. Αυτό συμπαρέσυρε όλη την κοινωνία και δημιούργησε το Μεγανησιώτικο καρναβάλι.  Τέτοια εποχή το νησί ζωντάνευε, αγρίευε, χόρευε, δημιουργούσε και έφερνε κόσμο.Κάθε χρόνο το θέαμα γίνονταν όλο και καλύτερο και παρέσερνε όλο το νησί σε αυτό. Οι μισοί κάτοικοι παίρναν μέρος στο καρναβάλι και οι άλλοι μισοί το χαίρονταν και διασκέδαζαν μαζί τους. Καμάρωναν τα παιδιά τους άντρες και τα εγγόνια τους  και γέμιζαν οι δρόμοι οι πλατείες και τα μαγαζιά  που μπαίνοντας στο κλίμα της αποκριάς και του γλεντιού άρχιζαν δειλά δειλά να «ντύνονται»  και να στολίζονται ανάλογα. Θυμάμαι τις πρώτες θερίες μάσκες στο» Γάντζο» και τις χάρτινες γιρλάντες  να κρέμονται στους τοίχους. Σε κάθε γλέντι σωρός ο χαρτοπόλεμος που κόλαγε παντού κι ήθελες μια βδομάδα να τον καθαρίσεις.

Οι Απόκριες ήταν η κεντρική εκδήλωση του χειμώνα και οι δημοτικές αρχές για να επιβραβεύσουν τους διοργανωτές και να ενισχύσουν οικονομικά την εκδήλωση χρηματοδοτούσαν για χρόνια τα άρματα και αργότερα τις στολές των παιδιών. Με τα χρόνια οι πομπές μεγάλωναν. Τα άρματα δεν χώραγαν στους δρόμους. Όλα αυτοσχέδια με πολύ κόπο από ειδικούς χρυσοχέρηδες τεχνίτες. Κάθε γκρουπ είχε και τον μάστορα του. Εκτός από το γκρουπ των αντρών που ήταν της τελευταίας στιγμής. Αυτοί το διασκέδαζαν κανονικά. Τα θέματά τους ήταν πάντα σατυρικά. Όπως εδώ που τα λέμε άρμοζε στο κλίμα των ημερών.  Εμείς οι γυναίκες το κάναμε και λίγο καλλιστεία.Κι έτσι πάντα κέρδιζαν αυτοί τις εντυπώσεις και εμείς τα βραβεία, η χορηγία των οποίων σταμάτησε μετά από διαφωνίες και γκρίνιες (καυγάδες κανονικούς με χαλβάδες και ταραμάδες να εκσφενδονίζονται). Κι επειδή όλοι γνωριζόμασταν κι είχαμε σχέσεις μεταξύ μας αμφισβητούνταν πάντα η αξιοκρατική διαδικασία κι έτσι οι αρμόδιοι αποφάσισαν να χορηγούν μόνο ένα χρηματικό ποσό σε όσα γκρουπ δήλωναν συμμετοχή. Καλές  αξέχαστες εποχές.

Τα δυο αυτά Σαββατοκύριακα  κάναμε εμφανίσεις στα μαγαζιά που διοργάνωναν πάρτι μασκέ. Πολλές φορές στο» boom boom» που πιο παλιά ήταν το μοναδικό μπαράκι ανοιχτό το χειμώνα. Στολισμένο ανάλογα με το θέμα του πάρτι πότε με τούλια πότε με πειρατικά σπαθιά…Στο» Καρνάγιο» στις» Ρεγγίνες» και στο» Γάντζο» .

Οι άντρες ξεκινούσαν την προετοιμασία τους ένα μήνα πριν. Κι ενώ οι γυναίκες έπαιρναν αποφάσεις με τον καφέ, εκείνοι διοργάνωναν  γεύματα ρεφενέ με πλούσιο φαγοπότι. Όλος ο αντρικός πληθυσμός έτρωγε κι έπινε για μέρες μέχρι να καταλήξει στο θέμα.

Τα παιδιά για πολλά χρόνια συμμετείχαν στο παιδικό καρναβάλι της Λευκάδας και πάντα κέρδιζαν τις εντυπώσεις.

Για τρία χρόνια έζησαν και την εμπειρία του πατρινού καρναβαλιού με τη συμμετοχή τους. Πρωτόγνωρες εμπειρίες για τα παιδιά μας .

Tα μαγαζιά αυξήθηκαν. «Πέτρινο»» precious»» Πασάς » » Ανεμολόγιο» Τζοβόλας» Τόμπολες». Και οι επιλογές  το ίδιο. Κι όλα δούλευαν   αφού γέμιζε το νησί κάθε χρόνο και περισσότερο. Ο κόσμος είχε κίνητρο να έρθει . Είχε να δει, να διασκεδάσει, να φάει να περάσει ένα όμορφο τριήμερο μακριά από τη βαβούρα των ημερών στις πόλεις και να περάσει καλά.

Γέμιζαν κόσμο οι δρόμοι. Άρματα , γυναίκες, άντρες παιδιά,  και μεγαλύτεροι μασκαρεμένοι με ελεύθερα θέματα. Νήπια σε καροτσάκια και μεγαλύτερα παιδιά. Μια μεγάλη παρέλαση με χρώματα και μουσικές. Από Αλεξίου και Παπακωνσταντίνου  μέχρι Λαμπάντα και Ένιο Μορικόνε.

Από την πρώτη Κυριακή που βγαίναμε μαζευόμασταν  την καθαρά δευτέρα το βράδυ στα σπίτια μας. Κουρασμένοι, χορτασμένοι αλλά και άδειοι, μελαγχολικοί. Σαν να τέλειωνε κάτι όμορφο.Κι οι έρημοι πια δρόμοι με τους πεταμένους χαρτοπόλεμους και τα κομφετί , τα ξεχασμένα αξεσουάρ που είχαν πέσει από τα άρματα μαρτυρούσαν τι είχε συμβεί λίγες ώρες πριν. Κι εκείνα αραγμένα στη θέση τους μισοδιαλυμένα από την ταλαιπωρία και με σκισμένες τις φόδρες πολλές φορές μούσκεμα από τη βροχή που μας έπιανε.  Σκέτη μελαγχολία.

Και τότε ξανάρχιζε το μυαλό να ψάχνει ιδέες για  το επόμενο θέμα. Ο απόηχος της Αποκριάς κράταγε μέρες μετά. Σχόλια , κριτικές  , κουτσομπολιά και διαμάχες ήταν το θέμα συζήτησης του απογευματινού μας καφέ τώρα πια.

Αργότερα στο σκηνικό προστέθηκε ο βασιλιάς καρνάβαλος που οδηγούνταν κι αυτός στην πυρά όπως όλοι οι καρνάβαλοι. Το κυνήγι του κοκκόρου αλλά και χορευτικές παραστάσεις από παιδιά εμπλούτιζαν τα event’s. Ύστερα ήρθαν και κλόουν.

Η οικονομική κρίση τα αλλεπάλληλα πένθη η φυγή πολλών οικογενειών για τις πόλεις και η διαφορετική» πολιτική άποψη» ξεθώριασαν σιγά σιγά τις Απόκριες. Τα γκρουπ όλο και μίκραιναν. Τα άρματα λιγόστευαν, η όρεξη μειώνονταν αισθητά. Το κέφι ανύπαρκτο και με το ζόρι επιστρατεύεται το τελευταίο Σαββατοκύριακο.

Σήμερα μόνο οι σύλλογοι προσπαθούν να ζωντανέψουν και να παρασύρουν τον κόσμο στις εκδηλώσεις τους. Οι γυναίκες διοργανώνουν πάρτι μασκέ και το καρναβάλι στηρίζεται μόνο στα παιδιά και στους γονείς τους. Ένα άρμα τώρα πια συνοδεύει την μικρή πορεία των καρναβαλιστών κι αυτό μίζερο και της τελευταίας στιγμής.

Τι κι αν οι στολές σήμερα είναι χιλιάδες. Ακόμα και για σκύλους υπάρχουν. Φτηνές ακριβές πολύχρωμες. Κι αν  οι εικόνες και η πληροφόρηση του ίντερνετ σου κάνει πιο εύκολη την επιλογή του θέματος!  Οι δρόμοι φωτισμένοι με γιρλάντες και τα άρματα φαντασμαγορικά!  Οι μάσκες  που αφήνουν ακάλυπτα τα μάτια και το στόμα και σου επιτρέπουν να ανασαίνεις ελεύθερα! Το μακιγιάζ που σε μεταμορφώνει σε ότι θέλεις και οι περούκες από φυσική τρίχα! Πιο εύκολες οι μεταμορφώσεις και η κατασκευή του άρματος!  Το» mood» των ημερών πεσμένο….

Ο κόσμος δεν συμμετέχει . Οι τόνοι έχουν πέσει και όλο και πιο λίγοι επισκέπτονται  πια στο νησί. Αλλά κι εμείς  έχουμε χάσει την ζωντάνια και το κέφι μας.  Κι οι Απόκριες περνάνε σχεδόν απαρατήρητες σήμερα.

Τσικνοπέμτη.

Τσικνοπέμτη δεν θυμάμαι να γιορτάζαμε από παλιά. Ίσως να μην θυμάμαι καλά αλλά δεν έχω τέτοιες παιδικές αναμνήσεις.

Αυτό το έθιμο το συνάντησα πρώτη φορά το 1987 στην Πάτρα. Εδώ πολύ αργότερα. Όμως σιγά σιγά καθιερώθηκε και στο νησί. Ευκαιρία για φαγητό κρασί και χορό. Ευτυχώς το έθιμο κρατάει ακόμα. Με λιγότερους κάθε χρόνο αλλά πιστούς οπαδούς της τσίκνας.Όταν πρωτοεμφανίστηκε  στου Γάντζου που ήταν το μοναδικό διαθέσιμο μαγαζί της εποχής, δεν έπεφτε καρφίτσα. Με ζωντανή ορχήστρα ή με την στήριξη του πολιτιστικού κέντρου του δήμου εκείνο το βράδυ ουσιαστικά σηματοδοτούσε την έναρξη της Αποκριάς. Ντυμένοι με στολές πιο μοντέρνες πια, ξεκινούσε το γλέντι από νωρίς και κατέληγε τις πρώτες πρωινές ώρες.  Τα σχολεία έχουν καθιερώσει κι αυτά την Τσικνοπέμτη τους και τσικνίζουν κάθε χρόνο νωρίς το πρωί. Η τσίκνα μυρίζει παντού αφού το έθιμο μπήκε και σε όλα τα σπίτια που γιορτάζουν οικογενειακά  φιλικά  και παρείστικα.

Κούλουμα.

Τα κούλουμα  έκλειναν το τριήμερο και άνοιγαν την Σαρακοστή. Μια άλλη περίοδος ξεκινούσε και τώρα πια περιμέναμε το Πάσχα.

Κάποτε η Καθαρά Δευτέρα ήταν μέρα γιορτής και εξοχής για όλα τα σπίτια.Μέρα χαράς και χαρταετού για τα παιδιά. Μέρα κουζίνας και μαγειρικής για τις μανάδες, μέρα κατασκευής και θάλασσας για τους πατεράδες. Και τι δεν θυμάμαι από εκείνες τις παλιές καθαροδευτέρες!

Από νωρίς η μάνα έφτιαχνε το σαρακοστιανό μενού. Νταραμά, νερόβραστους γίγαντες ή φασολάδα,  χταπόδι, πατάτες κοκκινιστές,  λάχανα, ντομάτες ελιές και χαλβά.. Ετοίμαζε τις κόφες με τα μαχαιροπίρουνα, τα πιατικά  και τα ποτά. Κρασί και νερό. Πέταγε μέσα και λίγα λεμόνια κι ένα μπουκαλάκι λάδι. Αρκεί να βοηθούσε ο καιρός.

Δίπλωνε  τα στρωσίδια και την κουβέρτα που θα στρώναμε κάτω. Ένα μεγάλο μεσσάλι και μπόλιες για τα χέρια.

Άνοιγε τους αχινιούς και τις πίνες που είχε φέρει ο πατέρας ή ο παππούλης από το πρωί ή από την προηγούμενη μέρα αν είχε μπουνάτσα.

Πρωί πρωί αγόραζε από τον Μαστροπάνο ή τον Βαλαωρίτη καποσάντε και παουράκια (κάτι κόκκινα μικρά). Τα ξέζγαζε σε νερό και τάβαζε σε μια γαδένα. Η δική μου μάνα πάντα έκανε και πατάτες τηγανιτές.

Οι πατεράδες είχαν κι αυτοί το ρόλο τους . Δική τους δουλειά ήταν εκτός από το ψάρεμα των θαλασσινών  και η κατασκευή του «αετού».

Καλάμι, λαδόκολα και αλευρόκολα ήταν τα υλικά που χρειάζονταν τότε. Πιο μετά ήρθαν οι εφημερίδες στο χωριό που εξυπηρετούσαν καλύτερα.

Ήθελαν ώρες για να κόψουν τη λαδόκολλα λουρίδα λουρίδα και να φτιάξουν την ουρά. Όσο πιο μεγάλη τόσο πιο ψηλά θα έφτανε ο αετός.

Θέλαμε μόνο τη βοήθεια του αέρα και της ταχύτητας. Να ανέβει να πετάξει , να μην κολομυτήσει.

Έτοιμη η οικογένεια για τα κούλουμα. Προορισμός;  Τα χωράφια και οι παραλίες. Όσοι είχαμε βάρκες -οι περισσότεροι δηλαδή-το μόνο που είχαμε να αποφασίσουμε ήταν το που θα πάμε.. Νησόπουλα, Θηλιά, Βαρκό, Αη Γιάννη…

Και τα χωράφια ήταν γεμάτα από κόσμο. Είχαν πολύ ποδαρόδρομο όμως μέχρι να φτάσεις. Και φορτωμένος με πράγματα  και τσάτζαλα σούβγαινε το λάδι. Απόσταινες. Περισσότερο η μάνα μας που κουβάλαγε στο κεφάλι της τα πιο πολλά. Οι παιδικές φωνές ακούγονταν από παντού. Οι γείτονες ένωναν τα μεσάλια τους κι έτρωγαν παρέα. Ολόκληρα σόγια  καθισμένα  σε μια ατελείωτη σειρά από κουβέρτες. Κι εμείς παίζαμε, τρέχαμε, μαζεύαμε λουλούδια και κρυβόμασταν πίσω από τα μεγάλα κουντριά.  Στη Μπούκρα, στον Παλιοβορό,  στο Μελίσι στα Κόνια. Κι όπως γυρίζαμε πεθαμένα και ζαβλακομένα από τον ήλιο άντε να γράψουμε και να διαβάσουμε για την άλλη μέρα.

Αργότερα όλη η διαδικασία άλλαζε. Με τα χρόνια γίνονταν πιο εύκολη  και πιο διασκεδαστική.

Το αυτοκίνητο , η τηλεόραση και η τεχνολογία μας έδωσαν γνώση και άνεση. Καταλάβαμε ότι αυτό που κάναμε το λέγανε πικ-νικ και τον αετό κανονικά τον λέγανε χαρταετό. Και υπήρχαν και έτοιμοι. Ναύλον αγοραστοί με ζωγραφιές επάνω και με ομάδες ποδοσφαίρου.

Κάποιοι έφεραν και αυτοκίνητα, αγροτικά.  Σε κάθε γειτονιά σχεδόν υπήρχε ένα. Φέρανε και ράδιο με μπαταρίες και ακούγαμε τραγούδια και χορεύαμε.

Στα ποτά μας μπήκε η μπύρα και η κοκα-κόλα. Στο τραπέζι οι γαρίδες και τα μύδια. Αποφλοιωμένα έτοιμα για γιάχνισμα. Τα πλαστικά πιάτα πιρούνια και ποτήρια. Ο χαλβάς έγινε σοκολατένιος κι είχε μέσα αμύγδαλο και φιστίκι. Σταθερή αξία όμως η λαγάνα. Χρόνια τώρα η ίδια γεύση.

Κι όλα σιγά σιγά  γίνονταν πιο εύκολα πιο ξεκούραστα πιο μοντέρνα..

Ο δήμος αργότερα άρχισε να οργανώνει κούλουμα σε μαγαζιά και παραλίες. Τότε η καθαρά Δευτέρα άρχισε να παίρνει άλλη διάσταση. Η χαρά κυρίως της νοικοκυράς που επιτέλους θα γιόρταζε ξεκούραστη κι εκείνη τέτοια μέρα. Και δική μας χαρά και των παιδιών μας. Η χαρά και των μερακλήδων που θα συνδύαζαν φαΐ πιοτό και χορό . Με ζωντανή μουσική , κλαρίνα συνήθως, ή με Ντι-τζέι . Στο «Καρνάγιο»στου ¨Νιάγκα» στο Φανάρι στα Σπήλια.

Πολλές τέτοιες καθαροδευτέρες έζησε το νησί. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια  που ξεθώριασε κι αυτό όπως και όλα τα άλλα.

Σήμερα εκείνες οι Απόκριες κοντεύουν να ξεχαστούν. Να σβήσουν και να τις θυμόμαστε από τις χιλιάδες φωτογραφίες που έχουμε στα άλμπουμ μας ή στον υπολογιστή μας τώρα πια.

Μερικοί επίμονοι ρομαντικοί και ονειροπόλοι προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανές αυτές τις μνήμες. Να ταρακουνήσουν και να παρακινήσουν και τους άλλους να αντισταθούν στα σημεία των καιρών και στις συγκυρίες οικονομικές, πολιτικές ακόμα και προσωπικές, που παγώνουν τις καρδιές μας και το νησί τα τελευταία χρόνια.

Είναι χρέος μας απέναντι στους παλιούς που μας άφησαν μια μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά και στους νέους που πρέπει με τη σειρά μας να αφήσουμε εμείς.

Καλές Απόκριες.

(Βίντεο από παλιότερες Αποκριάτικες εκδηλώσεις. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω παλιότερες βιντεοσκοπήσεις και φωτογραφικό υλικό.

Το βίντεο με τις φωτογραφίες έγινε από την προσωπική μου συλλογή και από υλικό από το διαδίκτυο. )

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υ.Γ. Αυτό το άρθρο θέλω να το αφιερώσω σε δυο ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια αλλά η παρουσία τους και η συμμετοχή τους ήταν χαρακτηριστική και καθοριστική τις Απόκριες. Στον Γιάννη Καββαδά (Μαλή) που στις παιδικές μου αναμνήσεις ήταν η ψυχή των Αποκριών στο Κατωμέρι και στον Νίκο Καρδάση που στα νεότερα χρόνια συντέλεσε στην μεγάλη επιτυχία εκείνων των Αποκριών που άφησαν εποχή στο Μεγανήσι. Απουσίες αισθητές και αναντικατάστατες τέτοιες μέρες.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ και στον Άρη Ανδρέου, τον άνθρωπο  του δικού μας γκρουπ που ήταν πάντα εκεί , αθόρυβα, διακριτικά δημιουργικά.

Εύχομαι κάποια στιγμή να ζωντανέψουμε ξανά..