«Μια παρατιμονιά στα Δαρδανέλια» (ναυτικό αφήγημα-του Σταύρου Δάγλα)

ΜΙΑ ΠΑΡΑΤΙΜΟΝΙΑ ΣΤΑ ΔΑΡΔΑΝΕΛΛΙΑ

του Σταύρου Δάγλα

Τον Φλεβάρη του 2006, εφύγαμε από την Weipa που βρίσκεται στην χερσόνησο Κέιπ Γιόρκ της βόρειας Αυστραλίας στο Torres Strait απέναντι από την Νέα Γουινέα, με το FAVIOLA, ένα καράβι 70.000 τόνων τύπου πάναμαξ φορτωμένοι φοσφάτο για το Ντνεπρο-μπούργκσκι της Ουκρανίας, λιμάνι μέσα στον ποταμό Δνείπερο. Είχα πάρει απόφαση σαν θα φτάναμε εκεί μετά από έναν μήνα περίπου ταξίδι, να ξεμπαρκάρω και ν’ αφήσω την θάλασσα οριστικά. Τα σαράντα-εφτά χρόνια που δούλεψα σ΄ αυτήν, έκρινα ότι ήταν αρκετά για να την απαρατήσω και ν’ αράξω οριστικά πλέον στη στεριά. Για τον λόγο αυτό αν σε όλη την καριέρα μου πρόσεχα μια φορά το κάθε το καράβι στο οποίο υπηρέτησα, αυτή την φορά, ετούτο το καράβι, σ’ εαυτό το ταξίδι, είχα λόγο να το προσέχω ακόμη περισσότερο. Ήθελα να τελειώσει σαν τελευταίο που θα ήταν, χωρίς κάτι δυσάρεστο.

Περί τα μέσα Μαρτίου εφτάσαμε χωρίς απρόοπτα στην είσοδο του Ελλησπόντου, όπου και επήραμε πιλότο, τούρκο φυσικά, για να πιλοτάρει το καράβι στα στενά μέχρι την έξοδό μας στην Μαύρη Θάλασσα. Είχε νυχτώσει όταν περάσαμε το Τσανάκαλε και με πορεία βόρεια διαπλέαμε το στενότερο σημείο των Δαρδανελίων. Μπροστά μας υπήρχαν δύο σημαδούρες που έδειχναν, η μία τα δυτικά όρια του περάσματος και η άλλη έξω από τα αβαθή του ακρωτηρίου Nara Kalesi, που έδειχνε τα ανατολικά του όρια. Τα καράβια που κατέβαιναν από την Μαύρη θάλασσα προς το Αιγαίο, τηρώντας τους κανονισμούς κρατούσαν δεξιά και αφού έφταναν στην δυτική σημαδούρα του περάσματος, έστρεφαν νότια, αφήνοντάς την στα δεξιά τους. Εμείς που ανεβαίναμε προς την Μαύρη Θάλασσα, επλέαμε πάλι στην δεξιά κατ’ εμάς πλευρά του περάσματος, κρατώντας την σημαδούρα του Nara Kalesi λίγο δεξιά της πλώρης μας. Μόλις έρχονταν δίπλα μας (η σημαδούρα) θα στρίβαμε δεξιά σχεδόν ενενήντα μοίρες. Ο καιρός ήταν καλός, το ίδιο και η ορατότητα.

Κάποια στιγμή είδαμε εμπρός και δεξιά μας τα φώτα πορείας ενός καραβιού που έρχονταν με αντίθετη πορεία. Εκτιμήσαμε πως θα φτάναμε μαζί στο σημείο στροφής, στις σημαδούρες. Δεν υπήρχε όμως πρόβλημα. Μόλις φτάναμε σ’ αυτές, εμείς θα στρέφαμε δεξιά για να πάρουμε πορεία ανατολική και το άλλο καράβι θα έστρεφε κάπου 45 μοίρες αριστερά για να πάρει πορεία νότια. Θα περνούσαμε δείχνοντας ο ένας στον άλλο την αριστερή του πλευρά, κόκκινο με κόκκινο (φανάρι) που λέμε – επειδή τα καράβια έχουν το κόκκινο φανάρι πορείας στην αριστερή τους πλευρά.

Όταν λοιπόν φτάσαμε και οι δύο στο σημείο στροφής, το άλλο καράβι ως ήταν επόμενο άρχισε να στρίβει αριστερά και σιγά σιγά βλέπαμε και τα δυο του πλευρικά φανάρια, το κόκκινο και το πράσινο, σημάδι ότι έρχονταν κατ’ επάνω μας. Αλλά και ο δικός μας ο πιλότος είπε στον τιμονιέρη μας, έναν ναύτη από τις Φιλιππίνες: “τιμόνι δεξιά είκοσι (μοίρες)”, για να στρίψουμε δεξιά και να περάσουν τα δύο καράβια, κοντά μεν, αλλά σε απόσταση ασφαλείας, έχοντας ο ένας τον άλλο στην αριστερή του πλευρά. Όλα καλά μέχρι εδώ. Προσέχω όμως ότι η πλώρη του καραβιού μας, όχι μόνον αργεί να “πάρει” δεξιά, αλλά κάτι μου έλεγε πως ετοιμάζονταν να τσακίσει αριστερά.

Από ένστικτο το μάτι μου επήγε στον γωνιοδείχτη πηδαλίου που βρίσκονταν στο μπροστινό μέρος της γέφυρας πάνω από το κεφάλι μου και είδα αυτό που υποπτεύθηκα, ότι ο δείχτης του έστρεφε προς τ’ αριστερά. Ο ναύτης δηλαδή έβαζε τιμόνι ΑΡΙΣΤΕΡΑ, έκανε μ’ άλλα λόγια ότι ακριβώς χρειάζονταν για να πέσουμε πάνω στο άλλο το καράβι.

Να το κακό είπα μέσα μου έρχεται και έβαλα τον εαυτό μου σε συναγερμό. “Μέση τιμόνι” εφώναξα με όση δύναμη είχα του τιμονιέρη. Ο ναύτης εκατάλαβε απ’ την φωνή μου τι είχε κάνει και τσακίστηκε να φέρει το τιμόνι στην μέση. Στιγμή αργότερα αφού βεβαιώθηκα ότι ο δείχτης του τιμονιού έρχονταν προς το κέντρο, του ξαναφώναξα: “τιμόνι όλο δεξιά τώρα” και μ’ ένα πήδημα ευρέθηκα δίπλα του, έτοιμος να του πάρω το τιμόνι απ’ το χέρι αν χρειάζονταν. Ο πιλότος ξαφνιάστηκε απ’ την φωνή μου, κατάλαβε όμως τι συνέβηκε και επειδή είδε ότι οι διαταγές που έδινα, ήταν προς την σωστή κατεύθυνση, επαρακολουθούσε σιωπηλός αλλά και επιδοκιμαστικά τις αντιδράσεις μου.

Μετά από κάποια δευτερόλεπτα, σωστούς αιώνες όμως, είδα την πλώρη του καραβιού μας να τσακίζει δεξιά κι ένα δειλό τάκα-τάκα του επαναλήπτη της πυξίδας που έφτασε στ’ αυτιά μου, μου το επιβεβαίωσε. Το άλλο καράβι βέβαια συνέχιζε να έρχεται προς τα επάνω μας στρέφοντας αριστερά ως έπρεπε, αλλά και εμείς πλέον με το τιμόνι αλά μπάντα δεξιά, αφού επήρε η πλώρη μας προς τα δεξιά, εστρίβαμε του σκοτωμού που λέει ο λόγος και του δείχναμε όλο και περισσότερο την αριστερή μας πλευρά. Σε λίγο έβλεπαν την αριστερή μάσκα(1) της πρύμης μας και λίγο μετά, αυτό προσπερνούσε από πίσω μας προς τα νότια. Ίσως πιο κοντά απ’ ότι θα θέλαμε, αλλά…υπάρχουν και τ’ απρόοπτα. Αν αργούσαμε ν’ αντιληφθούμε την λάθος κίνηση του ναύτη και αντιδρούσαμε με καθυστέρηση, θα γίνονταν το κακό και μάλιστα για δύο λόγους. Πρώτον διότι το άλλο καράβι δεν περίμενε με κανέναν τρόπο την δική μας απολύτως αδικαιολόγητη κίνηση να στρίψουμε αριστερά σε αυτό το σημείο και δεύτερον καράβια των 70000 τόνων και μάλιστα φορτωμένα όπως ήταν το δικό μας, όταν πάρουν φόρα για να στρέψουν προς κάποια πλευρά, δύσκολα σταματούν, έστω κι αν βάζεις όλο το τιμόνι στην αντίθετη κατεύθυνση. Η τάση περιστροφής που αποκτούν είναι τεράστια. Νοερά ζήτησα συγνώμη από το πλήρωμα του άλλου καραβιού. Δεν μου έφταιγαν τίποτε οι άνθρωποι. Ήταν ένα πολύ μικρότερο από εμάς καράβι και θα το παίρναμε στην κυριολεξία από κάτω αν δεν προλαβαίναμε. Η φράση δόξα τω Θεώ έφτασε αυθόρμητα στα χείλη μου.

Σε λιγότερο από δύο ημέρες φτάσαμε ανοιχτά των εκβολών του Δνείπερου, μέσα στην Μαύρη Θάλασσα όπου και ρίξαμε άγκυρα για να ξελιμπάρουμε(2) σε μαούνες. Ο Δνείπερος δεν είχε τα όσα νερά τράβαγε το καράβι μας για να τον ανεβούμε μέχρι το Ντνεπρομπούργκσκι με όλο του το φορτίο μέσα. Όταν το βύθισμα του καραβιού μας ελαττώθηκε όσο χρειάζονταν, πήραμε πιλότο και με τις συνηθισμένες διαδικασίες ανεβήκαμε τον θολό απ’ τις κατεβασιές Δνείπερο. Κάποιες ώρες μετά επλευρίσαμε στο λιμάνι. Μαζί με τις αρχές επιβιβάσθηκε στο καράβι και ο αντικαταστάτης μου.

Στις 24 Μαρτίου του παρέδωσα την πλοιαρχία και την άλλη ημέρα στις 25 Μαρτίου του 2006, εξεμπαρκάρισα αφήνοντας οριστικά την θάλασσα και τα καράβια. Τα σαράντα εφτά χρόνια που πέρασα μαζί τους ήταν μια ολόκληρη ζωή. Ανάμεικτα και πολύ δυνατά τα συναισθήματα.

Μέσω Οδησσού και Κωνσταντινούπολης εγύρισα βράδυ στην Αθήνα, στο σπίτι μου.

Γλωσσάρι

1. Μάσκα = εδώ, μάγουλο, (με την ίδια λέξη μιλάμε για το μάγουλο-μάσκα της πρύμης ή της πλώρης). 2. Ξελιμπάρω = εκφορτώνω μέρος του φορτίου του πλοίου σε άλλο σκάφος, συνήθως μαούνες, για να ελαττώσω το βύθισμά του.

Σταύρος Γ. Δάγλας