Εν τη ερήμω: Γράμμα στον Μακρυγιάννη (μέρος α’)

Γράμμα στο Μακρυγιάννη

Μέρος Α΄

του Μάκη Πολίτη

 

Μπάρμπα Γιάννη, καλησπέρα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε. Δηλαδή, για να ακριβολογούμε, που εγώ συναντάω εσένα, γιατί εσύ εκεί που βρίσκεσαι τώρα, πού να με δεις και πού να μ’ ακούσεις! Όμως μέχρι τώρα, μπάρμπα Γιάννη, όσες φορές και να διάβασα τα απομνημονεύματα σου, είχα την προκατάληψη του νεοφώτιστου. Αποτυπώνονταν  βαθειά στο μυαλό μου τα κατορθώματα σου, οι ντόμπρες αποφάσεις σου και περνούσαν ξώφαλτσα τα λάθη, οι αστοχίες και οι μεγάλες αμαρτίες σου. Τι άλλαξε; Απόκτησα όπως φαίνεται με τα χρόνια κριτικό πνεύμα και το πλήρωσα βέβαια όπως το πληρώνουμε όλοι οι άνθρωποι με το γήρας και την ανημπόρια. Θα σου τα ψάλλω λοιπόν, μπάρμπα Γιάννη, να βγάλω το άχτι μου που μια ζωή σε είχα βάλει στο εικονοστάσι δίπλα στον Εσταυρωμένο Χριστό, ενώ δεν ήσουνα παρά ο εκ δεξιών ληστής. Ναι, η αλήθεια είναι ότι στο τέλος είπες «μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» και πολέμησες να δώσεις συνταγματικά δικαιώματα σ’ αυτόν τον πονεμένο λαό, γιατί εκείνος ήταν καρφωμένος πάνω στο κεντρικό σταυρό του Γολγοθά κι εσύ, μπάρμπα Γιάννη, ήσουν ανάμεσα στους σταυρωτές του. Πριν ξεκινήσω, αισθάνομαι την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη γιατί θα σκανδαλίσω και θα λυπήσω πολλούς από αυτούς που θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές. Αλλά μήπως κι εγώ δεν λυπήθηκα; Μήπως δεν πονάω ακόμα και τώρα που στρέφομαι ενάντια στον ήρωα μου; Έχω όμως κατά νου δύο ρητά και απ’ αυτά κινούμενος γράφω σήμερα αυτά που γράφω. «Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Κατά Ιωάννη Η΄32). «Το Έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθές» (Διονύσιος Σολωμός). Πάμε λοιπόν.

Εν αρχή ην η Επανάσταση. Προσπάθησαν να την ξορκίσουν. Πρώτα το υψηλό ιερατείο, οι Φαναριώτες τσανακογλύφτες, μετά οι κοτζαμπάσηδες του Μωριά. Είδαν όμως οι τελευταίοι ότι δεν γίνεται τίποτα και σαν καλοί επιβάτες καβάλησαν έστω και όψιμα αυτό το όχημα, σαλτάρισαν στο τραίνο, αφού δεν γινότανε πια να ανακοπεί η πορεία του. Και γιατί να μην επενδύσουν κιόλας επάνω του; Σίγουρα θα ακουστήκανε και κάτι τέτοιες σκέψεις; «Για σταθείτε, ρε άρχοντες. Ξέρεις τι είναι να παίρνουμε το χαράτσι από το ραγιά και να μη δίνουμε γρόσι στους τούρκους πασάδες; Να γίνουμε εμείς οι ίδιοι πασάδες;». «Ναι, αλλά», αντέτεινε κάποιος άλλος «αν κρατήσει τουφέκι ο ραγιάς, άντε μετά να τονε κάνεις ζάφτι». «Σώπα, μωρέ, θα βρούμε τον τρόπο. Το ίδιο μυαλό έχουμε μ’ αυτά τα ζωντανά;». Αυτά λεχτήκανε, μπάρμπα Γιάννη και το ξέρεις. Ύστερα είχαμε και τους Υδραίους μεγαλονοικοκύρηδες. Ξεσήκωσε εκείνο το παλληκάρι ο Αντώνης ο Οικονόμου τα πληρώματα, το λαό όλο που δήλωσαν στους Κουντουριώτηδες και στο συνάφι τους ορθά κοφτά: «Ή βάζετε τα καράβια σας στον ξεσηκωμό του έθνους ή τα παίρνουμε και φεύγουμε». Στέρνες τα τάλιρα τους. Έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία και επένδυσαν κι αυτοί στην Επανάσταση. Βέβαια του Αντώνη δεν του το ‘σβησαν. Του το κράτησαν ώσπου ήρθε η κατάλληλη στιγμή και κυνήγησαν τον «αποστάτη». Τον βρήκαν οι δικοί τους πληρωμένοι φονιάδες κάπου στο Μωριά και τον σκότωσαν.

Και να λοιπόν που, μετά τις πρώτες νίκες και την ανάσα που πήραν οι πολεμιστές μας, όλοι ετούτοι έφτιαξαν ένα παράκεντρο εξουσίας που το είπανε «Άρειο Πάγο». Ποιο ήταν το έργο του; Να στέλνουν κι αυτοί φονιάδες σαν τους Υδραίους για να ξεκάνουν τους «κλεφτοκαπετάνιους». Να στέλνουν γράμματα στα πρωτοπαλλήκαρα των οπλαρχηγών και να τους γράφουν «το και το, σκότωσε τον αρχηγό σου και θα σε κάνουμε χιλίαρχο. Χώρια οι υπηρεσίες που θα ‘χεις προσφέρει στην πατρίδα και που θα σου τις πληρώσουμε αδρά». Αυτός ήταν ο «Άρειος Πάγος». Ξεφτιλίστηκε, έπεσε κάτω από το βάρος των αμαρτιών και των εγκλημάτων του. Χάριτες χρωστάει η Πατρίδα στο Δράμαλη που χωρίς να το θέλει την απάλλαξε από το τσούρμο των καθαρμάτων. Όπου φύγει-φύγει οι «ένδοξοι» «αρειοπαγίτες».

Κι ύστερα είχαμε δύο κέντρα εξουσίας. Το «Βουλευτικό» και το «Εκτελεστικό». Μύλος. Εμφύλιος πόλεμος. Από τη μια οι μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές κι από την άλλη οι κοτζαμπάσηδες, οι νησιώτες ταλιράδες, οι φαναριώτες πολιτικοί. Κι εσύ, μπάρμπα Γιάννη, με ποιους πήγες; Μ’ αυτούς που φάγατε μαζί ξερό ψωμί και λούπινα, μ’ αυτούς που χύσατε πλάι-πλάι το αίμα σας και ποτίσατε το δέντρο της λευτεριάς μας; Όχι! Με τους Κουντουριώτηδες πήγες, με τους Ζαΐμηδες. Ουσιαστικά με τους Μαυροκορδάτους και τους Κωλέττηδες, παρ’ όλες τις κατηγόριες που τους έρριχνες. «Τραβάτε με κι ας κλαίω» ήσουνα, μπάρμπα Γιάννη. Ξυνόβλεπες τον Κολοκοτρώνη, ξυνόβλεπες τον Ανδρούτσο. Γιατί; Για την μωροφιλοδοξία σου. Σου τάξανε να γίνεις Ανδρούτσος στη θέση του Ανδρούτσου. Αφελή! Κάθε φορά τους πλησίαζες, τους έκανες τη βρώμικη δουλειά τους και κάθε φορά σε ρίχνανε έναν παρά. Τι περίμενες, Γιάννη Μακρυγιάννη; Ότι θα σε έκαναν ο Κουντουριώτης κι ο Ζαΐμης συνέταιρο στην εξουσία τους; Εγκληματικά αφελή! Δε λέω ότι δεν πολέμησες. Στην Άρτα από τρίχα γλίτωσες. Στους Μύλους κόντεψες να χάσεις το χέρι σου. Στην Ακρόπολη τραυματίστηκες στο κεφάλι. Χίλιες φορές νεκρός θα μπορούσες να είχες πέσει σε τόσα πεδία μάχης. Αλλά ήσουνα κι εσύ από εκείνους που έβλεπες την πατρίδα σαν πίτα. Ναι, να την ελευθερώσουμε με ρίσκο να σακατευτούμε ή να σκοτωθούμε. Αλλά μετά να πάρουμε ένα μεγάλο, ένα καλό κομμάτι από την πίτα. Ποιος ήταν ο Κολοκοτρώνης, μπάρμπα Γιάννη; Και που θα εύρισκε δεύτερο η Πατρίδα, αν γινότανε το θέλημα του Κουντουριώτη και του Ζαΐμη; Στην αρχή του ξεσηκωμού ο ένοπλος λαός ήθελε να σφάξει τους προεστούς του. Αιώνες υποταγής και καταφρόνιας εύρισκαν τώρα την εκδίκηση τους. Όμως ο Κολοκοτρώνης  τους συγκράτησε. Ο Κολοκοτρώνης είπε όχι! «Αδέρφια», είπε. «Αν το κάνουμε αυτό, τότε οι βασιλιάδες της Ευρώπης θα μας πολεμήσουνε σκληρά. Δεν θα μας αφήσουν να χαρούμε λευτεριά. Θα πουν αυτοί είναι καρμπονάροι και γιακωβίνοι. Αν θέλουμε να λευτερωθούμε, δεν πρέπει να τους δώσουμε τέτοια αφορμή». Είχε άδικο; Όχι. Δίκιο είχε και για άλλη μια φορά έδειξε την άψογη κρίση του, την αξία της στρατηγικής του την πιο μεγάλη. Βλέπεις είχαμε την ατυχία να γίνει ο ξεσηκωμός του Έθνους μας την εποχή της φεουδαρχικής παλινόρθωσης. Αυτοί οι αιμορροφιλικοί από τις αιμομιξίες βασιλιάδες της Ευρώπης ήταν κάθετοι σε κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Εδώ τους τρέλαινε το πώς ο Ναπολέων χωρίς να έχει γαλάζιο αίμα στις φλέβες του έγινε αυτοκράτορας. Ιερά συμμαχία. Μέτερνιχ. Γνωστά είναι όλα αυτά. Βέβαια σε λίγο καιρό η αστική τάξη της Ευρώπης θα επικρατήσει κι όλοι αυτοί οι γαλαζοαίματοι, αν δεν χάσουνε εντελώς τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους, θα μεταβληθούν σε διακοσμητικά αντικείμενα. Αλλά στη δεδομένη στιγμή τι γίνεται;

Κι εσύ τι έκανες μπάρμπα Γιάννη; Δικοί σου άνθρωποι ήταν αυτοί που σκότωσαν τον γιο του Κολοκοτρώνη τον Πάνο. Ήξερες τουλάχιστον ποιος ήτανε ο Πάνος Κολοκοτρώνης; Ένας άνθρωπος μορφωμένος με καλλιέργεια, μαθηματικός, γνώστης της ελληνικής γραμματείας, γλωσσομαθής και παρ’ όλη του την μόρφωση δεν ήταν ο τύπος του ψαλιδόκωλου καλαμαρά. Είχε διδαχτεί την τέχνη του πολέμου ως απόφοιτος της περίφημης Ακαδημίας της Κέρκυρας. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης ήταν πολεμιστής από τους λίγους όπως έδειξαν οι μάχες στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια. Ένας νέος που οι πάτρωνες σου, μπάρμπα Γιάννη, δεν τον άφησαν να δώσει στη δόλια την πατρίδα μας τόσα πολλά που ήθελε και που μπορούσε να προσφέρει.

Είπαμε, αντί για τον Κολοκοτρώνη εσύ προτίμησες τον Ζαΐμη. Θα σου αναφέρω μόνο έναν διάλογο που είχαν αυτοί οι δύο τον καιρό που ο Ιμπραήμ με τον αιγυπτιακό στρατό και στόλο αλώνιζε την Πελοπόννησο.

ΖΑΪΜΗΣ: «Κολοκοτρώνη, Κολοκοτρώνη. Χρόνια τώρα προσπαθείς να ενώσεις τα άρματα και δεν σε άφησα. Ούτε τώρα θα σε αφήσω.

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: «Μπράβο, καλέ πατριώτη, που δεν αφήνεις να ενωθούνε τα άρματα. Γιατί αν ήταν ενωμένα τα άρματα, τώρα θα ήμασταν λεύτεροι κι ο Ιμπραήμ δεν θα έκαιγε απ’ άκρη σ’ άκρη το Μωριά».

Τόσο δύσκολο ήταν, μπάρμπα Γιάννη, να διαλέξεις; Τόσο δύσκολο;

Θα συνεχίσουμε όμως. Μιας και ξεκινήσαμε, θα τα πούμε όλα. Για τον Ανδρούτσο, για τον Καποδίστρια και τέλος για τον Όθωνα.

 

……..συνεχίζεται……….