Εν τη ερήμω: Γράμμα στον Μακρυγιάννη (μέρος 2ο)

Γράμμα στο Μακρυγιάννη

Μέρος Β΄

του Μάκη Πολίτη

 

Οδυσσέας Ανδρούτσος. Τον ήξερες, μπάρμπα Γιάννη. Ήξερες το λιοντάρι της Ρούμελης. Σταχυολογώ από τα ντοκουμέντα της Ιστορίας και από τα δικά σου κιτάπια.

Ένα γράμμα από την κυβέρνηση: «Νικήτα Σταματελόπουλε και Δημήτριε Υψηλάντη. Σκοτώστε τον Δυσσέα και γίνετε εσείς αφεντικά στο ασκέρι του».

Άλλο γράμμα από την κυβέρνηση: «Δυσσέα Ανδρούτσε, ο Νικήτας και ο Υψηλάντης έρχονται να σε σκοτώσουν».

Έτσι ήταν μαθημένοι. Να επιβιώνουν με σπιουνιές, ραδιουργίες και εγκλήματα. Μ’ ένα σμπάρο λοιπόν τρία τρυγόνια. Περίμενε πως και πως η κυβέρνηση των άκαπνων και των τσανακογλειφτών του Σουλτάνου πως με τον τρόπο αυτό θα γινότανε μάχη και θα ξεμπέρδευε μια και καλή από τρεις ανταγωνιστές της. Δεν τους έκατσε όμως.

“Αφού ανταμώθηκαν οι τρεις, τους λέγει: «Εσένα, Υψηλάντη, δεν σε γνωρίζω, το Νικήτα τον είχα ακουστά, δεν είχαμεν γνωριμιά. Καθώς μου γράφουν οι φίλοι, αν είστε τοιούτοι, φευγάτε να μην σκοτωθούμεν αναμεταξύ μας αδίκως. Αν είστε φίλοι μου και φίλοι της πατρίδος, ελάτε να φιληθούμεν και να γενούμεν αδέλφια, ν’ αγωνιστούμεν δια την πατρίδα μας, ότι κιντυνεύει». ‘Εβγαλε ο Δυσσέας το γράμμα και τους έδειξε, οπού το ‘γραφαν αναντίον τους. ‘Εβγαλε κι ο Νικήτας το δικόν του, είπε κι ο Υψηλάντης τον πατριωτισμόν τους, των κυβερνήτων μας. Πιάστηκαν και οι τρεις και φιλήθηκαν κι ορκίστηκαν να είναι αχώριστοι δια το καλό και στερέωσιν της πατρίδος, ν’ αγωνιστούνε δι’ αυτείνη και να ενωθούν και με τους άλλους”.

Κι ύστερα, μπάρμπα Γιάννη, έστειλαν οι τρισάθλιοι που μπήκαν στο ποδάρι των πασάδων το Νούτσο και τον Παλάσκα με τον ίδιο σκοπό. Την πρώτη φορά δεν πέτυχαν τίποτα, αλλά τουλάχιστον γλίτωσαν το τομάρι τους. Ας δούμε τι γράφεις παρακάτω.

“Μαθαίνομε ότι, αφού πήγαν πίσω ζωντανοί ο Αλέξης Νούτζος κι’ ο Παλάσκας, ο Κωλέτης παρακινάγει και τ’ άλλα τα μέλη της Διοικήσεως και τους στέλνουν πάλε αναντίον του Δυσσέα. Πήγαν εις το Δίστομον, ήταν ανθρώποι του Δυσσέα εκεί, τους διώξαν. ‘Ηταν και Λιβαδίτες με το πνέμα αυτεινών και συντρόφοι του Κωλέτη. Πηγαίνουν και σ’ άλλα χωριά.

Τους έπιασε ο Δυσσέας και γράμματα, οπού γράφαν να τον σκοτώσουν.

Στέλνει ο Δυσσέας ν’ ανταμωθούν και πήγανε εις την Δρακοσπηλιά. Μαζώνει ο Δυσσέας τους κατοίκους όλους και τ’ ασκέρι του. Τους λέγει ο Δυσσέας: «Διαβάστε αδελφοί, τα γράμματα». (Τα διάβασαν παρουσία). «Αδελφοί», τους λέγει, «ο ‘Αργειος-Πάγος και η Κυβέρνηση σας είναι γνωστό ότι με κατάτρεχαν και με κατατρέχουν. ‘Οταν ήμαστε εις την Αγιαμαρίνα, εξ αιτίας δικής μου, δια να χαθώ εγώ, αποφάσισαν να χαθή και τόσο ασκέρι. Δια να μην πάθη η πατρίς δια μένα έστειλα την παραίτησή μου και με βαστήσετε εσείς όλοι στανικώς. Τώρα η Κυβέρνηση στέλνει αρχηγούς την αφεντειά τους τον κύριον Αλέξη και τον καπετάν Παλάσκα. Η αφεντειά σας  είναι στο χέρι σας. Αν θέλετε αυτούς, σκοτώστε εμένα, αν θέλετε εμένα, σκοτώστε αυτούς». Τους έπιασαν και τους σκότωσαν”.

Έτσι έγιναν αυτά, μπάρμπα Γιάννη, κι εσύ όλους αυτούς τους σταυρωτήδες του έθνους και του λαού μας τους περνάς γενεές δεκατέσσαρες και καλά κάνεις, τίμιε πατριώτη, φλογερέ επαναστάτη, ανακόλουθε άνθρωπε, αφελέστατε των αφελών, επιπόλαιε καιροσκόπε που ο Θεός ξέρει σε πόσες βάρκες πατούσες πριν πέσεις στο πέλαγος.

Κι αφού η κατά μέτωπον επίθεση δεν απέδωσε καρπούς έστειλαν εν τέλει εσένα να κάνεις το μεγάλο κόλπο με τα τάλιρα του Κουντουριώτη. Τα τάλιρα, μπάρμπα Γιάννη, είναι άτιμο πράγμα. Άτιμα και τα κόλπα που στήνονται με τούτα τα ρημάδια και σπιλώνουν ανεξίτηλα αυτόν που χρησιμοποιεί τέτοια μέσα.

“Το μηναίον οπού ‘χα ήταν όλο τάλλαρα, πήρα μίαν κασσέλα και την γιόμωσα χώμα κ’ έβαλα ένα πανί να μη φαίνεται το χώμα και βάνω από-πάνου τα τάλλαρα, ότι ήταν η κασσέλα γιομάτη χρήματα. Φάγαμε ψωμί όλοι οι μουσαφιραίοι. Εκεί οι αξιωματικοί μου γυρεύουν άγρια τους μιστούς τους. Τους λέγω: «Τι με φοβερίζετε δια μιστούς, οπού έχετε να πλερωθήτε είκοσι οχτώ μέρες; Μηνά είναι εδώ ο Δυσσέας, ο Γκούρας, ο Καραϊσκάκης να μη σας πλερώνουν ποτές; Εδώ είναι Κουντουριώτης, οπού ‘φερε ένα καράβι γιομάτο τάλλαρα. Νόμους θέλει καλούς να γένουν δια την πατρίδα και χρήματα ξοδιάζει όσα θέλη κάθε ‘Ελληνας. Μίαν κασσέλα γιομάτη τάλλαρα μου ‘δωσε, σπαθί, άλογο, μουλάρια». (Αυτά τα είχα αγοράση μόνος μου). Γυρίζω και λέγω των ίδιων μισαφιραίων: «Φέρτε μου, αδελφοί, αυτείνη εκεί την κασσέλα να τους πλερώσω, οπού μας χάλασαν το φαί μας». Πάνε εκείνοι οι καϊμένοι να σηκώσουνε την κασσέλα, πού σηκώνοταν από τα χώματα; Τους λέγω: «Αφήτε την κι έρχομαι μόνος μου». Πήγα, τους πλέρωσα. «Σύρτε εις τα κονάκια σας», τους λέγω, «κι όποιος θέλει και παραπανισμένα χρήματα, να του δώσω». Τότε ακούνε όλοι αυτείνοι. «Να ‘ρθωμε μαζί σου κι εμείς, καπετάνε, με τους συντρόφους μας», μου λένε, «να γνωρίσουμε την Κυβέρνησιν!». «Να ‘ρθετε, παιδιά μου». Αφίνουν τον Δυσσέα μοναχόν και του μένουν κάτι ολίγοι και οι άλλοι ήρθαν όλοι μαζί μου”.

Εντάξει, μπάρμπα Γιάννη. Τον Χριστό τον πρόδωσαν για τριάντα αργύρια. Εσύ πάλι τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σε καλή τιμή τον έδωσες.

Πώς μπόρεσες να κάνεις τόσο μεγάλη ατιμία; Και καλά, έκανες ότι έκανες. Τι περίμενες και τα κατέγραψες όλα αυτά λεπτομερώς; Ότι θα σου έλεγαν οι επόμενες γενιές μπράβο; Μπράβο λοιπόν που τα κατάφερες. Που πέτυχες εκεί που απέτυχαν τόσα και τόσα αποσπάσματα φονιάδων που έστελνε ο «Άρειος Πάγος», ο εκλαμπρότατος Κωλέττης κι ο ενδοξότατος Μαυροκορδάτος. Μπράβο που ξεδόντιασες το λιοντάρι της Ρούμελης και που απέμεινε με λίγα παλληκάρια, όσα δεν ζαλίστηκαν από τις ελεεινές υποσχέσεις σου και τα τάλιρα του Κουντουριώτη. Το τέλος του πια ήταν απλώς θέμα χρόνου.

“Πήγανε αναντίον του δυστυχή Δυσσέα. Ακούγοντας ότι έρχεται αναντίον του ο δικός του ο Γκούρας, το παιδί του, οπού αυτός τον δόξασε, μπιστεύτηκε και βγήκε και παραδόθη εις το παιδί του. Τον πήγε εις την Αθήνα και τον σκότωσε. Τελείωσε πλέον ο κύριος Κωλέτης κι’ από τον τρίτον αντίζηλόν του”.

Όχι, όχι, μη ρίχνεις το φταίξιμο, απίθανε άνθρωπε, ούτε στον Γκούρα, ούτε στον Κωλέττη. Εσύ σκότωσες τον καπετάνιο της Ρούμελης. Μ’ έναν θάνατο άτιμο και αργό. Κάθεσαι τώρα και τον κλαις. «Ο δυστυχής Δυσσέας». Τον κλαις «όπως κλαίει η φώκια τον πνιγμένο ώσπου να μαλακώσει και να τον φάει». Δική σου η φράση αυτή. Δικό σου και το κρίμα. Όλο δικό σου.

Ανακόλουθε και παράλογε, τι να πω; Ψέλνεις στην αρχή τα εξ αμάξης στον Ζαΐμη, τον κατηγορείς για ιδιοτέλεια και φατριασμό κι αργότερα, σαν να μην θυμάσαι τι είχες γράψει, τον αποκαλείς πατριώτη και αγαθότατο άνθρωπο. Τα ίδια έγραφες και για τον Ανδρούτσο. Πότε καλός, φιλότιμος και γενναίος, πιστός πατριώτης και πότε ιδιοτελής, υστερόβουλος, φονιάς. Τι να πιστέψουμε από σένα, μπάρμπα Γιάννη; Τι να μην πιστέψουμε; Μόνο πως οι παλιοί προύχοντες σε καλόπιαναν ως να τους κάνεις αυτά που δεν μπορούσαν οι ίδιοι. Κι ήξερες εσύ να δίνεις λύση σε όλα όσα τους χαλούσαν τον ύπνο. Μετά σου δίνανε την κλωτσιά και φτου κι απ’ την αρχή «οι άτιμοι, οι φονιάδες της πατρίδας, οι αντίχριστοι». Μάταια, μπάρμπα Γιάννη, μάταια όλα ετούτα. Εξόχως δραματικά αλλά μάταια. Όπως μάταιη και δραματική ήταν η κρίση σου γενικά. Ο Θεός ξέρει πού θα πήγαινες το καράβι της πατρίδας, αν έπιανες τιμόνι. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Χειρότερα ακόμα κι απ’ όλους αυτούς που μας κυβέρνησαν. Χειρότερα κι από τους κοτζαμπάσηδες κι απ’ τους Φαναριώτες. Πολύ χειρότερα! Τέλος πάντων.

Εδώ κοντά-σιμά έρχεται και ο Καποδίστριας. Και θα σε κρίνουμε άλλη μια φορά, θέλουμε-δεν θέλουμε, γιατί η στάση σου τότε θυμίζει τους Φαρισαίους την εποχή του Χριστού. «Οι ίδιοι δεν θέλουν να μπουν στη Βασιλεία του Θεού, αλλά και τους εισερχόμενους εμποδίζουν».

 

……..συνεχίζεται…..