Το φιλί και το φελί- διήγημα του Αριστείδη Δάγλα

ΠΗΓΗ

-Πού είν’ το φελί μωρ’ Βγενιάαα; Ρώτησε η Λευτερία κοιτάζοντας μέσα στο σακούλι της.
-Ποιο φελί; Ούτε τού’ ειδα ούτε τ’ απόλαψα, απάντησε η Βγενιά αιφνιδιασμένη, με μια κάποια ενοχή στη ματιά της.
-Ε μωρήηη, εμένα θα κοροϊδέψεις; Σ’ είδα που το ρούμπωξες εποληώρα, αλλά μου κάστηκε πώς ήτανε μπ’κούνι ψωμί. Δε ντράπ’κες δα να φας το φελί του αντρός σου; Και τι θα του δώκω σα σαλτήσει κάτου απ’ την ελιά; Την επέπληξε η Λευτερία.
Οι δυο γυναίκες ήταν κουνιάδα με νύφη. Ο αδερφός της Λευτερίας, ο Θανάσης, ήτανε σύζυγος της Βγενιάς. Οι τρεις τους, είχανε από νωρίς πάρει το δρόμο για τη Κουτρούλα, περίπου μισή ώρα έξω απ’ το χωριό, για να καθαρίσουνε τα δέντρα απ’ τα «κάθαρα», και να κάμουνε τις κλαρίδες δεμάτια για να’ χουνε για τον χειμώνα προσανάμματα. Η σχέση τους δεν ήταν και η καλύτερη μιας και η Λευτερία, μεγαλοκοπέλα πια, είχε μείνει γεροντοκόρη. Έτσι, η φροντίδα του μονάκριβου αδερφού της, του Θανάση, μονοπωλούσε το ενδιαφέρον της. Έμεναν βλέπετε στο ίδιο σπίτι και η νύφη ένοιωθε μονίμως ότι ήταν υπό επιτήρηση, σαν φαντάρος έτοιμος ανά πάσα στιγμή να δεχθεί την επιθεώρηση του επιλοχία της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Βγενιά ένοιωθε προσβεβλημένη από τις ωμές παρεμβάσεις της κουνιάδας της. Όμως αυτό που την φούρκιζε περισσότερο, ήταν η ανοχή αυτής της συμπεριφοράς από τον άντρα της, ο οποίος αντιδρούσε πολύ αναιμικά στις συνεχείς προσβολές της αδερφής του.
Ένα από τα συχνά αυτά επεισόδια λοιπόν εκτυλισσόταν και σήμερα στο χωράφι τους. Αφορμή, το κολατσιό που είχαν πάρει μαζί τους, και που η Λευτερία κατηγορούσε τη νύφη της ότι το έφαγε και μάλιστα κρυφά.
-Μετρημένα τα’ χες δα; Ρώτησε αγανακτισμένη η νύφη. Δε κούτησα να απλώσω στο σακούλι και μο’ βαλες τη μαύρη μπόλια. Με π’νάει ούλη τ΄ν ώρα, τι φταίου ’γω; Και μ’ έκαμες να πω ψέματα κιόλας μεγαλοβδομαδιάτ’κα…
-Μα πώς να πούμε, επροσβάλτ’κες; Απάντησε έτοιμη για καβγά η κουνιάδα. Σιγά μη σου χαλάσ’με τ’ μόστρα. Από τέτοια ξέρεις πολλά δα… Δε φτάνει όπου ερούμπωξες τη λαχανόπ’τα, γυρεύεις και ρέστα. Σύρε τώρα στο χωριό να φέρεις φαΐ τ’ αντρός σου…
-Αμεδάαα, είπε η Βγενιά. Με το δελτίο τα πήρες απ’ το νταβά; Πώς δεν έβανες μες το σακούλι πιότερα; Αλλά αυτά τα κάνεις για να με προσβάνεις μπροστά στον αδερφό σου, δε σε ξέρω; Απάντησε με θάρρος.
-Αφού είσαι γλόζα κι ανεχόρταη και δε ξέρεις να φ’λάξεις τη μ’σούδα σου. Κι ούλα να τα’ παιρνα κοντά θα τα’ τρωες. Επήε η κοίλπα σου στο Μπούμπ’στο. Απ’ τς Αποκρές κι εδώ εγίνηκες για σφάξ’μο, της πέταξε η Λευτερία για να τη φαρμακώσει.
-Έκρινε ο ξερομπακαλάος! Σήκωσε αμέσως το γάντι της προσβολής η νύφη. Κάλλιο αφράτη και γερή παρά αγκλιδέρα σα τα μούτρα σου…
Στο μεταξύ, ο Θανάσης ανεβασμένος στο τσιμόφυλλο μ’ ένα πριόνι στερεωμένο σ’ ένα μακρύ ξύλινο κοντάρι, έκοβε τα ξεράδια απ’ τα κλαριά κι άκουγε τη μουρμούρα των γυναικών αλλά δεν είχε καταλάβει ότι μάλωναν. Όταν κατέβηκε λίγο παρακάτω όμως, πήρε χαμπάρι τον τσακωμό τους, και έβγαλε μια φωνή βαριά και αυστηρή:
-Βγάλτε το σκασμό γυναίκα κι αδερφή κι είναι ούλος ο κόσμος όξου σήμερα στα χωράφια… Θα μας πιάσει στο στόμα τση η κάθε παλιόγιδα και ποιος μας ξεπλένει. Τι πάθατε και τρωώσαστε σα τα αλπόπ’λα; Μη ματακούσω μπαμπαξά! Είπε και κοίταξε προς τα κάτω να δει αν συμμορφώθηκαν με τα λόγια του.
-Ναι, ναι, βρίσ’ τ’ν αδερφή σου, είπε φαρμακωμένη η Λευτερία. Σο΄’ καμα κακά έξοδα που σε ξεπερετεύω ούλη μέρα κι ούλη νύχτα σα και να’ μουνα περέτρα. Με τη προκομμένη που επήες και μας ήφερες θα νά’ χες σκ’ληκιάσει απ’ τη κατέλα αν δεν ήμ’να γω…
-Μάσε το στόμα σου μωρή δράγκαινα μη δαγκάσεις τη γλώσσα σου και δ’λητηργιαστείς, απάντησε η Βγενιά, αψηφώντας τα λόγια του άντρα της για …κατάπαυση του πυρός. Εκακοπέσατε με την αφεντιά μου, πού’ρτα αρχόντ’σσα απ’ το Πανωχώρι και με βάλατε να κοκολογάου και να ξελογγώνω με τα χεράκια μου τα χρυσά, που μονάχα βελούδα επιάνανε και μετάξα.
-Τσίτου! Μην ακούσω άλλη κ’βέντα! Φώναξε ο Θανάσης πηδώντας απ’ την ελιά. Τι σας είπα ορές; Ολοτρόυρα είναι δέκα γριές κι ακουρμαίνονται. Δόντι δεν έχουνε στο στόμα τσου, αλλά από αυτί περάνε και το σκύλο…
-Μα να με πει εμένα κατελωμένη; Είπε η Βγενιά. Δεν ήξερα να γδέρνω ούλη μέρα τσι πλάκες τσ’ αυλής και να ασπρίζω τα πεζούλια κάθε δεύτερο. Αυτά τα κάν’νε οι αδρόσιγες για ξεθύμασμα, είπε στρίβοντας το μαχαίρι στην πληγή της Λευτερίας που ήτανε αγνή και ανύμφευτη.. Αλλά, βέβαια, αντίς να τηνε βάλεις πόστα, μας έβαλες στο ίδιο το σακί.
-Τσώπα τώρα να νετέρνουμε και θα σ’μάνει στο μομέντο για την εκκλησά. Ο ήλιος εμπατάρ’σε κι ακόμα νιαν έρμη μπουκιά δεν εβάλαμε στο στόμα μας. Είπε ο άντρας της μη θέλοντας να δώσει συνέχεια. Αυτά τα λόγια του όμως, ήταν η καλύτερη πάσα για την αδερφή του, που δεν έχασε την ευκαιρία να αντεπιτεθεί…
-Σα θέλεις βερβέλες και κ’τσούνες έχ’ σωρό. Γιατί από φαΐ δεν άφ’κε η προκομμέν’ σου ούδε τρίμμα. Δύο δύο τα ρούμπωνε τα φελιά, σα χαπάκια, έφτυσε χαιρέκακα περιμένοντας την αντίδραση του Θανάση.
-Είναι η ατούρα άντρα μουου… Θα’ μ’ αγκαστρωμένη κοντεύει και δε τσ’τώνω εδώ και κάνα μήνα, την άκουσε να λέει με νάζι, κάνοντας τη Λευτερία να χάσει τη γη κατω απ’ τα πόδια της.
Ο Θανάσης, χεσμένος από χαρά, πέταξε το πριόνι κι έτρεξε στη γυναίκα του να την αγκαλιάσει.
-Στάθη θα τονε βγάλ’με! Φώναξε ενθουσιασμένος. Τ’ όνομα του πατέρα.
-Κι αν είναι κοπέλα; Είπε η Βγενιά με νάζι.
-Πώς θα ναι κοπέλα; Μη μη λαβοκατινάς… Απάντησε εκείνος με αγωνία.
-Τι πώς και ξεπώς; Αυτά τα ξέρει ο Θεός, όχι εμείς. Μπορεί να ναι παιδί, αλλά μπορεί και κοπέλα, απάντησε η Λευτερία που είχε στο μεταξύ αρχίσει να συνέρχεται απ΄το σοκ.
– Λευτερία θα τη βγάλ’με, είπε η Βγενιά χαρούμενη. Λευτερία που μας βοηθάει και δικά τση παιδιά δεν έχει!
-Γου τρομάρα μου χαρά που μ’ δίνεις νύφη μου καλή και προκομμένη! Απάντησε η κουνιάδα, σπεύδοντας να την αγκαλιάσει, χαϊδεύοντας την κοιλιά της με στοργή. Στάκα να σ’ δώκω ένα φ’λί και να κι ένα φελί που τού’ χα φ’λαμένο, συμπλήρωσε, βγάζοντας απ’ το κότολό της μια μπόλια τυλιγμένη με την υπόλοιπη λαχανόπιτα.
-Σα δε μουρλαθώ σήμερα, δε ματαμουρλαίνομαι, είπε μονολογώντας ο Θανάσης. Δε βγάνεις άκρη με δαύτες… Όπως το Μάρτη, νια βροχή και πέντε ήλιο… Δε ματακρένω γιατί δίκιο δε θα βρω.
Και μ’ αυτά τα λόγια, ξανανέβηκε στην ελιά να νετάρει τη δουλειά του νηστικός αλλά χαρούμενος.